Της Γεωργίας Οικονομοπούλου.
Με λυμένο χειρόφρενο και σταθερή ταχύτητα, η Μάρτυ Λάμπρου μοιράζεται γενναιόδωρα τη θέα από το κουβούκλιο της νταλίκας. Θέα εξωστρεφή: Στους μεγάλους αυτοκινητοδρόμους, από την Ελλάδα στην Ιταλία, στη Ρουμανία, στη Μέση Ανατολή. Στην ανθρωπογεωγραφία και τους κώδικες των επαγγελματιών οδηγών. Θέα εσωστρεφή: Στην πορεία ενηλικίωσης, μαθητείας, χειραφέτησης της νεαρής ηρωίδας. Τρεις καθοριστικοί σταθμοί από την αυγή της εφηβείας της ως τα πρώτα βήματα στην ενήλικη ζωή, τα ισάριθμα ταξίδια δίπλα στον νταλικέρη πατέρα της, τα τρία μέρη του μυθιστορήματος. Η Σωτηρία ή Σώτη (ενίοτε, Σωτήρης) διεκδικεί την ενεργή συμμετοχή της μ’ ένα ισχυρό ένστικτο που εξελίσσεται σε συνειδητή επιθυμία κι επιλογή.
«Είναι ωραία να φεύγεις», φωνάζει με όλη της τη δύναμη στο πρώτο ταξίδι. Δεν ξέρει τι αναζητά. Δεν τρέφει προσδοκίες για το τι θα βρει. Αρκεί να φύγει, να δει, να ζήσει, να αποκτήσει επίσης κοινές αναμνήσεις με τον πατέρα που δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει, αφού αυτός πάντα λείπει σε δρομολόγιο. Το ταξίδι είναι το κέντρο γύρω από το οποίο ξετυλίγεται το κείμενο. Καθώς το κοντέρ γράφει χιλιόμετρα, βλέπουμε την σχέση πατέρα και κόρης να μεστώνει. Παρακολουθούμε το κορίτσι να διαμορφώνεται, να επιδιώκει όλο και πιο συγκεκριμένη μορφή στις ερωτήσεις, να δοκιμάζει απαντήσεις. Η διαδρομή, στην κυριολεξία της τώρα, μας δίνεται, παράλληλα, από γωνίες ασυνήθιστες. Από το ύψος της νταλίκας, σε δρόμους που δεν περνούν μέσα από πόλεις, σε παρκίδες, λιμάνια και συνοριακά φυλάκια, σε βενζινάδικα-βουλκανιζατέρ-καφενεία όπου δεν πλησιάζει ο τουρίστας. Αδρά, δύσκολα, σκονισμένα κάδρα. Κι όμως…
Το βλέμμα είναι τρυφερό, οι τόνοι χαμηλοί. Η Μάρτυ Λάμπρου τοποθετεί την ηρωίδα της –ένα αγοροκόριτσο με πείσμα και τσαγανό- ισότιμα μέσα στη «φυλή» των νταλικέρηδων. Στα επεισόδια που εναλλάσσονται καταιγιστικά, έχουμε την ευκαιρία να σταθούμε παρατηρητικά μπροστά σε μια πινακοθήκη χαρακτήρων δοσμένων με μαεστρία. Δεν είναι μόνο το πρωταγωνιστικό δίδυμο, η Σώτη και ο Στράτος, ο πατέρας της, χαρακτήρες με ψυχή, σάρκα και οστά. Δεύτεροι και τρίτοι «ρόλοι», στενά εμπλεκόμενοι στην εξέλιξη της πλοκής και κομπάρσοι, είναι εξίσου ζωντανοί και τρισδιάστατοι. Σκηνές, όπως τα συμβαίνοντα στους χώρους συνάθροισης των οδηγών, ή οι εκτονώσεις του Στράτου σε ζεϊμπεκιές, αποπνέουν γνήσια λαϊκότητα. Απροσδόκητα απολαυστικές είναι επίσης οι παράγραφοι που αφορούν στα τεχνικά της νταλίκας και της οδήγησής της. Κόρη οδηγού νταλίκας η ίδια, η Μάρτυ Λάμπρου αξιοποιεί στο έπακρο το βίωμα.
Το χρονικό των ταξιδιών διανθίζουν, εμβόλιμα, σκέψεις, σημαίνοντα περιστατικά, εικόνες και σχέσεις από την καθημερινότητα της Σώτης στο σπίτι και στη γειτονιά, στη Λιβαδειά. Όσοι έζησαν την δεκαετία του ’80 ως παιδιά και νέοι, θα βρουν εδώ, διάσπαρτα κι επιλεγμένα για να αναμοχλεύουν το συλλογικό φαντασιακό, στοιχεία εμβληματικά της λαϊκής κουλτούρας της εποχής, το πέρασμα στην τηλεοπτική και καταναλωτική αισθητική. Κυρίως, έντεχνα, το πέρασμα από τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του ΠαΣοΚ του Αντρέα, στον αντίκτυπο των πολιτικών ζυμώσεων στην κοινωνία, μέχρι το ξεκίνημα της ιδιωτικής τηλεόρασης. Ακόμη πιο πίσω, οι πληγές του Εμφυλίου περιγράφονται κατ’ αναλογία στις αναδρομές στο οικογενειακό παρελθόν των πρωταγωνιστών. Στο σπίτι που κτίζεται σταδιακά ενώ κατοικείται, πορτραίτα του Μαρξ και του Λένιν είναι αναρτημένα δίπλα σε εικονίσματα αγίων και οικογενειακές φωτογραφίες. Μαρξ και Λένιν συντροφεύουν και συμβουλεύουν το κορίτσι στις εξομολογήσεις της. Η φιγούρα της μητέρας, σκληρή όσο και εύθραυστη, μετρά ανεπούλωτα τραύματα από τον Εμφύλιο. Αυτή αποτελεί όμως ίσως τον χαρακτήρα που δίνει στο κείμενο τις εξάρσεις του.
Ο χαμηλός αφηγηματικός τόνος ακολουθεί την ιστορία από την αρχή μέχρι το τέλος. Ακόμη και σε επεισόδια έντασης, συναισθηματικής φόρτισης ή και εκφράσεων της ερωτικής αφύπνισης, ο φωτισμός κρατιέται σταθερός, η καμπύλη απαλή. Η κορύφωση δεν έρχεται, ούτε όταν αναμένεται. Η αφηγηματική ανατροπή, μια τόλμη στην τονικότητα, η ανάδειξη επεισοδίων, θα πρόσφερε ενδεχομένως ειδικό βάρος σε σκηνές που τώρα σβήνουν με το φόντο των πολλαπλών εντυπώσεων. Η μεταμφίεση της Σώτης σε αγόρι, η ιστορία του παππού, η θολή παρουσία του δραπέτη, η νύχτα του έρωτα, δεν βγάζουν όλη τη δύναμή τους. Η σταθερή ταχύτητα στην αφήγηση –σαν τον βόμβο της μηχανής, το ασφαλές ψιθύρισμα για τον εραστή της νταλίκας- και το αξεχώριστο των επεισοδίων δεν είναι όμως ολωσδιόλου αδικαιολόγητα. Η ηρωίδα, έφηβη, βρίσκεται να ζει εμπειρίες πρωτόγνωρες, όλες εξίσου σημαντικές και ικανές εξίσου να την δονήσουν, στην πορεία των παρθενικών της ταξιδιών. Μπορεί να είναι ένα κορίτσι αλλιώτικο από τα πολλά, αλλά δεν χάνει την αφέλεια και την αθωότητα της ηλικίας της. Στον δρόμο, στο ταξίδι, αρχίζει να δοκιμάζει, να υποψιάζεται, να συλλέγει προκειμένου να διαμορφώσει τη δική της στάση, ώσπου να πάρει το τιμόνι στα χέρια της. Η αδιακύμαντη παλέτα των επεισοδίων διευρύνει την γκάμα των αναγνωστών έως τις πολύ νεότερες ηλικίες και δίνει στο βιβλίο τον χαρακτήρα του. Το Με λυμένο χειρόφρενο διαβάζεται ως ένα ιδιότυπο ημερολόγιο δρόμου αφηγημένο σε τρίτο πρόσωπο.
INFO: Με λυμένο χειρόφρενο, Μάρτυ Λάμπρου, Κέδρος, 2014
(Τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος 2014, Ίδρυμα Πέτρου Χάρη, της Ακαδημίας Αθηνών)