της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη
Η Grande Dame της αμερικανικής λογοτεχνίας και βραβευμένη με Νόμπελ Toni Morrison έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο που μας πέρασε. Στην γενεαλογία της γραφής το έργο της έχει αποκτήσει βαθιές ρίζες, σε μία έκταση που εκτός από αχανής υπήρξε και χέρσα. Ο λόγος για την άγονη γη του δουλοκτητικού παρελθόντος και των φυλετικών διακρίσεων που τόσο επίμονα αντιπάλεψε η Morrison με το έργο της.
Ως συγγραφέας και επιμελήτρια των εκδόσεων Random House, η Morrison διαφύλαξε την ιστορία και τη συλλογική μνήμη των Αφροαμερικανών αναδεικνύοντας καθοριστικές προσωπικότητες, όπως την πολιτική ακτιβίστρια, πανεπιστημιακό και συγγραφέα Angela Davis. Η Morrison καταξιώθηκε στις καρδιές και στις συνειδήσεις και έγινε μία φιγούρα σχεδόν μητρική στην αφροαμερικανική λογοτεχνία. Μια δημιουργός σύμβολο που έλαβε από τον Barack Obama το 2012 το Μετάλλιο της Ελευθερίας.
Η Morrison επωμίστηκε ένα χρέος προγονικό. Στο δοκίμιο της “Rootedness: The Ancestor as Foundation” υποστήριξε πως η βάση πάνω στην οποία θα πρέπει να αποτιμηθεί η αφροαμερικανική λογοτεχνία είναι ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται την παρουσία ενός προγόνου στην μυθοπλασία της. Πρόγονοι, διευκρίνισε, δεν είναι μόνο οι γονείς. Οι πρόγονοι κινούνται πέρα από το χρονικό συνεχές. Απολύτως σεβάσμιοι στην κουλτούρα των μαύρων ως γηραιοί συγγενείς, μέλη της κοινότητας και της τοπικής εκκλησίας, ακόμη κι ως πνεύματα.
Τρία χρόνια μετά από αυτό το δοκίμιο, το 1987, η Morrison κυκλοφόρησε το πέμπτο της βιβλίο. Η «Αγαπημένη» – εξαντλημένη στα ελληνικά, με νέα έκδοση να αναμένεται από τις εκδ. Παπαδόπουλος σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά – διηγείται μια ιστορία που εκτυλίσσεται το 1870 στην μετεμφυλιακή Αμερική, φέροντας τις πληγές της δεκαετίας του 1850, οπότε και ψηφίστηκε ο νόμος για τους φυγάδες σκλάβους του Νότου.
Το 1865 με τη λήξη του εμφυλίου η δουλεία κηρύσσεται αντισυνταγματική. Οι ήρωες της Morrison είναι πρώην σκλάβοι και η κεντρική της ηρωίδα, η Σεθ, το ίδιο. Η παρουσία που ορίζει, όμως, τις ζωές όλων σ’ αυτό το μυθιστόρημα δεν ανήκει ούτε σ’ εκείνη, ούτε σε κάποιον πρόγονό της. Ανήκει στην ακριβή της αγαπημένη, σε μία απόγονο. Στη δίχρονη κόρη που δολοφονήθηκε κι έκτοτε το πνεύμα της στοιχειώνει το σπίτι στον αριθμό 124 της Bluestone Road στο Οχάιο.
«Το 124 ήταν όλο μίσος. Γεμάτο φαρμάκι βρέφους» γράφει η Morrison πραγματοποιώντας ένα ακόμα χαρακτηριστικό της άνοιγμα, από εκείνα που επιβεβαιώνουν ολιγόλογα την συνταρακτική της δεινότητα. Διαβάζοντας ξανά την «Αγαπημένη» (εκδ. Νεφέλη, μτφρ. ‘Έφη Καλλιφατίδη) στάθηκα στο αλληγορικό της μήνυμα. Παρά το ότι η ιστορία που ενέπνευσε την Morrison υπήρξε αληθινή και πρωτοσέλιδη είδηση του 1856, πολλά έχουν ειπωθεί για το τι συμβολίζει το πνεύμα που κατοικεί στο σπίτι.
Η επικρατέστερη άποψη υποστηρίζει πως πρόκειται για το τραυματικό παρελθόν της δουλείας και των εγκλημάτων που την έθρεψαν. Ένα πνεύμα τόσο ισχυρό όσο η ίδια η αλήθεια, που επιστρέφει ζητώντας να μάθει ποιος έκρινε το θάνατο ενός μωρού καλύτερη μοίρα από την σκλαβιά, και το κάνει ως άμεσος απόγονος, ως κατιόντας συγγενής, σε αντίθεση με τα προγονικά πνεύματα της αφρικανικής θρησκευτικής παράδοσης.
Η «Αγαπημένη» χάρισε στην Morrison το βραβείο Πούλιτζερ, ικανοποιώντας τόσο το αίσθημα των αναγνωστών, όσο και το αίτημα της ανοιχτής επιστολής που έστειλαν στους New York Times τον Ιανουάριο του 1988 σαράντα οκτώ συγγραφείς και κριτικοί υπό τον τίτλο “Black Writers in Praise of Toni Morrison”, ζητώντας την αναγνώριση του έργου της.
Σε κείμενο του προσωπικού αρχείου της Morrison με τον τίτλο “On Beloved”, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στην πρόσφατη έκδοση “Toni Morrison: Mouth Full of Blood”, η συγγραφέας εξηγεί πως η «Αγαπημένη» γεννήθηκε ως απορία. Προσπάθησε να απαντήσει μία ερώτηση. Πώς ορίζει το γυναικείο κίνημα την ελευθερία που διεκδικεί την κρίσιμη για τα δικαιώματα δεκαετία του 1980;
Και απαντά, με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος που περνά μέσα από την επιλογή της μητρότητας ή την απόρριψη της. Η απόρριψη, λέει η Morrison, θα έπρεπε να μην θεωρείται έλλειμμα αλλά σημάδι ελευθερίας. Ο δεύτερος τρόπος ήταν η αλληλεγγύη μεταξύ των γυναικών, θέμα που όμως είχε αναδείξει ήδη, όπως γράφει, στο δεύτερο βιβλίο της “Sula” (εκδ. Νεφέλη, μτφρ. Κ. Σχινά).
Ένα αμετάκλητο γεγονός, απορριπτικό, είναι και η αφετηρία του μυθιστορήματος «Μητέρες» της Brit Bennett σε μετάφραση της Άννας Μαραγκάκη για τις εκδόσεις Πόλις. Σε ένα παρόν στοιχειωμένο από το χαμό ενός μωρού (βρέφους στην Morrison – εμβρύου στην Bennett) οι δυο συγγραφείς μεταχειρίζονται ένα νόμισμα κοινό. Η βαθιά ενοχή της «Αγαπημένης» γίνεται ντροπή, διαβρωτικό μυστικό και στίγμα στα χέρια των «Μητέρων».
Ένα νεαρό ζευγάρι Αφροαμερικανών στην Νότια Καλιφόρνια του σήμερα, η 17χρονη Νάντια Τέρνερ που έχει μόλις χάσει την αυτόχειρα μητέρα της και ο τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος της Λουκ Σέπαρντ, γιος του πάστορα της τοπικής εκκλησίας, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και τις μακροχρόνιες συνέπειες της. Όταν οδηγηθούν στην επιλογή της έκτρωσης, η Bennett θα έχει θίξει όχι ένα αλλά δύο μείζονα ζητήματα. Αυτά της αυτοκτονίας και της άμβλωσης, υπό το άγρυπνο βλέμμα της αφροαμερικανικής θρησκευτικής κοινότητας που παρακολουθεί και κρίνει τους νέους σε κάθε βήμα της μετέπειτα ζωής τους.
Η Bennett είναι πρωτοεμφανιζόμενη, γεννημένη το 1990 και επίσης Αφροαμερικανή. Συνομιλεί με μία μακρά παράδοση σε ένα λογοτεχνικό τοπίο με πολλές κορυφές, όπως την Virginia Hamilton, την Maya Angelou, την Alice Walker και φυσικά την κυρίαρχη φυσιογνωμία της Morrison, που έχει κατ’ επανάληψη αναφέρει στις συνεντεύξεις της ως “author crush” και της οποίας το έργο έχει μια διαρκή παρουσία στο ομολογουμένως εντυπωσιακό ντεμπούτο της Bennett.
Τα διακειμενικά στοιχεία είναι προσεκτικά, τρυφερά διαλεγμένα και μαρτυρούν μία συγγραφέα αφοσιωμένη, με αντιληπτικότητα και συναισθηματική νοημοσύνη. Υφολογικά ανεξάρτητη, με σαφή περιγράμματα χαρακτήρων και έλεγχο του υλικού της. Χωρίς να θυμίζει και δίχως βεβαίως να μιμείται τον ρυθμικό και ιερατικό τόνο της Morrison.
Οι «Μητέρες» είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο προς την κατεύθυνση της αμφιβολίας και του φόβου, εστιασμένο στις σχέσεις μητέρας/κόρης και στο πως αυτές τριτενεργούν σε μία κλειστή θρησκευτική κοινωνία. Η γραφή είναι καλά ακονισμένη, διεισδυτική και ικανή να πλάθει πειστικούς χαρακτήρες με εσωτερικές συγκρούσεις στα όρια στοργής και τιμωρίας, καθοδήγησης και επίκρισης.
Αφηγηματικά ευφυής η Bennett εντάσσει στην τριτοπρόσωπη διήγηση το εύρημα των εμβόλιμων αποσπασμάτων που σχολιάζουν τη δράση ως χορός αρχαίας τραγωδίας. Με μία φωνή πρώτου πληθυντικού αποτελούμενη από τις λεγόμενες Μητέρες της εκκλησίας, τις ηλικιωμένες και σεβάσμιες κυρίες του ποιμνίου, η Bennett αφηγείται πολυφωνικά μία ιστορία τόσο παλιά όσο ο έρωτας και η αμαρτία.
Εύρημα άψογο τεχνικά, αρκετά φρέσκο ώστε να θυμίζει ακόμα και σχολιασμό στο περιβάλλον των κοινωνικών δικτύων, αλλά και επαρκώς μελετημένο για να συμφωνεί με τα όσα γράφει η Morrison στο δοκίμιο “Black Matter(s)” για τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Υπάρχει, όπως παρατηρεί η Morrison, μία ομοιότητα με τα ήθη και τα έθιμα των Αφροαμερικανών, αναφέροντας συγκεκριμένα τη λειτουργία του χορού, την πάλη ανάμεσα στις προσδοκίες της κοινωνίας και την ατομική ύβρη.
Εκτός από αυτό τον χορό των Μητέρων, που έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο κυριολεκτικά, η Bennett μας συστήνει και την Όμπρεϊ. Ένα κορίτσι της εκκλησίας, κακοποιημένο και συνομήλικο της Νάντια, που γίνεται η πιο στενή της φίλη γιατί βιώνουν κάτι κοινό, την εμπειρία του να μην έχεις πια μητέρα. Η γυναικεία φιλία και η δυναμική της απηχεί θεματικά και πάλι την Morrison, αυτήν τη φορά στην “Sula”.
Πιο κεκαλυμμένες αναφορές στο έργο της Morrison, που κομίζουν το δικό τους αυτοτελές αλλά και αθροιστικό νόημα, είναι ο απόστρατος πατέρας της Νάντια, τσακισμένος και ηττημένος, όπως ο Φρανκ από την νουβέλα «Γυρισμός», η ετεροχρωμία των ματιών της μητέρας του Λουκ που θυμίζει τα «Γαλάζια Μάτια» της Πέκολα, αλλά και το προσωρινό καταφύγιο που βρίσκει η Νάντια στο σπίτι τής ανοιχτά ομοφυλόφιλης αδελφής της Όμπρεϊ και λειτουργεί για την ηρωίδα ως μητρικό υποκατάστατο, προσεγγίζοντας τη γυναικεία συμβίωση που συναντάμε στον «Παράδεισο» της Morrison.
Μέρος των κριτικών κειμένων δίστασε να αναγνωρίσει τον έμφυλο προβληματισμό και την διαθεματικότητα της Bennett. Σε κάποιες περιπτώσεις έσπευσε να «αποχαρακτηρίσει» το βιβλίο, υποστηρίζοντας πως οι «Μητέρες» δεν είναι ένα βιβλίο φεμινιστικό, καθώς δεν πρόκειται για ένα μανιφέστο. Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω, εντοπίζοντας στην Bennett μία ατόφια φεμινιστική προσέγγιση – διαλεκτική και όχι δογματική – για λόγους που συνοψίζω εδώ.
Η μητέρα της Νάντια αυτοκτονεί παρόλο που αυτό δεν το προβλέπει το στερεότυπο της «μαύρης δυνατής γυναίκας». Η Bennett έχει δηλώσει, μάλιστα, σε συνέντευξή της στο “Politics & Prose” πως το ποσοστό των μαύρων γυναικών που οδηγούνται στην αυτοκτονία είναι καταφανώς μικρότερο από άλλες δημογραφικές ομάδες. Το στατιστικό αυτό στοιχείο το ερμήνευσε κοινωνικά και φυλετικά, αποδίδοντας το στην υποχρέωση της Αφροαμερικανής μητέρας να κρατά την οικογένεια της ενωμένη, σύμφωνα με τις επιταγές της κοινότητας.
Αυτή η αυτοκτονία στοιχειώνει, όπως ακριβώς η έκτρωση που θα ακολουθήσει και η ιδέα του αγέννητου παιδιού που συνεχώς επανέρχεται, άλλοτε ως συγκαλυμμένο μυστικό κι άλλοτε ως αμφιβολία και ενοχή. Το τραγικό γεγονός της αυτοχειρίας – πρωταρχικό και πρόσφατο – διαμορφώνει την αντίληψη της ηρωίδας για την μητρότητα σε νεαρή ηλικία και τους περιορισμούς που θέτει στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, με στόχο μία ζωή αξιοβίωτη μακριά από τα λιμνάζοντα νερά της μικρής πόλης.
Διαβάζουμε τις «Μητέρες» να λένε: «Εκείνο το καλοκαίρι, η Νάντια Τέρνερ μας στοίχειωσε. Έμοιαζε τόσο πολύ με την μητέρα της που κάποιοι στο Ανώγειο άρχισαν να πιστεύουν ότι ξαναέβλεπαν την Ελίζ. Ήταν λες και το ανήσυχο πνεύμα της – γιατί κανείς δεν αμφέβαλλε πως ήταν ανήσυχο – περιπλανιόταν στα μέρη που την είχαν δει για τελευταία φορά».
Η Νάντια, πράγματι, της έμοιασε μένοντας έγκυος εκείνο το καλοκαίρι λίγο πριν φύγει για σπουδές. Όπως ακριβώς και η μητέρα της, μόνο που εκείνη διωγμένη τότε από το σπίτι της αποφασίζει διαφορετικά και φέρνει στον κόσμο την Νάντια. «Εκεί που τελείωνε η δική της ζωή, άρχιζε η ζωή της μητέρας της», διαπιστώνει η Νάντια σκεπτόμενη τις εναλλακτικές και θεωρώντας τον εαυτό της υπεύθυνο για τη ζωή που έζησε και τελικά τερμάτισε η μητέρα της.
«Δεν υπάρχουν γυναίκες πρώην έγκυες, παρά μόνο μητέρες δολοφονημένων μωρών», γράφει ένα πλακάτ διαμαρτυρίας έξω από την κλινική αμβλώσεων στο βιβλίο της Bennett. Φράση που πιστεύω λειτουργεί ως ευθεία αναφορά στην «Αγαπημένη» και την πραγματική ιστορία της Margaret Garner που ενέπνευσε την Morrison.
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση των «Μητέρων», αισθάνομαι πως συνολικά οι γυναικείοι χαρακτήρες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο φτάνουν στην απελευθέρωσή τους. Φοβάμαι, όμως, πως οι άνδρες της Bennett παραμένουν εγκλωβισμένοι. Τραυματισμένοι σωματικά και ψυχικά χάνουν σταδιακά τον εαυτό τους, την στιγμή που οι ηρωίδες της είναι σταθερά ανατρεπτικές, ισχυροποιημένες, έτοιμες να αποτινάξουν κι άλλες άδικες ταμπέλες, όπως αυτή των “welfare queens” για παράδειγμα, καθώς παρουσιάζονται δραστήριες, εργαζόμενες ακόμη και λαμπρές φοιτήτριες πρώτης γενιάς, όπως η Νάντια.
Κοινό στοιχείο και στα δύο φύλα, ωστόσο, παραμένει η φθαρτότητα του σώματος. Αυτοκτονία, άμβλωση, σεξουαλική και σωματική κακοποίηση, αθλητικοί τραυματισμοί, ξυλοδαρμοί και μοιραία ατυχήματα συμπυκνώνονται κριτικά και σε μία φράση του James Baldwin, ενός άλλου εμβληματικού αφροαμερικανού συγγραφέα και υπέρμαχου των πολιτικών δικαιωμάτων.
«Η αμαρτία βρισκόταν στην σάρκα», γράφει ο Baldwin στο πρώτο του βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1954 και θεωρείται μυθιστόρημα ενηλικίωσης με αυτοβιογραφικά στοιχεία. Στο σπουδαίο κι εξαντλημένο στα ελληνικά «Φώναξε το στα βουνά» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Μαρία Κονδύλη), ο 14χρονος ήρωας του Baldwin βιώνει την διαφορετικότητα του, τον ρατσισμό και την ομοφοβία στο Χάρλεμ του 1930, σε μια φτωχική εκκλησία που θα γίνει το καταφύγιο του. Η Bennett, αν και έχει υποστηρίξει πως η κατ’ εξοχήν επιρροή της ήταν αυτό το βιβλίο του Baldwin, ως προς την εκκλησία δυσπιστεί και προβάλλει περισσότερο την υποκρισία στις συμπεριφορές των ανθρώπων που προσφέρουν και παρεμβαίνουν στο όνομά της.
Σχηματίζεται ένα ενδιαφέρον τρίγωνο, μιας και είναι γνωστή η ουσιαστική σχέση, η εκτίμηση και η παράλληλη πορεία της Morrison και του Baldwin στην αμερικανική λογοτεχνία και τον αγώνα κατά των διακρίσεων. Προτεινόμενη είναι μία αναγνωστική εμπειρία η οποία θα περιλαμβάνει την «Αγαπημένη», τις «Μητέρες» και το «Φώναξε το στα Βουνά», που πρόκειται να κυκλοφορήσει εκ νέου από τις εκδόσεις Πόλις, μαζί και με άλλα έργα του Baldwin.
Οι ζωές των μαύρων μετράνε, όπως ακριβώς το διεκδικεί και το υπενθυμίζει η δράση του Black Lives Matter, η πρωτοβουλία Black History Month και το κίνημα του μαύρου φεμινισμού, ως αυθεντικότερη έκφραση της διαθεματικότητας, των πολλαπλών δηλαδή καταπιέσεων που επιβάλλει η φυλή, το φύλο, η τάξη και ο σεξουαλικός προσανατολισμός.
Αυτή είναι η πραγματικότητα που ενδιαφέρει την πολλά υποσχόμενη Brit Bennett και αυτά τα θέματα φαίνεται πως θα προσεγγίζει η γραφή της και στο μέλλον. Με καταγωγή από την Λουϊζιάνα και νωπές τις οικογενειακές μνήμες από τους πολιτειακούς νόμους Τζίμ Κρόου περί φυλετικού διαχωρισμού που ίσχυσαν ως το 1965, η Bennett μας απασχόλησε πριν την κυκλοφορία των «Μητέρων» με κείμενα-παρεμβάσεις της για τον ρατσισμό και την κρατική βία. Σήμερα η συγγραφέας συμμετέχει με δοκίμιό της στο συλλογικό “Can We All Be Feminists?” και ετοιμάζει το δεύτερό της μυθιστόρημα με θέμα τον συστημικό χαρακτήρα των διακρίσεων.
Γιατί όπως είπε η Morrison, «λογοτεχνία χωρίς πολιτική σημαίνει ότι το περιεχόμενο δεν έχει καμία σημασία, ότι ο γυναικείος λόγος δεν είναι σημαντικός και ότι οι γυναίκες δεν έχουν να πουν τίποτα το αξιόλογο».
info: Brit Bennett, «Μητέρες» , μετάφραση:Άννα Μαραγκάκη, Πόλις
Τoni Morrison, H αγαπημένη, μετάφραση: Κατερίνα Σχινά , Παπαδόπουλος (αναμένεται)