της Μάγδας Ρεμούνδου (*)
Ο τρελός ήρωας στην τριλογία Μαριάμπας (1935) – Το Σόλο του Φίγκαρω (1939) – Το Βατερλώ δύο γελοίων (1959)
Ο Σκαρίμπας, συγκλίνει με τους σουρεαλιστές χωρίς να δηλώνει σουρεαλιστής όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος. Το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εντάσσεται η έκδοση του Σόλο του Φίγκαρω (1939), δεύτερου μυθιστορήματος της τριλογίας, αποδεικνύεται ιδιαίτερα πρόσφορο για την συγγραφή σουρεαλιστικού μυθιστορήματος.
Το Σόλο του Φίγκαρω αποδομεί και διακωμωδεί τον λόγο, κατακερματίζει την πραγματικότητα σε μέρη χωρίς συνάφεια μεταξύ τους και παρουσιάζει μία διαφορετική πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβάνεται ο παρανοϊκός ήρωας του μυθιστορήματος Αντώνης Σουρούπης. Εξάλλου, ένα μυθιστόρημα τέτοιας παραληρηματικής και σατιρικής γραφής δεν κινδύνευε να κατακρεουργηθεί ή να απαγορευθεί από την λογοκρισία του δικτατορικού καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά. Ας μη θεωρηθεί όμως ότι αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που ο Σκαρίμπας χρησιμοποιεί τον Σουρεαλισμό με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Ο συγγραφέας επιλέγει ο ήρωάς του να μην έχει σώας τας φρένας ώστε να αιτιολογούνται λογικά οι αλλόκοτες πράξεις του και οι σουρεαλιστικοί συνειρμοί του.
Ένα μη ρεαλιστικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα του 1939 αναλύει, μέσα από το διαταραγμένο μυαλό του ήρωά του, μία κοινωνία όπου ο ένας επιθυμεί κυριολεκτικά να φάει τον άλλον: ο κ. Δήμαρχος για παστουρμά ήταν τέλειος. Κι αν κατάφερνα να τον βούταγα, να τους τό ’κανα με τραχανά το κεφάλι. (Σ 100, 101). Το μυθιστόρημα εξελίσσεται ακολουθώντας την πορεία του παρανοϊκού ήρωα Αντώνη Σουρούπη. Ο ήρωας συστήνεται εξ αρχής στον αναγνώστη, ως άνθρωπος που του συμβαίνουν περίεργα πράγματα: Εκείνο τον καιρό μου σύμβαιναν κάτι πράγματ’ αλλόκοτα (Σ 9) και ως επίδοξος συγγραφέας που πρέπει να πληροί το βασικό δεδομένο της συγγραφικής ιδιότητας, να πάσχει από σχιζοφρένεια.[1]
Ο Σκαρίμπας χρησιμοποιεί την παράνοια του ήρωά του για να ξεσκεπάσει τον παραλογισμό της πραγματικότητας της εποχής του. Όταν η Ευρώπη ζει υπό την απειλή του επικείμενου Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σκαρίμπας βλέπει ξεκάθαρα την ανθρωποφαγία που έχει αρχίσει και χρησιμοποιεί τον Σουρεαλισμό για να την παρουσιάσει στους αναγνώστες του. Οι ανθρωποφάγοι της λέσχης των Χι έφαγαν τον μηρό μιας κοπέλλας, ο οποίος εκλάπη από το χειρουργείο, ενώ ο Σουρούπης αντιπαραβάλλει το περιστατικό με την Θεία Κοινωνία, το αίμα και σώμα Χριστού και τον Μυστικό Δείπνο. Ο Σκαρίμπας αναφέρεται, με τον καυστικό του τρόπο, στην μετουσίωση του οίνου και άρτου στην θεία, αρχέγονη γενεσιουργό ουσία :
«Λάβετε, φάγετε εκ τούτου, τούτο εστί τό σώμά μου τό υπέρ υμών κλόμενον» είχε πει κι ο Χριστός δίνοντας το δογματικό σχήμα του δείπνου. Καί: «Μυστικόν Δείπνον» τον είπε. (Σ 97).
Η σκωπτική αναφορά του συγγραφέα συμπεριλαμβάνει και την μετουσίωση της ανθρώπινης στην θεία ουσία, μέσω των σχετικών χριστιανικών και εβραϊκών θρησκευτικών τελετών. Ο συγγραφέας καλεί τον Ριχάρδο Γκαμόν, τον Βιεννέζο επιδιορθωτή, κουρδιστή των ανθρώπων, να επιμεληθεί αυτής της μετουσίωσης, αποδίδοντας στον Γκαμόν την ιδιότητα του Αγίου, όντος ανώτερου του ανθρώπινου : Και: ώ άγιε Ριχάρδε μας –φώναξα – δε γράφεις και δυό λόγια για δαύτους; (Σ 97). Ο συγγραφέας συμπεριλαμβάνει τους εκπροσώπους των θρησκειών στους υποκινητές της αισχρής ανθρωποφαγίας και της εξόντωσης ανθρώπου από άνθρωπο με τους συνεχείς πολέμους (ιερούς και μη). Ο τρελός, σκαρίμπειος ήρωας Αντώνης Σουρούπης καταλήγει να αναρωτιέται εάν: όλοι οι σχιζοφρενείς, οι ανισόρροποι, έχουν συναχτεί στη Χαλκίδα; Δεν υπάρχει ένας που να βλέπει βλέπινα και να διψάει διψίσια; (Σ 74). Ο Σουρούπης ανακαλύπτει την μυστική λέσχη των Χι, των ανθρωποφάγων καλέ (Σ 84) συνεχίζοντας την περιπλάνησή του στους δρόμους της Χαλκίδας (ονομάζει μάλιστα και τον κεντρικό, εμπορικό δρόμο της πόλης, την οδό Αβάντων) αλλά το περιβάλλον που ανακαλύπτει ο αναγνώστης δεν έχει κάνενα χαρακτηριστικό γνώρισμα της Χαλκίδας.[2] Ο Σουρούπης, όπως και ο Λεοπόλδος Μπλούμ ο ήρωας του Ulysses (Οδυσσέας) του James Joyce, θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλά και πουθενά∙ ζει στην πραγματικότητα που κατασκευάζει μέσα στο λαβυρινθώδες μυαλό του κι εκπλήσσει συνεχώς τον αναγνώστη. [3] Αυτό άλλωστε αποτελεί μία βασική αρχή των σουρεαλιστών: «να ξαναβρούν την καθαρή, ωμή, γυμνή, κομματιασμένη ζωή […] να εναρμονίσουν το ασυνείδητο μιας πόλης με το ασυνείδητο των ανθρώπων».[4] Στην φανταστική αυτοβιογραφία το Διαλυτό Ψάρι [Poisson soluble] (1924) ο Breton περιγράφει τον νεαρό ήρωά του να περιδιαβαίνει στο Παρίσι, να ανακαλύπτει ομορφιές, πρωτόγνωρα μέρη, να ζει περιπέτειες, «ο άνθρωπος είναι διαλυτός στη σκέψη του!». Ο Σκαρίμπας βάζει τον ήρωά του να περιδιαβαίνει στην Χαλκίδα και να ζει περιπέτειες, οι οποίες ακολουθούν την κοσμοθεωρία του σουρεαλιστικού κινήματος. Ο Αντώνης Σουρούπης τελειώνει την αφήγησή του με την φράση: Αχ τί ευκαιρία που’χασα να φύγω όξ’ από τα όρια του κόσμου!… (Σ120), ενώ το Πρώτο Μανιφέστο τελειώνει με την φράση: «Η ύπαρξη βρίσκεται αλλού.»[5] Επίσης, το 1939, έτος έκδοσης του Σόλο του Φίγκαρω, εκδίδεται συμπτωματικά στην Ιρλανδία το μυθιστόρημα του Flann O’ Brien Ο τρίτος αστυνόμος. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα παρουσιάζει ομοιότητες με Το Σόλο του Φίγκαρω στην ανατρεπτική χρήση της γλώσσας, στην περιπλάνηση του ήρωά του σε ένα δικό του σύμπαν, στην χρήση υποσημειώσεων για παραπομπές σε επιστημονικά έργα, ως ένδειξη σοβαρότητας, στην χρήση του χιούμορ και της σκωπτικής διάθεσης, στην ύπαρξη ενός υποτυπώδους καμβά γραμμικής αφηγηματικής δομής, ο οποίος οδηγεί την εξέλιξη της πλοκής, αλλά με ιδιαίτερη προσέγγιση του χρόνου.[6]
Ο Σκαρίμπας, όπως αναφέρθηκε, διακατέχεται από τις ίδιες ανησυχίες και προβληματισμούς όπως και οι Ιρλανδοί και άλλοι Ευρωπαίοι συνάδελφοι του. Ο συγγραφέας στήνει αριστοτεχνικά τις εικόνες του διαταραγμένου μυαλού του ήρωα που λαχταρά να ακούσει μία μουσική,[7] αλλά τελικά το μόνο που κατορθώνει είναι να σκοτώσει την πηγή της μουσικής που επιθυμεί. Ο Σκαρίμπας παρουσιάζει την σύγχυση στο μυαλό του Σουρούπη ως μέθοδο που ξεδιαλύνει τα νοήματα των πράξεων και των καταστάσεων, χρησιμοποιώντας την ειρωνεία και το παράλογο. Το καράβι «Αποίκια» υπάρχει στο βάθος ως λύση, ως ελπίδα, μήπως καταφέρει ο ήρωας να σαλπάρει, να φύγει, να βρει διέξοδο. Ο ήρωας όμως δεν φεύγει, δεν έχει εισιτήριο, όπως γράφει στα στιχάκια, τα οποία σκαρώνει με ευκολία (μια τεχνική την οποία συχνά χρησιμοποιεί ο Σκαρίμπας για να αναδείξει ορισμένα σημεία των μυθιστορημάτων του). Το καράβι υπάρχει στο βάθος του λιμανιού τόσο στο Μαριάμπας όσο και στο Ο κύριος του Τζάκ. Ο Σκαρίμπας προηγείται του Foucault ο οποίος θεωρεί ότι: «Το πλοίο είναι η κατεξοχήν ετεροτοπία. Στους πολιτισμούς χωρίς πλοία στερεύουν τα όνειρα».[8] Το τέλος του μυθιστορήματος αποτελείται από ένα ποίημα που έγραψε ο Σουρούπης: κλεισμένος στο φρενοκομείο του Δαφνίου μνέσκω πικρά μετανοιωμένος. Η μεταμέλεια του ήρωα δεν αφορά τον φόνο που διέπραξε αλλά το καράβι που δεν κατόρθωσε να πάρει, ώστε να φύγει: «όξω από τα όρια του κόσμου (Σ 119). Ο Αντώνης Σουρούπης δεν μετανιώνει για τον φόνο, όπως δεν μετανιώνει για τον φόνο του αράπη κι ο Mersault, ο ήρωας του Ξένου [L’ Etranger] του Albert Camus. Ο Σκαρίμπας όπως κι ο Camus, προβληματίζεται αναφορικά με την καταπίεση και καταστολή των εκδηλώσεων του είναι, του εσωτερικού εαυτού, από τους κοινωνικούς καταναγκασμούς, καθώς και με την πορεία που έχει να διανύσει ο πολλαπλός εαυτός σε αυτόν τον κόσμο. Η φυγή έξω από τα όρια του κόσμου, η ευκαιρία διεξόδου αποτελεί έναν από τους βασικούς προβληματισμούς των ανθρώπων εκείνη την περίοδο, όπου η απειλή της γενίκευσης του πολέμου είναι πολύ κοντά. Η ίδια επιθυμία διεξόδου διαφαίνεται και στις μέρες μας στους ανθρώπους που πλήττονται από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 21ου αιώνα.
Οι ήρωες στα όρια τρέλας και μη τρέλας
Η παρέκκλιση από την «Λογική την Υπερτάτη» απειλεί τόσο τον Ιωάννη Μαριάμπα όσο και τον Αντώνη Ταπιάγκα στα άλλα δύο μυθιστορήματα της τριλογίας. Ο Σκαρίμπας επιχειρεί να αποδείξει ότι η τρέλα είναι μία ακόμη όψη της πραγματικότητας: Βλέπετε σαν μεσ’ απ’ ανάστροφο πρίσμα τα πράγματα και χτυπάτε στο πνεύμα μας, βαθειά τη σφήνα της τρέλλας (Μ 103,104). Ο τρελός είναι ακόμη ένας εαυτός του ανθρώπου που βλέπει τα πράγματα από ανάστροφο πρίσμα το οποίο διαθλά την πραγματικότητα, ώστε να φαίνεται και η ανάποδη πλευρά.[9] Η λογική πάνω στην οποία οικοδομούνται οι νόμοι και οι κανόνες των κοινωνιών είναι ουσιαστικά η τροχοπέδη του ανθρώπου, η οποία του απαγορεύει τις εκδηλώσεις του πραγματικού Εαυτού. Ο συμβατικός Εαυτός που ακολουθεί τις επιταγές της Λογικής της Υπερτάτης δεν είναι παρά μια καρικατούρα.
ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΖΑΒΟΣ. Τα ρούχα μου – μιά συμφωνία τσεπών και κουμπιών – παίζουν το ακομπανιαμέντο της ‘β ί δ α ς’. […] Τί; Μή θά ’ρχιζα τώρα να βγάζω καπνούς; Τί ωραία, Τί ωραία!.. (Β 271).
Η διανοητική ισορροπία του Μαριάμπα αμφισβητείται από τον περίγυρό του, την επίσημη πολιτεία, αλλά κι από αυτόν τον ίδιο. Επίσημο έγγραφο από το Υπουργείο Γεωργίας καλεί: τον γεωπόνον κ.Ιωάννη Μαριάμπα εις απολογίαν» αμφισβητώντας «την διανοητικήν υμών ισορροπίαν (Μ 41), η επιφανής Χαλκιδαία Ζηνοβία Ζαλούχου τον ρωτάει: Ποιός μπορεί να ξέρει τι σκέφτεστε; […] Κάνετε σε ποικιλίες ατέλειωτες τη γελοιογραφία του κόσμου. (Μ 151), ενώ ο ίδιος ο Μαριάμπας νομίζει πώς η τρέλλα τον κύταζε με τα γιαλένια της μάτια (Μ 151). Το ίδιο συμβαίνει και στον Αντώνη Ταπιάγκα στο Βατερλώ δύο γελοίων:
Κι είναι, σαν νά η τρέλλα με κοίταξε με τα γιαλένια της μάτια…» […] «Κι ήταν σάν να με προσκαλούσε η εικόνα του πώς να τρελλαθώ είναι ωραία..
«Ε ί ν α ι υ π έ ρ ο χ α ν α τ ρ ε λ λ α θ ε ί ς»…ως να μου ’λεγε… ( Β 87) .
Η αναφορά του Σκαρίμπα στην ωραία πλευρά της τρέλας θα μπορούσε να παραλληλισθεί με το ποίημα του Charles Baudelaire La voix (1861), το οποίο χρησιμοποιεί ο Κώστας Καρυωτάκης ως προμετωπίδα στην ποιητική του συλλογή Νηπενθή (1921). Η φωνή προτρέπει τον ποιητή: Κράτησε τα όνειρά σου∙ οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς![10] Η τρέλα διαθέτει ωραιότερη όψη, όπου μπορεί να καταφύγει ο άνθρωπος.
Δε μου λες ρε! (στρέφω στο Χρυσοχό τώρα μπλαβός): Τί έχεις πάθει μ’εκείνη την Υ π ε ρ τ ά τ η σου εσύ; Υπάρχει και λογική κι υπερτάτη; –Δε μπορεί, λέει, δε μπορεί… Δε μπορεί νά ’ναι η λογική στα κρανία μας, κι η άπειρη φύση που τά ’φτιαξε – αυτή νά μην έχει! [11] (Β180).
Η παράλογη λογική των κοινωνιών απέχει από την φύση που τα πάντα εν σοφία εποίησε κι αυτό κάνει τον Αντώνη Ταπιάγκα να αναρωτιέται αν είναι δυνατόν η σοφή φύση να δημιούργησε μωρά τα μυαλά των ανθρώπων: Και μέσα μου: Ποιος ξέρει τι τρικλοποδιά νά μου ετοίμαζε αυτή η λογική η υπερτάτη… (Β 177). Οι εκπλήξεις που επιφυλάσσει η Λογική στον Αντώνη Ταπιάγκα συνεχίζονται όταν ανακαλύπτει ότι δεν καθρεφτίζεται το είδωλό του στον καθρέφτη: Μπρέ!.. Μην είχ’ αϋλωθεί τωρ’ απίστευτα κι είχα γίνει «ο α ό ρ α τ ο ς ά ν θ ρ ω π ο ς»; Μην τό ’σκασε το κακορρίζικο σώμα μου κι είχε μείνει εδώ μόνο η ψυχή μου; (Β 69).
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Henry G. Wells έγραψε το μυθιστόρημα ο Αόρατος άνθρωπος [The invisible Man] (1897), το οποίο κατατάσσεται στα επιστημονικά μυθιστορήματα, αλλά θεωρείται και σπουδή στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και τις δυνατότητες που έχει ο άνθρωπος να κυριαρχήσει πάνω στο ανθρώπινο γένος, όντας αόρατος.[12] Η δικτατορική συμπεριφορά που αποκτά ο αόρατος άνθρωπος όταν αντιλαμβάνεται την δύναμη που του δίνει η καινούργια του αόρατη μορφή μπορεί να θεωρηθεί ακόμη μία πλευρά του εσώτερου εαυτού. Ο εσώτερος εαυτός, τον οποίο δεν γνωρίζει ο άνθρωπος, διαθέτει πολλές πλευρές∙ μία εξ αυτών είναι η αόρατη, η αθέατη πλευρά του, η οποία ως ανεξερεύνητη χώρα, terra incognita, του παρέχει την δυνατότητα κυριαρχίας επί των ορατών. Ο αόρατος άνθρωπος μπορεί να κυριαρχήσει στο ανθρώπινο γένος, όπως και ο Θεός που είναι επίσης αόρατος. Το μυθιστόρημα του Wells ήταν ήδη πολύ γνωστό όταν ο Σκαρίμπας έγραφε την τριλογία του και όταν ο Dali ζωγράφιζε τον Αόρατο Άνθρωπο (1929). Ο πίνακας απεικονίζει διάφορες, περίεργα σχηματισμένες φιγούρες, ανθρώπων και ζώων εντός ενός ακαθόριστου χώρου. Ανάμεσα σε αυτά τα ακαθόριστα αντικείμενα και όντα εμφανίζεται σχηματισμένος από την σύνθεση αυτών των μορφών ένας υλικός-άϋλος άνθρωπος, ο πρωταγωνιστής του πίνακα, ο αόρατος άνθρωπος. Αυτός ο άνθρωπος που φοβάται ότι πρέπει να αντιμετωπίσει ως εαυτό ο Αντώνης Ταπιάγκας και ζωγραφίζει ο Dali.
Στο Μαριάμπας ο συγγραφέας επιφορτίζει τον ιδιόρρυθμο ήρωά του να κάνει: σε ποικιλίες ατέλειωτες τη γελοιογραφία του κόσμου όπως ήδη αναφέρθηκε. Οι περιγραφές του Μαριάμπα για τον κόσμο και τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν θα μπορούσαν να έχουν εμπνεύσει τον Dali, αλλά και άλλους σουρεαλιστές ζωγράφους να τις αποτυπώσουν στον καμβά τους.
Κατ’ ήθελε να θυμηθεί… κάτι ζήταε:…Άχ ναί, το καράβι!…«Τ ό κ α ρ ά β ι!…» φώναξε τότε καί σκιάζονταν. Ανησυχούσε γιά τα πανιά του τα γ ι ά λ ι ν α, για τα μακρουλά λαδωτήρια!… Αυτό τ’ αστέρι τί κύταζε; Ναί μεν η βουή του πελάγου δεν τό ’φτανε, μα τον ταράζει μοναχό του ένα μάτι. (Μ 153).
Δέκα χρόνια μετά την έκδοση του Μαριάμπας, το 1945, ο Dali ζωγραφίζει Το Μάτι∙ ένα σχέδιο που αφορούσε τα σκηνικά της sequence του ονείρου του πρωταγωνιστή, στην ταινία Spellbound του Alfred Hitsckok. Το σχέδιο παρουσιάζει ένα κενό, απροσδιόριστο τοπίο εδάφους που ενώνεται με τον ουράνιο ορίζοντα, στο κέντρο του οποίου δεσπόζει ένα μάτι. Οι πίνακες των σουρεαλιστών ζωγράφων αποτυπώνουν τα θραύσματα της ύπαρξης και τα τραύματα τα οποία επιχειρεί να αναλύσει ο Freud στα όνειρα, απογυμνώνοντας την πραγματικότητα που μας περιβάλλει από την υποτιθέμενη μοναδικότητά και αυθεντικότητά της. Αυτόν ακριβώς τον ρεαλισμό περιγράφει ο Σκαρίμπας με τα μάτια του ήρωά του Ιωάννη Μαριάμπα: Με ζαβό διαβήτη τήν ύλη στα χέρια σας, ιχνογραφείτε το θείο σχέδιο της λόξας! (M 103).
Στο Μαριάμπας, ενώ ο ήρωας οδεύει στο τέλος που έχει επιλέξει για τον εαυτό του, η περιγραφή των ωρών και του χρόνου θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τα τσαλακωμένα ρολόγια του Dali στον πίνακα Επιμονή της Μνήμης (1931):
Σήμανε ακριβώς τα μεσάνυχτα. Οι ώρες του στιλπνά νομίσματα, μάταια – μετρήθηκαν τρέμοντας στην παλάμη του χρόνου (M 128).
Ο Σκαρίμπας, διά στόματος Αντώνη Σουρούπη, συνεχίζει να αναρωτιέται για τον χρόνο: για ένα ξυπνητήρι άνευ δείχτες (Σ 77), για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη του χρόνου και ο ήρωας αναλύεται σε δάκρυα.
Το ερώτημα της ύπαρξης του χωροχρόνου – τα ρολόγια χωρίς δείκτες, ο χώρος και ο χρόνος στα όνειρα και στην κατάσταση της εγρήγορσης – συνεχίζει να απασχολεί τους καλλιτέχνες και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με αυτό το θέμα ασχολούνται ο Samuel Beckett, ο Eugène Ionesco, ο Flann O’ Brien, o James Joyce κ.ά., οι οποίοι στο έργό τους αναζήτούν την αλήθεια του χωροχρόνου και εξετάζουν τον τρόπο που τον αντιλαμβάνεται ή θα μπορούσε να τον αντιληφθεί ο άνθρωπος. Ο χρόνος ως θέμα συναντάται και στις κινηματογραφικές ταινίες, π.χ. στην ταινία Άγριες Φράουλες [Smultronstället] (1957) του Ingmar Bergman, ο ήρωας της ταινίας, όπως κι ο Αντώνης Σουρούπης, βλέπει στο όνειρο του ένα ρολόι χωρίς δείκτες να κρέμεται έξω από την είσοδο ενός καταστήματος καταργώντας την έννοια του χρόνου. Επαναλαμβάνονται τα ερωτήματα που θέτει ο άνθρωπος στον εαυτό του, εάν αξιοποίησε τον χρόνο του, εάν υπάρχει τελικά χρόνος ή εάν είναι ανθρώπινη κατασκευή. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του Albert Einstain οδηγούν τους σουρεαλιστές σε προβληματισμούς σχετικά με την ορθότητα της έννοιας που επικρατούσε για το διάστημα, για την έννοια του χρόνου, για την μάζα των σωμάτων.[13]
Ο Μαριάμπας φαίνεται να περιγράφει εικόνες από έναν διαφορετικής αντίληψης χωροχρόνο, όπως ακριβώς περιέγραφαν οι σουρεαλιστές τις εικόνες όταν καταβυθίζονταν στον εσωτερικό τους εαυτό και τις απέδιδαν στα κείμενά τους χρησιμοποιώντας την αυτόματη γραφή. Ο Σκαρίμπας δεν χρησιμοποιεί την αυτόματη γραφή, αλλά βάζει τον ήρωά του Μαριάμπα να ακολουθεί την σουρεαλιστική μέθοδο. Ο Μαριάμπας, όπως και ο Σουρούπης, προσπαθεί να ερμηνεύσει με τον παραληρηματικό του λόγο:
«κάτι πράγματα αλλόκοτα.. […] ο κήπος, τα δέντρα, ο έρωτας είναι όλα μιά φλόγα. Γίνουνται τα μαλλιά της καπνός και σένα σέ χαϊδεύει ένα αγέρι. Ποιός ξέρει μέ τί τέχνη ένας άνεμος σου ’χει σκαρώσει την τρέλλα…» και τράβηξε την αρμαθιά των κλειδιών του… «υποθέσεις…μυστήρια».. (Μ78).
Ο Μαριάμπας ισορροπεί στα όρια μη τρέλας και τρέλας: ταλαντεύονταν στο μεταξύ λογικού και παραλόγου, κανονικού ή απίθανου, παράξενα τραγικού ή γελοίου (Μ 89).
Οι τρείς νοητικά διαταραγμένοι ήρωες της τριλογίας Ιωάννης Μαριάμπας, Αντώνης Σουρούπης και Αντώνης Ταπιάγκας, ζουν το ίδιο φυσιολογικά όπως κι οι λογικοί, όπως κι όλα τα έμβια όντα της φύσης: βλέπουν βλέπινα και διψούν διψίσια.[14] Οι ιδέες που κατοικούν μέσα στο μυαλό του Ιωάννη Μαριάμπα και του Αντώνη Ταπιάγκα καθρεφτίζουν την πραγματικότητα από μιαν άλλη σκοπιά, αυτήν της ονομαζόμενης τρέλας, όπως απεικονίζεται και στους πίνακες της σουρεαλιστικής ζωγραφικής. Ο Ταπιάγκας στέκεται εμβρόντητος μπροστά στις σκέψεις του, οι οποίες τον κάνουν να αναρωτιέται εάν βρίσκονται εντός των ορίων της Λογικής της Υπερτάτης.
Στάθηκα γιομάτος άγρια σιγή. Παράξενες καρικατούρες και σχήματα διάβηκαν – ηλεκτρικά – από το νού μου. Τι, τι, τι; Αυτήν και τα τραίνα; Τι είδους σχήμα είν’ αυτό; Πώς διάολο αθροίζονται μιά φωνή κι ένα κόσκινο, ή δυο συναχωμένοι κι έν’ άστρο; Οι ιδέες μου, ένας ξετσίπωτος θίασος–μάσκες φανταστικές και γελοίες– διάβηκαν (στον αέρα σαλτάροντας) απ’ την τρελλή μου τη σκέψη. (Β 145).
Και συνεχίζει να τρομάζει από τις σκέψεις του:
Οι ιδέες μου – ένα συλλαλητήριο πουλιών – όλες ρίχτηκαν στο θολό τζάμι του νού μου. Κι οι τρόμοι μου – μιά παρέα πλανόδια μουζικάντηδων φάλτσων – (εκεί – σβερκιές ανταλλάσσοντας…) έπαιξαν το σαχλό μαρς της ζωής μου. Ώ… θριάμβευε η μύτη μου! (Β 208).
Ο Μαριάμπας τσακώνεται με τις εικόνες που σχηματίζονται στο μυαλό του και τον αποδιοργανώνουν. Όπως αναφέρει o ήρωας, αυτό που επικρατεί μέσα στο κεφάλι του μπορεί να παραλληλισθεί με την ζωγραφική σύνθεση του Μεγάλου Παρανοϊκού (1936). Ο Μέγας Παρανοϊκός, ένα από τα χαρακτηριστικά έργα της παρανοϊκοκριτικής μεθόδου του Dali, απεικονίζει ένα ανθρώπινο κεφάλι το οποίο συναρμολογείται από ανθρώπινες φιγούρες. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο περιγράφει και ο Beckett στο Ο Μαλόν Πεθαίνει [Malone meurt] (1951) την κατάσταση που αντιλαμβάνεται να επικρατεί στο κεφάλι του ο ήρωάς του Μαλόν.[15] Ο Μαριάμπας προσπαθεί να επιβληθεί στα σχήματα, στις εικόνες, στα έμψυχα και άψυχα που δημιουργούνται στο μυαλό του για να μπορέσει να επικοινωνήσει με την πραγματικότητα.
Τά-τά-τά τατα-τατα-τατά! Ήχαγαν κείνα τα τρία έξαλλα Τ του κιβωτίου. Σήμαιναν ένα προσκλητήριο εξώφρενο, σε όλα τα πέρατα τούτου του ξώφρενου κόσμου!.. Γύρισε αυτός εκειδά. Στάθηκε κειτόντας μ’ άγριο μάτι. […] Μά τι ζήταγαν; Λοιπόν ναι – θα τα ρώταε θα συζητούσε μαζί τους. Μα πού – χαλασμός κόσμου, βουή. Διαγωνίζονταν όλα μαζί, αλληλοσπρώχνονταν ποιό να πρωτοπαρουσιαστεί καταμπρός του. Ο Μαριάμπας ύψωσε νευριασμένος τα χέρια. Σ κ α σ μ ό ς!… βροντοφώνισε σάν γιά να επιβάλει την τάξη. Άξαφνα μεσ’ σε βρισιές και σε χάχανα οι διαδηλωτές κάμαν τόπο.[…] εκείθε στάθηκαν τ’ άψυχα, αποδώ μεριά όλοι οι άλλοι. (Μ 152).
Αλλά ποιά είναι η πραγματικότητα που βιώνει ο ήρωας; Αυτή της φαντασίας του ή η πραγματικότητα που οργανώνεται από την κοινωνία και επιβάλλεται στα άτομα; Αυτό το ερώτημα συναντάται σε ολόκληρο το έργο του Σκαρίμπα. Ο τρελός, ο μεγάλος παρανοϊκός, είναι ακόμη ένας Εαυτός που αντιλαμβάνεται μία άλλη διάσταση της πραγματικότητας. Αυτήν που κρύβουν τα μυστικά του εσώτερου, κρυμένου Εαυτού και την οποία έχει μισανοίξει ο αυτοματισμός του Σουρεαλισμού με σκοπό να αλλάξει την ζωή και τον κόσμο.[16] Η παρουσίαση της κατασκευασμένης πραγματικότητας, μέσα από τα μάτια των σκαριμπικών ηρώων με την διαταραγμένη ψυχική ισορροπία, αντικατοπτρίζει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τους κοινωνικούς κανόνες και καταναγκασμούς, οι οποίοι φορούν το προσωπείο της λογικής. Ο παραλογισμός της τρέλας φαίνεται απόλυτα λογικός όταν αντιπαρατίθεται στη Λογική την Υπερτάτη.
Η τριλογία αποτελεί την διαμαρτυρία του συγγραφέα, μέσω των ηρώων του, για την σαθρή διάρθρωση της κοινωνίας στην οποία ζει. Οι ήρωες της τριλογίας προσπαθούν να συγγράψουν μυθιστόρημα ή ποιήματα, να ασχοληθούν με την τέχνη, αλλά οι απόπειρές τους δεν ολοκληρώνονται και οι ίδιοι παραμένουν εραστές της τρέλας. Οι τρελοί ήρωες που δημιουργεί ο Σκαρίμπας λειτουργούν όπως ο Τρελός που διασκέδαζε τον βασιλιά στις μεσαιωνικές αυλές της Ευρώπης: έλεγε την αλήθεια και παρουσίαζε την αθλιότητα του βασιλείου καλυμμένος πίσω από το προσωπείο της τρέλας. Τον 19ο αιώνα ο τρελός γελωτοποιός εξελίχθηκε στον Κλόουν και τον Πιερότο που συμβολίζουν την ανθρώπινη ψυχή και αντικατοπτρίζουν το είναι που ασφυκτιά.[17] Η αποκάλυψη της σύνθεσης του εσώτερου εαυτού υπονομεύει τα όρια της απόκλισης της τρέλας από την λογική. Η παρεκκλίνουσα ανθρώπινη σκέψη αποκαλύπτεται τόσο από τις μη ρεαλιστικές εικόνες που αποτυπώνουν οι σουρεαλιστές με την αυτόματη γραφή στο χαρτί, στον καμβά, στην κινηματογραφική οθόνη, όσο και στην σκαριμπική τριλογία. Η αθωότητα της κατασκευασμένης λογικής από τους κοινωνικούς κανόνες τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η Λογική η Υπερτάτη καταδεικνύεται ως ένας μηχανισμός που αποσκοπεί στην επικράτηση της ομοιομορφίας ώστε τα άτομα να χειραγωγούνται ευκολότερα και να αποτελέσουν τις στρατιές των αυτοματικών κινητανθρώπων.
(*) Η Μάγδα Ρεμούνδου είναι σκηνοθέτης, Υπεύθυνη του Τομέα Σπουδών Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Μητροπολιτικό Κολέγιο.
[1] Γ. Σκαρίμπας, Το Σόλο του Φίγκαρω, σ. 21: «Μη νομίσει πώς είναι καμιά εύκολη, εκείνα τ’ άλλα δουλειά […] χρειάζονταν κι άλλα: πρώτα-πρώτα πρέπει να πάσχει από αλαφριά σχιζοφρένεια».
[2] Μ. Nadeau, Ιστορία του σουρρεαλισμού, σ. 29: «Η πιο πλούσια πηγή μας είναι η έκπληξη. Με την έκπληξη […] το νέο πνεύμα (L’ Espirit nouveau) ξεχωρίζει απ’ όλα τα προηγούμενα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά κινήματα…».
[3] Α. Μπρετόν, Μανιφέστα του σουρρεαλισμού, σ. 44.
[4] Ό.π., σ. 86.
[5] Ό.π., σ. 51.
[6] Φλαν Ο’ Μπράιαν, Ο τρίτος αστυνόμος, μτφ. Ρένα Χατχούτ, Αθήνα: Γράμματα,1984, [ Flann O’ Brien, The Third Policeman, 1939 ], σ. 141: « Μήπως ήμουν κι εγώ με τη σειρά μου απλώς ένας κρίκος σε μια μεγάλη αλυσίδα από απύθμενα όντα, κι ο κόσμος που γνώριζα απλώς το εσωτερικό του κορμιού, του οποίου εγώ ο ίδιος ήμουν η εσωτερική φωνή;»
[7] Κ. Κωστίου, «Σημείωμα της επιμελήτριας», στο Το Σόλο του Φίγκαρω, σ. 130: « Ο ήρωας δεν κατορθώνει να γράψει μυθιστόρημα και οδηγείται στην τρέλα. Ωστόσο η τάση του είναι εξαρχής να ακούσει ένα μουσικό κομμάτι (το ύψιστον της ποίησης για τους Συμβολιστές), πράγμα που δεν το κατορθώνει, αντ’ αυτού οδηγείται στην ποίηση: το μυθιστόρημα τελειώνει με ένα ποίημα.»
[8] Μ. Φουκώ, Επιλογή από τα Dits et ecrits, επιλ. εισ. μτφ. Θ. Λάγιος, Αθήνα: Στιγμή, 2011, σ. 45.
[9] Ξ. Α. Κοκόλης, Άνθρωποι και μη: τα όρια της φαντασίας στο Σκαρίμπα, σ. 171: « ίσως είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι για τον Σκαρίμπα η τρέλα δεν είναι μια παθολογική κατάσταση αλλά η άλλη όψη της συμβατικής μας λογικής» .
[10] Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, σ. 18: « Δυό φωνές μού μιλούσαν. Η πρώτη, ύπουλη και σταθερή, έλεγε: ‘Η Γη είναι ένα γλύκισμα ωραίο∙ […] Και η δεύτερη: ‘Έλα! ώ, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα από το δυνατό πέρα από το γνωρισμένο!’»
[11] Γ. Σκαρίμπας, Το Βατερλώ δύο γελοίων, σσ. 111, 163,165, 277: «Η λ ο γ ι κ ή η υ π ε ρ τ ά τ η».
[12] Χ. Τζ. Γουέλς, Ο Αόρατος άνθρωπος, μτφ. Άρης Σφακιανάκης, Αθήνα: Γράμματα, 1982, [ H.G. Wells. The invisible Man, 1897 ], οπισθόφυλλο: «Ο Αόρατος Άνθρωπος είναι, ωστόσο, κάτι παραπάνω από ‘επιστημονικό μυθιστόρημα’. Είναι σπουδή ενός χαρακτήρα, ενός ανθρώπου που προσπαθεί να γίνει ασυνήθιστος, ανώτερος, από τους άλλους ανθρώπους, ενός ανθρώπου που βλέπει στον εαυτό του και στη μοναδικότητά του μιά ανώτερη δύναμη, αυτήν που φτιάχνει τους δικτάτορες.»
[13] M. Nadeau, Ιστορία του σουρρεαλισμού, σ. 23: « Κάναμε λάθος, ο αληθινός κόσμος δεν είναι αυτός που νομίζαμε […] Δεν ισχύει η έννοια του διαστήματος που είχαμε δεν ισχύει ο χρόνος που κατασκευάσαμε. Το φως δε μεταδίδεται σε ευθεία γραμμή και η μάζα των σωμάτων είναι ένα πραγματικό λάστιχο ».
[14] Γ. Σκαρίμπας, Το Βατερλώ δύο γελοίων, σσ. 172,173: « Πώς διψάτε; – …Μα, λέω, δ ι ψ ί σ α […] ‘Φαντάζομαι κάνει ότι και θα βλέπετε β λ έ π ι ν α […] », Γ. Σκαρίμπας, Το Σόλο του Φίγκαρω, σ. 74: «Δεν υπάρχει ένας που να βλέπει βλέπινα και να διψάει διψίσια;»
[15] Σάμουελ Μπέκετ, Ο Μαλόν πεθαίνει, μτφ. Αλ. Παπαθανασοπούλου, Αθήνα: Ύψιλον, 1993, [Samuel Beckett, Malone meurt, 1951], σ. 62: «Θα μου πείτε ότι όλα αυτά είναι μέσα στο κεφάλι μου, και πράγματι πολλές φορές μου φαίνεται πως είμαι μέσα σ’ ένα κεφάλι και πως αυτά τα οκτώ, όχι, τα έξι επίπεδα που με κυκλώνουν είναι από συμπαγές κόκκαλο».
[16] Φιλίπ Οντουάν, Οι σουρρεαλιστές, επιμ. Μπ. Γεωργαντίδης, μτφ. Δ. Παπαδημούλης & Β. Παπαοικονόμου, Αθήνα: Θεμέλιο, 1990, σ. 73: «“Να μετασχηματίσουμε τον κόσμο”, είπε ο Μάρξ∙ “ν’ αλλάξουμε τη ζωή” είπε ο Ρεμπώ: για μας αυτά τα δύο συνθήματα είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένα. Το σύνθημα αυτό έγινε τόσο δημοφιλές [..] Το συναντάμε για πρώτη φορά στο τέλος της εισήγησης που θα έκανε ο Μπρετόν στο Συνέδριο συγγραφέων και τελικά ο Ελυάρ μετά βίας κατάφερε να διαβάσει”».
[17] Ζαν Σταρομπίνσκι, Το πορτραίτο του καλλιτέχνη ως σαλτιμπάγκου, μτφ. Χ. Μπακονικόλα- Γεωργοπούλου, Αθήνα: Εξάντας,1991, [Jean Starobinski, Portrait de l’ artiste en saltibanque, 1970], σ. 79: « Ο πιερότος που κάνει περίπατο μεσ’ στο δρόμο με την άσπρη του καζάκα, το άσπρο του πανταλόνι, το αλευρωμένο του πρόσωπο, με την έγνοια των ακαθορίστων πόθων, δεν είναι άραγε η συμβολοποίηση της ανθρώπινης ψυχής που είναι ακόμη αθώα και λευκή βασανισμένη από άπειρες βλέψεις προς τις ανώτερες περιοχές;»