Ένας κήπος στο σκοτάδι

0
270

  της Χρυσούλας Γούναρη.

 

 

Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που αναρωτιέται “Πως φτάσαμε ως εδώ;” (μτφρ. Αριάδνη Μοσχονά – Κέδρος, 2014)  είναι το βιβλίο που συνέγραψαν από κοινού επτά Γαλλίδες συγγραφείς με κεντρικό θέμα τις συνέπειες που έχει η διακυβέρνηση ενός απολυταρχικού κόμματος στις ζωές των ανθρώπων. Το κάθε ένα από τα επτά κεφάλαια του βιβλίου αφορά και μια ξεχωριστή οικογένεια  που, ωστόσο,  υποφέρει το ίδιο με τις υπόλοιπες από τους εξτρεμισμούς του νέου κόμματος –  το “εδώ” του τίτλου.  Το πολύ κοντινό μέλλον στο οποίο διαδραματίζεται η πλοκή και οι άμεσες συνάφειες με την άνοδο της ακροδεξιάς παντού, δίνει πολύ τροφή για  σκέψη και  ανησυχία – όπως θα διαπιστώσετε όταν το διαβάσετε, οι συνάφειες αυτές αγγίζουν κι εμάς.

 

Η ιστορία ξεκινά μια βραδιά εκλογών. Στο πρώτο κεφάλαιο, η Γαλλίδα Αν-Γκαέλ Μπαλπ  παρακολουθεί  το ζεύγος Νταρσάν που αγωνιά για τα αποτελέσματα των εκλογών. Την ίδια στιγμή, ο γιος τους Εκτόρ αναρωτιέται γιατί οι γονείς του δεν συμπαθούν τον φίλο του, τον Γουαλίντ, και γιατί η οικογένεια του Γουαλίντ παραμένει κλεισμένη στο σπίτι τους ενώ όλος ο κόσμος έχει βγει στους δρόμους να γιορτάσει τη νίκη του Κόμματος της Ελευθερίας. Μετά από αυτήν τη βραδιά, η ζωή όλων θα αλλάξει. Στο “Νερό κι αλάτι” η Κλεμαντίν Μποβέ περιγράφει το πως οι Μικλόν προβλέπουν την απειλή από τους Κανόνες που έχει αρχίσει να επιβάλλει ο νικητής των εκλογών και γι’ αυτό αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους – χρησιμοποιούν το παλιό ιστιοπλοϊκό της γιαγιάς Λιζέλ ως κατοικία και κάνουν τον γύρο του κόσμου ελπίζοντας ότι θα βρουν ένα μέρος λιγότερο απαίσιο από αυτό που άφησαν.
Αντίθετα, η οικογένεια του Γουαλίντ μένει πίσω και ζει με τον φόβο που εξαπλώνεται στην πόλη. Στο “Όλες οι αποχρώσεις”, της Σαντρίν Μπο, η Μαρούσια, η μητέρα του Γουαλίντ, βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση πανικού. Εκτός από τον διαρκή φόβο μην τυχόν ξεχάσει κάτι από όλους εκείνους τους κανόνες που έχει επιβάλλει στην καθημερινή ζωή το Κόμμα υπάρχει και ο τρόμος του χρωματόμετρου – μία κλίμακα χρωμάτων που ξεκινά από το λευκό και φτάνει ως το μαύρο. Από τις οκτώ αποχρώσεις μόνο τρεις είναι αποδεκτές – το λευκό, το υπόλευκο και το μπεζ. Οι πολίτες που κατατάσσονται στις υπόλοιπες (το καραμελί, το ανοιχτό καφέ, το μεσαίο καφέ, το σκούρο καφέ και το μαύρο) καταγράφονται και εκτοπίζονται. Είναι λογικό, λοιπόν, που η Μαρούσια φοβάται τόσο – εκείνη και ο Γουαλίντ, η Σάμια (η αδερφή του) και ο πατέρας τους έχουν το χρώμα της καραμέλας. αδελφή του) και ο πατέρας τους έχουν το χρώμα της καραμέλας.

 

Η “Ζωή… πατίνι”, της Ανιές Λαρός, είναι η ιστορία του νεαρού Σιμόν Νοζέν που έχει χάσει το πόδι του και κάθε όρεξη για ζωή. Οι γονείς του προσπαθούν να αναπτερώσουν το ηθικό του αλλά ο Σιμόν παραμένει απαθής. Μέχρι που λαμβάνουν μια επιστολή από το Υπουργείο Σωματικής και Ψυχικής Υγείας που επιτάσσει τον Σιμόν να παρουσιαστεί στο Ίδρυμα ειδικής περίθαλψης Εσάρ όπου “θα υποβληθεί σε κατάλληλες θεραπείες και θα διαβιεί ανάλογα με τις ικανότητές του.” Ο Σιμόν, τότε, θα αναγκαστεί να φορέσει το προσθετικό μέλος του και να υποστεί με πείσμα τον πόνο που του προξενεί ώστε όλη η οικογένειά του να περάσει σχεδόν ανενόχλητη από τον έλεγχο των φρουρών Επαγρύπνησης στα σύνορα και να καταφύγει σε συγγενικό τους σπίτι σε άλλη χώρα.

Το καλοκαίρι, στο μεταξύ, περνά και στο “Ένα χαμόγελο στην άκρη των χειλιών”, της Σεβρίν Βιντάλ, ο Μάρκος επιστρέφει στο σχολείο όπου όλοι φορούν στολές σε διαφορετικές αποχρώσεις του πράσινου ανάλογα με… Κανείς δεν ξέρει ακριβώς για ποιό λόγο τους διαχωρίζουν. Μαζί με τον Αρμάν, τον φίλο του, κάνουν πλάκα στο προαύλιο του σχολείου και συλλαμβάνονται. Ο γυμνασιάρχης κύριος Νταρσάν, ο πατέρας του Εκτόρ, τους τιμωρεί με μία μέρα στο Δωμάτιο (μία αίθουσα σκοτεινή όπου δεν επιτρέπεται να μιλάς) διότι τα δύο παιδιά, μέσα σε μισή ώρα, παρέβησαν έντεκα (!) κανόνες της Μεγάλης Βίβλου της Ελευθερίας.       

Για τον Κεντάν όμως, τον πρωταγωνιστή του έκτου κεφαλαίου, τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Στο “Σκληρό πρόσωπο της γης”, της Φανί Ρομπέν, οι δύο μπαμπάδες του, ο Μπερτράν και ο Φρεντ ξυλοκοπούνται και λίγο αργότερα, συλλαμβάνονται. Για να γλιτώσει , ο Κεντάν το σκάει. Στον δρόμο γίνεται μάρτυρας μιας απίστευτης σκηνής – ο καθηγητής της μουσικής, κύριος Ιτέν καταδίδει σ’ έναν άντρα με μαύρο αδιάβροχο “ένα κατεβατό ολόκληρο” από ανθρώπους και ανάμεσά τους τον Σιμόν. Αρχίζει να τρέχει μακριά πανικόβλητος για να ειδοποιήσει τον φίλο του μέχρι που η φουρνάρισσα θα τον σταματήσει και θα τον κρύψει στο αυτοκίνητό της για να μην τον  εντοπίσουν  οι φρουροί.
Στους τέσσερις μήνες που εκτείνεται το μυθιστόρημα ο φόβος και οι έλεγχοι που σπέρνει το Κόμμα της Ελευθερίας έχουν μεταμορφώσει τους πολίτες – νιώθουν αδύναμοι και δυστυχισμένοι και κάθε άλλο παρά ελεύθεροι.  Κάποιοι, ωστόσο, αρχίζουν να αντιδρούν: ο Χοσέ Σάντσεθ, πατέρας του Γουαλίντ που δούλευε ως κλόουν πριν τις εκλογές, ανοίγει το βαλιτσάκι με τα σύνεργά του και μακιγιάρει την Μαρούσια σε ανοιχτότερη απόχρωση ώστε να πάρει την έγκριση του υπουργείου Εθνικής Προέλευσης. Ο Γουαλίντ και η αδερφή του Σάμια θα αναποδογυρίσουν σ’ ένα βράδυ, όλα τα χρωματόμετρα στην γύρω περιοχή)· και ο Πάντρε, ο πατέρας του Μάρκου, κάνει πρόβες στο υπόγειο με το συγκρότημά του έχοντας σκεπάσει όμως τα ντραμς του με κουβέρτες για να καλύψει τον δυνατό ήχο των ροκ εναλλακτικών κομματιών που παίζει και που φυσικά απαγορεύονται. Μαζί του είναι ο τραγουδιστής του συγκροτήματος, ο γερο-Ροζέ και ο Μπεν ο κιθαρίστας – ο πρώτος πυρήνας αντίστασης στο Κόμμα είναι μικρός, άηχος και θλιβερός. Ο δεύτερος όμως  θα είναι ηχηρός και μελωδικός. Στο τελευταίο κεφάλαιο, “Το τελευταίο τραγούδι”, της Ανλίζ Ερτιέ, ο Σάσα προσπαθεί να πείσει τους γνωστούς του να ανασυγκροτήσουν την χορωδία τους. Η γηραιά κυρία Ποποντίς και ο κύριος Αλέν είναι οι πρώτοι συμμετέχοντες. Η κυρία Σάντσεθ το σκέφτεται λόγω του χρωματόμετρου ενώ η νεαρή Αλίξ  παραχωρεί το υπόγειο καταφύγιο του σπιτιού της ώστε οι τέσσερις τους να μπορούν να τραγουδούν δυνατά χωρίς να τους εντοπίζουν τα ηχόμετρα. Και προφανώς, όπως έχει δείξει η Ιστορία μόνο αυτό μπορεί να μας σώσει: το λίγο θάρρος του καθενός.”

Οι περιπέτειες των επτά οικογενειών ήταν, φαντάζομαι, και μια περιπέτεια συγγραφής! Το αποτέλεσμα είναι ένα θαυμάσιο, καλοδουλεμένο βιβλίο που σε απορροφά εντελώς τις λίγες ώρες που διαρκεί η ανάγνωση. Το ύφος της γραφής, καταρχάς, δεν διαφέρει αισθητά μεταξύ των επτά διαφορετικών συγγραφέων. Η αφήγηση είναι από την οπτική του παιδιού της κάθε οικογένειας, η κλιμάκωση της ιστορίας ακολουθεί τον  γρήγορο, εφηβικό ρυθμό του και το πέρασμα από το ένα κεφάλαιο/κατάσταση στο επόμενο γίνεται τόσο ομαλά όπως το να περπατάς  στους δρόμους μιας γειτονιάς και να επισκέπτεσαι τα σπίτια των γνωστών σου – αυτή η οικειότητα αναδύεται από το κείμενο όταν διαβάζεις για τις επτά οικογένειες που ζουν κοντά η μία με την άλλη, τους γονείς που συνομιλούν κι ανταλλάσσουν επισκέψεις, τα παιδιά που πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο,  παίζουν μαζί και ερωτεύονται δίχως να υπάρχει περιορισμός από το θρήσκευμά τους, το χρώμα δέρματος και  την ηλικία τους, το επάγγελμα των γονιών ή την οικονομική κατάσταση του καθενός. Μετά τις εκλογές και την νίκη του Κόμματος της Ελευθερίας, ωστόσο, το μυθιστορηματικό πλαίσιο μετατοπίζεται  στα άκρα του ρεαλισμού. Ενός ρεαλισμού που εμείς ως ενήλικες γνωρίζουμε ότι δεν είναι υποθετικός – τέτοιες ανελευθερίες, όπως  η διασπορά του φόβου και η επιβολή ομοιομορφίας στην εμφάνιση, η λογοκρισία και η πειθαρχημένη συμπεριφορά, η υπεροχή της λευκής φυλής και ο αποπαρασιτισμός της κοινωνίας από τους μετανάστες, οι διώξεις και ο εγκλεισμός των ατόμων με αναπηρίες και ο δωσιλογισμός, υπήρξαν πραγματικότατες στο παρελθόν.

 

Το βιβλίο απευθύνεται σε παιδιά από 11 ετών, αν και οι μεγαλύτερης ηλικίας αναγνώστες θα το απολαύσουν εξίσου – η γλώσσα είναι απλή (αν και το όνομα του Γουαλίντ με δυσκόλεψε στην προφορά του), περιεκτική και καίρια·  οι διάλογοι σύγχρονοι και πνευματώδεις ενώ οι ιδέες που πραγματεύεται το βιβλίο δεν είναι καθόλου δυσκολονόητες με τον τρόπο που δίνονται. Ωστόσο θεωρώ απαραίτητη την παρουσία ενός γονιού ή δασκάλου ο οποίος να μπορεί να μοιραστεί τις εμπειρίες του παρελθόντος, να καταδείξει τα επικίνδυνα σημεία του παρόντος και να συζητήσει τις αντιδράσεις/γνώμες του κάθε νεαρού αναγνώστη που δεν είναι εύκολες στην προεφηβική ηλικία, ιδίως όταν αφορούν την Πολιτική και τις αυθαιρεσίες της. Ακόμη περισσότερο δε, που οι επτά συγγραφείς ακολουθούν τον κανόνα της σύγχρονης παιδαγωγικής που θέλει “ανοιχτές” αφηγήσεις κι ενεργή σκέψη στα έξωθεν ερεθίσματα.

 

Με το ίδιο σκεπτικό, το ερώτημα του τίτλου παραμένει αναπάντητο και ο ορισμός της ελευθερίας παραπλανητικός. Ο συγγραφέας και ακτιβιστής Στεφάν Εσσέλ, στον πρόλογο του βιβλίου, εξηγεί πως τα κείμενα μιλούν για όσα μπορεί να συμβούν αν δεν προσέχουμε συνεχώς – οι καιροί μας είναι, βλέπετε, επιρρεπείς στην επανάληψη. Και δεν προτρέπει  μόνο στην απλή ανάγνωση του βιβλίου αλλά, όπως και οι συγγραφείς, στην διερεύνηση των αιτιών του κάθε περιστατικού με παρατήρηση και κριτική σκέψη, και στην δράση που προκύπτει από αυτή τη διεργασία: “Από σήμερα έχετε τη δύναμη να πείτε ‘όχι’ σε ό,τι δε σας φαίνεται σωστό, να αγανακτήσετε ενάντια σε ό,τι σας εξεγείρει, να αντιμετωπίσετε με κριτικό πνεύμα ό,τι διαβάζετε και ό,τι δείχνουν στην τηλεόραση. Έχετε άποψη. Μπορείτε να τη μοιραστείτε με τους φίλους, τους γονείς, τους δασκάλους σας. (…) Ποτέ δεν είναι νωρίς για να αγωνιστείτε.”

                                         

Αυτό το πολυσυλλεκτικό (από άποψη συγγραφέων και προφίλ των πρωταγωνιστών) βιβλίο αφυπνίζει την πολιτική συνείδηση στους νεαρούς αναγνώστες, τους ευαισθητοποιεί στις πολιτικές ακρότητες και στο αίσθημα της προσωπικής ευθύνης – η ψήφος δεν είναι υπόθεση των άλλων και οι συνέπειές της βαραίνουν όλους. Και οι ενήλικοι του μέλλοντός μας αξίζει να το διαβάσουν  μόνο γι’ αυτό. Είναι όμως και συναρπαστικό και συγκινητικό – ξέρει κανείς έναν καλύτερο τρόπο για να αλλάξει το παρόν μας;

 

Προηγούμενο άρθροΟ πόλεμος των αυτοκρατοριών
Επόμενο άρθρο“To κακό” παιδικό βιβλίο στη Θεσσαλονίκη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ