της Ελένης Γεωργοστάθη
Η μετάβαση από έναν τόπο σε έναν άλλο –μετακόμιση, προσωρινή ή μόνιμη, ταξίδι για λόγους αναψυχής κτλ.– είναι σύνηθες μοτίβο στα βιβλία παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, κι όχι αναίτια, αφού ο νέος τόπος, οι νέες γνωριμίες κι εμπειρίες συνιστούν ένα γόνιμο και αβανταδόρικο πεδίο προκειμένου να ξεδιπλωθούν χαρακτηρολογικά στοιχεία, να αναδυθούν μυστικά, να επαναπροσδιοριστούν σχέσεις. Από τη στιγμή βέβαια που μιλάμε για σύνηθες μοτίβο, κατανοούμε ότι δεν είναι λίγες οι φορές που τέτοιου τύπου βιβλία αναλώνονται στην επανάληψη και εξαντλούνται υποθεσιακά σε κοινοτοπίες (π.χ., γνωριμία με τους ντόπιους, κάποιου είδους σύγκρουση ή δυσκολία προσαρμογής, ξεπέρασμα των δυσκολιών, ευτυχές τέλος). Από την άλλη, η συγγραφική δεινότητα, η καλοδουλεμένη πλοκή, η αποφυγή της σχηματικότητας στις σχέσεις των προσώπων και στην εξέλιξη της ιστορίας μπορούν να απογειώσουν ένα βιβλίο, καθιστώντας το «σύνηθες μοτίβο» εφαλτήριο για υψηλές αναγνωστικές πτήσεις.
Στην Τζούλια και τον καρχαρία όλα ξεκινούν από μια προσωρινή μετακόμιση: Η Τζούλια, πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια του βιβλίου, φτάνει μια ωραία μέρα από την όμορφη Κορνουάλη σ’ ένα νησί στο αρχιπέλαγος Σέτλαντ μαζί με τους γονείς της. Ο μπαμπάς έχει αναλάβει να προγραμματίσει τον φάρο του νησιού, όπου θα εγκατασταθεί η οικογένεια, ώστε να δουλεύει αυτόματα, και η επιστήμονας μαμά σκοπεύει να αναζητήσει τα ίχνη ενός σπάνιου είδους καρχαρία, κυνηγώντας στην ουσία ένα ερευνητικό όνειρο που φαντάζει τρελό. Κινούμενη μεταξύ του φάρου και του κοντινού χωριού, η Τζούλια σύντομα αποκτά έναν καινούργιο φίλο αλλά κι έναν δηλωμένο εχθρό, ενώ παράλληλα συμμετέχει στα της οικογενειακής ζωής, που περιλαμβάνει γκρίνιες, ευτράπελα και μια γερή δόση από επαγγελματικά άγχη. Οι γονείς της είναι δυο χαρακτήρες εντελώς διαφορετικοί: ο μπαμπάς γκρινιάρης, αγχωμένος με τα οικονομικά, υπερπροστατευτικός, σχεδόν φοβικός. Η μαμά το ακριβώς αντίθετο: ατρόμητη, οραματίστρια, μια δυναμική γυναίκα που παρασέρνει ό,τι βρει στο διάβα της. Το κυνήγι του καρχαρία την έχει κυριέψει ολοκληρωτικά, η άρνηση χρηματοδότησης της έρευνάς της δεν την πτοεί, σε βαθμό που καταλήγει να βάλει σε κίνδυνο τον επισφαλή οικογενειακό προϋπολογισμό. Σιγά σιγά όμως, και καθώς οι δυσκολίες μεγαλώνουν, η ατρόμητη μορφή της σκιάζεται, γίνεται τρομακτική και αυτοκαταστροφική. Η άτρωτη επιφάνεια στην πραγματικότητα κρύβει τη διπολική διαταραχή με την οποία έχει βρεθεί αντιμέτωπη και στο παρελθόν.
Η Τζούλια, βέβαια, στο πρόσωπο της μαμάς της βλέπει μια ηρωίδα. Ένα ισχυρό πρότυπο, μέσα από το οποίο ερμηνεύει τον κόσμο, τις δικές του εμπειρίες προβάλλει στις δικές της σχέσεις, κάποτε με τραυματικές συνέπειες για την ίδια και τους άλλους. Όταν το πρότυπο αυτό κλονίζεται, θραύεται μπροστά στα μάτια της, αποφασίζει η ίδια να πάρει τη σκυτάλη, να αναμετρηθεί με τα κύματα, να βρει και να κοιτάξει κατάματα τον καρχαρία που κυνηγά απελπισμένα η μητέρα της. Να κάνει το όνειρο εκείνης πραγματικότητα και να τη σώσει από τους εφιάλτες της.
Η Τζούλια και ο καρχαρίας είναι σε μεγάλο βαθμό ένα βιβλίο για την ψυχική νόσο – ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας καμουφλάρει μέσα από τη ματιά της Τζούλια και στη συνέχεια κλιμακώνει την εμφάνιση των συμπτωμάτων της ασθένειας είναι υποδειγματικός. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Στον πυρήνα εξάλλου της προβληματικής της συγγραφέα ενυπάρχει ένα πολύ ευρύτερο ζήτημα, που έχει να κάνει με το ασήκωτο βάρος που συνιστά για ένα παιδί η σχέση του με τον γονιό του. Η Τζούλια, για παράδειγμα, θεωρεί άτρωτη τη μητέρα της, τη θαυμάζει τυφλά, θέλει να γίνει η συνέχεια και της ίδιας και της έρευνάς της σε μια προσπάθεια να τη σώσει από ό,τι τη βασανίζει. Ωστόσο, μόνο όταν, την κρίσιμη ώρα, την ώρα που η δική της ζωή βρίσκεται σε κίνδυνο, αντιλαμβάνεται πως για να επιβιώσει πρέπει να τινάξει από πάνω της το πανωφόρι της μαμάς και κατ’ επέκταση να απελευθερωθεί από το βαρίδι της ευθύνης που θεωρεί ότι κουβαλάει απέναντί της.
Όχι τυχαία, στο σημείο αυτό του μυθιστορήματός της η Κίραν Μίλγουντ Χάργκρεϊβ επιλέγει να αναμείξει πραγματικότητα και όνειρο, ρεαλιστική και ποιητική αφήγηση. Η εμπειρία της ηρωίδας της ξεπερνά την πραγματικότητα, αγγίζει άλλες διαστάσεις. Είναι όχι μόνο η εξωτερική πάλη με τα στοιχεία της φύσης, αλλά, κυρίως, η πάλη της με μια συνθήκη που την εγκλωβίζει στις επιθυμίες και στις προτεραιότητες μιας άλλης. Αυτό που κυρίως έχει ανάγκη η Τζούλια είναι μια ψυχική υπέρβαση, που δεν είναι μόνο υπόθεση σωματικής δύναμης. Και για να την πετύχει θα βρει έναν ανέλπιστο σύμμαχο.
Η ασπρόμαυρη, με χαρακτηριστικές πινελιές κίτρινου, εικονογράφηση του Τομ ντε Φρέστον, που συνομιλεί και σε άλλα σημεία με το κείμενο, εδώ κυριαρχεί, κατορθώνοντας με την υποβλητικότητα και την έντασή της να αποτυπώσει τόσο την ψυχική κατάσταση όσο και την αμφίρροπη αναμέτρηση του κοριτσιού με ό,τι απειλεί να το βυθίσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, χωρίς επιστροφή. (Δύσκολα, μπροστά σε αυτές τις σελίδες, αποφεύγει κανείς τη σκέψη ότι, σε αντίθεση με τα ελληνικά εκδοτικά ήθη, στο βιβλίο των Μίλγουντ Χάργκρεϊβ και ντε Φρέστον εικόνα και κείμενο είναι ελεύθερα να συνομιλήσουν χωρίς οριοθετήσεις και ειδολογικούς περιορισμούς.)
Η Τζούλια και ο καρχαρίας είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται αβίαστα στα ελληνικά, κάνοντας συχνά τον αναγνώστη του να ξεχάσει ότι πρόκειται για μεταφρασμένο κείμενο. Το μόνο που ξενίζει, κατά τη γνώμη μου, στην πολύ καλή του μετάφραση είναι η επιλογή να αποδοθεί το pounds ως ευρώ, πρακτική η οποία συνήθως ακολουθείται σε βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά μικρότερης ηλικίας – οι έφηβοι και οι προέφηβοι, από την άλλη, αν δεν το γνωρίζουν ήδη, χρήσιμο είναι να μάθουν διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό κείμενο ποιο είναι το νόμισμα της Βρετανίας. Φυσικά, η λεπτομέρεια αυτή δεν μπορεί να ακυρώσει την πολύ καλή δουλειά που έχει γίνει από όλους τους συντελεστές της ελληνικής έκδοσης, οι οποίοι μας παραδίδουν ένα πολύ προσεγμένο και αξιανάγνωστο βιβλίο.
INFO
Η Τζούλια και ο καρχαρίας
Εικ. Τομ ντε Φρέστον
Μτφρ. Μυρτώ Καλοφωλιά