Η πλαστογράφηση της μνήμης εκδικείται (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
549

 

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

«Η μνήμη έχει τη θαυμαστή ικανότητα ν΄ αναθυμάται τη λήθη, την ύπαρξη της, την καραδοκία της, κι έτσι μας επιτρέπει να είμαστε σε εγρήγορση  όταν δεν θέλουμε να ξεχάσουμε, και να ξεχνάμε όποτε θέλουμε». Με αυτή τη φράση συνοψίζει ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες τον λόγο που έγραψε τη σύντομη αλλά έντονη ιστορία την οποία αναπτύσσει στο βιβλίο του με τίτλο «Οι υπολήψεις» όπως αποδόθηκε στην ελληνική μετάφραση από τον Αχιλλέα Κυριακίδη και τις εκδόσεις «Ίκαρος». Δεν μπορούμε λοιπόν να ξεφορτωθούμε το παρελθόν μας, αλλά μπορούμε να πλαστογραφήσουμε τη μνήμη μας.

«Οι υπολήψεις» είναι μεν ένα μικρό αλλά περιεκτικό μυθιστόρημα, μόλις 190 σελίδων, στο οποίο διαπιστώνουμε και πάλι όχι μόνο τις αφηγηματικές δεξιότητες αυτού του υπέροχου Κολομβιανού συγγραφέα, από τις πιο πρωτότυπες φωνές της νέας λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, αλλά και την υψηλή ποιότητα, σε ένα κείμενο γεμάτο χροιά και ενδοσκόπηση για την ανθρώπινη ψυχή, τη μνήμη, την ενοχή, τη φήμη, την υπόληψη. Από τον τίτλο ακόμη απορρέουν ερωτήματα όπως τι βλέπουν οι άλλοι σε εμάς, ποια είναι η δική μας ιδέα για το πώς είμαστε και πώς θα θέλαμε να μας δουν. Πιθανώς, όπως θα θέλαμε να είμαστε και δεν είμαστε.

Ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας είναι ένας καλλιτέχνης, ο Χαβιέρ Μαγιαρίνο, ο οποίος ξεκινά ως ζωγράφος αλλά κάνει καριέρα ως πολιτικός γελοιογράφος και ως τέτοιος επί σαράντα χρόνια σε μια κεντρική κολομβιανή εφημερίδα γίνεται η «κριτική συνείδηση της χώρας». Κάθε σκίτσο του έχει δύο βασικά στοιχεία: κεντρί και μέλι, όπως του δίδαξε ο δάσκαλός του, ο Κολομβιανός σκιτσογράφος Ρικάρντο Ρεντόν που είχε χαρακτηριστεί ως «εχθρός νούμερο ένα του συστήματος». Ο Ρεντόν (αυτοκτόνησε το 1931) παρομοίαζε τη γελοιογραφία με κεντρί, αλλά κεντρί (κριτική) βουτηγμένο στο μέλι, δηλαδή χιούμορ που βοηθά στην αφομοίωση της πικρής πραγματικότητας. Η ταυτότητα του γελοιογράφου εξαρτάται από τις μεζούρες με τις οποίες ανακατεύει τα δύο υλικά. «Δεν υπάρχει γελοιογραφία αν δεν υπάρχει υπονόμευση, γιατί κάθε αξιομνημόνευτη εικόνα ενός πολιτικού είναι εκ φύσεως υπονομευτική: αφαιρεί την ισορροπία απ΄ τον επίσημο και αποκαλύπτει τον απατεώνα». Έτσι ο Μαγιαρίνο έχει εξελιχθεί σε μια «ηθική αυθεντία για τη μισή χώρα, υπ΄ αριθμόν ένα δημόσιος εχθρός για την άλλη μισή, και για όλους ένας άνθρωπος ικανός να προκαλέσει την απόσυρση ενός νόμου, την ανατροπή μιας δικαστικής απόφασης ή την έκπτωση ενός δημάρχου, ή να κλονίσει σοβαρά τα θεμέλια ενός υπουργείου…». Η ιδέα που σχημάτιζε ο κόσμος για πολιτικά πρόσωπα ήταν εκείνη που είχε σκιτσάρει εκείνος.

Είναι τόσο σίγουρος για τον εαυτό του που το μόνο που φοβάται ο 65χρονος υπεροπτικός Μαγιαρίνο είναι μήπως η ακόρεστη πείνα της λήθης τον κατασπαράξει κάποτε όπως συνέβη και με τον δάσκαλο Ρεντόν. «Και μένα θα με ξεχάσουν κάποια μέρα», σκέφτεται λίγο πριν φτάσει στο μεγαλοπρεπές Teatro Colon όπου το επίσημο κράτος θα τον βραβεύσει για το έργο του, παρόλο που οι πολιτικοί τον φοβούνται. Αυτή η ακλόνητη πίστη για τον εαυτό του, αποκτημένη με πολύ συνειδητό τρόπο, και η φήμη του εθνικού συμβόλου της ακεραιότητας και της ειλικρίνειας που τον συνοδεύει, θα διαταραχθούν την ίδια βραδιά της βράβευσής του. Μια τριανταπεντάχρονη γυναίκα, με το όνομα Σαμάντα Λεάλ, η οποία συστήνεται ως δημοσιογράφος, του ζητά ένα αυτόγραφο και στη συνέχεια μια συνέντευξη. Εκείνος δέχεται, την υποδέχεται στο σπίτι του, μέχρι που αντιλαμβάνεται ότι η συνέντευξη αποτελεί πρόσχημα και η ιστορία αποκτά μια απροσδόκητη στροφή, καθώς η Σαμάντα φέρνει στην επιφάνεια μια σκοτεινή στιγμή του παρελθόντος, την οποία αυτός έχει απωθήσει ή θάψει βαθιά μέσα του. Ή ακόμη χειρότερα έχει πιστέψει ότι εκείνο το κοριτσάκι, φίλη της κόρης του στα παιδικά της χρόνια, δεν θα θυμόταν όταν μεγάλωνε. Άλλωστε ο ίδιος είχε φροντίσει για κάτι τέτοιο – «το παρελθόν ενός παιδιού είναι από πλαστελίνη, οι ενήλικοι μπορούν να το διαπλάσουν όπως θέλουν». Αλλά «που πάει το παρελθόν όταν αλλάζει;». Μήπως έρχεται η στιγμή που ένα νέο περιστατικό ανασύρει κάποιο παλιό, χωμένο στο λαβύρινθο του παρελθόντος; Έτσι ένα γεγονός που συνέβη πριν από 28 χρόνια, στο οποίο είχε εμπλακεί και ο Μαγιαρίνο και το οποίο είχε αλλάξει για πάντα της ζωή της Σαμάντα, εκρήγνυται στο παρόν αμφισβητώντας τον διάσημο διαμορφωτή της κοινής γνώμης, ζωντανό θρύλο στη χώρα. «Είναι πολύ φτωχή η μνήμη που δουλεύει μόνο προς τα πίσω» και αποδεικνύεται ότι η ίδια η ζωή φτιάχνει την καλύτερη γελοιογραφία – «η ζωή είναι η καλύτερη γελοιογράφος».

Ενώ στο πρώτο μέρος του βιβλίου παρακολουθούμε συνεπαρμένοι τη λαμπρή καριέρα του Μαγιαρίνο και την ισχυρή επιρροή του στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, στη συνέχεια βλέπουμε σταδιακά τη δοκιμασία της συνείδησής του και την αποκαθήλωση της εικόνας του. Η σύζυγός του Μαγδαλένα, διάσημη ηθοποιός του ραδιοφώνου, με την οποία έχει μεν χωρίσει αλλά πάντα αγαπά και ελπίζει να ξαναβρεθεί μαζί της, παύει να τον θαυμάζει. Η κόρη του έχει επιλέξει τον διπλωματικό τρόπο να γίνει γιατρός χωρίς σύνορα για να ξεφύγει από την οικογένεια και ο συντηρητικός γερουσιαστής Αδόλφο Κουέγιαρ, τον οποίο κάποτε ταπείνωσε, με το πενάκι του επανέρχεται, μετά θάνατον, μέσω της Σαμάντα, για να πάρει το αίμα του πίσω, να «ταπεινώσει τον ταπεινωτή». Τι κι αν  ο διευθυντής της εφημερίδας στην οποία εργάζεται του λέει ότι «η λήθη ήταν το μοναδικό δημοκρατικό πράγμα στην Κολομβία: τους κάλυπτε όλους, καλούς και κακούς, δολοφόνους και ήρωες …».  Και ο ίδιος παραμένει μακριά από τους ανθρώπους, αφού από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80, όταν δεν είχε ξεσπάσει ακόμα η εποχή της τρομοκρατίας, έχει επιλέξει να ζει μοναχικά, μακριά από την Μπογκοτά, να μην κατεβαίνει σχεδόν ποτέ στην πόλη και να βλέπει τον κόσμο μέσα από οθόνες και σελίδες, σαν να ήταν «η ζωή αυτή που έπρεπε να τον ψάχνει».

Με φόντο την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα της πατρίδας του, ο Βάσκες υφαίνει έναν λεπτό ιστό αράχνης που καταλήγει να παγιδεύσει τον κεντρικό ήρωα σε μια ηθική σύγκρουση, που τον οδηγεί να εξετάσει αν η πνευματική εξουσία του είναι αυθεντική ή πλαστή, αν η δύναμή του να χτίζει ή να κατεδαφίζει φήμες και υπολήψεις δεν είναι παρά ένα μέσο για να διευρύνει ίσως το δικό του εγώ. Οι σχέσεις με την πρώην σύζυγό του και την κόρη του, η θέση του στην εφημερίδα, το φωτοστέφανο της εξουσίας που τον περιβάλλει, όλα παραπαίουν όταν αναδύονται αναμνήσεις που φαίνονταν ξεχασμένες. Η σύζυγός του εμφανίζεται σαν μια φωνή ευδιάκριτης συνείδησης που τον προκαλεί να δει την αλήθεια των πραγμάτων. Την ώρα που ο Μαγιαρίνο αναγκάζεται να επανεκτιμήσει ολόκληρη τη ζωή του, να αναρωτηθεί για το κόστος των πράξεών του, ακόμη και να αμφισβητήσει τη θέση του σε αυτόν τον κόσμο, την θυμάται, πριν τον εγκαταλείψει, να του λέει ότι κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά όταν τον έβλεπε να καμαρώνει στην ερώτηση των δημοσιογράφων «αν ένιωθε περήφανος για τον θάνατο του γερουσιαστή», την κατάρρευση του οποίου είχε προκαλέσει μια δική του γελοιογραφία.

Στο απαιτητικό είδος της νουβέλας, ο Βάσκες μάς προσφέρει έναν έντονο προβληματισμό για την ευθραυστότητα της μνήμης και τους μηχανισμούς της, για το παρελθόν που επηρεάζει το παρόν και καθορίζει το μέλλον, για τις βεβαιότητες του παρελθόντος που μπορεί να πάψουν να είναι βεβαιότητες και η αλήθεια παύει να είναι αλήθεια, για τις καμουφλαρισμένες ή επινοημένες αναμνήσεις – «Τι παράξενο πράγμα είναι η μνήμη: μας επιτρέπει να θυμόμαστε κάτι που δεν έχουμε ζήσει».

Στην εποχή της παντοδυναμίας της εικόνας, οι «Υπολήψεις» είναι ένα ζουμερό κείμενο γεμάτο από αναφορές και σχόλια για την επιρροή του Τύπου και την ευθύνη των δημοσιογράφων, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν την κριτική οι πολιτικοί, αλλά και τα όρια της κριτικής, το στήσιμο και τον κατακερματισμό της δημόσιας εικόνας, τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την αλήθεια από το ψέμα. Ένα μυθιστόρημα  περισσότερο προβληματισμού παρά δράσης, που συγκεντρώνει μια μεγάλη γκάμα ιδεών, με στυλ και δυνατό λόγο, το οποίο ευτύχησε να αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, όπως και τα άλλα βιβλία του 46χρονου σήμερα Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες  (γεν. στην Μπογκοτά το 1973) που κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ίκαρος»: «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν» , «Οι πληροφοριοδότες» και «Η μορφή των λειψάνων».

 

info: «Οι υπολήψεις» Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες, εκδόσεις «Ίκαρος», μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, σελ. 190

 

Προηγούμενο άρθροΓλυκοβραδυάζει στην Ύδρα με τον Μίλτο Σαχτούρη( του Γ.Ν.Μπασκόζου)
Επόμενο άρθρο«Η μνήμη του νερού. Οι ροοκρήνες της Αρκαδίας» (του Νίκου Βατόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ