Του Σπύρου Κακουριώτη.
Τον προσδιορισμό του «Γερμανοέλληνα» για τον καθηγητή Χάγκεν Φλάισερ τον συμμερίζονται πολλοί, και στις δύο του πατρίδες –τον υιοθετεί, άλλωστε, πρόθυμα και ο ίδιος, με το παιγνιώδες χιούμορ που τον διακρίνει… Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό, όμως, είναι πως τον χαρακτηρισμό τού τον προσέδωσε πρώτος, από το 1972, ο Κώστας Βάρναλης, εκτιμώντας προφανώς τη στάση και τις αντιχουντικές ανταποκρίσεις του σε γερμανικές εφημερίδες της εποχής…
Στον «Γερμανοέλληνα» λοιπόν, που, κινούμενος ανάμεσα στις δύο πατρίδες του, κατάφερε, από τους πρώτους, να τοποθετήσει την Ελλάδα στον παγκόσμιο μνημονικό χάρτη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το Πανεπιστήμιο Αθηνών αποδίδει την οφειλόμενη τιμή, αφιερώνοντάς του τον συλλογικό τόμο Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40, ο οποίος εντάσσεται στην εκδοτική σειρά «Ιστορήματα» του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΕΚΠΑ.
Το συλλογικό αυτό έργο, που επιμελήθηκαν συνάδελφοι και μαθητές του Χάγκεν Φλάισερ, περιλαμβάνει ορισμένες από τις εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν στο διεθνές συνέδριο το οποίο είχε οργανώσει, με την ευκαιρία της αφυπηρέτησής του, τον Νοέμβριο του 2012, το Τμήμα στο οποίο δίδαξε για χρόνια Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία. Σε αυτό είχαν λάβει μέρος δεκάδες ιστορικοί και άλλοι επιστήμονες, από την Ελλάδα, τη Γερμανία και άλλες χώρες, εξετάζοντας τόσο την ίδια τη δεκαετία του ’40 όσο και τις ποικίλες μνημονικές αποτυπώσεις της στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Οι επιμελητές επέλεξαν να συγκεντρώσουν στον ανά χείρας τόμο μια σειρά ομιλιών που αφορούν αυτό το δεύτερο πεδίο, το οποίο ο ίδιος ο Χάγκεν Φλάισερ διερεύνησε από τους πρώτους στην ελληνική ιστοριογραφία, με τη μελέτη του για τους Πολέμους της μνήμης (Νεφέλη, 2008), δηλαδή τη διαμόρφωση της ιστορικής μνήμης και της ιστορικής κουλτούρας σχετικά με τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τη δημόσια ιστορία.
Οι διεθνείς αλλά και οι ελληνικές πτυχές της Μακράς σκιάς της δεκαετίας του ’40 προσεγγίζονται από τους συγγραφείς μέσα από πέντε ενότητες. Στην πρώτη εξετάζεται η διαχείριση του ναζιστικού παρελθόντος στα κράτη που προέκυψαν από την συντριβή του Ράιχ: Ο κορυφαίος γερμανός ιστορικός Βόλφγκανγκ Μπεντς αναφέρεται στη διαχείριση του ναζιστικού παρελθόντος και στην «αποναζιστικοποίηση» στη Γερμανία μετά τον πόλεμο, ενώ ο Γκέρχαρντ Μποτς αναφέρεται στον ιδρυτικό μύθο της σύγχρονης Αυστρίας, αυτόν του «πρώτου θύματος». Η Ντόρτε φον Βεστερνχάγκεν, μέσα από ένα «αυτοβιογραφικό» κείμενο, εξετάζει τη συμμετοχή στην εξόντωση των Εβραίων, ενώ η Αιμιλία Ροφούζου αναδεικνύει τον ενδογερμανικό ανταγωνισμό, ΓΛΔ και ΟΔΓ, σε συνάρτηση με την Κατοχή στην Ελλάδα. Τέλος, στην απουσία της ιστορίας της κατεχόμενης Ελλάδας από τη δημόσια μνήμη των Γερμανών αναφέρεται ο Έμπερχαρντ Ρόντχολτς, ένα κενό στην κάλυψη του οποίου συνέβαλε, στο μέτρο των δυνάμεών του, ο Χάγκεν Φλάισερ, τοποθετώντας τα (άγνωστα στους περισσότερους Γερμανούς) Καλάβρυτα ή το Δίστομο πλάι στο Λίντιτσε ή την Οραντούρ…
Η μνήμη του πολέμου στα πρώην συμμαχικά κράτη εξετάζεται στη συνέχεια, μέσα από κείμενα για το κατοχικό παρελθόν στις Κάτω Χώρες (Γιοχάνες Χόουβικ τεν Κάτε), τους μύθους γύρω από το σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ ή τη «συμφωνία των ποσοστών» (Θανάσης Σφήκας), τη σφαγή στο Κατίν (Νίκος Μαραντζίδης).
Η δεύτερη ενότητα του τόμου είναι αφιερωμένη σε πτυχές της μνήμης του Ολοκαυτώματος. Η Ρίκα Μπενβενίστε εξετάζει την ελληνική βιβλιογραφία, θέτοντας ερευνητικά ερωτήματα και προτάσεις, η Ελένη Μπεζέ μελετά τη συλλογική μνήμη της σεφαραδίτικης διασποράς και τις αφηγηματικές στρατηγικές των επιζησάντων, ενώ η κορυφαία βουλγάρα ιστορικός Νάντια Ντάνοβα αναφέρεται στο διωγμό των Εβραίων στη βουλγαρική ζώνη κατοχής, στη Μακεδονία και τη Θράκη, χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό που ήρθε πρόσφατα στο φως.
Η επόμενη ενότητα είναι επικεντρωμένη στην αντίσταση και τη συνεργασία στην Ελλάδα, με τον Ιάσονα Χανδρινό να διερευνά τις μεταμορφώσεις του όρου «Εθνική Αντίσταση», τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη να μελετά τη μνήμη της στην Αθήνα μετά την επίσημη αναγνώρισή της από το κράτος το 1982, τον Δημήτρη Κουσουρή να εξετάζει το χειρισμό του φαινομένου του δωσιλογισμού από τη μεταπολιτευτική ιστοριογραφία και, τέλος, την Χάρη Δελλοπούλου να πραγματεύεται την νομική πορεία υποθέσεων δωσιλογισμού στην Ελλάδα.
Τη διαχείριση της μνήμης σε ποικίλα πεδία εξετάζουν οι συμβολές της επομένης ενότητας: στη λογοτεχνία, η Αγγέλα Καστρινάκη αναφέρεται στις περιπτώσεις των Νίκου Κάσδαγλη, Αλέξανδρου Κοτζιά και Ρόδη Ρούφου, στις επετείους της 28ης Οκτωβρίου στη μεταπολεμική κοινωνία αναφέρεται η Δέσποινα Παπαδημητρίου, ενώ, τέλος, ο Ηλίας Νικολακόπουλος χαρτογραφεί τις πολιτικές διαιρέσεις της δεκαετίας του ’40 στα εκλογικά αποτελέσματα της μετεμφυλιακής περιόδου.
Το πεδίο όπου αναδιατυπώνονται και συνεχίζονται οι «πόλεμοι της μνήμης» είναι αυτό της ιστοριογραφίας, στο οποίο είναι αφιερωμένη η τελευταία ενότητα του τόμου. Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου ανασκοπεί τον «εμφύλιο για τον εμφύλιο» που δίχασε τους ιστορικούς, ενώ ο Πολυμέρης Βόγλης θέτει στο επίκεντρο του κειμένου του την ίδια την ιστορικότητα της ιστοριογραφικής παραγωγής. Από τη μεριά του, ο Χρήστος Χατζηιωσήφ συνεξετάζει μια σειρά ιστοριογραφικές διαμάχες σε Γαλλία, Ισπανία, Ελλάδα, Ιταλία, ενώ, τέλος, η Άννα Μαρία Δρουμπούκη αναλύει τις κοινές συγκρουσιακές συνιστώσες μιας σειράς πρόσφατων «πολέμων μνήμης» σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Στις σελίδες του τιμητικού τόμου είναι χαρακτηριστική η συμμετοχή ιστορικών από όλες σχεδόν τις γενιές, τις κατευθύνσεις και τις ιστοριογραφικές σχολές, καθώς και από τα περισσότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας. Από μόνο του αυτό το γεγονός (που δεν είναι αυτονόητο για τα ακαδημαϊκά μας ήθη) καταδεικνύει την αναγνώριση των συναδέλφων του προς τον Χάγκεν Φλάισερ και τον ρόλο που διαδραμάτισε για τη διεύρυνση ή τη θεμελίωση νέων ερευνητικών πεδίων στην ελληνική ιστοριογραφία.
Αυτή η διαδρομή, προς και με την ελληνική ιστοριογραφία, αποτυπώνει ο ίδιος ο Φλάισερ σε μια στοχαστική όσο και παιγνιώδη προσωπική κατάθεση, μια δοκιμή «εγω-ιστορίας», η οποία, μαζί με την εργογραφία του, συμπληρώνει τον τόμο. Από την Βιέννη, όπου γεννήθηκε, και την κατεστραμμένη Γερμανία, στην ανακάλυψη του απωθημένου παρελθόντος, στην «περίεργη» απόφασή του να ασχοληθεί με την Κατοχή στην Ελλάδα (κάτι που εξόργισε τον τότε καθηγητή του) και, τελικά, στην εγκατάστασή του στην Αθήνα, όπου θα ζήσει το δικό του ’68, στις αντιχουντικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια της κηδείας του Γ. Παπανδρέου, αλλά και στις αίθουσες των στρατοδικείων, απ’ όπου θα στέλνει ανταποκρίσεις σε γερμανικές εφημερίδες…
Στη συνέχεια θα έρθει η συστηματική έρευνα, η αγωνία των «κλειστών» αρχείων, τα συνέδρια, όπως το ιστορικό συνέδριο της Ουάσιγκτον το 1978, η διδασκαλία στο πανεπιστήμιο, που ξεκινά το 1979: «Πολλοί φοιτητές με έβλεπαν σαν εξωτικό πλάσμα. Ένας Γερμανός που διδάσκει ταμπού θεματικές», γράφει, «ακουγόταν σαν ανέκδοτο ή καπρίτσιο της Κλειώς». Ένα καπρίτσιο για το οποίο η μούσα της Ιστορίας θα πρέπει να αισθάνεται ιδιαίτερα ικανοποιημένη…
* Μια συντομευμένη εκδοχή αυτού του κειμένου δημοσιεύτηκε στις 25/10/2015 στις «Αναγνώσεις» της Αυγής.
info
Κ. Γαρδίκα, Α. Μ. Δρουμπούκη, Β. Καραμανωλάκης, Κ. Ράπτης
Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40
Πόλεμος – Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος
Τόμος αφιερωμένος στον Χάγκεν Φλάισερ
Αλεξάνδρεια, 2015
σελ. 464