του Λευτέρη Ξανθόπουλος
Τα παλιά χρόνια ο πατέρας, καπνεργάτης στην Καβάλα του μεσοπολέμου και φυματικός, κάπνιζε μανιωδώς τσιγάρα γλυκόπιοτα «Αμφίπολις», αργότερα το γύρισε στα «Ξάνθη», στο μπλε κουτί, και οι δύο μάρκες στούκας, δηλαδή σέρτικα τσιγάρα και πάντα από τα μέρη του. Η λέξη σέρτικος, από το τουρκ. sert σκληρός, βαρύς, χαρακτήριζε τα σιγαρέτα που παράγονταν από τον μακεδονίτικο μικρόφυλλο καπνό μπασμά.
Η Μακεδονία που γνώρισα εγώ, με κέντρο την πόλη της Καβάλας, είναι μια σέρτικη και γλυκόπιοτη γεωγραφική περιοχή. Ακόμα, η Μακεδονία είναι ένας τόπος φοβισμένος, σε αντίθεση με την Νότια Ελλάδα και ιδίως την Πελοπόννησο, τους πελοποννήσιους και λοιπούς πλαιοελλαδίτες που έχουν βαλθεί να τα βγάλουν όλα στη φόρα και με το παραπάνω.
Η Μακεδονία φοβάται να εκτεθεί και κρύβεται. Θες διότι οι σιωπηλοί και λιγομίλητοι ντόπιοι από τη μια, θες διότι από την άλλη οι κυνηγημένοι πρόσφυγες από τον Πόντο και τα μέρη της Ανατολής, τα υποκείμενα της αποτρόπαιης σύγχρονης ιστορίας, αρνούνται να μεταφέρουν την ηφαιστιακή ιστορική τους μνήμη, βίωμα και τραύμα στον καθημερινό προφορικό λόγο, να την μετατρέψουν σε αφήγηση και στη συνέχεια σε αφήγημα. Τα περισσότερα στόματα ανοίγουν δύσκολα ή παραμένουν δια παντός σφραγισμένα για την Αθηνά Παγκρατίδη που ψάχνει την αλήθεια στο Άκυρο Αύριο.
Σε μια περιοχή γεμάτη ιστορίες χωρίς τέλος και με ποτάμια το αίμα να ρέει ακόμα νωπό στους δρόμους, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρεις από κάτω θραύσματα ιστορίας, από την εποχή των λημναίων προϊστορικών οικισμών μέχρι τη δυναστεία των Μακεδόνων, τον Φίλιππο, τον Αλέξανδρο, την κραταιά Κωνσταντινούπολη, την Ορθοδοξία, τις τρεις πρόσφατες βουλγαρικές κατοχές στον περασμένο αιώνα (1913, 1916, 1941), τους παλαιούς πρόσφυγες και τους νεώτερους, οικονομικούς κυρίως μετανάστες ως στις μέρες μας.
Δεν ήταν μόνο το πράσινο, δεν ήταν μόνο το μαύρο, υπήρχε και το χρώμα της απουσίας. Από όσους διέσχιζαν την περιοχή ορισμένοι θάφτηκαν βαθιά στο κόκκινο χώμα, απομεινάρια και θρύμματα πολιτισμών που έσβησαν, πολεμιστές που υπερασπίστηκαν σύνορα, έμποροι με λαθραία, λαϊκές γυναίκες από τις Ανατολικές χώρες, που χάθηκαν στα παζάρια του έρωτα.
Γύρω από το οροπέδιο νεκροπόλεις που δεν ανασκάφτηκαν, πιο κείθε οι Φίλιπποι, η Εγνατία οδός, τα νερά της Λυδίας, διάσπαρτοι μουσουλμανικοί τεκέδες, τάφοι, τύμβοι, λιμάνια, γεφύρια, η Αμφίπολη, η μακεδονική δυναστεία, ένας κόσμος χαμένος κάτω από τις προσχώσεις, η λαίλαπα των Ρωμαίων, στα βήματα του Αποστόλου Παύλου, το Βυζάντιο με τις βασιλικές του, η εγκατάλειψη. Ποιος θα πιστέψει σ’ αυτή τη γη και σε όσα κρύβει;
Τα τελευταία αρκετά χρόνια, πολλά έχουν αλλάξει στην μακεδονική λογοτεχνική σκηνή με το ισχνό λογοτεχνικό παρελθόν (πλήν Θεσσαλονίκης) και την αναιμική λογοτεχνική ζωή και ήδη μπορούμε να προσμετρήσουμε σημαντικό έργο τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα.
Στην Καβάλα ο Διαμαντής Αξιώτης με τις Πλωτές γυναίκες και το Με χίλιους τρόπους γενναίος ανάμεσα σε άλλα του αξιόλογα, ο Κοσμάς Χαρπαντίδης με τις Εξοχές των νεκρών και Το έκτο δάχτυλο, ο Κώστας Καβανόζης από την Κομοτηνή, ο Βασίλης Τζανακάρης από τις Σέρρες, ο Βασίλης Τσιαμπούσης από την Δράμα και πολλοί ακόμη φιλόπονοι εργάτες της έρευνας και της γραφής, κρατώντας πεισματικά τα βορινά τους μετερίζια, φέρνουν στην επιφάνεια καταχωμένες ή αποσιωπημένες ιστορίες, μύθους και θρύλους, τους «πειράζουν», τους ζυμώνουν με την ροή του παρόντος χρόνου και δημιουργούν έντεχνο πεζό λόγο υψηλής πνοής. Η Μακεδονία είναι η περιοχή του μύθου· μέσα σε αυτόν τον μύθο βρίσκεται κρυμμένο το μεγάλο μυθιστόρημα και μας περιμένει.
Οι Καβαλιώτες συγγραφείς και γενικότερα οι λογοτέχνες της περιφέρειας παλεύουν έξω από το ρίγκ της κεντρικής αγοράς και αυτό τους δίνει το προβάδισμα κατά τη γνώμη μου, όσο και αν δεν το κατανοούν ή δεν το αποδέχονται, όμως κερδίζουν έτσι σε χρόνο και δυνάμεις.
Το Άκυρο Αύριο του Κοσμά Χαρπαντίδη δεν με έχει αφήσει σε ησυχία από τότε που το διάβασα για πρώτη φορά, πριν από δύο περίπου χρόνια. Κάτι με κράτησε και δεν το έβαλα στο ράφι, έμεινε δίπλα μου μέχρι που ξανάπιασα πρόσφατα το συναρπαστικό αυτό χρονικό της βίας και της απόγνωσης, σέρτικο και γλυκόπιοτο συγχρόνως, σε μια φρέσκια και πιο προσεχτική ανάγνωση, για να συναντήσω και να επιβεβαιώσω για μια ακόμη φορά τα λόγια του Χάρολντ Μπλούμ στον Δυτικό Κανόναι: “Αν ένα έργο δεν απαιτεί να ξαναδιαβαστεί, τότε είναι ακατάλληλο για τον Κανόνα”.
Η Αθηνά, συγγραφέας επιτυχημένων εμπορικά ροζ ιστοριών, μετά το διαζύγιό της και την κατάρρευση του γάμου της, επιστρέφει στην Μικρόπολη, το χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε, για να φροντίσει την κατάκοιτη μητέρα της, που παλεύει με την γεροντική άνοια. Θα ασχοληθεί παράλληλα, με την συλλογή στοιχείων για τη συγγραφή ενός βιβλίου για τον διαβόητο Πρόδρομο Αρσλάνογλου, τον επονομαζόμενο και Αρσλάν Αγά, ηγετική μορφή του εθνικιστικού αντάρτικου στα βουνά της Δράμας, αρχικά κατά των γερμανών και μετά κατά των βουλγάρων και της βουλγαρικής κατοχής, άτομο ακροδεξιών αποκλίσεων και υπεύθυνο για αρκετές θηριωδίες και σφαγές κατά την κατοχή και τον εμφύλιο, μετέπειτα δήμαρχο της Μικρόπολης για μεγάλο χρονικό διάστημα και ηθικό αυτουργό της αυτοκτονίας του πατέρα της αφηγήτριας.
Έχουμε, λοιπόν, ακόμα ένα γνώριμο λογοτεχνικό στερεότυπο; Την αναζήτηση του χαμένου πατέρα από την κόρη του, που αφήνει πίσω της στην Αθήνα έναν αποτυχημένο γάμο και τα τρία μικρά παιδιά της για να βυθιστεί, με ισχυρό εφόδιο και οδηγό την παιδική της μνήμη, στους δαιδάλους της πρόσφατης ιστορίας του τόπου της; Ο αδικοχαμένος πατέρας, πρωτοπαλλήκαρο κάποτε του καπετάν Αρσλάν Αγά, εκπροσωπεί μήπως το σύμβολο της πατρικής εξουσίας που έλειψε από τη ζωή της Αθηνάς, ή μήπως είναι ο εξουσιαστής πατέρας – Δίας που ψάχνει απεγνωσμένα να τον ανακαλύψει η κόρη του Αθηνά;
Η είδηση της εξαφάνισής του έφτασε και στην πρωτεύουσα όπου ζούσα εδώ και σαράντα χρόνια, και μου προκάλεσε μια άγρια ικανοποίηση. Ήθελα να ουρλιάξω: «Επιτέλους το κάθαρμα ψόφησε!» και η Μικρόπολη ανοίχτηκε μπροστά μου με τη ρημαγμένη κληρονομιά του καπετάνιου, τους ερειπιώνες και τα παγωμένα απομεινάρια περασμένων εποχών. Ταξίδεψα στη φύση, κάθισα σε μια χορταριασμένη πέτρα, έβγαλα από την τσάντα μου το σημειωματάριό μου, που το είχα πάντα μαζί μου κι έγραψα: «Κάθε λέξη είναι ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα. Όμως εγώ πατέρα, παλεύω για να δώσω λόγο, έργο, νόημα με τις λέξεις μου για σένα. Με τον θάνατο του Αρσλάνογλου ξανακάθομαι δίπλα σου, εγώ η Αθηνά, κόρη Παγκράτιου Παγκρατίδη.
Ανήσυχη αφήγηση, ανιστορική, νευρική, γραφή ώριμη, φτασμένη, πηγαινοέρχεται ελεύθερα μπρός πίσω στον χρόνο σαν το εκκρεμές, άλλοτε μιλάει με ευθύ και άλλοτε με παραβολικό λόγο, ανακαλύπτει ξεχασμένα τεκμήρια, τα καταγράφει, επιστρέφοντας πάλι στο ριψοκίνδυνο πηγαινέλα της με βηματισμό σταθερό και υπολογισμένο. Ο περασμένος χρόνος συμπεριφέρεται ως χρόνος παρών και ως χρόνος μέλλων και εδώ είναι που η παλινδρομική αυτή κίνηση στο Άκυρο αύριο μάς φέρνει πολύ κοντά σε στίχο από δικό μας σπουδαίο σαμάνο ποιητή που προφητεύει σπαραχτικά: «Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν».
Τόσο βίαιες ανατροπές και χαμένο μέσα σ’ αυτές το πρόσωπο του πατέρα μου, περιμένει την δικαίωσή του.
Η ιστορία που θα ξετυλίξει η Αθηνά, το συναρπαστικό αυτό χρονικό μιας ταραγμένης ιστορικής περιόδου περιλαμβάνει τον Λάμπρο, έναν ζωγράφο με επαμφοτερίζουσα συμπεριφορά και ύποπτα κίνητρα, τον Βελουδένιο, ιδιοκτήτη του παλιού θερινού κινηματογράφου της Μικρόπολης, την ακροδεξιά και άκρως επικίνδυνη φασιστική οργάνωση «Σπαρτιατική Λάβρυς», που εκτός από την περιφρούρηση των συνόρων θεωρεί χρέος της να προασπίζεται με κάθε αθέμιτο μέσο τη μνήμη και την τιμή του “καπετάν – θάνατου” Αρσλάν Αγά, μια μοναστική αδελφότητα με σκοταδιστικά κίνητρα, την ένοχη σιωπή της τοπικής κοινωνίας και πόσους άλλους ακόμα δεύτερους και τρίτους ρόλους, όλοι τους αναγνωρίσιμοι, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. Κάθε καινούργιο στοιχείο που αποθησαυρίζει η Αθηνά την οδηγεί σε ένα ακόμα βήμα πιο κοντά στον πατέρα της.
Ο πατέρας μου, όμως, αν και νεκρός πενήντα και βάλε χρόνια, μπορώ να πω ότι με κατηύθυνε. Ερχόταν στα όνειρά μου και με νουθετούσε να μην εγκαταλείψω. Όφειλα να τον υπακούσω. Διαχειρίστηκα δύσκολα το τραύμα μου, η απουσία του μεγέθυνε τα συναισθήματά μου γι’ αυτόν. Είχα γεμίσει το σπίτι με φωτογραφίες του. Ήταν παρών στη ζωή μου.
Ο συγραφέας Κοσμάς Χαρπαντίδης, με το ένα του κομμάτι μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα που μας περιβάλλει ασφυκτικά και με το άλλο βαθιά και τεκμηριωμένα μέσα στην ιστορία, αφυπνίζει την ιστορική μνήμη και οριοθετεί την Ηθική της Ιστορίας. Το αίμα που χύθηκε και εξακολουθεί να χύνεται, κυλάει στους πιο σκοτεινούς εφιάλτες τού Χαρπαντίδη. Φίλοι αναγνώστες, δεχτείτε παρακαλώ τη γραφή του Κοσμά στο Άκυρο Αύριο, ως μιαν ελάχιστη πράξη εξιλέωσης.
Info: «Το άκυρο αύριο» του Κοσμά Χαρπαντίδη, εκδ. Πόλις
(*) Ο τίτλος από το : Μιχάλης Κατσαρός, Η Διαθήκη μου, από το «Κατά Σαδδουκαίων».