της Αλεξάνδρας Χαΐνη
Την Τετάρτη το απόγευμα είχα την τύχη να δω για πρώτη φορά από κοντά την Ιωάννα Καρυστιάνη, κατά την παρουσίαση του τελευταίου της μυθιστορήματος «Κορνιζωμένοι», στο βιβλιοπωλείο Ευριπίδης, στο Χαλάνδρι. Αστείρευτη και χειμαρρώδης, με συνεπήρε η ενέργειά της, η θαυμαστή μνήμη της, η ανοιχτή της διάθεση. Μίλησε για όλα. Για τα Τέμπη, για το ναυάγιο της Πύλου, για τη διάχυτη βία της τελευταίας δεκαετίας. Ακόμη και για τον Μανώλη Λιδάκη μίλησε – η είδηση του θανάτου του είχε κυκλοφορήσει πριν λίγες μόλις ώρες.
Κυρίως όμως μας έκανε την τιμή να ανοίξει διάπλατα το συγγραφικό της εργαστήρι. Να μας πει πώς γράφει, από πού εμπνέεται. Μας έβαλε στον κόσμο του τελευταίου της ήρωα, του κορνιζοποιού Στέλιου Σπούγια, μας εξήγησε τους στόχους του αλλά και τα δικά της ναι και όχι.Με χιούμορ αφοπλιστικό και άνεση ζηλευτή, μ’ ένα ποτηράκι τσίπουρο στο χέρι, κινούνταν ανάμεσα στο κοινό, μια καθόταν μια ξανασηκωνόταν, κάνοντας απανωτά spoiler και απαντώντας σε όλες τις ερωτήσεις χωρίς ενδοιασμούς και αναστολές. Ωραίος άνθρωπος. Γεμάτος. Δεκτικός. Απλόχερος.
Εδώ σταχυολογώ κάποια από τα πολλά και θαυμαστά που άκουσα, κρατώντας όμως τις αποκαλύψεις για να αφήσω το σασπένς του βιβλίου να ξετυλιχτεί μονάχο του.
Αγαπητές και αγαπητοί, η Ιωάννα Καρυστιάνη δια στόματος Ιωάννας Καρυστιάνη.
Κάθε βιβλίο, μια νέα αρχή
Εννέα είναι τα βιβλία μου, τα μέτρησα προχθές, αλλά κάθε βιβλίο είναι ένα φτου κι από την αρχή, έτσι πιστεύω εγώ. Έχω διαγράψει στο μυαλό μου όλα τα προηγούμενα και θεωρώ μου ότι ουαί κι αλλοίμονο αν πατήσω σε συγγραφικά κεκτημένα, με την όποια εμπειρία έχω ήδη αποκτήσει, γιατί θεωρώ ότι πρέπει να ξεκινάω κάθε βιβλίο σαν να μην έχω γράψει τίποτα πριν.
Να είμαι γεμάτη με αμφιβολία για το κάθε τι και κυρίως με αμφιβολία για τον εαυτό μου, για το τι μπορώ με εντιμότητα να καταφέρω, κάτι ουσιαστικό που επιθυμώ πάντα.
Την ασφάλεια της πεπατημένης δεν την καταδέχομαι, γιατί πιστεύω ότι κατά κάποιο τρόπο που ληθαργοποιεί απαραίτητα στοιχεία για τον πεζογράφο για να βγει στην περιπέτεια της συγγραφής, όπως είναι η περιέργεια, η αυθορμησία, μια ετοιμότητα και μια οξυδέρκεια στο απρόσμενο, στο απροσδόκητο.
Η αρχή και ο ζόφος
Σε αυτό το βιβλίο, οι πρώτες σημειώσεις μου ανήκουν στο 2009, τότε που ολοκλήρωνα «Τα σακιά», τα οποία είχα σκεφτεί και πρωτοδουλέψει και πρωτοβάλει στο μάτι το 1999, δέκα χρόνια πριν. Στον πρώτο σκελετό που είχα κάνει με τους «Κορνιζωμένους» -που τότε είχαν άλλο τίτλο-, είχα μια λειτουργική, ας πούμε, παρατακτική εξέλιξη γεγονότων και χαρακτήρων με πολύ στέρεα επιχειρήματα, κίνητρα και τα λοιπά, αλλά δεν με κάλυπτε. Ένιωθα ότι έχουν γραφτεί πολλά καλά βιβλία σε αυτή την κατεύθυνση και σε αυτό το καλούπι.
Το άφησα. Προέκυψαν άλλα βιβλία, διηγήματα, μυθιστορήματα. Το ξανάπιασα το 2014. Πάλι κάτι μ’ έτρωγε. Δεν με ικανοποιούσε. Στο συρτάρι υπάρχουν πολλά ντοσιέ με πολλές ιδέες ανολοκλήρωτες, με φράσεις που με αναστατώνουν και που θέλω οπωσδήποτε να τις ψάξω πιο βαθιά και πιο ουσιαστικά.
Το άφησα και το 2014. Τότε που αισθανόμουν να πλησιάζει ένα ντοστογεφσκικό κλίμα ζόφου. Αισθανόμουν τη βία, την οσμιζόμουν να πλησιάζει. Μία βία πολλές φορές ασύμμετρη και επιταχυνόμενη, διαδιδόμενη σαν κύμα. Κάτι που πραγματικά με τρόμαζε. Πιστεύω ότι ήταν μια εξέλιξη ενός κενού αξιών, το οποίο οδηγεί σαν ένα κενό αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης και συγκρότησης εαυτού, με όλα τα δεινά ως επακόλουθα.
Ξεκινώντας λοιπόν ένα βιβλίο, πρέπει να κατέβεις από οποιαδήποτε κορνίζα μέσα στην οποία έχεις επαναπαυθεί. Και να είσαι έτοιμος να ρισκάρεις. Να είσαι έτοιμος να διαψευστείς. Να είσαι έτοιμος να αναζητήσεις ισορροπίες που ενδεχομένως δεν θα βρεις. Και να είσαι έτοιμος και ειλικρινής για τα ανολοκλήρωτα.
Ο αντιηρωικός Στέλιος Σπούγιας
Ήθελα έναν ήρωα που να είναι αντιηρωικός και να μην είναι αυτό που λέμε καταραμένος χαρακτήρας. Η λογοτεχνία, παγκόσμια και ελληνική, μας έχει εφοδιάσει με πολλούς ελκυστικούς καταραμένους χαρακτήρες των οποίων θαυμάζουμε την ευφυΐα, την ιδιοφυΐα, τη δεινότητα. Έχουν ένα γοητευτικό τρόπο. Έχουν σεξ απήλ. Έχουν κάτι τραβηχτικό επάνω τους· μέσα από αυτούς βλέπουμε διάφορες πλευρές της ζωής, τις παρυφές της κοινωνίας αλλά και το ίδιο το κέντρο. Δεν ήθελα έναν τέτοιο. Από την άλλη δεν ήθελα ούτε κάποιον επιδραστικό.
Ήθελα έναν άνθρωπο που σιγά-σιγά, καθώς θα προχωρούσα στο γράψιμο, να ταυτίζομαι με κάποιες πλευρές της ζωής του, να συμπονώ την ορφάνια του, το σκατοπασαλειμμένο σωβρακάκι των παιδικών του χρόνων, την υποτίμησή του από τη γυναίκα του, τη Χιονία, μέχρι που να καταλάβω περί τίνος πρόκειται πραγματικά. Να νιώσω άνω-κάτω και να γίνω κουρέλι.
Ήθελα ένα βιβλίο και ένα χαρακτήρα που να μην με παρηγορήσει, να μην με χαϊδολογήσει, να μην έχει μια ομαλή εξέλιξη και μια γλυκόπικρη έστω κάθαρση στο τέλος, για να πω «Ωραία, δόξα τω Θεώ, πάμε παρακάτω, όλα καλά».
Τίποτα από αυτά δεν ήθελα. Ήθελα να αναστατωθώ και να δοκιμαστώ.
Υπάρχουν βιβλία που γράφοντάς τα νιώθεις μια πηγαία ευφορία, μια ευχαρίστηση, μια αισιοδοξία. Προσωπικά, ίσως επειδή άρχισα μεγάλη να γράφω, ίσως επειδή δεν τα βρίσκω ούτε με τον εαυτό μου, θέλω να δοκιμάζομαι στο γράψιμο.
Και ο Στέλιος Σπούγιας μου παρείχε υλικό για να δοκιμαστώ. Ένας άνθρωπος διχασμένος, που λουφάζει ανάμεσα στο ψεύδος και στην αλήθεια, που έχει ένα εξωτερικό βίο καθόλα συνηθισμένο και έναν εσώτερο βίο, ο οποίος τον οδηγεί σε μια αποδιοργάνωση και μια πλήρη αποσυσχέτηση από την πραγματικότητα, από αυτά που συμβαίνουν γύρω του.
Τροφοδοτείται από πινελιές δυσοίωνες, από πράγματα που συμβαίνουν. Κινείται μεταξύ απάτης, εξαπάτησης των άλλων και αυταπάτης, μεταξύ ψεύδους και αλήθειας, μέχρι που χάνει τον πλήρη έλεγχο του εαυτό του, της ύπαρξής του.
Είναι ένας άνθρωπος διχασμένος, γιατί συνειδητά, διαπράττει το ασυγχώρητο έγκλημα.
Η ταύτιση και το έγκλημα
Υπάρχουν πολλές φορές στη λογοτεχνία ένα σωρό λύσεις για να φτάσουμε να κατανοήσουμε και να συγχωρήσουμε. Σε αυτήν την περίπτωση ήθελα σελίδα-σελίδα να ταυτιστούμε, να τον συμπαθήσουμε και στο τέλος να πέσουμε ξεροί. Γιατί πραγματικά αυτό που διαπράττει ο Στέλιος Σπούγιας είναι κάτι που ούτε εκείνος θα το ήθελε, ούτε εκείνος το πιστεύει…
Δύσκολη ιστορία. Ο ίδιος λέει ότι το να είσαι πατέρας είναι τίτλος ευγενείας. Το να ακούσεις ένα παιδί να σε λέει μπαμπά είναι το στέμμα σου. Ότι χωρίς το παιδί του νιώθει πτωχευμένος. Και όμως έχει διαπράξει το φρικοδέστερο των εγκλημάτων.
Ήθελα να ανησυχήσω τον κόσμο; Ήθελα κάτι που να μην είναι παρηγορητικό. Παρότι ευγνωμονώ την παρηγορητική λογοτεχνία. Η παρηγορία είναι κάτι πολύτιμο για τους ανθρώπους. Πολλές φορές το έχουμε ανάγκη και είναι σωτήριο. Αλλά κάποιες φορές μπορεί και να μας κρατάει εν υπνώσει.
Το βλέμμα, μια γλώσσα χωρίς λόγια
Ο Στέλιος Σπούγιας είναι κορνιζοποιός. Δεν έχει σημασία να μπεις σε ένα κορνιζάδικο. Αλλά να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει και να φανταστεί· όπως κάνω είτε ο ήρωάς μου είναι βοσκός, είτε είναι πλοίαρχος, είτε είναι καραβομάγειρας, είτε είναι ταξιτζής, είτε είναι κομμώτρια, είτε οτιδήποτε άλλο.
Πρέπει να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει, να φτιάξεις το πελατολόγιο, να φτιάξεις τι μπορεί να κορνιζώνει – γιατί ο Σπούγιας κορνιζώνει από αφίσες, κολάζ, παιδικές ζωγραφιές που του πάνε οι πελάτες του από τα παιδιά και τα εγγόνια τους, μέχρι σταρ του κινηματογράφου, τη Μάρθα Καραγιάννη κλπ. Κάποιοι παππούδες τού πάνε τον Ιωάννη Μεταξά, τον Παπανδρέου, τον Καραμανλή και οτιδήποτε άλλο. Κορνιζώνει ζαρτιέρες, ομφάλιους λώρους, σέξι λεπτομέρειες κλπ.
Και ασφαλώς φωτογραφίες. Εκεί αρχίζει η θητεία του λιγομίλητου συνήθως Σπούγια: η μελέτη των βλεμμάτων. Πιστεύω ότι το βλέμμα είναι μια γλώσσα χωρίς λόγια, γιατί αφηγείται, εκφράζει συναισθήματα όπως την ευχαρίστηση, τη θλίψη, την ανία, τον φόβο, την παραίτηση, τα πάντα. Μπορείς να τα δεις μέσα στο βλέμμα.
Κοιτώντας φωτογραφίες για να αποφασίσει τι κορνίζα θα βάλει, από φελλό, ξύλινη, πλαστική, από πλεξιγκλάς, χειροποίητη, μελετά τα μάτια και πηγαίνει πολύ βαθιά μέσω αυτών στο αδικαίωτο εν πολλοίς της ανθρώπινης περιπέτειας.
Πάλι με την αγάπη καταγίνομαι
Ο Στέλιος Σπούγιας πλαισιώνεται από πελάτες, από κάποιους ανθρώπους με τους οποίους δεν είναι βαθιά η φιλία, αυτό που λέμε πολύ στενός δεσμός – είναι ανίκανος να κάνει πολλούς στενούς δεσμούς, γιατί δεν έχει μάθει ποτέ την αγάπη, τη βαθιά, ουσιαστική και ανυπόκριτη αγάπη, λόγω των τραυματισμένων παιδικών του χρόνων. Οπότε, μου παρείχε τη δυνατότητα αυτό το σκληρό θέμα, με το ειδεχθές έγκλημα, να μελετήσω με ένα άλλον τρόπο την αγάπη.
Γιατί πάλι με την αγάπη καταγίνομαι. Δεν υπάρχει κανένα βιβλίο που δεν καταγίνομαι με την αγάπη, που δεν καταγίνομαι με οικογενειακές σχέσεις, με ανθρώπινες σχέσεις. Κανένα βιβλίο. Πελαγοδρομώ, πελαγώνομαι, που λέει και ο Παπαδιαμάντης στην «Νοσταλγό», αλλά με κινητοποιεί, με αναστατώνει διαρκώς και αχόρταγα. Διαρκώς το ψάχνω. Διαρκώς θέλω να καλύψω κενά. Διαρκώς θέλω να πάω παρακάτω.
Η βία και η αντίστιξη
Έφτασα να έχω τελειώσει το βιβλίο κάποιους μήνες πριν το παραδώσω στο Καστανιώτη γιατί δεν ήμουν σίγουρη ότι θέλω να ξαναβγάλω βιβλίο. Με είχε πονέσει τόσο πολύ η ιστορία με τη Γάζα, να βλέπω μωρά σκοτωμένα… Και γενικά, μία βία που έπαιρνε μορφές ανεξέλεγκτες παντού και σε κάποιες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, την έβλεπα να ασκείται χωρίς αναστολές, για να μην πω μερικές φορές και με άνεση.
Το πήγα το βιβλίο τελικά, το είχα τελειώσει μήνες πριν και το πήγα τελευταία στιγμή.
Υπάρχει μία αντίστιξη μέσα σε αυτό το σκοτεινό και δύσκολο βιβλίο, ο γιος και η αγαπημένη του η Κλέα.
Πάντα νιώθω μια ένοχη απέναντι στα νιάτα; Τα αποθεώνω με υπερβολικό τρόπο; Χαλάλι τους. Χαλάλι τους, χαλάλι στα νέα παιδιά. Τους έχουμε κόψει τον ορίζοντα. Από φθόνο, από ενοχή;
Σαν να καταναλώνουμε πολύ περισσότερο χρόνο από όσο δικαιούμαστε εμείς οι απόμαχοι. Σαν να μεγαλοποιούμε τη δικιά μας ύπαρξη, τη δικιά μας συμμετοχή μέσα στην ίδια τη ζωή. Σαν να φοβόμαστε το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η ονειροπόλησή τους.
Αγάπη λοιπόν υπάρχει σε όλες τις σελίδες, με κάποιον τρόπο, με πολλούς τρόπους, με δύσκολους τρόπους και με άλλους που είναι παρηγορητικοί και που είναι ένα χάδι.
Από τον Χρόνη που ήθελε να χαϊδεύει τη θάλασσα και να τη σφίγγει στην αγκαλιά του, από τους δύο Κρητικούς επιπλοποιούς που φτιάχνουν ξυλόγλυπτα έπιπλα και καρεκλάκια και πιστεύουν ότι στην εποχή μας η καλή καρδιά δεν περνάει, η αγάπη δεν περνάει, αλλά αυτοί έχουν αποφασίσει να έχουν καρδιά από τη φαλάκρα μέχρι τις φτέρνες τους.
Υπόκωφο πολιτικό σχόλιο
Είναι ένα βιβλίο που αρχίζει το 2015 και τελειώνει το 2018. Δεν καταγίνεται άμεσα με τα πολιτικά, θα μου ήταν πάρα πολύ εύκολο να το κάνω, αλλά δεν το επιθυμούσα καθόλου. Προτιμώ να είναι πιο υπόκωφο και πιο βαθιά η ματιά, λιγότερη, και να βγάζω μπροστά ανθρώπινους χαρακτήρες, πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές, κομπάρσους, οι οποίοι με τον τρόπο τους δείχνουν πώς ζυγίζεται στο καντάρι της καθημερινότητας η πολιτική, ελληνική, ευρωπαϊκή, παγκόσμια κλπ.
Να σας πω ότι πολλές φορές έχω πιάσει βιβλία που έχουν μια βαρύτιμη κορνίζα, πολύ θεαματική, και στη μέση κάτι τσουρούτικο. Ελπίζω στο δικό μου να υπάρχει κάτι που θα μας βάλει σε σκέψεις και που θα μας κάνει να συνεισφέρουμε με δικούς μας στοχασμούς και δικούς μας προβληματισμούς.
Το κείμενο σηκώνει κεφάλι
Το έχω ξαναπεί ότι ως αναγνώστρια (και είμαι καλύτερη αναγνώστρια παρά συγγραφέας) δεν είμαι λάτρης των βιβλίων που είναι σαν ένας φάκελος με δικόγραφα με ένα δια ταύτα στο τέλος.
Αγαπώ πάρα πολύ και σέβομαι και εκτιμώ τον αναγνώστη και θέλω ο ίδιος ο αναγνώστης να έχει την ελευθερία και την πρωτοβουλία να αμφισβητήσει, να αμφιβάλλει, να συμπληρώσει.
Αρκεί το ίδιο το κείμενο να είναι έτσι. Αν σέβεσαι το κείμενό σου, δεν το θεωρείς υπάλληλό σου και υπηρετικό σου προσωπικό (που δεν έχουμε), δεν το θεωρείς ένα χαϊδεμένο κουταβάκι· το κείμενο σηκώνει κεφάλι και σου γυρεύει περισσότερη τόλμη, σου γυρεύει περισσότερη αλήθεια.
Πολλές φορές λέμε ότι υποδεικνύει κλειστές πόρτες και σου λέει αν έχεις τα κότσια πάρε την αρμαθιά τα κλειδιά και άνοιξε τες και αυτές.
Βιβλίο με βιβλίο, καταλαβαίνω ότι το κείμενο κάνει και κάτι άλλο: Μας λέει καμιά φορά, έχεις αφήσει διάπλατα ανοιχτά κάποια παράθυρα. Σφάλισε μερικά. Μάζεψε μερικά παντζούρια. Γιατί αυτό είναι ζωή. Έτσι δεν είναι;
Info: Η Ιωάννα Καρυστιάνη γεννήθηκε το 1952 στα Χανιά της Κρήτης από γονείς Μικρασιάτες. Σπούδασε νομικά. Επαγγελματικά ασχολήθηκε με το σκίτσο και την εικονογράφηση. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λογοτεχνία το 1994, με τη συλλογή διηγημάτων «Η κυρία Κατάκη». Ακολούθησε το μυθιστόρημα «Μικρά Αγγλία», το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, το 1998, και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας και για το λογοτεχνικό βραβείο Balkanika. Το επόμενο μυθιστόρημά της, «Κουστούμι στο χώμα», τιμήθηκε με το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» το 2001.
Όλα τα βιβλία της Ιωάννας Καρυστιάνη κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.