Η μύτη

0
181

του Παντελεήμων Ρομανόφ.(μετάφραση από τα ρώσικα: Δ.Β.Τριανταφυλλίδης).

 

Ο διευθυντής Μέστσεροφ, διασχίζοντας το διάδρομο, έπεσε πάνω σε μια ομάδα εργαζομένων, οι οποίοι στέκονταν στη γωνία, και, πιάνοντας τις κοιλιές τους, γελούσαν για κάποιο λόγο.

Αν και επρόκειτο για απαράδεκτη κατάσταση, ο διευθυντής ωστόσο, γνωστός ως θαυμάσιος άνθρωπος, δεν τους έκανε παρατήρηση, αλλά, με εντελώς φιλική διάθεση έδειξε ενδιαφέρον, πλησίασε και ρώτησε τι συμβαίνει, χαμογελώντας εκ των προτέρων. Οι εργαζόμενοι τα έχασαν, καταλαβαίνοντας πως τους έπιασαν στα πράσα. Ντρέπονταν που φάνηκαν ανόητοι στα μάτια ενός καλού διευθυντή: να φλυαρούν και να γελούν την ώρα της δουλειάς.

Ένας από αυτούς, είπε κοκκινίζοντας:

-Βλέπετε, ο σύντροφος Μιρόσκιν γράφει εκπληκτικά επιγράμματα. Είναι μάλιστα τόσο ταλαντούχα που δεν μπορείς να αντισταθείς.

-Μα τι λέτε, ενδιαφέρον! – είπε ο διευθυντής. – Για ποιον τα γράφει;

-Μα, για όλους και για όλα. Ορισμένα μόνο από αυτά είναι πολύ … από πολιτικής απόψεως … απλά άβολα.

Δεν πειράζει, δεν πειράζει, στην οικογένεια του μπορεί, αφού ξέρετε, εγώ ξεχωρίζω για τον «σάπιο φιλελευθερισμό» μου, – είπε, χαμογελώντας, ο διευθυντής.

-Έλα, Μιρόσκιν, πες, μη ντρέπεσαι, ο σύντροφος Μεστσέροφ δεν θα είναι αυστηρός μαζί σου, – είπαν οι εργαζόμενοι, απευθυνόμενοι προς το νεαρό με το στενό σακάκι και τα κοντά μανίκια, από τα οποία προεξείχαν τα μακριά όμορφα του χέρια.

Εκείνος, αμήχανος, άρχισε αμέσως να αρνείται, μα ήδη όλοι τον πίεζαν και έτσι, αφού πρώτα ξερόβηξε, άρχισε να απαγγέλει:

«Σε ένα από τα τμήματα μας, η δουλειά δε φαίνεται.

Για την ουσία δε μιλάνε

Μα ανέκδοτα λαλάνε».

Ο διευθυντής, χαμογελώντας, κούνησε το κεφάλι του, έτσι όπως το κουνούν όταν αντιμετωπίζουν περίεργες υποθέσεις και είπε:

-Έξυπνο, έξυπνο … Για πες κάτι ακόμη. Έχεις τίποτα για τους εργαζόμενους;

Έχω, – είπε ο δημιουργός, σήκωσε το βλέμμα του προς τα πάνω, σκέφτηκε για λίγο και είπε: – Ιδού:

«Έχουμε ένα ακτιβιστή,

Εφημερίδα τοίχου βγάζει,

Του αρέσουν τα φυσικά αγαθά

Κι είναι στο Φετ αφοσιωμένος».

Ο προϊστάμενος γέλασε δυνατά.

-Ο Στεπάνοφ είναι, φυσικά; Γράφει για το πεντάχρονο πλάνο, ο ίδιος όμως συνθέτει λυρικά στιχάκια.

-Σύντροφε Μέστσεροφ, ο Στεπάνοφ παρεξηγήθηκε.

-Γιατί παρεξηγήθηκε; Εγώ δεν παρεξηγιέμαι, όταν γράφουν για την υπηρεσία μου. Τι εγωιστές που υπάρχουν! Ασκούν σε άλλους κριτική ευχαρίστως, όταν όμως αφορά τους ίδιους δεν τους αρέσει καθόλου. Όχι, ξέρετε, εσείς, αναμφίβολα, έχετε σατιρικό ταλέντο, θα πρέπει να το καλλιεργήσετε, ευχαρίστως να σας βοηθήσω. Μας χρειάζεται η σάτιρα. Έχετε κάποιο επίγραμμα για μένα;

-Όχι, δεν έγραψα ακόμη, – είπε ο δημιουργός, κοκκινίζοντας.

Ο διευθυντής παρεξηγήθηκε για λίγο: πάει να πει η προσωπικότητά του δεν άξιζε της προσοχής των εργαζομένων, δεν τον μελετούσαν καθόλου.

-Τότε, όταν θα γράψετε, να μας πείτε, – είπε, λίγο ψυχρά στρεφόμενος προς το δημιουργό.

Τελικά, μια φορά ένας από τους υπαλλήλους, δίνοντας του το πρωί να υπογράψει διάφορα χαρτιά, του είπε χαμογελώντας ντροπαλά:

-Ο Μιρόσκιν παρόλα αυτά έγραψε ένα επίγραμμα για εσάς.

-Ενδιαφέρον. Δεν θα έρθει να μου το πει;

-Ντρέπεται. Και .. φοβάται.

-Ανοησίες, ανοησίες, είδατε πως αντιμετώπισα το επίγραμμα που ειρωνευόταν τη διεύθυνσή μας.

Ο υπάλληλος έφυγε και μετά από λίγο έφερε το δημιουργό, ενώ πίσω του στριμώχτηκαν μέσα στο γραφείο δέκα υπάλληλοι, οι οποίοι τον σκουντούσαν για να τον ενθαρρύνουν. Ορισμένοι, μάλιστα, από αυτούς κάθισαν στα καθίσματα που ήταν για τους επισκέπτες, θαρρείς και το απρόσιτο μέχρι τότε γραφείο του διευθυντή μετατράπηκε σε αίθουσα του καμπαρέ.

-Τι μου λένε εδώ, γράψατε κάτι για μένα;

Έγραψα, – είπε ο δημιουργός, κοκκινίζοντας, ενώ την ίδια στιγμή οι καθισμένοι στις πολυθρόνες υπάλληλοι με ύφος επισκεπτών αντάλλασσαν βλέμματα με τον διευθυντή. Στο γραφείο έριξε μια ματιά ο προϊστάμενος διοικητικού και έκπληκτος περιέφερε το βλέμμα του στους καθισμένους στις πολυθρόνες υπαλλήλους τρίτης κατηγορίας.

-Πιότρ Πετρόβιτς, να στείλουμε τον Φρολόφ στο Λένινγκραντ;

-Όχι, νομίζω πως θα στείλω κάποιον άλλο σε αυτή την αποστολή.

-Χαίρομαι πολύ, είναι εντελώς ακατάλληλος.

-Περιμένετε δέκα λεπτά και μετά θα σας πω.

Και όταν ο προβληματισμένος προϊστάμενος, έριξε για άλλη μια φορά μια ματιά στην καθιστή συντροφιά και βγήκε από το γραφείο, ο διευθυντής κλείδωσε την πόρτα και είπε:

-Εμπρός λοιπόν, εμπρός!..

Ο Μιρόσκιν, στα κόκκινα χέρια του οποίου υπήρχε τυλιγμένο ένα τετράδιο, κατάπιε το σάλιο στο ξεραμένο στόμα του και απήγγειλε:

«Σε όλα του είναι καλός ο προϊστάμενος Μεστσέροφ

Μα έχει ένα κουσούρι: τα ρουθούνια του μοιάζουν με σπηλιές»

Ο διευθυντής είχε προετοιμάσει το πρόσωπο του για να χαμογελάσει ενθαρρυντικά, όπως το προετοιμάζει ο άνθρωπος που περιμένει να ακούσει κάτι αναφορικά με τον ίδιο και με το χαμόγελο αυτό θέλει να δείξει ότι βρίσκεται υπεράνω του εγωισμού και μπορεί να είναι φιλελεύθερος και αντικειμενικός ακόμη και όσον αφορά σε πράγματα που στρέφονται εναντίον του.

Από τη δεύτερη αράδα κιόλας ένιωσε ότι το χαμόγελο δεν μπορεί να μείνει στο πρόσωπο του.

Πρώτον, τον προσέβαλε το γεγονός ότι το επίγραμμα ήταν εμφανώς ανόητο και ατάλαντο ως προς τη μορφή του, η δεύτερη αράδα δεν ταίριαζε ως προς το μήκος της με την πρώτη. Και μετά το περιεχόμενο του κάπως προσέβαλε τον προϊστάμενο.

-Μα, δεν είναι πετυχημένο, – είπε, και ως προς το περιεχόμενο του, ενώ η φόρμα του είναι εντελώς αταίριαστη. Εγώ νόμιζα ότι θα πάρετε κάποιο γνώρισμα του χαρακτήρα μου ή της δραστηριότητάς μου, εσείς πήρατε κάτι από την εμφάνισή μου όμως. Τι δουλειά έχει εδώ η εμφάνιση;

Στα πρόσωπα των υπαλλήλων εμφανίστηκαν αμήχανα χαμόγελα. Πιο αμήχανος απ’ όλους ήταν ο ίδιος ο δημιουργός.

-Δεν είναι και τόσο πετυχημένο … Βλέπετε εγώ δεν ήθελα να το πω, μα αυτοί …

Ορισμένοι υπάλληλοι, οι οποίοι κάθονταν κοντά στην πόρτα, έκαναν πως κάτι χρειάζονται και βγήκαν από το γραφείο, έτσι όπως βγαίνουν οι θεατές από μια αποτυχημένη θεατρική παράσταση.

Σας εγκωμίασαν πολύ, – είπε με αυταρχικό τόνο ο διευθυντής, – να λοιπόν που δεν ανταποκριθήκατε στις απαιτήσεις. – Τα έλεγε αυτά, και έβλεπε τα αμήχανα βλέμματα των υπαλλήλων που τον κοιτούσαν, όταν ξαφνικά ένιωσε πολύ άβολα για τη μύτη του.

Και όταν οι υπάλληλοι, αμήχανοι, εγκατέλειψαν το γραφείο του, θέλησε ξαφνικά να δει τη μύτη του και συγκεκριμένα τα ρουθούνια του, στα οποία μέχρι τότε δεν έδινε την παραμικρή σημασία. Πήγε στην τουαλέτα και κοίταξε στον καθρέφτη.

Η μύτη είναι σαν μύτη, – είπε μονολογώντας, – στην πραγματικότητα όμως τα ρουθούνια μου σα να είναι λίγο μεγαλούτσικα. Και πως το εντόπισε αμέσως το κάθαρμα, εγώ μια ζωή κυκλοφορώ μ’ αυτά και δεν το είχα προσέξει καθόλου.

Όταν βγήκε από τη τουαλέτα στο διάδρομο, όπου περνούσαν οι υπάλληλοι με χαρτιά και υπήρχαν επισκέπτες, ένιωσε ακόμη πιο άβολα για τη μύτη του. Ένιωσε αμήχανα θαρρείς και πάνω της είχε κάποιο ξένο αντικείμενο, κάποια ετικέτα κολλημένη. Βιάστηκε να επιστρέψει στην αγαπημένη του θέση και να μπει στο γραφείο του.

Πιο πολύ απ’ όλα τον εκνεύριζε το γεγονός ότι ο ίδιος υπέκυπτε σε αυτή την αίσθηση και δεν μπορούσε να απαλλαγεί από αυτή.

-Είναι, επίσης, ανόητο, το γεγονός ότι τον παίνεψα πολύ βιαστικά. Τώρα θα λένε ότι εγώ παίνεψα όσα έγραψε για άλλους, ενώ μόλις εντόπισαν σ’ εμένα ένα σωστό, αλλά όχι ευχάριστο γνώρισμα, δεν μου άρεσε καθόλου.

Βγαίνοντας στον πολύβουο δρόμο, ο διευθυντής συνέχισε να νιώθει πως κάτι ήταν κολλημένο στο μύτη του, νόμιζε μάλιστα πως όλοι οι διαβάτες που συναντούσε στο δρόμο κοιτούσαν τη μύτη του.

-Γιατί πειράζεις συνέχεια τη μύτη σου; – τον ρώτησε η σύζυγος του, όταν κάθισαν στο τραπέζι για να φάμε. – Σε πονάει;

-Όχι, δεν είναι τίποτα, – απάντησε ο διευθυντής, κοκκινίζοντας.

Την ώρα που έμπαινε την επόμενη ημέρα στην υπηρεσία του συνάντησε τον προϊστάμενο και είπε:

-Στο Λένινγκραντ να στείλετε τον Φρολόφ.

Τον Φρολόφ; Μα είναι εντελώς βλάκας! Νόμιζα πως θέλατε να στείλω κάποιον άλλον.

Όχι, αυτόν να στείλετε.  Κι εκείνον τον Μιρόσκιν να τον στείλετε κάπου μακριά από μένα, για να μην τον βλέπω. Είναι ένας ατάλαντος, ανόητος και μάλιστα κακός άνθρωπος.

 

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©

Τίτλος του πρωτοτύπου: Пантелеймон Романов  Нос

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό : Кроколил, 1933 г.

Παντελεήμων Ρομάνοφ (1884-1938).

Γεννήθηκε στό χωριό Πετρόφσκογιε από οικογένεια μικροϋπαλλήλου. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Μόσχας, αλλά δεν την τελείωσε. Η εφημερίδα “Ρούσχαγια μίσλ” δημοσιεύει το 1901 το πρώτο του διήγημα, “Ό πατέρας Φιόντορ”. Έγραψε διηγήματα, θεατρικά έργα και μυθιστορήματα. Το παράδοξο ήταν πώς, ενώ τα βιβλία του ήταν πολύ δημοφιλή μεταξύ των αναγνωστών, ή κριτική του καταλόγιζε πλήθος αδυναμίες. Κατηγορήθηκε ακόμα ως νοσταλγός της πατριαρχικής Ρωσίας, ότι με τά έργα του προωθούσε την αναβίωση της “αστικής νοοτροπίας”, κι ότι τα διηγήματα του δεν είχαν καμιά αξία, πώς ήταν απλές φωτογραφίες. Ακόμα κι ο Μαγιακόφσκι τον ειρωνεύτηκε σε κάποιο ποίημα του. Βέβαια, σήμερα ο Π. Ρομάνοφ έχει δικαιωθεί. Η κριτική του έχει αναγνωρίσει το μεγάλο διεισδυτικό ταλέντο του, την ικανότητα να διακρίνει τα τυπικά, τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ζωής, τις λεπτομέρειες, τις λεπτές γραμμές. Η περιγραφή αυτού πού είδε, ή σκιαγράφηση του, για το συγγραφέα σήμαινε πρωταρχικά να ανακαλύψει και να αποκαλύψει την ουσία του.

Προηγούμενο άρθροΟ Αναγνώστης στο Megaron Plus
Επόμενο άρθροΟ ζωολογικός κήπος που κρύβεται μέσα μας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ