του Νίκου Βατόπουλου
Πριν από δύο μήνες είχα την τύχη να έρθω σε επαφή με τα «Άνθη της Πέτρας», αυτήν την ομάδα φωτισμένων ανθρώπων που πασχίζουν για την πολιτιστική κληρονομιά της Αρκαδίας. Ξεναγήθηκα στα Λαγκάδια, και ανάμεσα στα λιθόκτιστα σπίτια, αρχοντικά και λαϊκά, κάποια τουρκόσπιτα, απομεινάρια μιας άλλης εποχής, ανάμεσα σε εκκλησίες και καταστήματα, στις παρυφές του οικισμού και σε απρόβλεπτες γωνίες, μου έδειξαν τις κρήνες της περιοχής.
Ήταν η πρώτη φορά που στάθηκα να σκεφτώ πάνω στη μορφή και τη λειτουργία αυτών των κτισμάτων, που συνήθως χαιρόμουν για τη δροσιά που έδιναν, για τη γραφικότητά τους, για την ιστορική τους μνήμη. Αλλά δεν είχα συλλογιστεί σε βάθος για την τεράστια ποικιλία στη μορφολογία τους αλλά και στον τύπο τους, στις ένθετες επιγραφές, στη διάκριση ανάμεσα στις ροοκρήνες και στις αρυκρήνες (μέσα στις οποίες έπρεπε να βουτήξεις το κανάτι σου και να το γεμίσεις νερό).
Όλα αυτά φανερώνονται σιγά σιγά στο βλέμμα που δεν έχει ακόμη ασκηθεί αλλά που μπροστά στον πλούτο των υδρωνυμίων της Αρκαδίας αναθαρρεί και θερμαίνει και αποκτά και αυτό υγρασία. Το ενδιαφέρον για τις ροοκρήνες, μου αποκαλύπτεται ως μέρος της μοναδικότητας και της σπουδαιότητας του αρκαδικού πολιτισμού… το πολιτιστικό αποτύπωμα του τόπου γίνεται μεστότερο, αποκτά βραχίονες, το μέρος γίνεται κομμάτι του όλου, το όλον γίνεται αντιληπτό μέσα από τη λογική πολυπλοκότητά του.
Βιβλία σαν αυτό του Αργύρη Πετρονώτη, για τις ροοκρήνες της Αρκαδίας, οφείλονται στο χάρισμα του δημιουργού τους. Καμία επιστημονική επιτροπή, κανένας μελετητής όσο μεθοδικός και αν είναι, δεν μπορεί να εξαντλήσει το θέμα αυτό όπως ο Αργύρης Πετρονώτης. Δεν είναι μόνο που είναι γέννημα θρέμμα της Αρκαδίας, που μεγάλωσε μέσα στο άυλο εκτόπισμα του μυθικού τόπου, δεν είναι μόνο που είναι άοκνος με τεράστια εποπτεία στον χώρο του… Είναι το ιδιαίτερο εκείνο πνεύμα που τον διακατέχει και που κάνει την παράδοση αυτού του κειμένου, το οποίο θα μπορούσε απλώς να είναι μια άρτια και απλώς τεκμηριωμένη έρευνα, να είναι μια πλούσια και σύνθετη εμπειρία. Χαίρεται ο αναγνώστης τον πλούτο των πληροφοριών, όχι ως παράθεση γνώσεων, αλλά ως την αντανάκλαση ενός πυκνού δικτύου αλληλουχιών, γειτνιάσεων, συμβίωσης και αλληλεπίδρασης.
Οι Ροοκρήνες της Αρκαδίας είναι ένα λογοτέχνημα που απογειώνουν το επιστημονικό τους αντικείμενο και το παραδίδουν ασπαίρον, όπως θα έλεγαν και οι λογοτέχνες του 19ου αιώνα. Χάρηκα ιδιαίτερα τη γλώσσα του Αργύρη Πετρονώτη, το αβίαστο ύφος του και το ελεύθερο πνεύμα, υπό την επήρεια του οποίου και υπό την καθοδήγηση ενός αθέατου ιχνηλάτη, συμβάλει στη γένεση πλούσιων συναισθημάτων. Αισθάνθηκα παρακινημένος να ακολουθήσω τα ίχνη αυτών των μνημείων του νερού, μέσα στη συναρπαστική πρακτικότητα της παρουσίας τους, μέσα στη διαφάνεια της τεχνολογίας τους και την απλότητα της μορφής τους.
Αυτό που με συγκίνησε είναι η παράλληλη ανάγνωση της εξέλιξης των κοινοτήτων και της κοινωνίας γενικότερα με τη χρήση και τη μορφή των κρηνών. Ο Αργύρης Πετρονώτης δίνει έμφαση στις μαρτυρίες αλλά και στην έρευνα πεδίου με μία ισορροπία που αντλεί βάσεις από ένα στέρεο οικοδόμημα γνώσης. Στέκομαι στην αναγέννηση του 18ου αιώνα, όπως όμορφα διατυπώνεται ο όρος, μια τομή στην εξέλιξη του ελληνισμού, που ακόμη και σήμερα δεν είναι ευρέως γνωστός και κατανοητός. Ο 18ος αιώνας «ήταν εποχή ανόρθωσης», μας λέει ο Αργύρης Πετρονώτης, «εξαιτίας κυρίως της υπαγωγής όλου του ελλαδικού χώρου υπό ενιαία οθωμανική διοίκηση, μετά την κατάκτηση της Τήνου και την επανάσταση του Μωριά, το έτος 1715». Ευνοήθηκαν οικονομικά πολλές περιοχές. Έτσι πλήθυναν και οι κρήνες και σε περιοχές όχι ιδιαίτερες εύπορες. Είναι και η εποχή που διαδίδεται με τρόπο πλέον συστηματικό και η κουλτούρας της πέτρας. Οι πετράδες της Αρκαδίας και της Ηπείρου συμβάλλουν στην αστική και ημιαστική αναγέννηση του ελλαδικού χώρου, στην Πελοπόννησο, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στη Δυτική Μακεδονία, στο Αιγαίο. Συνήθως αγνοούμε, στη σύγχρονη πρόσληψη του νεότερου ελληνισμού, όσα συντελέστηκαν στη διάρκεια του 18ου αιώνα, στη διάρκεια του οποίου οργανώθηκε η αστική τάξη και αναπτύχθηκαν πολλά κεφαλοχώρια. Ήταν μια περίοδος ανάταξης και οικονομικής κινητικότητας που πύκνωσε τα δίκτυα και συνεπώς τις ανάγκες. Η επίδραση από τη Δύση ήταν επίσης πιο έντονη κυρίως μέσα από τη ναυσιπλοΐα αλλά και το εμπόριο με την Κεντρική Ευρώπη μέσα από τους διαύλους προς βοράν.
Όλες αυτές οι μεταβολές αντανακλώνται και στην αύξηση του αριθμού των κρηνών, που πύκνωσαν, όπως αναφέρεται στη μελέτη του Αργύρη Πετρονώτη, μετά το 1750. Οι διάφοροι τύποι που ενσωματώνουν την οθωμανική, τη δυτική και την αυτόχθονα παράδοση σχηματίζουν μια αισθητική βεντάλια που δίνει έναυσμα για περαιτέρω μελέτη. Οι κρήνες συνδέονται με την αρχιτεκτονική, την πηγαία και τη λόγια, με την ίδια ένταση που συνδέονται με την τεχνολογία και τον τεχνικό πολιτισμό, όπως παραδόθηκε από γενιές μαστόρων. Είναι ο τεχνικός πολιτισμός που άρχισε σταδιακά να φθίνει μετά το 1940 και που μεταπολεμικά, μετά τα όσα υπέστη η γη της Αρκαδίας στη διάρκεια της επώδυνης δεκαετίας 1940-50, άρχισε να αντικαθίσταται από όσα έφερνε η νέα εποχή, με την κινητικότητα των πληθυσμών και τα νέα δίκτυα άρδευσης και ύδρευσης.
Το βιβλίο του Αργύρη Πετρονώτη έχει πολλές αναγνώσεις. Θα ήθελα να σταθώ και σε μία επιμέρους, που δεν είναι αρχιτεκτονική ούτε τεχνική αλλά κοινωνική και ευρύτερα πολιτισμική. Συνδέεται με τη λειτουργία της κρήνης ως σημείου συνάντησης και ανταλλαγής μηνυμάτων. Ήταν ένας τρόπος κοινωνικής επαφής και κοινωνικής έντασης. Ήταν ένα σημείο πύκνωσης του δημοσίου χώρου, ένα σημείο εξωστρέφειας και καλλιέργειας συνείδησης του κοινόχρηστου αγαθού. Έρωτες και καυγάδες, πληροφορίες και ειδήσεις, κοινωνικές επαφές είχαν συχνά επίκεντρο το νερό. Το ύδωρ που σηματοδοτεί, το ύδωρ που συνδέει, που δίνει υπόσταση στην καθημερινή διαβίωση.
Θα έλεγα πως με τη μελέτη αυτή, ο Αργύρης Πετρονώτης επαναφέρει στον δημόσιο διάλογο ένα μείζον θέμα. Μια όψη της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, της οποίας η θέση δεν είναι απολύτως ευκρινής στη μελέτη της ιστορίας των τόπων και των κοινωνιών παρότι είναι βαθιά καταχωνιασμένη στο κοινό υποσυνείδητο και καταχωρισμένη σε ειδική ενότητα στον λαϊκό πολιτισμό. Η κρήνη ως τόπος, με υλική και άυλη υπόσταση ταυτόχρονα, έχει περάσει στη δημώδη παράδοση και στο δημοτικό τραγούδι και εξακολουθεί και επιδράει στην κατανόηση των τόπων με τρόπους που δεν συνδέονται άμεσα με την πρακτική λειτουργία της. Και αυτό γιατί στην πρόσληψη της εικόνας και της ιδέας της κρήνης εμπεριέχονται συνήθως και ερμηνείες του ιερού, του άυλου, του μυθώδους και του ονειρικού. Το ύδωρ συνυφαίνεται στη λαϊκή δοξασία και με προσλήψεις του θείου.
Όλα αυτά είναι απλώς περαιτέρω σκέψεις που πηγάζουν από την ανάγνωση αυτού του εξαίρετου εγχειρήματος. Θα ήθελα να επισημάνω τη συμβολή της εκδότριας Ζιζής Σαλίμπα για την επιμονή της στην ολοκλήρωση και υποστήριξη αυτής της έρευνας αλλά και στην έκδοση ενός ιδιαίτερα καλαίσθητου βιβλίου, με εξαιρετική φωτογραφική τεκμηρίωση.
info:
Αργύρης Π.Π. Πετρονώτης, Η μνήμη του Νερού. Οι ροοκρήνες της Αρκαδίας, Επιμέλεια: Ζιζή Σαλίμπα, εκδ. Θίνες, σελ. 96