της Έμης Βαϊκούση
Οριζόντια έχει βάλει στη βιβλιοθήκη του το βιβλιαράκι με την εισαγωγή του Κονδύλη στον Σαμφόρ, κι ένα χαρτάκι στη σελίδα δεκάξι: «Ο Α ξέρει πως ο Β ξέρει, ο Β ξέρει πως ο Α ξέρει πως ο ίδιος ξέρει κ. ο. κ. — έως ότου η σειρά των αμοιβαίων αντικατοπτρισμών γίνει τόσο περίπλοκη, ώστε…» «Πως ο Α ξέρει… ώστε…» — «περίπλοκη… ώστε» — «ΏΣΤΕ…» Πελώριο αυτό το ώστε, μέσα σε γκρίζο σύννεφο καπνού ξέφευγε μέσα απ’ την καμινάδα κι όλο μεγάλωνε κι απλώνονταν και του ‘κοβε την ανάσα, τον έπνιγε μέσα στον ύπνο και πάλευε αυτός να το προλάβει μη φύγει κι απλωθεί κι άλλο, και τότε… Ω, όχι, δεν είναι καπνός, είναι ένα απλό ώστε μιας απλής γραμματοσειράς – μα και πάλι: τι σόι γραμματοσειρά είναι αυτή. Πώς φεύγει απ’ το χαρτί και, Θεέ μου, σαν ψύλλος πηδάει απ’ το ράφι, πάει και τρυπώνει στο μαξιλάρι – ποιο μαξιλάρι, στο μυαλό του τρυπώνει, στο αυτί του μέσα φωνάζει «Ώστε…» — μαζί κι αυτά τα απειλητικά αποσιωπητικά — μα γιατί, ποιος αποσιωπάει τι — «Ώστε τι;», αλαφιασμένος τινάζεται πάνω.
_______________
Nέος έκανε αυτό το γάμο, τον έναν της ζωής του. Την απάτησε πολύ, του ανταπόδωσε τα ίσα, ξύπνια, θεληματική, δεν αστειεύεται. Νέος ήταν, δεν κατάλαβε πως παίρνει γυναίκα που δεν είναι να τα βάλεις μαζί της. Έκαναν δυο κόρες, ύστερα αυτός αγάπησε άλλη, έφυγε απ’ το σπίτι. Όμορφος ήταν ο Νικηφόρος, ευφυής πολύ, θεληματική προσωπικότητα παρά τους εσωτερικούς τριγμούς, χαρισματικός και τελοσπάντων σ’ όλα πρώτος. Ο νεότερος αδερφός, ο Σπύρος, καλοσυνάτο πλάσμα, συνεσταλμένο, –πολλά δεν περίμενε απ’ τη ζωή, πολλά δεν περίμενε και κανείς από κείνον– είχε επίγνωση της υπεροχής του πρωτότοκου.
Ξαφνικά ένα καλοκαίρι αλλάξαν τα φεγγάρια. Βραδάκι σκάει ο Σπυρέτος σε ταβέρνα με αρραβωνιαστικιά τριζάτη. Βροχή τα θαυμαστικά, χαμός στην ανδροπαρέα. Μίκα. Ωραία γυναίκα, χυμώδης, φανταχτερή, φιλάρεσκη. Πατέρας, σωφρονιστικός υπάλληλος στις Φυλακές Αλικαρνασσού. Μητέρα, θεούσα. Γάμος στα μέτρα της. Είχε φάει τα μούτρα της μ’ έναν μάγκα, τώρα βρήκε το καλό παιδί — ακίνδυνο, ασφαλές ανδρικό προφίλ, κοινωνική επιφάνεια, χρήματα, άνεση, καλοπέραση. Απ’ την αρχή τής γυάλισε ο αδερφός του άνδρα της, κρυφές κι απ’ τον εαυτό της σκέψεις και βουλές τρύπωσαν στο μυαλό της· πεδίο μάχης λαμπρό ανοίχτηκε μπροστά της, κόντρα στην πλήξη. Μ’ ένα σμπάρο δυο πουλιά. Γάμος δι’ αντιπροσώπου. Αναπληρωματικός σύζυγος. Στρατηγικό, πράγματι, σχέδιο· το εν ου παικτοίς.
Ο Σπύρος έχει καταλάβει. Αθόρυβα γιάτρεψε την πληγή, αθόρυβα οργάνωσε την εκδίκηση. Εκδίκηση παθητική: αποδοχή της κατάστασης. Εκδίκηση ενεργητική: αξιοποίηση της κατάστασης. Έτσι ανδρώθηκε κιόλας. Επιτέλους. Η αγάπη για τον αδερφό, η ζωή του ολόκληρη, έχει τώρα άλλο νόημα, άλλη γεύση, μοναδική, πλούσια, σύνθετη, θρεπτική για ένα Εγώ που συνέθλιβε άθελά του από παιδί ο πρωτότοκος. Μόνος του απολαμβάνει το μυστικό που οι ένοχοι νομίζουν πως δεν ξέρει. Μυθιστόρημα θα μπορούσε να γράψει. Και τί να το κάνει; Σαχλαμάρες. Αυτός στήνει μεθοδικά την εργαλειοθήκη του, συλλέγει εξαρτήματα, ταξινομεί, καθαρίζει, απολυμαίνει, ακονίζει. Αυτό κυρίως. Μελετημένες στη λεπτομέρεια οι αντιδράσεις για κάθε περίπτωση: αν πάρει το αυτί του κα ΄να γλυκόλογο στο κινητό θα το ξεχάσει αυθωρεί· μισό ζάναξ έτοιμο ανά πάσα στιγμή για τίποτα αναπάντεχα ενσταντανέ. Η σχέση με το Νικηφόρο, όλο και πιο στενή, όλο και πιο καθημερινή. Κερατάς δε νιώθει. Νιώθει κυρίαρχος. Αυτός ορίζει τη σύζυγο. Αυτός την έχει, αυτός τη δανείζει, αυτός την παίρνει πίσω. Και μέσω αυτής υποβιβάζει τον αδερφό του, υποσκάπτει το μέλλον του, ξηλώνει το είδωλο, φως κι εφιάλτη των παιδικών του χρόνων. Ο Σπύρος έχει οικογένεια, σπίτι, εστία. Εκεί μαζεύει αυτός, ο κύρης, μέσω αυτής, της κυράς του, τον αδερφό που είκοσι χρόνια έχει χωρίσει απ’ τη σύζυγο, κι άλλη γυναίκα, δική του, ακόμα δεν έχει. Γιατί και μια που την αγάπησε ο Νικηφόρος, και που για χάρη της έφυγε απ’ το σπίτι, ο ίδιος την έφερε να τον χωρίσει λίγα χρόνια μετά: δεύτερος γάμος; ούτε συζήτηση. Διαζύγιο από τη σύζυγο, σε εκκρεμότητα. Ακόμη.
Ισορροπιστής ο Σπύρος, παίκτης έκπληξη, ήξερε καλά πως αν η ανόσια σχέση έβγαινε ποτέ στη φόρα, αυτός θα ΄χανε πρώτος. Πρώτον, θα έχανε τη βολή του· γιατί η γυναίκα αυτή ήταν μπελάς· ενώ με την πολύτιμη συνδρομή του αδερφού κατάφερνε τουλάχιστον να τη μαζεύει πιο πολύ στο σπίτι, να φροντίζει και τα παιδιά. Για τον ίδιο τον αδερφό του δεν τον ένοιαζε να μαθευτεί, ούτε και για δαύτην, κι ας την αγαπούσε με τον τρόπο του. Αυτός όμως θα ήταν ο κερατάς, αυτός θα εισέπραττε τον οίκτο, αυτός το ρεζιλίκι. Κι από ρυθμιστικός παράγων σε επιτελική θέση… Ο Θεός να φυλάει μην του ‘μπαιναν και τίποτα ιδέες… Είχε και τα παιδιά του να σκεφτεί… Έτσι, τη φρόντιζε ο Σπυρέτος τη συμβία του, κι ας τον ζόριζε αυτή κάτι βράδια που τα ΄τσουζε. Ήταν ανήσυχη η Μίκα· κύριος οίδε τι καημούς κουβάλαγε κι αυτή μέσα της. Δεν ήταν και λίγο να ΄χει να κουμαντάρει δυο συζύγους! Είχε κι έξοδα παραστάσεως: ανανέωση γκαρνταρόμπας, ανανέωση προσώπου και σώματος, κομμωτήριο, νύχια, γυμναστήριο, μασάζ. Πολλά. Άσε που ο αγαπημένος ήταν γυναικολόγος. Διακεκριμένος. Σκεφτόταν η Μίκα τα άπειρα, καθημερινά, θηλυκά ραντεβού στο ιατρείο, και την έπιανε τρέλα. Η μισή Αθήνα εναντίον της! Κι αυτή, υποχρεωμένη να τρώει στη μάπα κάθε γυναίκα, γκόμενα, ερωμένη, αγαπημένη, που έμπαινε κατά καιρούς στη ζωή του εραστή της. Το δικαίωμα αυτό, το είχε επιβάλει ο Νικηφόρος. Κάπως, της έλεγε για να την κατευνάσει, πρέπει να καλύπτουν τα νώτα τους στην κοινωνία. Όχι πως ο ίδιος δεν την ήθελε και αυτή τη ζωή, την άλλη, την καταδική του, με μια γυναίκα από κάθε άποψη στα μέτρα του. Διχασμένος ήταν. Έτσι η Μίκα, πάντα καψούρα, πάντα στην τσίτα, πάντα έτοιμη να κάνει τα κόλπα της για να τον έχει κι αυτόν στην πρίζα, βόλτες εδώ, βόλτες εκεί, ταξιδάκια με φίλες και, φευγάτα, πολύ φευγάτα υπονοούμενα. Τα κατάφερνε.
Πως ο μικρός του αδερφός, αυτός ο «λίγος», πήρε τέτοια γυναικάρα, θα μπορούσε να το έχει χωνέψει και ξεχάσει προ πολλού. Όλα τα είχε, εύκολο ήταν να φτιάξει πάλι τη ζωή του, να ερωτευτεί, ν’ αγαπήσει, να κάνει μια δικιά του γυναίκα ευτυχισμένη, να στήσει πάλι ένα δικό του σπίτι. Όταν όμως τα ΄ψησε μαζί της, κι αναγκάστηκε να τη μοιράζεται με το ίδιο του το αίμα, άφησε και τον πήρε μέσα της μια ρουφήχτρα. Αδιέξοδος ανταγωνισμός τροφοδοτούσε συνέχεια το πάθος του για το θηλυκό αυτό, που το είχε, αλλά ήξερε πως δεν θα γινόταν ποτέ δικό του. Το συζυγικό κρεβάτι, ευτυχή κατάληξη κάθε σχέσης, το μοιραζόταν με άλλον. Κι ο άλλος ήταν ο ίδιος που μ’ αυτόν μοιραζόταν και τη μάνα του. Τραύμα ανεξίτηλο. Η Μίκα το ΄χε πιάσει το θέμα, ενστικτωδώς. Σιγά μην κάτσει να διαβάσει τα Άπαντα του Φρόιντ, να κουράσει άσκοπα το μυαλουδάκι της!
Σταυρωτά μοιράζονται το μυστικό οι δυο απατημένοι, ο σύζυγος της Μίκας και η νόμιμη ακόμα σύζυγος του Νικηφόρου, με αόρατα νεύματα βεβαιώνουν αλλήλους πως ξέρουν. Ξέρουν κι οι συννυφάδες μεταξύ τους τί κάνει η μία και τί ξέρει η άλλη, και σιωπηρά συνασπίζονται αν το φέρει η ανάγκη να εκδιώξουν όποια «παρείσακτη» πάει να σπάσει τον ιερό κύκλο, που ανανεώνεται τη μέρα εκείνη του χρόνου οπού όλοι μαζί σουβλίζουν τον οβελία. Και ο Νικηφόρος ξέρει πως η σύζυγός του ξέρει· κι αγόγγυστα βαρυγκομώντας πληρώνει φόρο υποτελείας.
«Ο Α ξέρει πως ο Β ξέρει, ο Β ξέρει πως ο Α ξέρει πως ο ίδιος ξέρει κ. ο. κ. — έως ότου η σειρά των αμοιβαίων αντικατοπτρισμών γίνει τόσο περίπλοκη, ώστε»… «Ώστε, τίποτα», μονολογεί συγχυσμένος· κι αλλάζει πλευρό.