Εμ, Aime  ή αλλιώς οι επιπτώσεις των πράξεών μας (γράφει η Βασιλική Κοντογιάννη)

0
191
Kim Τhuy

 

γράφει η Βασιλική Κοντογιάννη

 

Άγνωστη η Κιμ Τούι ως τώρα στον αναγνωστικό μου κόσμο. Κι όμως εισέβαλε με αποφασιστική γραφή, κρατώντας από τις πρώτες φράσεις την έλξη που ασκεί το κείμενο στον αποδέκτη. Είμαι αποδέκτης; Ίσως.  Τι μου έλεγε ως τώρα ο πόλεμος του Βιετνάμ;

Το τρομαχτικό δράμα που ξετυλίχτηκε από τη διαμάχη των ισχυρών, τους ανάπηρους, ψυχικά και σωματικά στρατιώτες των ΗΠΑ, που δεν κατάφεραν να επανέλθουν στην ισορροπία. Τις φρικτές σκηνές με τις φωτογραφίες από τον πόνο των αμάχων Βιετναμέζων. Τους ανθρώπους που ταξίδεψαν με καρυδότσουφλα, χωρίς τίποτα μαζί τους, ξεμπαρκάροντας σε άλλη γη.

Κι έπειτα, το ορφανό που υιοθέτησε η γαλλίδα φίλη μου από το Βιετνάμ, τού έδωσε καινούριο όνομα. Τον ονόμασε Théodore.  Εκεί, της είπαν, όταν πεθαίνουν οι μητέρες, ο πατέρας κάποτε μπορεί και να αφήσει το παιδί στον τάφο της γυναίκας του, απελπισμένος, αφού  δεν έχει τρόπο να το ζήσει. Η Michelle  συνάντησε  το αγόρι σε ορφανοτροφείο, που λειτουργούσε μέσα σε μοναστήρι καθολικών καλογραιών.

Και τώρα, με το βιβλίο των εκδόσεων της Άγρας, στην ωραία μετάφραση της φίλης Λίζυς Τσιριμώκου, το Βιετνάμ έρχεται να καρφωθεί στο κέντρο των δικών μας αναζητήσεων, όχι μόνο ιδεολογικών, πολιτικών, πολιτισμικών και άλλων, αλλά στο κέντρο της συγχρονίας μας, όπου οι διεθνείς σχέσεις μάς αναγκάζουν να βλέπουμε επαναλήψεις του έργου. Έτσι διακρίνεται καθαρά η αληθινή δύναμη της εκδοτικής επιλογής. Ο Σταύρος Πετσόπουλος σχολιάζει τον κόσμο μας και προτείνει  λύσεις  ή απαντήσεις για τα προβλήματά μας, επιλέγοντας το βιβλίο. Επειδή η έκδοση είναι πάντα –είτε το διακηρύσσει είτε όχι- πολιτική πράξη.

Σφυρηλατημένη αδρά, πάνω σε καυτά υλικά της μνήμης, η αφήγηση στηρίζεται σε μικρότατα τμήματα, που εξελίσσονται με γοργούς ρυθμούς. Έτσι ο χρόνος συντομεύεται, αλλά τα γεγονότα και τα πρόσωπα προβάλλουν με καθαρότητα σε αυτές τις αλληλουχίες. Ο τρόμος, το μίσος, ο πόλεμος και η υπέρβασή του από τη ζωή, ξεδιπλώνονται  με λιτή γραφή.

Διάβασα την παρουσίαση του Γιώργου Βέη στην Καθημερινή, για το μυθιστόρημα (10.2.25), με τίτλο «Στο Βιετνάμ πυρπόλησαν την αγάπη». Στη συνομιλία που ακολούθησε εκείνος  τόνισε  πως « Η γραφή της [Κιμ Τούι] Εμ  βγαίνει από τα σωθικά  του Βιετνάμ». Ναι. Είναι μυθιστόρημα; Είναι αυτοβιογραφικό εν μέρει έργο; Είναι σύγχρονη πολιτική πραγματεία διεθνών σχέσεων;  Οπωσδήποτε θέτει σειρά ερωτημάτων.  Το βιβλίο γράφτηκε από την Κιμ Τούι, που γεννήθηκε στη Σαϊγκόν  το 1968, σε οικογένεια λογίων,   έφυγε με τους boat people, εγκαταστάθηκε με τους δικούς  της στο Κεμπέκ του Καναδά.  Στο Μόντρεαλ  συγγράφει και από εκεί απευθύνεται προς το παγκόσμιο κοινό. Γλώσσα των πρωτοτύπων έργων της φαίνεται πως είναι η γαλλική, από αυτήν άλλωστε προέρχεται η ελληνική μετάφραση. Ενταγμένη φυσιολογικά στη σύγχρονη λογοτεχνία του Κεμπέκ, η συγγραφέας ανοίγεται από εκεί σε ευρύτατους ορίζοντες.

Νέα, με την πρώτη κιόλας εμφάνιση, τιμήθηκε με αναγνώριση. Το βιβλίο που μας κρατά κυκλοφόρησε το 2020. Γράφτηκε και δημοσιεύτηκε πριν τον πόλεμο της Ουκρανίας, πριν τα γεγονότα που διασαλεύουν τους κανόνες, όπως τους ελπίζουμε τουλάχιστον ή όπως διαμορφώθηκαν  μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πριν την αγωνία της Ευρώπης, που τη ζούμε τώρα στην πολιτική της όψη με τις στρατιωτικές προεκτάσεις.

Aime, η λέξη από τη γαλλική γλώσσα, λέξη που μεταφέρεται σε διαφορετικό περιβάλλον. Αγάπα.  Από τη γαλλική Ινδοκίνα ξεκινά το βιβλίο, υπενθυμίζοντας  τους απάνθρωπους όρους με τους οποίους ασκήθηκε η αποικιοκρατία. Οι ήρωές του, ο γάλλος κτηματίας Αλεξάντρ, που φυτεύει εβέες για παραγωγή καουτσούκ, και η αγαπημένη του, η Μάι, βιετναμέζα επαναστάτις, που έρχεται να καταστρέψει τη φυτεία, ερωτεύονται και γεννούν μια κόρη. Σε αυτόν τον έρωτα θα στηριχτεί η ρίζα της αφήγησης. Ο έρωτας και τα δικά του έργα καθορίζουν τη φύση των πραγμάτων εντέλει, σε διαφορετικούς κόσμους και σε διαφορετικές συναντήσεις των λαών. Δεν πρόκειται ωστόσο για γλυκερό συναισθηματισμό της γραφής, αλλά για τραχύ αγώνα επιβίωσης.

Γέννημα του έρωτα αυτού η Ταμ θα επιβιώσει του θανάτου των γονέων, αλλά θα τους θυμάται αγαπημένους στην αιώρα τους, μέσα στον παραδεισιακό κήπο του αρχικού σπιτιού. Θα χάσει ό,τι έμεινε από την περιουσία του πατέρα, θα χάσει την τροφό που την φρόντισε για χρόνια, θα κινδυνεύσει να πεθάνει και η ίδια στην εφηβεία, όταν οι άμαχοι σωριάζονται νεκροί από επιθέσεις. Κι όμως την σώζει ένας πιλότος ελικοπτέρου, Αμερικανός, που βλέπει το κορίτσι και κατεβαίνει να το κρατήσει στη ζωή. Αυτός ο πιλότος και η αγάπη του για το κορίτσι θα αποτελέσουν το δεύτερο κεντρικό επεισόδιο του βιβλίου. Όταν θα την ξαναβρεί αργότερα, ως έφηβη πια, και θα την αναγνωρίσει στη Σαϊγκόν, στο ορφανοτροφείο, αγαπιούνται. «Την έπεισε να παραμείνει στη Σαϊγκόν,  να τον περιμένει στη Σαϊγκόν,  να τον αγαπήσει στη Σαϊγκόν.»  Αν οι γονείς της Ταμ είχαν στη διάθεσή τους τρία περίπου χρόνια αγάπης, εδώ η αφήγηση δίνει τρεις μέρες στον ήρωα και την ηρωίδα.  «Πέρασαν τη νύχτα εκείνος ζητώντας της συγγνώμη κι εκείνη αγαπώντας τον. Όταν το βλέμμα του βυθίστηκε στο βλέμμα της Ταμ, έπαψε μέσα του η σύγκρουση ανάμεσα στον άντρα και στον στρατιώτη. Ένιωσε επιτέλους δικαιωμένος που είχε αψηφήσει την ανθρώπινη τρέλα και είχε κατορθώσει να διατηρήσει ό,τι έμενε από την αθωότητα. Την τρίτη μέρα, ο πιλότος έπρεπε να επιστρέψει στη βάση. Θα επέστρεφε. Η Ταμ τον περίμενε επί τρεις ώρες, τρεις μέρες, τρία χρόνια. Συνέχισε να τον περιμένει χωρίς να μετρά όμως πια τις εβδομάδες, τους μήνες, τις δεκαετίες. Διότι οι τρεις μέρες μαζί του είχαν γίνει αιωνιότητες, οι δικές της αιωνιότητες.» (σ.60-61)

Εκείνος σκοτώθηκε.

Το παιδί που γεννιέται από αυτόν τον έρωτα, δεν θα μπορέσει η μητέρα να το κρατήσει  ούτε να το μεγαλώσει, αφού δουλεύει στον πληρωμένο έρωτα στη Σαϊγκόν. Εγκαταλειμμένο σε έναν πάγκο του πάρκου, το μωρό θα επιζήσει χάρη στη φροντίδα του Λούις, ενός άλλου ορφανού, που γεννήθηκε στη συνάντηση  της Αφρικής, της Αμερικής και της Ινδοκίνας.  Η εμ Χόνγκ, η αδελφή  Χονγκ, είναι το όνομα που το οχτάχρονο αγόρι  δίνει στο μωρό. Το γαλλικό ρήμα, σε προστακτική, έχει εδώ μετατραπεί σε όνομα, σε μικρό όνομα, και αντιστοιχεί στον τίτλο του βιβλίου. Σημειώνει εισαγωγικά η συγγραφέας: «Η λέξη ἐμ  (em) δηλώνει πρωτίστως τον μικρό αδελφή ή τη μικρή αδελφή σε μια οικογένεια· […] Μου αρέσει η σκέψη ότι η λέξη ἐμ είναι ομώνυμη με το ρήμα αγαπώ (aimer) στα γαλλικά, στην προστακτική : aime. Aime. Aimons. Aimez. Να αγαπάς. Να αγαπάμε. Να αγαπάτε.» (σ.7)

Η τύχη των ορφανών του Βιετνάμ, γόνων των ερώτων αμερικανών στρατιωτών και βιετναμέζων γυναικών, ανοίγεται με αιχμηρές εικόνες καθώς προχωρά η αφήγηση. Σε αυτήν, τα πρόσωπα συγκεκριμένων ανθρώπων και οι αποφάσεις τους, με όσες θυσίες απαιτούν ή όση παράνοια εμπεριέχουν –για τις σκοτεινές μορφές- διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο.

Αλλά χρειάζεται  να επιστρέψουμε στην κυρίως πλοκή, που συνιστά το καθαρό νήμα του έργου: Η αφήγηση θα δώσει  στους κεντρικούς ήρωες την ανακούφιση ψυχής και συναισθημάτων. Η Ταμ θα ξαναβρεί την κόρη της, χωρίς να το γνωρίζει συνειδητά. Θα μπορέσει να ζήσει μαζί της, και θα πεθάνει σε ώριμη ηλικία πια, δίπλα στον άνδρα που την αγαπά και τη φροντίζει, τον Ισαάκ· θα πεθάνει με σαφή ανάμνηση  ως προς την καταγωγή της  από τον πολιτισμό του Βιετνάμ.

Η τύχη της εμ Χονγκ, που αργότερα μετονομάστηκε σε Έμμα –Τζαντ,  γίνεται  προοπτική την οποία το βιβλίο αφήνει ανοιχτή.

Με καθαρές κινήσεις πάνω στον αφηγηματικό χρόνο, ο οποίος δεν αναπτύσσεται ευθύγραμμα, αλλά αντίθετα σχολιάζει με την απρόβλεπτη ροή του την πλοκή κι ερμηνεύει τα πρόσωπα, η συγγραφέας φανερώνει πόσο καλά ασκεί την τέχνη της γραφής.

Το τέλος του έργου ανοίγεται στη διάσταση της διεθνούς πολιτικής, που καθορίζει το υπόβαθρο του βιβλίου: την ιστορική διάσταση.  Ο παραλογισμός και η φρίκη του πολέμου, με την αναπόσπαστη από αυτόν βία, όπως καταστρέφει λαούς και άτομα, διαθλώνται καταιγιστικά στα στοιχεία που παραθέτει η Κιμ Τούι. Τα τεκμήρια φωτίζουν εκ των υστέρων την αφήγηση, για άλλη μια φορά, συνδέοντάς την καίρια με τη δική μας συγχρονία.

Αν το Βιετνάμ γίνεται εδώ  μνήμη πληγών που διάρκεσαν ή και διαρκούν ακόμα, ο τίτλος του βιβλίου υποδεικνύει  την οδό της θεραπείας.  Μοναδική ίσως διέξοδο;

 

 

Kim  Thuy, ἐμ , Μετάφραση από τη Λίζυ Τσιριμώκου, Άγρα 2024

Προηγούμενο άρθροΣτο Δρομοκαΐτειο ή ο Κάφκα στην Καλλιθέα. (του Φώτη Θαλασσινού)
Επόμενο άρθροΔιεγείροντας την περιβαλλοντική φαντασία των παιδιών μέσα από το εικονογραφημένο βιβλίο (της Ρόζης- Τριανταφυλλιάς Αγγελάκη*)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ