της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη
Κατά δήλωσή της, την Σούζαν Σόνταγκ (1933-2004) Αμερικανίδα διανοήτρια, δοκιμιογράφο, κριτικό, κινηματογραφίστρια και ακτιβίστρια την ενδιέφεραν σταθερά τρία πράγματα: η Κίνα, τα φρικιά και οι γυναίκες. Το τρίπτυχο αυτό θα μπορούσε να είναι μεταξύ πολλών άλλων – αν όχι το κλειδί για όλο το έργο της Σόνταγκ – μία αναλογία για το άγνωστο, το άλλο, το ανεξερεύνητο.
Την παραπάνω παραδοχή της Σόνταγκ την διαβάζουμε στον τόμο Περί γυναικών, βιβλίο που θα συζητήσουμε σε αυτό το HerStory. Στο Περί γυναικών έχουν συγκεντρωθεί δοκίμια και συνεντεύξεις της Σόνταγκ, της ίσως πιο προβεβλημένης Αμερικανίδας διανοούμενης. Η έκδοση περιλαμβάνει κείμενα από την δεκαετία του ΄70 με εισαγωγή της πανεπιστημιακού Μερβέ Εμρέ και έχει κυκλοφορήσει πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg (μετάφραση Δανάη Σιώζιου).
Η φράση αυτή της Σόνταγκ για την Κίνα, τα φρικιά και τις γυναίκες ως δια βίου επιλεγμένη θεματολογία ενδιαφέροντος φαντάζει και είναι γοητευτική. Κατανοώ γιατί επιλέγει τα φρικιά και τις γυναίκες, την Κίνα, όμως, γιατί; Δίνω μία πρόχειρη εξήγηση, την προφανή που δεν είναι άλλη από την πολιτική επικαιρότητα των αρχών της δεκαετίας του 1970 και την θεαματική ανατροπή στις σινοαμερικανικές σχέσεις με την προσέγγιση της κομμουνιστικής Κίνας από την Προεδρεία Νίξον.
Υπήρχε, όμως, κι άλλη εξήγηση, επαρκέστερη. Ο πατέρας της Σόνταγκ, είχε πεθάνει στην Κίνα από φυματίωση, όταν εκείνη ήταν πέντε χρονών και η μητέρα της επί έναν ολόκληρο χρόνο απέκρυπτε το θάνατο του άνδρα της από τις δύο κόρες τους. Στο “Project for a trip to China” της Σόνταγκ διαβάζουμε:
“Πάντα σκεφτόμουν: η Κίνα είναι όσο μακριά μπορεί να φτάσει κανείς. Ισχύει ακόμα. Όταν ήμουν δέκα ετών, έσκαψα μια τρύπα στην πίσω αυλή”. Όταν την ρώτησαν τι προσπαθεί να κάνει, αν προσπαθεί να φτάσει στην Κίνα, η Σόνταγκ είπε πως ήθελε απλώς ένα μέρος για να καθίσει. Ήταν όπως έγραψε το καταφύγιό της, το κελί της. Το γραφείο της. Ο τάφος της. “Ναι”, καταλήγει η Σόνταγκ “ήθελα να σκάψω μέχρι την Κίνα”.
Κι αυτό έκανε με το έργο και την δημόσια παρουσία της, διατηρώντας έναν υψηλό βαθμό εμπλοκής με ό,τι αποφάσιζε να γνωρίσει σε βάθος. Αποφεύγοντας την επιφάνεια, αλλά και την μέση οδό. Δίχως να διστάζει να πει τα πράγματα όπως ακριβώς τα είχε στο μυαλό της, χαρακτηρίζοντας ακόμη και τον φεμινισμό ως κάτι το “απλοϊκό”, δεχόμενη οξύτατη κριτική για τις θέσεις της.
Διαβάζοντας το Περί γυναικών, απ’ όπου και αντλώ την φράση για τον “απλοϊκό” φεμινισμό – απλοϊκό όπως διευκρινίζει η Σόνταγκ στο κείμενό της με τον τρόπο που είναι απλοϊκές όλες οι κεφαλαιώδεις, ηθικές αλήθειες – αντιλαμβανόμαστε πως αυτό που επιθυμούσε η Σόνταγκ για τον μαχόμενο φεμινισμό του δευτέρου κύματος ήταν ένα τεστ αντοχής. Μία δοκιμασία των ορίων του, η οποία θα λάμβανε υπόψη της τόσο τον περιορισμό, όσο και την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του φεμινισμού. Ο διαξιφισμός της, για παράδειγμα, με την διακεκριμένη ποιήτρια και φεμινίστρια Άντριεν Ριτς επί του θέματος, γραπτή αντιπαράθεση η οποία περιλαμβάνεται στο Περί Γυναικών, είναι μία αφάνταστα απολαυστική αναμέτρηση δύο λαμπρών προσωπικοτήτων.
Τα επτά κείμενα που συγκεντρώνονται στο βιβλίο δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά μεταξύ 1972 και 1975 μεμονωμένα, κυκλοφόρησαν όμως μαζί υπό των τίτλων Περί γυναικών μετά τον θάνατο της Σόνταγκ το 2004 σε επιμέλεια του γιου της. Πρόκειται για τα εξής: “Δύο μέτρα και δύο σταθμά για την ηλικία”, “Ο τρίτος κόσμος των γυναικών”, “Η ομορφιά της γυναίκας: Πηγή ταπείνωσης ή δύναμης;”, “Η ομορφιά: Πώς θα αλλάξει στο μέλλον;”, “Η γοητεία του φασισμού”, “Φεμινισμός και φασισμός: Μια συνομιλία μεταξύ της Αντριέν Ριτς και της Σούζαν Σόνταγκ” και “Η συνέντευξη στο Salmagundi”.
Γραφή οξυδερκής, συγκεκριμένη, συχνά με μία διάθεση δημιουργικής πρόκλησης όταν για παράδειγμα ρωτά στο “Φεμινισμός και φασισμός” αν είναι προδοσία να πιστεύει πως υπάρχουν και άλλοι στόχοι πέρα από την πόλωση μεταξύ των δύο φύλων, άλλες πληγές από τις σεξουαλικές πληγές, άλλες ταυτότητες πέρα από τις σεξουαλικές ταυτότητες, άλλες πολιτικές πέρα από τις σεξουαλικές πολιτικές – άλλες “αντιανθρωπιστικές αξίες” εκτός από τις “μισογυνιστικές”.
Κλείνοντας, σκέφτομαι πως ευτυχώς κάποια χρόνια μετά ήρθε ο διαθεματικός φεμινισμός, υπερβαίνοντας αυτές τις μονοπαραγοντικές αναλύσεις, αναδεικνύοντας μία σύνθετη προσέγγιση της κοινωνικής ανισότητας. Φέρνοντας ένα βαθύτερο προχώρημα στα πράγματα, περιγράφοντας τις διασταυρούμενες και αλληλεξαρτώμενες διακρίσεις που προέρχονται όχι μόνο από το φύλο, αλλά και από τη φυλή, το έθνος, την κοινωνική και οικονομική τάξη.
———————————-