Συνέντευξη στη Λίλα Κονομάρα.
Το ελληνικό κοινό γνώρισε τον Πορτογάλο συγγραφέα Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο το 2009 με το μυθιστόρημά του Νεκροταφείο πιάνων που εκδόθηκε από τα Ελληνικά Γράμματα, και στη συνέχεια με την ποιητική του συλλογή Ποιήματα (εκδ. Γαβριηλίδης). Ο συγγραφέας, για τον οποίο ο Ζοζέ Σαραμάγκου είχε δηλώσει ότι «είναι από τις πλέον εκπληκτικές αποκαλύψεις της σύγχρονης πορτογαλικής λογοτεχνίας», τιμήθηκε το 2001 με το μεγάλο Λογοτεχνικό Βραβείο ‘Ζοζέ Σαραμάγκου’ για το μυθιστόρημά του Nenhum Olhar (Κανένα Βλέμμα). Έχει επίσης γράψει θεατρικά έργα τα οποία ανεβαίνουν σε διάφορες ευρωπαϊκές σκηνές. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Με όποιο είδος κι αν έχει καταπιαστεί, εκείνο που εντυπωσιάζει πάντα είναι η ιδιαίτερη γραφή του και η δύναμη της αφήγησης που ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα στη θλίψη και το γέλιο, την τρυφερότητα και τη βία, για να μιλήσει για τη ζωή, τον έρωτα, το θάνατο, τη μνήμη και τη λήθη.
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα που φέρει τον τίτλο Βιβλίο (εκδ. Κέδρος), ο Πεϊσότο περιγράφει την πορτογαλική μετανάστευση στη Γαλλία τη δεκαετία του ’60. Μέσω μιας σειράς αλησμόνητων χαρακτήρων και μιας έντονα ποιητικής γλώσσας, μας μεταφέρει τις συνθήκες ζωής στην πορτογαλική επαρχία της εποχής, τον λαϊκό πολιτισμό, την οδύσσεια των μεταναστών, τις κοσμοϊστορικές αλλαγές του Μάη του ’68 και της Επανάστασης των Γαριφάλων.
Το βιβλίο σας πραγματεύεται την Πορτογαλική μετανάστευση στη Γαλλία τη δεκαετία του ’60. Η επιλογή του θέματος αυτού απηχεί το κλίμα της εποχής μας;
Τη δεκαετία του ’60, πάνω από ένα εκατομμύριο Πορτογάλοι μετανάστευσαν στη Γαλλία. Πρόκειται για έναν ασύλληπτο αριθμό αν σκεφτεί κανείς ότι το σύνολο των κατοίκων της Πορτογαλίας δεν ξεπερνά τα δέκα εκατομμύρια. Μιλάμε για το 10% του συνολικού πληθυσμού. Η έξοδος αυτή υπήρξε κεφαλαιώδους σημασίας για τη σύγχρονη πορτογαλική ιστορία. Δυστυχώς, η οικονομική κρίση καθώς και το νέο κύμα μετανάστευσης των Πορτογάλων επανέφεραν το θέμα. Υπάρχουν σίγουρα κάποιες διαφορές ανάμεσα στη μετανάστευση του ’60 και την σημερινή, αλλά δυστυχώς και σημαντικές ομοιότητες. Τα κύματα των προσφύγων που καταφθάνουν στην Ευρώπη είναι δυστυχώς κι αυτά εκφάνσεις του προβλήματος. Η μετανάστευση είναι ένα θέμα μονίμως επίκαιρο.
Γιατί επιλέξατε τον τίτλο Βιβλίο για το μυθιστόρημά σας;
Πολλοί λόγοι συνετέλεσαν στην επιλογή αυτή. Ένας τίτλος σαν κι αυτόν είναι πολύ φιλόδοξος για κάποιον σαν κι εμένα που αγαπά τα βιβλία. Ο τίτλος μού ήρθε στο μυαλό πριν καν γράψω μια λέξη αυτού του βιβλίου. Έχτισα το μυθιστόρημα γύρω απ’ αυτόν. Γι’ αυτό προτιμώ οι αναγνώστες να ανακαλύψουν μόνοι τους το λόγο αυτής μου της επιλογής.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου διαφέρει αισθητά από το πρώτο. Έντονη διακειμενικότητα, στοχασμοί πάνω στην περιπέτεια της γραφής, διάλογος με τον αναγνώστη, λογοπαίγνια και ‘ασκήσεις ύφους’ παρόμοια με της ομάδας Oulipo. Όλα αυτά μαρτυρούν το ενδιαφέρον σας για τη γραφή αυτή καθαυτή;
Μεταξύ άλλων λόγων, το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος θέλει να δείξει ότι η λογοτεχνική μυθοπλασία είναι ένας συμβιβασμός με την πραγματικότητα. Η λογοτεχνία είναι μια ανθρώπινη επινόηση για να απεικονίσει την πραγματικότητα, όμως εδώ υπάρχει ένα παράδοξο: τελικά δεν απεικονίζει την πραγματικότητα, γίνεται από μόνη της μια μορφή πραγματικότητας.
Ποίηση, θέατρο, μυθιστορήματα, έχετε ασχοληθεί με επιτυχία με πολλά και διαφορετικά είδη. Πώς εξηγείτε αυτές τις τόσο διαφορετικές επιλογές; Έχετε κάποια προτίμηση σε κάποιο είδος;
Το καθένα έχει τον δικό του χαρακτήρα. Επιλέγω το είδος ανάλογα με το τι έχω να πω. Σε ορισμένες περιπτώσεις, απάντησα σε προκλήσεις ή πειραματίστηκα. Οι διαφορετικές αυτές επιλογές υπήρξαν σίγουρα για μένα ένας τρόπος να ωριμάσω συγγραφικά. Δεν θα ήμουν ο συγγραφέας που είμαι σήμερα αν δεν είχα αυτές τις εμπειρίες.
Πώς βλέπετε τη σύγχρονη πορτογαλική λογοτεχνία, η οποία, με εξαίρεση τον Πεσόα και τον Σαραμάγκου, είναι ελάχιστα γνωστή στην Ελλάδα; Υπάρχουν τάσεις, κοινά σημεία μεταξύ των σύγχρονων Πορτογάλων συγγραφέων, τόσο όσον αφορά τα θέματα όσο και το ύφος;
Ο Πεσόα άσκησε σε μένα τεράστια επιρροή. Ξεκινώντας από την εφηβεία μου, η σχέση μου με τα έργα του εξελίχθηκε, νομίζω, παράλληλα με τη ζωή μου. Όσο για τον Σαραμάγκου, τον συνάντησα την εποχή που δημοσιεύτηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα, το 2000, και είχα στενή επαφή μαζί του μέχρι το θάνατό του, το 2010. Η παρουσία του ήταν για μένα εξαιρετικά σημαντική σε πολλά επίπεδα. Είναι αδύνατον να γράφεις στα πορτογαλικά αγνοώντας ονόματα σαν κι αυτά. Νομίζω ότι όλοι οι σύγχρονοι Πορτογάλοι συγγραφείς θα συμφωνούσαν μ’ αυτό.
Σήμερα, παρατηρούμε στην Ελλάδα μια στροφή της λογοτεχνίας προς κείμενα με πολύ πιο έντονους κοινωνικούς προβληματισμούς. Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει και την πορτογαλική λογοτεχνία;Πιστεύετε ότι ο δημιουργός έχει ένα ρόλο να διαδραματίσει στις οικονομικές και πολιτικές αναταραχές που γνωρίζει στις μέρες μας η Ευρώπη;
Ο συγγραφέας δεν μπορεί ποτέ να αποσπάσει τον εαυτό του από την εποχή του. Συνδέεται με το παρόν με κάτι τόσο θεμελιώδες όσο οι ίδιες οι λέξεις. Όπως γνωρίζετε, οι λέξεις εξελίσσονται, το νόημά τους αλλάζει, οι συγγραφείς όμως χρησιμοποιούν πάντα τις λέξεις και τα νοήματα του καιρού τους. Ταυτόχρονα εφόσον είναι ζωντανοί και αποτελούν μέρος αυτού του κόσμου, είναι λογικό να αποδέχονται ότι η δραστηριότητά τους είναι άμεση συνδεδεμένη μ’ αυτόν. Η λογοτεχνία είναι κοινό αγαθό, είναι κάτι που όλοι μοιράζονται, είναι μέρος της κουλτούρας μιας κοινωνίας. Η συνειδητοποίηση αυτού του πράγματος είναι πολύ σημαντική για όποιον γράφει και δημοσιεύει βιβλία.