Γιώργος Ιωάννου: 30 χρόνια μετά

0
5436

 

Της Έλενας Χουζούρη.

 

 

Ο Γ ιώργος Ιωάννου γεννιέται στη Θεσσαλονίκη στις 20 Νοεμβρίου 1927. Έχουν περάσει 15 χρόνια από την νικηφόρα είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη και την ενσωμάτωσή της στο τότε ελληνικό βασίλειο. Τα σημάδια της πυρκαγιάς του 1917 παραμένουν ακόμα νωπά στην πόλη, πέντε μόλις χρόνια πριν τη γέννηση του συγγραφέα έχουμε την αθρόα έλευση των Ελλήνων προσφύγων από  Μικρά Ασία και  Πόντο  και μας χωρίζουν   τρία από τότε που εγκαταλείπει την πόλη και η τελευταία μουσουλμανική οικογένεια. Η έλευση των Ελλήνων μικρασιατών αλλά και εκείνων από την Ανατολική Θράκη λίγο αργότερα  θα αλλάξουν τη δημογραφική εικόνα της πόλης. Το σεφαραδίτικο εβραικό στοιχείο που επικρατούσε έως τότε στη «Madre Israel”, όπως αποκαλούσαν τη Σαλονίκη, θα δώσει την πρωτιά στο ελληνικό στοιχείο. Η πλήρης ελληνοποίηση της πόλης θα επέλθει μετά το ολοσχερές σχεδόν Ολοκαύτωμα των Θεσσαλονικέων Εβραίων, το 1943. Αναφέρονται τα παραπάνω για να φανεί  σε τι περιβάλλον θα μεγαλώσει ο Γιώργος Ιωάννου. Ο οποίος ανήκει σε προσφυγική οικογένεια. Οι γονείς του είναι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Πατέρας από την Ραιδεστό. Μητέρα από την Κεσσάνη. Πραγματικό επίθετο της οικογένειας, Σορολόπη. Ο Ιωάννου θα το αλλάξει το 1955, σε μια προσπάθεια να κλείσει μέσα του  το παιδικό τραύμ, το οποίο του έχει προκαλέσει η  κοροιδία των συμμαθητών του στο σχολείο. Η ευαίσθητη και εύθραστη στις παντοειδείς επιθέσεις προσωπικότητά του έχει ήδη διαμορφωθεί. Την  προσφυγική λαική  καταγωγή του-  ο πατέρας του είναι μισθωτός σιδηροδρομικός υπάλληλος- ο Ιωάννου όχι μόνον δεν θα την κρύψει ποτέ αλλά, αντίθετα, θα γράψει γι’ αυτήν πολλές φορές «Δεν μιλώ γενικά για τη Θεσσαλονίκη αλλά για την προλεταριακή πόλη, μέσα από μια οικογένεια προλεταρίων.». Οι δικοί του Άγιοι θα είναι πάντα οι λαικοί, παιδεμένοι άνθρωποι όπως υπέροχα γράφει γι αυτούς στην «Καταπακτή». Περισσότερο όμως μέσα του λειτουργεί το συναίσθημα του πρόσφυγα κι αυτό είναι που τον φέρνει πολύ κοντά στη σημερινή εποχή όπου ο κόσμος του 21ου αιώνα χαρακτηρίζεται από κύματα προσφύγων που πάνε από δω κι από κει, ξεριζωμένοι από τις χώρες τους. «Η προσφυγιά» γράφει στην «Παναγία την Ρευματοκρατόρισσα» «η δική μας δεν έληξε  ούτε πρόκειται να λήξει. Χάσαμε τα σπίτια μας, τα παλάτια μας, κι ήρθαμε εδώ να παλεύουμε με τους σκληροτράχηλους ντόπιους που αμέσως μας όρμηξαν.» Νομίζω πως αυτή η πρόταση είναι εξαιρετικά επίκαιρη  μας λέει  πολλά για το σήμερα. Ο Ιωάννου θα περάσει μια δύσκολη παιδική και εφηβική ηλικία. Για τη γενιά του εκείνες οι εποχές ήταν πολύ δύσκολες και όχι μόνο γιατί πέρασε την  τρυφερή της  ηλικία μέσα στην Κατοχή και τον Εμφύλιο αλλά και λόγω των στενόκαρδων, έως πνιγμού, ηθικολογικών και εύκολα επικριτικών  αντιλήψεων κοινωνικού αποκλεισμού  που επικρατούσαν. Η  Θεσσαλονίκη σύντομα θα χάσει τον αέρα του κοσμοπολιτισμού  που είχε στα τέλη του 19ου  και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Από κέντρο μιας μεγάλης βαλκανικής ενδοχώρας και λιμάνι με ευρωπαικές ακτοπλοικές συνδέσεις και προδιαγραφές θα εκπέσει σ’ ένα δευτερεύον, αστικό μεν, επαρχιακό δε, κέντρο σε σχέση με την Αθήνα. Αυτό σε συνάρτηση και με άλλους οικονομικούς, πολιτιστικούς  και δημογραφικούς παράγοντες που δεν είναι της ώρας να αναφερθούν, προκάλεσε μια ακόμα μεγαλύτερη κοινωνική στενοκαρδιά και τάση για ποικίλους κοινωνικούς αποκλεισμούς από ό,τι στην Αθήνα. Ο Ιωάννου το βιώνει πολύ έντονα αυτό ξεκινώντας από την ίδια την συντηρητική του οικογένεια που δεν αντιλαμβάνεται, ούτε και θέλει βεβαίως να αντιληφθεί,  την ευαισθησία  και την διαφορετικότητά του. Στις κατοχικές ημερολογιακές του σημειώσεις  που γράφει από τις 25 Νοεμβρίου 1943 έως τις 25 Μαρτίου 1944 και συγκεκριμένα στις 13 Φεβρουαρίου 1944, ο σχεδόν 17χρονος Ιωάννου βγάζει  κυριολεκτικά μια σπαραχτική κραυγή: «…Το πικρό ποτήρι των θλίψεων ξεχείλισε πλέον. Δεν μπορώ να υποφέρω τον βαρύτατον αυτόν ζυγόν. Είμαι νέος και ποθώ την προσωπική μου ελευθερία. Και θα την αποκτήσω. Από τον μικρότερον μέχρι τον μεγαλύτερον με τυραννούν. Και να είναι μόνον οι δικοί μου; Είναι και πολλοί ξένοι. Ξένοι που ούτε τους γνωρίζω, ξένοι που ούτε τους μιλώ και ούτε καν τα ονόματά τους ξέρω. Και όμως με κοροιδεύουν με τον σκληρότερον  τρόπον, σαν να τους έκανα τίποτα…..». Όσοι έχουν σκύψει στο έργο του Γιώργου  Ιωάννου και έχουν περιπλανηθεί στις γραμμές του σίγουρα θα αναγνωρίσουν στις γεμάτες απελπισία αυτές ημερολογιακές εφηβικές σημειώσεις τα σπέρματα τόσο του ψυχισμού του ποιητικού και πεζογραφικού του προσωπείου, όσο και του χαμηλόφωνου, σπαρακτικού, αρκετές φορές, εξομολογητικού τρόπου που χρησιμοποιεί στα περισσότερα λογοτεχνικά του κείμενα. Να τι θα γράψει ένας άλλος σπουδαίος συγγραφέας και κριτικός  της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς όταν εκδίδεται η πρώτη συλλογή πεζογραφημάτων του Ιωάννου «Για ένα φιλότιμο» το 1964: “Πλάθουν έναν ευαίσθητο, αλλά σχεδόν απρόσωπο δέκτη, που παραδέρνει απροσανατόλιστος, ανικανοποίητος, αηδιασμένος, αιώνια μετανοιωμένος  είτε στην πατρίδα, είτε μετανάστης στην ξενιτειά, μέσα σε μια στυγερή πραγματικότητα ζωής…».

           Στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την οικογενειακή μέγγενη ο έφηβος Ιωάννου οδηγείται στα Κατηχητικά από τα οποία όμως θα φύγει μεσούντος του Εμφυλίου όταν αντιλαμβάνεται την υποκρισία  των ταγών τους και τον κραυγαλέα μονομερή ιδεολογικό προσανατολισμό τους.  Είναι θρήσκος; Δεν θα το έλεγα, τουλάχιστον με την αυστηρή έννοια του όρου. Σίγουρα δεν τάχει καθόλου καλά με την επίσημη Εκκλησία και τους εκπροσώπους της. Εκείνο που ίσως θα έλεγα είναι ότι κουβαλάει μέσα του μια βυζαντινότροπη παράδοση της χριστιανικής ορθοδοξίας που έχει βαθιές ρίζες, αφενός στη γενέθλια πόλη του, αφετέρου στις παλιές πατρίδες των Ελλήνων  προσφύγων. Θα πρόσθετα και μια ερωτική, υπερβατική αίσθηση που τον συνδέει με το πρόσωπο του Χριστού και τη διδασκαλία του. Το συναντούμε έντονα αυτό το στοιχείο στον υπέροχο «Επιτάφιο Θρήνο» του,  λόγου χάριν και όχι μόνον.

Θα τον συναντήσουμε αργότερα φοιτητή της Φιλοσοφικής Σχολής στη Θεσσαλονίκη και σε αναζήτηση δουλειάς τα χρόνια του 50 και του ’60 αφού περνάει και από το στρατό βέβαια. Τολμά την πρώτη λογοτεχνική του εμφάνιση το 1954 με μια μικρή ποιητική συλλογή που θα την τιτλοφορήσει «Ηλιοτρόπια» αναφερόμενος άμεσα στα κίτρινα αστέρια που οι Ναζί είχαν αναγκάσει να φορούν οι Θεσσαλονικείς Εβραίοι. Άλλωστε θα είναι εκείνος που πρώτος θα τολμήσει να γράψει για το «Ξεκλήρισμα των Εβραίων» σπάζοντας την επιτόπια κρούστα της σιωπής.  Εννιά χρόνια  αργότερα επανέρχεται με την ποιητική συλλογή «Τα Χίλια Δένδρα» όπως είναι η ελληνική ονομασία του Σέιχ-Σου.  Ήδη από τις ποιητικές αυτές συλλογές εμφανίζονται οι συντεταγμένες πάνω στις οποίες θα ακουμπήσει ολόκληρο σχεδόν το έργο του. Χώρος-[Θεσσαλονίκη]- χρόνος [Προκατοχή, Κατοχή, μετεμφυλιακές δεκαετίες]-βίωμα-μνήμη. Γίνεται δεκτός από τον θεσσαλονικιώτικο κλειστό λογοτεχνικό κύκλο. Όταν  ένα χρόνο αργότερα εκδίδεται το «Για ένα φιλότιμο» ανοίγει  και ο αθηναικός κύκλος, άξιοι κριτικοί επαινούν την εμφάνιση του νέου πεζογράφου, κάτι που τον ικανοποιεί αφάνταστα.  Ωστόσο σε προσωπικό επίπεδο αυτή η εποχή ανάμεσα στα 1956 και 1964 είναι αφάνταστα δυσάρεστη. Θάνατοι δικών του, του πατέρα του και του 18χρονου μικρού αδελφού του, προδοσίες φίλων, απογοητεύσεις και πάνω απ’ όλα απίστευτη οικονομική δυσπραγία.

Κακά τα ψέματα η μεγάλη αλλαγή στη ζωή του και το έργο του θα γίνει όταν θα φύγει από τη Θεσσαλονίκη, θα απαγκιστρωθεί από την οικογενειακή καταπίεση και θα εγκατασταθεί στην Αθήνα, το 1971. Προσέξτε όμως το παράδοξο.  Μόλις φεύγει μακριά από τη Θεσσαλονίκη αρχίζει η γενέθλια πόλη  κυριολεκτικά να κατακλύζει το έργο του και μια απίστευτα γοητευτική σχέση έρωτα και μίσους να αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτήν και στον συγγραφέα της. Γιατί, ο  Γιώργος  Ιωάννου είναι κυρίως  αυτός που θα μυθοποιήσει τη Θεσσαλονίκη. Γίνεται ο συγγραφέας-νυμφίος της. Το σώμα του θα ταυτιστεί με  το δικό της  σώμα. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί τέτοια επιμονή να επιστρέφει νοερά συνεχώς σ’ αυτήν  που τον τραυμάτισε και τον πλήγωσε; «Η αιτία ήταν πάντα η Θεσσαλονίκη» θα ομολογήσει αργότερα σε μια συνέντευξη του «ο σύνδεσμος μ’ αυτήν. Είναι ένας ερωτισμός πώς να το κάνουμε. Ένας σκέτος ερωτισμός. Τελικά ο ερωτισμός για τους ανθρώπους που χάθηκαν….Ή μάλλον έχει εξαφανιστεί η μορφή τους , εκείνη που ερωτευτήκαμε. Αλλά υπάρχει όμως  αυτή η πόλη. Υπάρχει ο τόπος. Υπάρχει το σημείο, η γωνία που τους περιμέναμε. Στο ραντεβού που τους γνωρίσαμε. Και αυτά τα πράγματα τα αγαπώ πάρα πολύ ».

Υπάρχει όμως κι ένας ακόμη λόγος κι αυτός έχει να κάνει με την άποψη του Ιωάννου για την βιωματική λογοτεχνία,  ότι δηλαδή ο συγγραφέας δεν γράφει στο κενό αλλά βασίζεται και αντλεί τα θέματά του από τα βιώματά του, αναπλάθοντάς τα δημιουργικά. Και βιώματα για κείνον είναι όλα τα κατάλοιπα της ζωής, είτε σε πράγματα, είτε σε γεγονότα, είτε σε ψυχικές καταστάσεις, είτε σε έρωτες. Και τα βιώματα ακουμπούν σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο. «Και οι τόποι ξέρετε» θα προσθέσει στην ίδια συνέντευξη «επηρεάζουν». Εδώ θέλω να παρατηρήσω κάτι: Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται μια στροφή της ιστοριογραφίας στις μικρές ανθρώπινες προφορικές  ιστορίες που κινούνται μέσα στο πλαίσιο της μεγάλης Ιστορίας κάνοντας λόγο για Μνήμη και Τραύμα. Σκέφτομαι ότι η λογοτεχνία πρόλαβε τους Ιστορικούς με τον Ιωάννου να είναι από τους πρώτους που θα δώσουν τον τόνο. Το λέω αυτό γιατί ο συγγραφέας με το να θησαυρίζει μέσα στα περισσότερα βιβλία του, τις μικρές στιγμές, τις καθημερινές παλιές εικόνες, να φωτίζει παλιούς δρόμους, να δίνει φωνή σε ξεχασμένες λαλιές, να ανασύρει έναν κόσμο που τα σημάδια του ελάχιστα η και καθόλου δεν υπάρχουν πια, καταφέρνει να δίνει άλλες διαστάσεις στον ιστορικό χρόνο, να τον μετατρέπει σε ποίηση σπάνιας έντασης, μουσικότητας και βάθους. Σκέφτομαι ακόμα πόσο τα παιδιά του σχολείου θα μπορούσαν να ταξιδέψουν στον κόσμο του Ιωάννου και να αγαπήσουν την ελληνική Ιστορία του 20ου αιώνα μέσα από τα πεζογραφήματα της «Σαρκοφάγου», της «Μόνης κληρονομιάς», «Το Δικό μας Αίμα» «Η Πρωτεύουσα των Προσφύγων». Βιβλία που θα γράψει στην Αθήνα, εκεί στο μικρό του διαμέρισμα, της οδού Δηλιγιάννη 3, στο Μουσείο όπως του άρεζε να λέει, γυρνώντας κάθε μεσημέρι από το Υπουργείο Παιδείας,  όπου είναι αποσπασμένος, με τη γεμάτη χαρτιά καφέ παλιοκαιρίσια δερμάτινη τσάντα του, πάντα με τα πόδια, διότι είναι μέγας περιπατητής, λατρεύει τις περιπλανήσεις στην πόλη, είτε λέγεται Θεσσαλονίκη, είτε Αθήνα. Κι έτσι μπορεί να ενώνει τη μοναξιά του με το πολύβουο πλήθος της μεγαλούπολης, ένας σύγχρονος περιπατητής, μοναχικός και πάντα φιλοπερίεργος. Κι αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο που τον κάνει σύγχρονο σε μια εποχή όπου παρά τα, ασφυχτικά πλέον, κοινωνικά, όπως λέγονται, μέσα δικτύωσης, ο άνθρωπος απομονώνεται όλο και περισσότερο γίνεται όλο και πιο μοναχικός και στην πραγματικότητα ακοινώνητος.

Στην Αθήνα ο Ιωάννου, σε μεγάλο βαθμό, θα αποενοχοποιηθεί – το ομολογεί και ο ίδιος-  θα αναγνωριστεί, θα αγαπηθεί, θα τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1978 για «Το Δικό μας Αίμα». Θα αντιμετωπίσει βέβαια και προσωπικές επιθέσεις –φευ- από παλιούς  συμπατριώτες του λογοτέχνες και φιλολόγους –δεν χρειάζονται τώρα τα ονόματά τους. Η στενόκαρδη πλευρά της Θεσσαλονίκης θα τον στοιχειώνει και στην Αθήνα.  Δεν το αντέχει. Βγαίνει και πάλι μέσα του ο αδικημένος, καταπιεσμένος έφηβος. Απαντά με την έκδοση του «Φυλλαδίου» του, περιοδικού  που το γράφει ολόκληρο ο ίδιος! Στο μεταξύ οι ωραίες περιπλανήσεις του στην Αθήνα και μάλιστα στον τότε ακόμα ομφαλό της, την Πλατεία της Ομόνοιας θα μας δώσουν το 1980, ένα σχεδόν ποιητικό βιβλίο όπου θα θησαυρίζονται στιγμές και εικόνες από τον κόσμο που περιτριγυρίζει σ’ αυτήν. Εικόνες πολύ ζωντανές και για τον σημερινό αναγνώστη αφού αποτελούν το ζυμάρι με το οποίο θα πλαστούν άλλες πιο σύγχρονες και απείρως πιο σκληρές βέβαια, στην ίδια Πλατεία την, κατ’ ευφημισμόν πλέον , της Ομόνοιας. Κι έτσι θα έρθει ο Γενάρης του 1985. Ο  Ιωάννου θα περιμένει την έκδοση ‘της «Πρωτεύουσας των Προσφύγων», θα περιμένει να συμπληρωθεί ο χρόνος να βγει στη σύνταξη, ώστε απερίσπαστος πια να μπορέσει να γράψει μυθιστόρημα. Αν και, κατά την ήδη εκφρασμένη μου άποψη, έχει γράψει, το εν προόδω,  μυθιστόρημα της Θεσσαλονίκης.  Θα προλάβει μόνο να  χαρεί την κυκλοφορία της «Πρωτεύουσας των Προσφύγων».  Θυμάμαι, τον είχα επισκεφτεί στο μικρό αλλά περιποιημένο διαμέρισμα της οδού Δηλιγιάννη, είκοσι μόλις ημέρες πριν μπει στο νοσοκομείο, για μια ραδιοφωνική συνέντευξη. Με υποδέχθηκε όπως πάντα στην εξώπορτα χαμογελαστός,  χαρούμενος για το βιβλίο του που μόλις είχε κυκλοφορήσει  αλλά και ανήσυχος. Ήταν με τον καθετήρα και περίμενε  πότε θα έμπαινε στο νοσοκομείο. Θα χάσει τη μάχη με τη ζωή εντελώς άδικα και αδικαιολόγητα στις 16 Φεβρουαρίου 1985. Εμείς θα χάσουμε έναν σπουδαίο συγγραφέα στην πιο ώριμη και μεστή ηλικία του. Ήταν 57  ετών και 3 μηνών. Ακριβώς στην ηλικία που είχε φύγει και ο πατέρας του. Είχε ακολουθήσει την μόνη κληρονομιά του, όπως  το είχε σχεδόν προφητέψει στο ομότιτλο βιβλίο του. Τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του πιστεύω ότι ο Ιωάννου παραμένει ένας σύγχρονος συγγραφέας. Δεν είναι μόνον η γοητευτική νεωτερική του γραφή, είναι κυρίως  τα συναισθήματα που ξεπηδούν από τα υποβλητικά πεζογραφήματά του , με τα οποία μπορεί να συναντηθεί ο σημερινός αναγνώστης, είναι τα ερωτηματικά και οι προβληματισμοί του σχετικά με την ξενότητα, την ταυτότητα, τους κοινωνικούς αποκλεισμούς, τη σεξουαλικότητα, το  αναφαίρετο τελικά δικαίωμα του ανθρώπου να είναι ο εαυτός του.

 

 

Έλενα Χουζούρη

 

ΣΣ. Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση για τον Γιώργο Ιωάννου, στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Αθηνών, στις  2 Μαρτίου 2015.

Προηγούμενο άρθροΑνοικτή πρό(σ)κληση προς συγγραφείς
Επόμενο άρθροΗ Μάχη της Αθήνας από δρόμο σε δρόμο…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ