της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη
“Οι άνθρωποι πεθαίνουν / […]Ζουν αχόρταγα/ τα βουβά διαστήματα/ ανάμεσα σε δύο λέξεις / ή δύο χειρονομίες/ κι ύστερα σβήνουν/ με μία βαθιά υπόκλιση/ – ένδειξη υποταγής/ ή περιφρόνησης-/ σε μία δυναστεία/ συγκεντρωτικών/ ανελέητων στιγμών/ που ήταν ωστόσο / μονάχα δικές τους”.
Η αναγνωστική εμπειρία των ποιημάτων της Τζένης Μαστοράκη (1949-2024) υπήρξε ακριβώς αυτό. “Μία δυναστεία συγκεντρωτικών ανελέητων στιγμών”, μονάχα δικών μας. Από το πρώτο της βιβλίο Διόδια , απ΄ όπου και το απόσπασμα του ποιήματος που παραθέτω, έως το Μ’ ένα στεφάνι φως, η ποίηση της Μαστοράκη είναι ένα εκκωφαντικό κρυφομίλημα.
Φωνή ψιθυριστή, αλλά κρυστάλλινη. Φωνή παρηγορητική μα γενναία. Φωνή προσωπική κι όμως συλλογική, απέδωσε στο αίσθημα που “κρατά τα ιστία” τις τιμές που του αρμόζουν. Είτε επρόκειτο για το πολυπρισματικό αίσθημα του δικαίου και της ελευθερίας στα δύο πρώτα της βιβλία (Διόδια, Κέδρος, 1972) (Το Σόι, Κέδρος, 1978), είτε για το βαθύ αίσθημα του “μάγου έρωτα” και της ενοχής στα δύο επόμενα και τελευταία βιβλία της (Ιστορίες για τα βαθιά, Κέδρος, 1983) (Μ’ ένα στεφάνι φως, Κέδρος, 1989), η Μαστοράκη με τη γραφή της διέσωσε τους τόπους της άκρατης συγκίνησης, εκεί όπου “τελούνται όλα τα φοβερά”.
Σε παλαιότερο κείμενό μου για την Μαστοράκη, με αφορμή τότε την ευτυχή βράβευσή της με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, στους “τόπους τέλεσης όλων των φοβερών” μετρούσα την αχανή επικράτεια ύπνος, έρως, θάνατος. Τόποι όπου το όνειρο, η πλάνη και η παραίσθηση επιβάλλουν το δικό τους τραγούδι. Το τραγούδι της Μαστοράκη είναι βυζαντινό, δημώδες, σολωμικό. Μία υπόκρουση στις σπλαχνικές ιστορίες που έπλασε σε εξαίσια ποιητική γλώσσα. Τραγούδι κουρδισμένο στον χτύπο της καρδιάς και τους “αρχαίους καημούς”. Παραμύθι και αίμα. Σκοπός αδιάκοπος, παρά τα τριάντα πέντε χρόνια που έχουν περάσει από την έκδοση του τελευταίου ποιητικού της βιβλίου.
Η μετάβασή της Μαστοράκη από “τα πρόσωπα και τους θεσμούς” των δύο πρώτων συλλογών της (Διόδια και Το Σόι), στα “πάθη της αγάπης” στο τρίτο και τέταρτο βιβλίο της (Ιστορίες για τα βαθιά, Μ’ ένα στεφάνι φως) μοιάζει να ήταν μία άσκηση απόλυτης δυνατότητας ή εκ του αποτελέσματος μία άσκηση δεινότητας. Με τις Ιστορίες για τα βαθιά (και χαρακτηριστικά εκεί τα ποιήματα “Οι άπιστοι”, “Οι αγαπημένοι”, “Οι βουτηχτές”) να λειτουργούν ως προθάλαμος για να περάσει κανείς στο Μ’ ένα στεφάνι φως.
Το Στεφάνι, βιβλίο θηριώδες και απαιτητικό στην προσέγγισή του, είναι η στιγμή διαρκείας για την ποίηση της Μαστοράκη. Μία ποιητική σύνθεση πνιχτός λυγμός και παραμιλητό μέσα σε βαθύ σκοτάδι και ακίνητο νερό. Μία τρομώδης ερωτική ιστορία σαν όνειρο κακό με διώκτες, αποχωρισμούς, εγκλήματα τιμής. Ποίηση που διαβάζεται και απομνημονεύεται με κομμένη την ανάσα. Ποίηση που κάνει τον αποχαιρετισμό πολύ δύσκολο.
Γιατί πολύ αγαπήθηκε, δε θα τη βρεις, εκεί που
μοναχή κουρνιάζει, αλλοπαρμένη, κι από παντού τη
χρύσωσαν και την κρατούν, χίλια βελόνια φορεσιά
σφραγίζει, μύρια βελόνια να κρυφτούν τα ματωμένα της,
το χαλασμένο δέρμα να κρυφτεί, στόμα
που εφίλειε.
Κι απ΄ το πολύ που χάλκευε και πελεκά το άδικο
των πετραδιών, τ’ αμύθητα, τη βία των μετάλλων,
τα δάχτυλα, μόλις που γνώρισαν το στίλβος,
τα τρυφερά της δάχτυλα ένα ένα λιώνοντας στο
έρεβος των χρυσοφόρων.
Στη σιδερή της φορεσιά σωπάζοντας, μετά τον
τρόμο, δέσποινα που αγαπήθηκε πολύ,
κι ήταν ωραία, και αχρεία, Θέ μου
————————
Η Τζένη Μαστοράκη πέθανε χθες σε ηλικία 75 ετών. Ήταν μέλος της γενιάς του ’70. Σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ήταν τετράγλωσση: αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά. Στην ποίηση πρωτοεμφανίστηκε το 1971 με ποιήματα υπό τον γενικό τίτλο «Το συναξάρι της αγίας νιότης». Ακολούθησαν τέσσερις συλλογές,: «Διόδια» (Κέδρος 1972), «Το σόι» (Κέδρος 1978), «Ιστορίες για τα βαθιά» (Κέδρος 1983) και «Μ’ ένα στεφάνι φως» (Κέδρος 1989), καθώς και ποιήματα εκτός βιβλίων δημοσιευμένα σε διάφορα έντυπα. Μετέφρασε έργα πολλών ξένων συγγραφέων, ανάμεσά τους το περίφημο Ο φύλακας στη σίκαλη, του Σάλιντζερ. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βρβαείο Λογοτεχνίας.