H ζωή δεν είναι ένα και μοναδικό βιβλίο(συζητούν : Νίκη Κωνσταντίνου Σγουρού, Μαρία Τοπάλη)

0
212

 

 

Η Νίκη στη Μαρία:

Είμαστε όλοι οι άνθρωποι βιβλία, λευκές σελίδες, αυτοβιογραφίες in progress; Γράφουμε κάθε μέρα την ιστορία μας με διαφορετικούς τρόπους και ρυθμούς; Είναι στο χέρι μας να διαλέξουμε τις λέξεις και τα χρώματα για να καταγράψουμε αυτά που συναντάμε και μας συμβαίνουν; Ίσως ναι. Είναι μια έξυπνη αφορμή -ένα καλό μέσο καλύτερα- αυτό το βιβλίο για να θέσουμε αυτά τα ερωτήματα σε μικρά παιδιά; Μάλλον ναι.

Ένα αγόρι, που η μαμά του αποφασίζει να το ονομάσει Βιβλίο, μεγαλώνει και αντιμετωπίζει τη ζωή: ανακαλύπτει με ενθουσιασμό όσα υπάρχουν γύρω του – οι κούνιες είναι πτήσεις στον ουρανό, το μάθημα στο κολυμβητήριο κολύμπι πλάι σε καρχαρίες. Μετά έρχεται το σχολείο και η ανάγκη να είναι γενναίος για να τα καταφέρει. Εδώ έχω μια μικρή ένσταση: η ωραιοποίηση της γενναιότητας, η αντίληψη πως αυτή είναι απαραίτητο συστατικό για να τα καταφέρει κανείς είναι κάπως επικίνδυνη (ειδικά στα προνήπια!). Δεν το παρακάνει το βιβλίο, δεν επιμένει σε αυτή, αλλά η ευαλωτότητα και η πιθανότητα να θέλεις απλά λίγο χρόνο προσαρμογής προσπερνιούνται και η μαμά, αντί αυτών, προτείνει ένα βιβλίο περιπέτειας. Να δει τη ζωή σαν σούπερ ήρωας. Μετά έρχονται πιο σκοτεινές σελίδες, και το αγόρι που το έλεγαν Βιβλίο καλείται να αντιμετωπίσει την απώλεια και μαζί με αυτή το πένθος των μεγάλων. Όντως, γράφοντας μια ιστορία, βάζοντας τις λέξεις σε μια σειρά θυμάσαι, σκέφτεσαι, μαθαίνεις να ζεις με το κενό. Το παιδί-βιβλίο είναι οι λευκές ή και οι χρωματιστές σελίδες, το χαμόγελο που από μικροσκοπικό επιστρέφει μεγάλο και πλήρες. Το βιβλίο των Ralph και Cushley είναι και πάλι πολύ διακριτικό, δεν λέει πολλά. Χρήσιμο αυτό: αφήνει τις πληροφορίες εκεί για όσα παιδιά θέλουν και μπορούν να τις δουν.

Οι τελευταίες διαπιστώσεις με έκαναν να χαμογελάσω. Το μικρό αγόρι ξεπερνάει τον εγωκεντρισμό του. Καταλαβαίνει πως η ζωή δεν είναι ένα και μοναδικό βιβλίο, το δικό του, αλλά πως υπάρχουν γύρω του τόσα. Το πλαισιώνουν, το προστατεύουν, του κάνουν παρέα, το κάνουν να γελάει. Η ζωή είναι μια βιβλιοθήκη. Σκέφτηκα αυτές τις ανθρώπινες βιβλιοθήκες και το μοίρασμα των ιστοριών που οργανώνονται σε κάποια μέρη του εξωτερικού: που μπορείς να πας και να ακούσεις τις ιστορίες των άλλων σαν να δανείζεσαι ένα βιβλίο.

Αυτές τις σκέψεις έκανα. Για πες κι εσύ.

 

Η Μαρία στη Νίκη

 

Εγώ στην αρχή ήμουν επιφυλακτική. Γενικά δεν τρελλαίνομαι με τα βιβλία που προσωποποιούν τις έννοιες και κρύβουν αμήχανα τον διδακτισμό (=το βιβλίο είναι καλό πράγμα, η ανάγνωση είναι καλή συνήθεια κλπ) πίσω από κάποιο «εύρημα». Έτσι, όταν είδα τον τίτλο, και έπειτα διάβασα ότι η μαμά αποφάσισε να ονομάσει το παιδί «βιβλίο» σκέφτηκα ωχ, τα γνωστά. Και ετοιμάστηκα να βαρεθώ και να εκνευριστώ. Ο λόγος που εντέλει σου πρότεινα να δεις αυτό το βιβλίο ήταν ότι με κέρδισε απρόσμενα, γλυκά. Όταν το τέλειωσα, χαμογελούσα. Βέβαια, δεν ξέρω τι θα έλεγαν τα παιδιά για αυτή την εκ των υστέρων μεγαλίστικη ματιά πάνω στο πώς οικοδομείται η σχέση του παιδιού με τις ιστορίες και τα βιβλία. Θα είχα την περιέργεια να δοκιμάσω το βιβλίο σε μικρές αναγώστριες/ες. Αλλά ας μείνω για την ώρα στον εαυτό μου, το μόνο που διαθέτω.

Κοίτα, καταλαβαίνω ότι αυτό που λες όταν ασκείς κριτική στην παρότρυνση για γενναιότητα μάλλον είναι το σωστό, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι εγώ συμμετείχα πλήρως συναισθηματικά στο συγκεκριμένο σημείο, ταυτίστηκα χωρίς δεύτερη σκέψη, και μάλιστα και ως αλλοτινό παιδί και ως μαμά. Δηλαδή θέλω να πω: υπάρχουν ένα σωρό στρατηγικές για να ξεπεράσει κανείς τους φόβους του. Μερικές/οί έχουμε αυτή την καλπάζουσα ιδιοσυγκρασία και μας βοηθάει να φανταστούμε τον εαυτό μας και λίγο ως σούπερ-ήρωα. Εγώ δηλαδή πάντα έτσι τον φανταζόμουνα, απλά έβαζα άλλα περιεχόμενα στον «ηρωισμό». Καμιά φορά χρειάζεται να νιώσεις μαχητικά, να ανάψουν τα αίματα, δεν είναι απαραίτητα κακό. Εκεί που μπερδεύτηκα ήταν όταν αυτή η γενναιότητα επιστρατεύτηκε ειδικά για να μπορέσει το παιδί να ξεπεράσει τον φόβο του σχολείου. Αυτό, πάλι, μου ήταν ολότελα ξένο- ξεροστάλιασα μέχρι να έρθει η ώρα να πάω στο σχολείο, να βρεθώ επιτέλους με τα άλλα παιδάκια. Να φύγω από το σπίτι. Αλλά βέβαια εγώ δεν είχα μια μαμά κολλητή, ούτε με είχαν ονομάσει «βιβλίο». Να τα λέμε και αυτά. Αστειεύομαι – αλλά όχι και εντελώς.

Εκεί που ευχαριστήθηκα πολύ, και το βιβλίο με κέρδισε όπως είπαμε γλυκά, και λίγο πονηρά, αθόρυβα, ήταν προς το τέλος. Μου άρεσε που η φίλη του αγοριού ήταν ένα βιβλίο με κόμικς. Σκέφτηκα το «αν ήτανε-τι θα ’τανε», παλιά και δοκιμασμένη συνταγή. Αμέσως μετά, η μαμά είχε την άριστη ιδέα να του προτείνει να φανταστεί τη ζωή τους ως βιβλίο. Εδώ βρισκόμαστε βέβαια σε έναν πολύ πλούσιο φιλοσοφικό και λογοτεχνικό πυρήνα: ο άνθρωπος θεωρεί τη ζωή του ως έργο τέχνης, λυτρώνεται με την αυτοσκηνοθεσία, καταφεύγει στην τέχνη, διατηρεί εντός του τη δύναμη του πλάσματος που επινοεί- τα γνωστά. Αλλά ξέρεις, όλα αυτά τα γνωστά, στη γλώσσα των παιδιών γίνονται απλά ένα «μαμά, πες μου ιστορίες από όταν ήσουν μικρή», «μαμά, πες μου ιστορίες από όταν ήμουν μικρή» ή «γιαγιά, πες μου ιστορίες από όταν ήταν μικρή η μαμά». Αυτή η δίψα δεν έχει τέλος και υπάρχει λόγος σοβαρός. Οπότε ναι, το βιβλίο πιάνει κατευθείαν την καρδιά του ζητήματος. Και φυσικά, το ομολογώ, είμαι κατεξοχήν το είδος του ανθρώπου που όπως ο μικρός πρωταγωνιστής, όταν νιώθω λυπημένη, καταφεύγω στα βιβλία. «Ένιωθε ασφάλεια όταν κοιμόταν ανάμεσα σε στοίβες από βιβλία, σαν να συγκέντρωνε τον πιο πολύτιμο θησαυρό.».

Για τις βιβλιοθήκες που λες, είναι πέρα για πέρα έτσι. Ένα από τα πράγματα που με έκαναν να νιώθω τρομερά ασφαλής τα χρόνια που πέρασα μακριά από τη χώρα μας, ήταν αυτές οι υπέροχες βιβλιοθήκες των βορείων χωρών. Και με τα παιδιά μου πήγαινα συνέχεια σε αυτές και «σσσσς» – μαθαίναμε να κάνουμε ησυχία και μαθαίναμε να νιώθουμε ευτυχία. Απολαμβάναμε την ασφάλεια των βιβλίων. Και ο μπαμπάς μου ήταν κι αυτός ένα βιβλίο ιστορίας, όπως ο παπούς του μικρού. Και η μαμά μου είναι – ακόμα – ένα βιβλίο με συνταγές, δίπλα μου τις έχω τώρα που σου γράφω. Και οι γονείς μου υπήρξαν κάποτε, πολύ παλιά, μια ιστορία αγάπης. Και εξακολουθώ να βλέπω τη ζωή σαν σελίδες που γράφτηκαν και μένει ακόμα να γραφτούν. Όχι μεταφορικά. Στην κυριολεξία.

 

Vincent Ralph, Ένα αγόρι που το έλεγαν Βιβλίο, Eικόνες: Aaron Cushley, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2024

Προηγούμενο άρθροΑφιέρωμα στον φίλο και συνεργάτη μας Λευτέρη Ξανθόπουλο (Ταινιοθήκη 26 -29 /9)
Επόμενο άρθροΤι περιμένω να διαβάσω στην ελληνική πεζογραφία φέτος τον χειμώνα (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ