της Βαρβάρας Ρούσσου
Strange fruit hangin’ from the poplar trees τραγουδούσε η Μπίλι Χολιντέϊ σε ένα τραγούδι διαμαρτυρίας για τις διώξεις των μαύρων στον αμερικανικό νότο. Αυτό το στίχο μάλλον επιλέγει ο Ένο Αγκόλλι για την δεύτερη συλλογή του. Πόσο όμως σχετίζεται ο τίτλος με το μεμονωμένο στίχο και κυρίως με το περιεχόμενο του τραγουδιού; Μάλλον ελάχιστα θα έλεγα, κατά την ανάγνωσή μου, ή τουλάχιστον μέσα από μια σειρά πολλαπλών διασυνδέσεων θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο ποια φρούτα-σώματα κρέμονται στο βιβλίο του Αγκόλλι.
«Η συνύπαρξη του νεανικού ενθουσιασμού με την αυτογνωσία καθώς και η ενασχόληση με τη φιλοσοφία μπορεί να αποτελέσει ένα πρόσφορο υπέδαφος για να καλλιεργηθεί μια πρώτη εκρηκτική ποιητική παρουσία.» σημείωνα το 2016 για την πρώτη ποιητική συλλογή (Ποιητικό αίτιο εκδ. Εντευκτήριο 2015) του 21 ετών τότε Ένο Αγκόλλι. Έκτοτε καλλιεργήθηκε η προσδοκία για το επόμενο βιβλίο του.
Οκτώ χρόνια μετά την πρώτη, η δεύτερη συλλογή επιβεβαιώνει την ιδιοφωνία του και την ικανότητά του να δημιουργεί ένα πολυδύναμο χωροχρονικό πλαίσιο μεταξύ κοινού και «ψυχολογικού» χρόνου (εννοώ τον μετρήσιμο χρόνο και τον εσωτερικό χρόνο), ανάμεσα σε τόπους (ιδίως πόλεις) και ανάμεσα σε πρόσωπα -μισοκρυμμένα μισοειδωμένα για να χρησιμοποιήσω δυο καβαφικά επίθετα, παρότι ο Καβάφης δεν έχει παρά ελάχιστη μακρινή υφολογική συνάφεια με τη συλλογή του Αγκόλλι εκτός και αν αυτή προσμετρηθεί στην γκέι/κουήρ ελληνική ποιητική γενεαλογία.
Ο Αγκόλλι δημιουργεί έναν μάλλον σκιώδη αλλά πάντως υπαρκτό αφηγηματικό ιστό όπου τοποθετείται ο εαυτός απέναντι στους άλλους, η ατομική ιστορία ως εσωτερική και συνάμα εξωτερική τοπολογία με τρόπο διαθλασμένο και θραυσματικό. Στόχος η «αφήγηση» τριών ιστοριών που κατά μια έννοια συμπλέκονται εντέλει καταλήγοντας στις εκδοχές του εγώ και του άλλου -ο εαυτός και ο άλλος ως εαυτός-όχι όμως ως συμπαγή υποκείμενα, πράγμα που δηλώνεται διχαστικά στο πρώτο και τελευταίο ποίημα. Ο ποιητής έχει κατασκευάσει αφηγηματικούς ιστούς, παράλληλες ιστορίες αφήνοντας κενά απροσδιοριστίας και λειτουργώντας με τον υπαινιγμό και με την τόσο όσο αποδέσμευση στοιχείων για να οδηγηθεί η αναγνωστική ματιά. Έχει απαγκιστρώσει τις ιστορίες του από τη γραμμική αφήγηση; Είναι λειτουργικά τα κενά και οι ενδείξεις, εντέλει η αφαίρεση; Νομίζω πως όχι και κατά συνέπεια υπονομεύεται η υψηλή θερμοκρασία των ποιημάτων δηλαδή η σχέση με τον αναγνώστη.
Κάποια από τα στοιχεία αυτά υπήρχαν και στην πρώτη συλλογή και επαναλαμβάνονται στη δεύτερη. Εδώ όμως υπάρχει μια σύνθεση σε τέσσερις ενότητες όπου τα ποιήματα έχουν διαφορετικές φόρμες, στήσιμο στη σελίδα και φωνές εκφοράς. Φαίνεται να επιδιώκεται η προσοχή στη σημασία της γραφηματικής/γραφιστικής απόδοσης της ποίησης η οποία αναπόδραστα έτσι ορίζεται πάντοτε ως γραπτός λόγος.
Ο «Προτεινόμενος οδηγός ανάγνωσης», που προηγείται του κυρίου σώματος, δεν συνιστά απλώς μια πρόταση για το πώς να διαβαστεί η συλλογή αλλά επεξηγεί γενικά τον άξονα, «τον καμβά» καθεμιάς από τις τέσσερις ενότητες, παρέχοντας τελικά το σχέδιο της όλης σύνθεσης: τη διευθέτηση των ποιημάτων στη σελίδα ανάλογα με τις δυο φωνές εκφοράς επειδή η μια διατάσσεται στην αριστερή και η άλλη στη δεξιά πλευρά της σελίδας ή στο κέντρο της εάν οι φωνές ταυτίζονται. Μιλούν παρενθετικά στην πρώτη και τρίτη ενότητα ενώ στη δεύτερη και τέταρτη υπάρχει η αφήγηση της ιστορίας τους. Στην πρώτη ενότητα η τριτοπρόσωπη φωνή εκφοράς αφηγείται «την ιστορία ενός ζεύγους γονέων» ενώ στην τρίτη ενότητα «την ιστορία ενός δεύτερου ζεύγους γονέων -ή έστω εν δυνάμει γονέων.».
Η/ο αναγνώστρια/ης καθοδηγείται μάλλον σε μια γραμμική ανάγνωση που θα φανεί εντέλει, αλλά και εν μέρει, αναπόφευκτη καθώς ο «αφηγηματικός χρόνος» δηλώνεται στον Πρόλογο αλλά και οι χρονικοί δείκτες που υπάρχουν στα ποιήματα σηματοδοτούν μια εξέλιξη στις ιστορίες. Αν αυτός ο οδηγός έλειπε η ανάγνωση θα ήταν πολύ δυσκολότερη καθώς θα απαιτούσε τον συχνά δυσδιάκριτο εντοπισμό φωνών και ιστοριών.
Ενδιάμεσα κάποια ποιήματα άλλοτε συσκοτίζουν αυτή τη γραμμικότητα της ιστορίας -και η πρώτη ή η δεύτερη φωνή συγχέουν τόπους και αφηγήσεις- άλλοτε με συναισθηματική φόρτιση απηχούν την πραγματικότητα φωτίζοντας την αναφορά σε αυτήν: «[Θέλεις να σου πω για τη δική μου/την παιδική ηλικία/να φτιαχτεί το φαντασιακό σου;]. Η αναγνωστική προσοχή ξεχωρίζει σταδιακά τα διαλεγόμενα μέρη. Στο μεταξύ υποσέλιδες σημειώσεις ως σχόλια ή δεύτερες γραφές επεκτείνουν ορισμένα ποιήματα. Η πρώτη ενότητα κλείνει με εικόνα «της Queen’s street, στο Burrell’s Field/ ένα παιδί που αρθρώνει κάτι ξόρκια, κάτι μάντρα/».
Επιστρέφοντας στον τίτλο λοιπόν τον βρίσκω σε παραλλαγή στο ποίημα της πρώτης ενότητας «Ημερολόγιο απ’ τη Νάπολη», στην ιστορία δηλαδή του πρώτου ζεύγους: «αγορίστικες λείες καλαφατίζονται επιμελώς στο μπωλάκι/των φρούτων που/κρέμονται», σε έναν στίχο συνειρμικά δομημένο και δύσκολα αποκρυπτογραφήσιμο. Είναι τα σώματα που μετεωρίζονται, που κρέμονται, ως έμφυλες, ταξικές και εθνικές ταυτότητες και εντέλει συγκλίνουν ακριβώς στο σώμα του έρωτα που καταυγάζει τις στιγμές.
Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο «Το κρυφτό (2016)» η αφήγηση αρθρώνεται με πιο προφανή τρόπο και η ιστορία των δυο φωνών στοιχειοθετεί μια ερωτική εφηβική σχέση: «Φρουτώδη αντρικά κορμιά κι δυό/». Η εξερεύνηση των σωμάτων και τα όρια των φύλων συμπλέκονται στη δίνη της εφηβείας, όπως περίπου είχε συμβεί στην πρώτη συλλογή.
Αιφνιδιαστική στροφή οι παρεκβάσεις όπως «το πεζό κείμενο για την Έντα Γκάμπλερ και την Νόρα Χέλμερ, που παρεμβάλλεται στο τέλος της δεύτερης ενότητας, αυτόνομο και «είναι εκεί ακριβώς όπου βρίσκεται» κατά τον Πρόλογο. Όμως σε τι εξυπηρετεί η παρέμβαση όπου διαβάζουμε «…σκέφτεται πως αυτό που συνιστά νόημα είναι περισσότερο η γνώση της χρήσης παρά η ισχύς της αναφορικότητας.»; Διαβάζω τη φράση ως αναγνωστική οδηγία, ως προτύπωση της σύνθεσης του βιβλίου, όπως και «το ορατό είναι συχνά πιο αμφίσημο από το αόρατο[…]το ορατό είναι μερικές φορές πιο αμφίβολο από το αόρατο[…]το ορατό μερικές φορές είναι αόρατο.». Ωστόσο, η μυθοπλαστική συνάντηση των δυο γυναικείων χαρακτήρων και η φανταστική ιστορία, με εμφανή σκηνικό χαρακτήρα, παρά το ότι αποδίδεται πεζόμορφα και με αφηγηματική ροή, ανοίγοντας τον αναγνωστικό ορίζοντα προς πιθανούς αλλά δυσπρόσιτους, συνδυασμούς, δεν νομίζω ότι εξυπηρετεί τη συνοχή του βιβλίου. Και αν αυτό δεν είναι το ζητούμενο, ακόμη και ως κείμενο διερεύνησης τραυμάτων (καθώς διαστίζεται από φιλοσοφικού υπόβαθρου αποφάνσεις) τελικά οδηγεί στην ανάγκη από-απόκρυψης, ερμηνείας ενός κρυμμένου νοήματος. Βέβαια, «αν η λογοτεχνία είναι «μόνο ικανή για αλήθεια» τούτο δε σημαίνει ότι η αλήθεια αυτή δίδεται απευθείας εντός της, με τη μορφή ενός περιεχομένου ρητού, ορατού και αναγνώσιμου ως τέτοιου στην επιφάνεια των κειμένων» κατά τον Σαμπό. Όμως για ποια κείμενα διατυπώνεται το παραπάνω; Πώς καλείται η/ο αναγνώστρια/ης να ξεκλειδώσει τα πολλαπλά υπόγεια νοήματα της συλλογής;
Η ψηλάφιση της βιολογικής ρίζας στην ιστορία του πρώτου ζεύγους γονέων είναι κομβική. Είναι η αρχή που δίνει την πρώτη γλώσσα και σύντομα ορίζει τη διασταύρωση σε ένα διαμορφούμενο υποκείμενο ενός άλλου τόπου και μιας άλλης γλώσσα. Η γονεϊκότητα έχει παρελθόν, πριν γίνει κατάσταση και σε αυτό το παρελθόν αναφέρονται ποιήματα με ημερομηνίες και τόπο ως «Ημερολόγιο απ’ τη Νάπολη: 22.4.1984», «13.3.1986», «18.8.1987», «02.02.1989» («τώρα που πέθανε ο πατέρας/ όλ’ ασπρομαύρισαν» στίχος που δεν αναφέρεται σαφώς στον πατέρα της φωνής-ποιητή) και «02.05.1993»: «ήρθε και σε πήρε στο σταθμό της Ρώμης ο πατέρας σου./δεν χρειάστηκε να του ζητήσω το χέρι σου, μου έδωσες το ένα σου/απευθείας. Από την πρώτη κιόλας χειραψία…».
Νομίζω κάπως «μοιραία» η ανάγνωση μπαίνει στη λογική του βιώματος ή και της αυτομυθοπλασιακού στοιχείου κι αυτό εγείρει το ενδιαφέρον ως ποιητική. Η συλλογή παρέχει στοιχεία ταύτισης συγγραφικού υποκειμένου -μιας εκ των φωνών, της τριτοπρόσωπης,- και χαρακτήρα ορισμένων ποιημάτων. π.χ. το πρώτο και τελευταίο ποίημα προσγράφονται στον ποιητή καθώς υπογράφονται «Ένο». Η πρώτη φωνή αυτοβιογραφείται με στίχους όπως: «ένα κρυφτό/ παμπάλαιο, άλλης ζωής,/θεϊστικής/αλβανικής/ρητορικής». Στην πρώτη ενότητα αναζητείται, όπως δηλώνεται στο παραπάνω ποίημα η εικόνα των γονιών πριν και στη διάρκεια του γάμου τους έως τη γέννηση του παιδιού (α΄ φωνής ή τριτοπρόσωπου αφηγητή): |όλη τη ζωή μου ώς εδώ/ δεν την ξόδεψα/ σε τίποτε άλλο/ παρά στο κυνήγι της χαμένης νιότης των γονιών μου.]/». Υπάρχουν, νομίζω, στοιχεία κυρίως στη δόμηση του βιβλίου από τον Όσεαν Βουόνγκ. Στον Αγκόλλι η άμεση σύναψη αποφεύγεται, εντούτοις είναι παρούσα δίνοντας στοιχεία ταύτισης. Υπάρχει εξάλλου ένα κοινό βιογραφικό υπόστρωμα των δυο: η αίσθηση του ξένου, του μετανάστη, του δίγλωσσου παιδιού στο οποίο οι εμπειρίες μεταβιβάζονται από τις γονεϊκές μορφές και ιδίως τη μητέρα. Ωστόσο, ο στόχος του Αγκόλλι δεν είναι ο ίδιος και οι τεχνικές του διαφέρουν. Παρόλ’ αυτά, πιστεύω, ο παραλληλισμός έχει νόημα και η αυτομυθοπλασιακή βάση υπόκειται υποστηριγμένη και από τη χάραξη και δομή των ενοτήτων. Βέβαια, μπορούμε κάλλιστα να διαβάσουμε τη συλλογή χωρίς καμιά σκέψη αυτοβιογραφικής ή αυτομυθοπλασιακής αναγωγής και να μείνουμε στα πρόσωπα-φορείς λόγου-, στο ποοιητικό υποκείμενο, όλα κατασκευές λόγων, αποδίδοντας σε αυτά τα παρεχόμενα «βιογραφικά» στοιχεία.
Η πρώτη ανάγνωση της συλλογής υποβάλλει τις διασταυρούμενες έννοιες, όπως αυτές αναγράφονται και στο οπισθόφυλλο: έρωτας, φύλο, μετανάστευση, τρανς, γονείς, σώματα, που όπως είπα, ταλαντεύονται. Αν ο έρωτας, η μετανάστευση και οι γονείς η αναζήτηση ταυτοτήτων και η ρευστότητά τους συνακόλουθα με τα σώματα είναι στοιχεία εύκολα εντοπίσιμα το τρανς αποδίδεται μάλλον δυσδιάκριτα. Αν και ο τίτλος της ενότητας 3. Το τρανς, οι άλλοι γονείς αποτελεί την αναλλακτική όψη των γονέων της πρώτης ενότητας δεν έχει την ίδια ορατότητα. Σε μια σκηνή όπου τα πρόσωπα επανέρχονται στον φοιτητικό χώρο η προσφώνηση του σερβιτοόρου «κυρίες» δίνει την αναγνωστική αιχμή.
Διαβάζω τη συλλογή ως στρωματογράφηση του πολυδύναμου εαυτού της ποιητικής φωνής, αποκάλυψη της πολλαπλότητάς του. Λέει η δεύτερη φωνή: |[Εμείς πότε θα βγάλουμε ξανά βιβλίο/οι εαυτοί μας κάποτε νωθρότεροι/μα τώρα είμαστε/φτενά πτηνά]». Εκεί που φαίνεται ότι η ικανότητα του Αγκόλλι να επενδύσει τις έννοιες μεταφορικά, να τις φορτίσει, να μην τις αποκαλύψει με την τεχνική in-yer-face (κι ας είναι θεατρική). Όμοια η ικανότητά του να περνά μορφικά από το πεζόμορφο στο πεζό κι από κει στο ρυθμικό ένστιχο αποδεικνύει τις συνθετικές του δυνάμεις.
Εντούτοις, το βιβλίο αυτό κρατά απόσταση: η αφαίρεση και η διασταύρωση φωνών, χρόνων και κυρίως καταστάσεων δεν ευνοεί. Παρά τις τεχνικές του, το υπόβαθρό του, τη συχνά φροντισμένη διάταξη των στίχων το αποτέλεσμα δεν κατορθώνει να εντάξει την/τον αναγνώστρια/αναγνώστη στο πεδίο του.
Μένω πάντοτε σε έναν μετεωρισμό που μου φαίνεται να αντανακλά τον συνθετικό μετεωρισμό του δημιουργού. Λίγα από τα ποιήματα της συλλογής αναδεικνύουν τη δυναμική τους, κατορθώνουν την επικοινωνία, αποδίδουν το έστω βίωμα των ίδιων των αποστασιοποιημένων χαρακτήρων που παρότι φορτισμένοι δεν αποπνέουν την ισχύ του βιωμένου αλλά μένουν κατασκευές. Η συγκίνηση αιφνίδια διακόπτεται ενώ η ακροβασία ανάμεσα στο ποιητικό σχέδιο και την πραγμάτωσή του μένει εκκρεμής. Η απόπειρα να μείνει κανείς στην διανοητική φιλοσοφική απόσταση, να θέσει την ποιητική σύνθεση με όρους αλήθεια/πραγματικότητα- κατασκευασμένη πραγματικότητα λογοτεχνίας και άρα τι και πώς και γιατί το ψεύδος αυτό συγκινεί είναι αναντίρρητα ένα ερώτημα ερεθιστικό. Όταν όμως επιχειρείται η ποιητικοποίησή του οι όροι του οι ίδιοι αποδεικνύουν τη δυσκολία του. Πιο ξεκάθαρα: η ακροβασία μεταξύ φιλοσοφίας-εμπειρικής εποπτείας (κάθε είδους εμπειρία εδώ)-ποιητικής δημιουργίας μοιάζει να είναι εφικτή αλλά δεν έχει δίχτυ προστασίας.
Εντέλει, θα μείνω στους παρακάτω στίχους που πιστοποιούν την ικανότητα του Αγκόλλι αναμένοντας ακόμη περισσότερη ποίηση από αυτόν.
Η αγάπη χτίζεται στον βυθό
μαργαριτάρι
κάτω από στρώσεις φωσφορίζουσας ζωής.