γράφει ο Φώτης Θαλασσινός
Η τελευταία φωτογραφία που έβγαλα ήταν μια εγκαταλελειμμένη ξερακιανή αυλή κάπου κοντά στο σπίτι μου στην Καλλιθέα. Έμοιαζε με αποδιοργανωμένο τοπίο αλλά είχε μια σουρεαλιστική και συνάμα αρμονική συνοχή. Αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία εντός της αυλής ήταν τα στοιχεία μιας αρμονίας απ’ αυτές (τις αρμονίες) που και το έργο του Ιερώνυμου Μπος και του Μπρέγκελ εμπνέουν στους θεατές τους. Ίσως η αυλή να ήταν η ψυχή μου. Ή ίσως ένα προείκασμα της μεταμόρφωσής μου σε άνθρωπο σε κατάσταση σοκ μετά και απ’ τον ακούσιο εγκλεισμό για μια βδομάδα στο σκοτεινό δάσος του Δρομοκαϊτείου.
Μετά την φωτογραφία με πένθιμο ρυθμό βάδιζα και ο βηματισμός μου είχε την σιωπή του αποφασισμένου να δώσει τέλος στην ζωή του. Όταν μπήκα στο σπίτι οι στενοχώριες, οι φοβίες, οι τρόμοι ήταν σουβλιές ανελέητου πόνου στο μυαλό και το σώμα μου. Αλλά η νηφάλια σκέψη ότι ήθελα να αυτοκτονήσω ήταν αμετακίνητη. Ξάπλωσα μπρούμητα στον καναπέ και χωρίς καμιά δεύτερη σκέψη, πήρα μια χούφτα Xanax, περίπου 15 στον αριθμό χαπιών. 15 mgr. Είπα, “ίσως η μητέρα μου και ο αδερφός μου να μ’ αγαπήσουν έτσι”. Μπήκα, με την κατάχρηση του ηρεμιστικού, σε μια ζώνη θαμπάδας. Υπήρχε ορατότητα αλλά δεν υπήρχε σαφήνεια. Σ’ ένα αξεπέραστο μπέρδεμα και σε μια ανικανότητα να σκεφτώ τί έχω ακριβώς κάνει και νόμιζα, κάποιες φορές, πως ό,τι έβλεπα και βίωνα ήταν μια ψευδαίσθηση.
Η κλήση της γραμμής βοήθειας, 1018, γραμμής που βοηθά αυτόχειρες την στιγμή του αυτοκτονικού συμβάντος ή του αυτοκτονικού ιδεασμού, αλλά και που δεν τους βοηθά επί της ουσίας γιατί συνεργάζεται με την αστυνομία. Μια γραμμή που συνδέει το πιο απερινόητο, αχαρτογράφητο και αδιάβατο/κακοτράχαλο και κρημνώδες βουνό της ανθρώπινης ύπαρξης, αυτό της ψυχής, με την διαχρονικά κτηνωδέστερη λαγνεία και θέληση του είδους μας. Την λαγνεία να αποζητάμε την εξουσία και την θέλησή μας να παλέψουμε έως και ισόβια για την κατάκτησή αυτής. Μια τηλεφωνική γραμμή που είναι καλύτερο να μην χρησιμοποιούν ευάλωτοι και ευγενικοί άνθρωποι. Θα τους χτυπήσουν τα κουδούνια η διαφθορά, η κατάχρηση εξουσίας και όλου του είδους οι κατασταλτικές δυνάμεις. Οι κατασταλτικές αστυνομικές δυνάμεις που ταπεινώνουν, εξευτελίζουν. Που καταλύουν την ελευθερία του ανθρώπου να ορίζει την διαχείριση της ζωής του και την μορφή που θα έχει η έκκλησή του σε βοήθεια.
Να μπαίνουν στο σπίτι σου πέντε και έξι -δεν θυμάμαι τον αριθμό στην περίπτωσή μου- αστυνομικοί, αγριεμένοι, με το ψαρωτικό τους βλέμμα και να σε τρομάζουν περαιτέρω, την ίδια στιγμή που εσύ ακόμη και λιγοψυχώντας θέλεις κάποιον να σε ρυμουλκήσει απ’ τα σκοτάδια της αυτοκτονικότητας στο φως της ελπίδας. Έναν ειδικό ψυχίατρο, μια γυναίκα κοινωνική λειτουργό. Ερείσματα από φωνές λογικής και ενδυνάμωσης. Με κομμένες τις εκπνοές σου να αναβλέπεις και αντί να έχεις επάνω σου λειτουργούς της υγείας και της επανένταξης στην πρότερη κοινωνική και ιδιωτική ζωή σου να βρίσκεις ένστολους κάποιων ακατάλληλων γενικών καθηκόντων. Η διαμαρτυρία με τον ήχο μιας κραυγής απόγνωσης, η απόπειρα αυτοκτονίας, όλες οι αυτοβλαπτικές συμπεριφορές αιτούνται το ίδιο πράγμα. Την διαφύλαξη μιας αξιοπρεπούς ζωής. Κάποιος μπορεί να πεθάνει με την εκούσια του αυτοθυσία, πριν να προλάβουν να επέμβουν οι ειδικοί. Κάποιοι άλλοι μπορεί μέσα στην ατυχία τους να λάβουν μια τραυματική προστασία απ’ τους ανθρώπους σύμβολα της νομιμοφροσύνης και της πειθαρχίας, της ιεράρχησης των συνανθρώπων τους σε κατώτερους και υποταγμένους. Αν οι αστυνομικοί θέλουν να φανούν για έστω μια φορά θαρραλέοι, ας αναζητήσουν από θεραπευτές με ευρύστερνες αγκαλιές να είναι πιο σημαντικοί για τα αιτήματα των απελπισμένων. Παρόντες στους τόπους που γίνονται απόπειρες οφείλει το κράτος να ορίσει και ειδικούς.
Μπήκαν μέσα. Τρόμαξα. Ήταν τόσο πολλοί και ανειδίκευτοι που ένιωσα σαν κακοποιημένο αδέσποτο σκύλο στα χέρια του διεστραμμένου βασανιστή του. Ένιωσα ότι δεν θα με καταλάβαιναν. Αυτοί είχαν την γλώσσα της καταστολής κι εγώ ποθούσα την άλλη της παρηγοριάς. Σε κάποια φάση έκαναν έναν μικρό έλεγχο σε κάτι ντουλάπια και βρήκαν την εφημερίδα Μακελειό με πρωτοσέλιδο εμένα. O Στέφανος Χίος είχε την φαεινή ιδέα να ονοματίσει τον πιο φοβισμένο άνθρωπο από καταβολής κόσμου ως τρομοκράτη. Και εννοώ εμένα. (σ.τ.σ. αυτήν την ιστορία την έχω γράψει σε παλιότερο κείμενό μου.) Θυμάμαι αχνά έναν ένστολο άντρα ανάμεσα στους πολλούς. Κίβδηλος με κίβδηλο λόγο με καλόπιανε και μου έλεγε με ακατάσχετους ρυθμούς ψέματα ότι ενδιαφέρεται για την υγεία μου, ενώ αυτός πυροδότησε το άνοιγμα των θυρών για να υποπέσω σε κατάσταση εξαίρεσης. Ο Αγκάμπεν και άλλοι λιγότερο γνωστοί φιλόσοφοι ορίζουν αυτήν την κατάσταση ως την συνθήκη να εκπίπτει το θύμα σε έναν βιολογικό οργανισμό χωρίς τις νομοθετικές προστασίες του. Γίνεται μόνο κρέας. Ένας κρέας που πάλλεται από ζωή αλλά δεν έχει το θεμελιώδες δικαίωμα: το δικαίωμα να έχει δικαιώματα.
Από εκείνη την στιγμή και μετά ήμουν υπό τον έλεγχο ενός κάποιου απροσδιόριστου και φευγαλέου πράγματος κατά τον ίδιο τρόπο που υπήρξε δεσμώτης και ο ήρωας Κ. του Κάφκα στο μυθιστόρημά του Ο Πύργος. Η αβοηθητότητά μου απολυτοποιούνταν με τον γρήγορο ρυθμό που όλες οι προσπάθειες να εικάσω τον αρχηγό αυτής της σκευωρίας ματαιώνονταν. Δεν μπορούσα να φτάσω πουθενά και όλο και πιο πολύ βυθιζόμουν στις εξοντωτικές πολιτικές ενός χαοτικού κράτους. Καλό είναι να μην λυγίζει κανείς στο καταγέλαστο βλέμμα της εξουσίας. Η εξουσία είναι ένας παραλογισμός που καταξεσκίζεται απ’ την λογική. Στάθηκα απέναντι της να εμφορούμαι απ’ όλες τις πυρωμένες διδαχές ανθρώπων που ξεχώρισαν.
Με συνοδεία αστυνομικών και ασθενοφόρου πήγα στο Τζάνειο Νοσοκομείο, Μου συμπεριφέρονταν σαν να ήμουν κρατούμενος σε φυλακές υψίστης ασφαλείας στο Γκουαντάναμο. Ήπια πέντε μπουκάλια από ένα ειδικό μπλε υγρό και ο γιατρός μου είπε ότι είμαι ελεύθερος. Ξεκίνησα προς την κατεύθυνση των ταξί για να επιστρέψω σπίτι μου και κάπου εκεί άρχισε να χτυπά επίμονα το τηλέφωνο με απόκρυψη του αριθμού του καλούντα. Το σήκωσα και ήταν ο αστυνομικός που με λογική εξαπάτησης ξεστόμισε μια σειρά από ψέματα ότι θέλει να συναντηθούμε στο καφέ έναντι του νοσοκομείου γιατί, όπως είπε, ενδιαφερόταν να δει κι ο ίδιος αν είμαι καλά. Στην πιο εύθραυστη φάση της ζωής, σ’ αυτό το χαμηλό όλων των εποχών μου του βάθους, ο εξωνημένος ήθελε να με γδάρει.
Με πέταξαν μαζί με μια συνάδελφό του, της οποίας το πρόσωπο θυμάμαι πολύ καλά, στο αυτοκίνητο και με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα της Καλλιθέας . Στο γραφείο, όπου και συνολικά έμεινα δέκα ώρες ήταν διαδοχικά οι δύο αξιωματικοί υπηρεσίας και κάποιοι αστυνομικοί. Από εκεί ξεκίνησε μια λεκτική σφοδρή κακοποίηση. Το φοβισμένο μου πρόσωπο έγραφε μαζί με τον φόβο μου, αξιοπρέπεια και όραμα. Και τα οράματα η ανθρωπότητα δεν τα θέλει, τα ανθρωπιστικά οράματα ποτέ δεν τα θέλουν. Είναι το αντίπαλον δέος που συγκρατεί τις μοντέρνες δημοκρατίες να μην εξοκείλουν σε εφαρμογή πρακτικών τιμωρητικότητας. Εκεί μέσα στο κελί που ονομάζουν οι δεσμώτες μου χώρο εργασίας προπηλακίστηκα και έμεινα πιο μόνος από ποτέ και από οποιονδήποτε άλλο έχει νιώσει με βιαιότητα την ανημποριά του να στηρίζει με ί-δι-ες δυνάμεις τα δίκια του. Καταδικάστηκα ερήμην μου. Ήμουν τόσο νηφάλιος πια. Η κράτηση μου είχε απονομιμοποιηθεί.
Εντός χλεύης, απόρριψης και αφ’ υψηλού ακρόασής μου, μαζεύτηκα σε μια τρεμάμενη ψιθυριστή φωνή. Αλλά έστω και σαν να ψευδίζω ο Φουκώ και αναρχικοί που έχω χρόνια μελετήσει ενέπνεαν μια δύναμη που δεν μπορούσε κανένας να κατασιγάσει. Μπορεί ανήμπορος, και προσβεβλημένος, άλλα με μια δύναμη αφορμώμενη από την αντάρα των αναρχικών θεωριών. Ο άνθρωπος νομίζει πως οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν πολύ πριν αυτό συμβεί πραγματικά. Ενώ ήμουν σε κατάσταση εξαίρεσης, ήμουν μαζί και λύκος.
Ήθελα να πάω σπίτι μου να ξεκουραστώ. Οι αστυνομικοί γελούσαν μαζί μου κατά τον τρόπο που ο αρσενικός γελάει και ταπεινώνει τον τρελό του χωριού. Σηκώθηκα πάνω και με την αδυναμία ενός κάποιου που μπορεί να έχει μια ένταση φωνής ίσα για να υποτονθορύζει, ρώτησα αν μπορώ να πάω προς το σπίτι μου. Κατευθείαν σηκώθηκαν ο αξιωματικός υπηρεσίας με τον άλλο που βρισκόταν στον χώρο και με ειδικά χτυπήματα (ανάμεσα τους και το στερεοτυπικό κεφαλοκλείδωμα) με ακινητοποίησαν και με έβριζαν με τις πιο χυδαίες λέξεις, οι περισσότερες ήταν λέξεις που δεν γνώριζα για να είναι μπορετό να τις ανακαλέσω εδώ. Δεν με έβριζαν απλώς, ούρλιαζαν ηδονικά με όσα εξέφεραν τα απύλωτα στόματά τους. Είχα γίνει το άθυρμά τους. Προσπάθησαν να μου βάλουν χειροπέδες, και σ’ αυτή την ύστατη αγωνία μου αν θα αντιληφθούν την κατάχρηση εξουσίας, ευτυχώς και για κάποιο ανεξιχνίαστο λόγο επικράτησε η λογική. Το πρωί με την αλλαγή φρουράς και αφού είχα πια γίνει μικρότερος και πιο ονειδισμένος απ’ τους φυλακισμένους, ήρθαν οι οδηγοί που θα με μετέφεραν στο Δρομοκαΐτειο.
Εκεί μια δεύτερη απόπειρα να μου βάλουν χειροπέδες. Πέρασαν την μία χειροπέδη στην προσπάθεια τους να με ταπεινώσουν και να με συμμορφώσουν με την αθέλητη κατάποση της βούλησης μου και τον εξαναγκασμό μου να συναινώ με βασανιστικές πιέσεις σε κάθε τους κουβέντα. Κάτι στο οποίο αντιτάχθηκα και στην διάρκεια όλης της νοσηλείας μου στο Δρομοκαΐτειο. Οι χειροπέδες απομακρύνθηκαν απ’ τα χέρια μου.
Κείμενο, Φωτογραφίες, Φώτης Θαλασσινός-https://fotisthalassinos.gr/