του Λευτέρη Κουλιεράκη
Ούτε ο ποταμός δεν θα μας πλένει. Λιγόστεψε. Θα στερέψει κι αυτός. Τέσσερα μερόνυχτα δεν κλείσαμε μάτι. Πολλά ντεσιμπέλ, αδελφέ. Ντίρλα γινήκαμε. Μέθυσε ο τόπος όλος. Τραπάροντας και με τα κλαρίνα. Είχε το γούστο του. Πάει τελείωσε κι αυτό το πανηγύρι. Ρίχνω μια τελευταία βουτιά στα κρύα νερά του κι αναντράνισα. Και συνεχίζω το οδοιπορικό μου βαθιά μέσα στα νοτιοδυτικά βαλκάνια. Πήρα μαζί μου και το πάνινο βραχιολάκι που μου φόρεσαν σαν το οζό. Ενθύμιο μιας ανεπίστρεπτης νιότης. Φεύγοντας λοιπόν από το river party στις όχθες του Αλιάκμονα, στο Νεστόριο, κατεβαίνω στη πόλη της Καστοριάς. Ωραιότατη. Έκατσα σε ένα γύρω και την καμάρωσα. Ολημερίς καθρεφτίζεται σαν καθωσπρέπει κυρία στη ράχη της λίμνης της. Έχει μια θλίψη στα μάτια. Θωρεί να λιγοστεύουν τα παιδιά της και από τον καημό της γερνά και μαραίνεται.
Ανεβαίνω για Πρέσπες. Με σηκωμένες κεραίες. Και για λίγο το χάνω. Δεν είναι παρεμβολές των γειτόνων. Διασχίζοντας τη δασώδη περιοχή των αρκούδων αυθυποβάλλομαι. Άλλη Ελλάδα. Δεν αντιδράς. Υποτάσσεσαι στην αισθαντική απλωσιά του σιωπηρού και μονότονου. Μη γελαστείς. Ο τόπος δονείται υπόκωφα. Συγκλονιστική η ιστορικότητα κι η γεωγραφία του χώρου. Και τα Βαλκάνια σιγοβράζουνε. Και για προσάναμμα οι επιτήδειοι αμπώθουν εύφλεκτα πασαλείμματα υποδαυλίζοντας τον διασυνοριακό σοβινισμό και τη μισαλλοδοξία των άκρων. Σύμπτωμα ιστορικής στρέβλωσης, αδελφέ, ή είναι απόκοτο γεωγραφικής αναπηρίας; Ποιος νοιάζεται. Τα σύνορα αντέχουν.
Εδώ μέσα ο Αγγελόπουλος δημιούργησε τα δικά του τα θαύματα, ανιστορούμαι, μπαίνοντας στον νομό Φλώρινας. Άρχισα να συνομιλώ μαζί του. Ενστικτωδώς. Στην τρίφυλλη πόρτα νοτιοδυτικής βαλκανικής. Οι σκέψεις μου αποθρασύνονται. Και το συναίσθημα μου αλλάζει. Συγχώρα με, το ξέρω, αυθαιρετώ, όμως, να, σε αποκαλώ φίλο κι αδελφό, ίσως επειδή νοιώθω να με συνδέει μαζί σου μια ας την πούμε εκλεκτική συγγένεια. Και για την ευκολία και την τάξη της ταξιδιωτική μου αφήγησης, για να είμαι ειλικρινής. Έχω ζωτικό έλλειμμα συνομιλητών όπως φαίνεται. Και με τον Νιόνιο το ίδιο κάνω, ενίοτε. Κι ας μην το ξέρει. Τόποι συναισθηματικά φορτισμένοι, λοιπόν. Κι εγώ ανεβαίνω νοσταλγώντας αυτά που δεν είδα ακόμα.
Στις αυλές λέει σφυρηλατούνται οι σχέσεις των γειτόνων. Σε θερμοκρασίες βρασμού δοκιμάζεται και η ανθεκτικότητα του δεμένου μετάλλου. Κι εκεί που για χρόνια επιπλέει ειρηνικά και γαλήνια η περίφημη κατασκευή του πολυεθνικού και πολύγλωσσου βαλκανικού μας οικοδομήματος μπάζει νερά και βουλιάζει αύτανδρο στο τριεθνές των θόλων νερών. Κάλιο με το στανιό παρά με το ντουφέκι, είπαν Αθήνα και Σκόπια. Με τις ευλογίες λέει και των μεγάλων Αυλών. Κι η συνεννόηση δοκιμάζεται σε ένα χαρτί. Η συμφωνία των Πρεσπών θα αντέξει; Μα, τι έπαθα; Γιατί σκοτίζομαι με τεχνικά και τόσο ανέραστα θέματα; Ας απολαύσω τη βόλτα μου. Ένα αρκουδάκι θωρώ να ακολουθεί τη μητέρα του σε μια ζωγραφιστή πινακίδα. Προσοχή. Διασχίζοντας το δασερό χαμηλώνω ταχύτητα και μπαίνω στην απλόχωρη επικράτεια του Δήμου Πρεσπών.
Και στις δυο μεριές του αμαξωτού θωρώ καλαμωμένες φασολιές. Πάνω από δέκα χιλιάδες είναι τα καλλιεργήσιμα στρέμματα, μου είπε η κυρία της καντίνας στον Λαιμό. Παίρνω τον παγωμένο καφέ και προχωρώ χωρίς αζιμούθιο. Ο τόπος με πάει. Έχει το δικό του ιστορικό φορτίο, σκέφτομαι, θωρώντας τη σπηλιά του Ζαχαριάδη κοντά στο χωριό της Πύλης. Το στρατηγείο μας ήταν, μου λέει ένας παλιός ελασίτης που στην ήττα μετατοπίστηκε βορειοανατολικότερα και στη μεταπολίτευση επέστρεψε με τη γυναίκα που γνώρισε στη μάχη του Γράμμου αφήνοντας πίσω τα τέκνα τους που εντωμεταξύ ριζώσανε στα ξένα χώματα, και τώρα, ο ντόπιος, κάθεται στο τραπεζάκι του φρόνημα και πουλά στους περαστικούς τα φασόλια του. Και οι πιο στέρεες πεποιθήσεις κλονίζονται. Δοκιμάζεται, θαρρώ, η πεμπτουσία του μεταμοντέρνου μας πατριωτισμού, όπου, πως να το πω, να, εδώ πάνω, ένθεν κακείθεν, οι συμβολισμοί και οι συνειδήσεις συνθλίβονται στη βολική διπλωματία της λύσης. Το βάρυνα; Ας μη το παιδεύω. Τη βόλτα μου κάνω, αδελφέ. Στην εσχατιά της διαχρονικής μας παράνοιας. Αναζητώντας τη μεγάλη συγκίνηση.
Άσε τα θαύματα
τη μάσκα πέταξε
εδώ είναι Βαλκάνια
δεν είναι παίξε γέλασε
φίλε ντερλεντιλεμ,
λέει με τον γνωστό τσαμπουκά και μας το τρίβει στη μάπα ροκάροντας μπαλκανικά ο αειθαλής μακεδόνας, ο εκ Σαλονίκης ορμώμενος. Τζάμπα καίει η λάμπα λέω εγώ, αδελφέ. Πλην υμών των ολίγων, ουδείς ασχολείται. Όχι με τον Μπάλο. Ο δίσκος πήγε καλά κι ακόμα πουλάει. Δεν κάνουν σουξέ οι πατρίδες. Δεν διεγείρουν τα πλήθη σαν άλλοτε. Κι ας πουλάνε οι φουστανέλες κι οι χλαμύδες στις πιάτσες της τουριστικής ατραξιόν και στις τάχα μου οργισμένες πλατείες. Δεν κάνουν θαρρώ γκελ τα μεγάλα και τα ωραία σε καιρούς καθολικής απομάγευσης. Πλην των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Δημοφιλή αγκωνάρια τα δόγματα. Ομογενοποιούν πληθυσμούς στο πιτς φιτίλι. Κι όταν οι καιροί το καλούν με πολύ αγάπη ευλογούν τα κραδαίνοντας λάβαρα που ηγούνται της νομοτελειακής σύγκρουσης των πολιτισμών, όπως διατείνεται κι ο Χάντιγκτον. Και στην καθ` ημάς Βαλκανική αναπόφευκτον ήτο, αποφαίνεται η ψυχρή Ιστορία. Με επικρατούσα την Ορθοδοξία των ανατολικών εκκλησιών να βαστά ζεστή την ταραγμένη ψυχή της πολυτάραχης χερσονήσου. Και μέσα στα άγρια ρουμάνια του Εγγονόπουλου υπήρξαν πιστοί στα κελεύσματα. Στην απεραντοσύνη της ελληνικής γλώσσας ζυμώθηκε κι ο πατριωτισμός και η χριστιανοσύνη. Υμνώντας Θεό και Σημαία. Φλυαρώ; Με πήρε ο οίστρος. Μας βαρούνε ντέφια ή μήπως δεν σου αρέσει;
Στα οχτακόσια πενήντα μέτρα υψόμετρο βουνίσιοι λογούνται. Το θωρείς στην αψάδα της μούρης τους. Ήσυχο χωριό οι Ψαράδες, ή Νίβιτσι άλλοτε. Χιόνι κι ομίχλες. Μέχρι να ανοίξει ο καιρός. Κάποτε είχε καλό μεροκάματο, ακούω να λένε οι νοικοκυραίοι και των γύρω χωριών, τώρα μας φόρτωσαν σκοτούρες κι έξοδα. Της βιοπάλης λόγια, αδελφέ. Κάθομαι στο γωνιακό καφενείο και τα ακούω. Τα βόδια θέλουν τροφή τον χειμώνα, ναι, αυτά, της βραχυκερατικής φυλής, μου λένε, δείχνοντάς τα να βοσκούνται στο αδύναμο χώμα. Κι οι ψαριές τους χαμήλωσαν. Στις όχθες των Πρεσπών ήρθαν και ρίζωσαν, σκέφτομαι, κοιτώντας αντίκρυ τα δεμένα βαρκάκια. Και θέλει ινάτι να επιβιώνει κανείς στα ελώδη τους χώματα. Κι επιμένουν όσοι απέμειναν. Αμετανόητοι. Το θωρώ στο ευθύβολο βλέμμα τους. Να τη ρίξω μέσα να σε πάω μια βόλτα, κύριε, με ρωτά ένας πιτσιρικάς, δείχνοντας μου τη βάρκα του. Τι να του πω, πως βαριέμαι; Ντράπηκα. Την άλλη φορά, σαν να του λέω κουνώντας το χέρι μου. Και πως πηγαίνει, έχει δουλειά, ρωτώ; Βουλοπλέει, απαντά κουνώντας κι αυτός κυματιστά τις παλάμες του και πάει και κάθεται μαζί με τους άλλους που περιμένουν υπομονετικά τους τουρίστες. Έτσι κυλάει το πράμα. Γύρω και πέρα από τα υδάτινα όρια. Με τους γείτονες των μοιρασμένων λιμνών ακολουθούν την αδιαίρετη μοίρα τους.
Αράζω το αμάξι σε μια άκρη της μικρής λίμνης και κατεβαίνω. Καρτ ποστάλ. Η τεχνητή γραμμή που ενώνει με το νησάκι μοιάζει σαν με κορδόνι που το έχουν δεμένο. Περπατώ στην πλωτή πεζογέφυρα των εξακοσίων τριάντα βημάτων του μέτρου. Χειροκροτήματα ακούγονται. Κι επευφημίες. Πάλι χάθηκα στην ομίχλη του νου μου. Κόσμος πολύς έξω από το εκκλησάκι του Άγιου Αχίλλειου. Στο βάθος στέκονται δύο σημαντικοί μάλλον άνθρωποι. Σπρώχνω και κοντοζυγώνω το βάθρο. Ο ένας απευθύνεται στο πλήθος και δείχνει με θέρμη τον έτερο κύριο. Και μετάλλιο του δίδει ο κύριος Πρόεδρος της Δημοκρατίας για τη συνολική λέει προσφορά του στον ελληνικό κινηματογράφο. Βέβαια. Αναγνώρισα το τιμώμενο πρόσωπο θωρώντας το βλέμμα του Οδυσσέα στο αμήχανο βλέμμα σου. Και το ημερολόγιο λέει 2008. Ωπ. Τι έπαθα; Ας επιστρέψω στο αυγουστιάτικο 2024, αναταράσσω, και βγαίνω από την βαθιά μου ονειροπόληση.
Εσύ θα είσαι ο Κωστής, λέω στον άντρα που στέκεται πίσω από το τεζιάκι. Εγώ είμαι. Σου στέλνει χαιρετισμούς ο ποδηλάτης, του κάνω και του απλώνω το χέρι μου. Ω, ας είναι καλά, όταν τον δεις δώσε του πολλούς χαιρετίσματα, μου απαντά και με χαιρετάει εγκάρδια. Θα του τα δώσω. Έλα, σίμωσε, κι εσύ Χανιώτης; Πολύ μερακλής και ανοιχτόκαρδος. Πιάσαμε την κουβέντα. Για τις Πρέσπες. Και για την πονεμένης ιστορία της διασκορπισμένης φαμίλια του μου είπε, ο δίγλωσσος άντρας. Έκαμα τους δικούς μου συνειρμούς. Δίχως γκριμάτσες. Και στην άλλη μεριά θα περάσουμε άμα το θέλεις, έχω πολλούς συγγενείς που ξώμειναν από τον τότε χαλασμό, μου λέει, τρώγοντας τη νοστιμότατη πέστροφα με μαγειρευτή πιπεριά που μου σέρβιρε, αντί της μπριζόλας με τηγανιτή πατάτα και μια χωριάτικη που του είχα ζητήσει. Θα έχουμε και τσάμπα ξεναγό, ντόπιο, επιμένει αποφασισμένος να πάμε τη βόλτα μας, θα τον ειδοποιήσω να μας περιμένει στο τελωνείο, καλό παιδί και ντρέτος ο δεύτερος ξάδελφος από το σόι της μάνας του,γεννημένος στο Μοναστήρι, Μπιτόλα σήμερα, ο σλαβόφωνος τούρκος με καταγωγή από τον Άγιο Γερμανό του δήμου Πρεσπών. Ακούς πράματα; Δεμένοι σα κομποσκοίνι που θρούλισε, οι άνθρωποι. Έσκυψα να μη δει τη θολούρα που αντιφεγγίζουν τα μάτια μου.
Αυτή είναι η γενεαλογία του τόπου, αδελφέ. Ανοίγω παρένθεση. Ένα πολυδαίδαλο δίκτυο στενών δεσμών κι εξ αίματος σχέσεων σαν το γόνιμο δέντρο βλαστίζει κι απλώνει και τσουφ, αστραπές και χαλάζι, διαμελίζονται οι κλώνοι του και χάνονται εις τα εξ ων συνετέθη. Άλλο να τα θωρείς μπροστά σου και να τα ακούς κι άλλο να λες πως τα ξέρεις. Εσύ το κατέχεις καλά. Και το έκανες τέχνη. Εγώ πιάστηκα αδιάβαστος. Ας όψεται ο αθηνοκεντρισμός του κράτους ημών των Ελλήνων. Ανιστόρητοι, γαρ. Και μοιραίοι. Διαφωνείς; Και λίγα λέω. Χάσαμε τη μεγάλη εικόνα, αδελφέ. Προσκολλημένοι στο παρελθόν δεν βλέπουμε μέλλον. Και τη συλλογική μας κενότητα κουκουλώνουμε με τσίγκινες περικεφαλαίες του δύστυχου του Μεγαλέξανδρου. Κλείνω παρένθεση.
Τα φάγαμε, τα ήπιαμε, τα είπαμε. Άρχισε να νυχτώνει. Και δεν θέλω να φύγω. Δεν έχω να σου δώσω κρεβάτι, δυστυχώς, μου λέει. Ένα γκρουπάκι Ισπανών έκλεισε το μικρό του κατάλυμα για μια βδομάδα να κάνει λέει διαλογισμό κι άλλα τέτοια. Αφού επιμένεις σύρε κι ανέβα στην κορφή του λόφου, μου είπε δείχνοντας, να, εκεί, στην πίσω αυλή της εκκλησίας την έπεσε μια βραδιά κι ο φίλος μας ο Παναγιώτης. Επιτρέπεται; Εγώ σε καλύπτω. Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα. Πήρα τον ανήφορο. Βρήκα τόπο στο πίσω πεζούλι του φιλόξενου άγιου Αχίλλειου και βολεύτηκα μες στον υπνόσακο. Χαμηλώνει ο καιρός. Όταν κάτσει η ομίχλη πάνω από τη λίμνη τα αστέρια δεν φαίνονται. Κι οι νύχτες εδώ είναι τόσο ευρύχωρες. Είμαι κουρασμένος. Μα δεν με παίρνει. Ανασηκώνω το κορμί κι ακουμπώντας στον αγκώνα ανάβω τσιγάρο. Τοπίο στην ομίχλη, Θεόδωρε; Και πώς να μεταβολίσει κανείς με ευκολία τις ομορφιές ετούτου εδώ του βιότοπου; Κι η πλάκα στη βυζαντινή Βασιλική του ίδιου Αγίου που ήταν χτισμένη χαμηλότερα εικονίζει ένα γεράκι που επιτίθεται σε έναν ερωδιό, μαρτυρώντας στον προσκυνητή την πολυμορφία και την άγρια ποικιλότητα ετούτου εδώ του μικρόκοσμου. Πελεκάνοι με αγριόπαπιες και κορμοράνοι θα είναι οι λευκές και οι μαύρες κηλίδες, υπέθεσα, προσπαθώντας να διακρίνω τα σημειακά αντιφεγγίσματα που επιπλέουν πίσω από τον ψηλό καλαμιώνα. Πλούσια τα ελέη σου, Δημιουργέ. Αστραπόβροντα. Αυγουστιάτικο μπουρίνι μυρίζει. Σβήνω το τσιγάρο και κουκουλώνομαι. Μια καλή μπόρα και σχόλασα, φίλε. Και το έχω σκοπό να κάτσω τουλάχιστον δυο τρία μερόνυχτα. Να γαληνέψω. Ας ανοίξω τη σκηνή. Τζάμπα μαγκιές εδώ δε χωρούνε.
Για να έχεις πλήρη εικόνα πρέπει να το κοιτάζεις το πράμα από μέσα κι από έξω του, σκέφτομαι, θωρώντας στο χάρτη τη λίμνη της Οχρίδας. Κι είναι μισή ανάσα από τα σύνορα. Πέρνα μέσα, κοπέλι, σαν να με σέρνει μια φωνή. Δεν είναι η δική μου. Του Κουστουρίτσα θα είναι. Ή μήπως του Μπρέκοβιτς; Μπες μέσω Αλβανίας, θα μου πρότεινε ο μακαρίτης ο Ισμαήλ Κανταρέ. Αναντρανίζω. Καλόηχες οι βαλκανικές φωνές που αντηχούνε. Μετρώ εξακόσα τριάντα αντίστροφα βήματα και βγαίνω απέναντι. Ας πάρω καφέ και καπνό από την καντίνα του Δημαρχείου στον Λαιμό και φύγαμε. Σε μισή ώρα φτάνω στο Τελωνείο Αντάρτικο. Δείχνω την αστυνομική μου ταυτότητα στον συνοριοφύλακα της γείτονος χώρας και με αφήνουν και περνώ. Και στο ράδιο ακούγεται το σάουντρακ της ταινίας: ο καιρός των Τσιγγάνων. Και δεν είναι πρωταπριλιάτικο αστείο, αδελφέ. Αύγουστο έχουμε. Ήπια ένα χυμό στην πλατεία της Κορυτσάς και συνέχισα. Όλο ευθεία πατριώτη, μου λέει ένας ελληνόφωνος στο φανάρι της διασταύρωσης, δείχνοντας κατά που πέφτει η πόλη της Οχρίδα.
Τι θα πάρετε, παρακαλώ, με ρωτά με σπαστά ελληνικά, κρατώντας με χάρη τον ιπτάμενο δίσκο της. Μπάσα φωνή, ραδιοφωνική. Και τα μάτια της μπλε ουρανός δίχως σύννεφα. Ό,τι έχει πιο εύκολο, απαντώ ζαλισμένος από την ανελέητη φωτοχυσία που με έλουσε. Κοντοστέκεται, πιάνει τη μέση, κάνει πως το σκέφτεται, ξύνει τη μύτη, κάνει μεταβολή, και πάει και φέρνει δύο σλιβοβίτσες με τον μεζέ τους. Κερασμένα από το κατάστημα, κύριε. Τι να πω, στην υγειά σας. Επισκέπτης; Ναι, περαστικός, καλή μου γειτόνισσα. Κερνάω κι εγώ από δύο κι άλλα δύο και μια δυο γύρες στα διπλανά τραπεζάκια και γίναμε. Σλαβικό σκαρί, η Σβετλάνα. Εκείνες που έχουν φως έχουν το δικό σου το όνομα, svetlo το λέτε, νομίζω, ναι, Φωτεινή θα σε λέγαμε εμείς, της λέω για να την εντυπωσιάσω, εγώ, ο φωτεινός παντογνώστης. Πέτυχε. Έλα, θα σου δείξω την παραλίμνια πόλη μου, όμως, κι εσύ θα μου πεις για την δική σου τη χώρα, σύμφωνοι; Σύμφωνοι. Πάμε λοιπόν, αναφωνεί και λύνει την ποδιά και την πετάει και την πιάνει η μάνα της.
Κάτσαμε στην προβλήτα με τα πόδια μου μες στο νερό μήπως και ξεπρηστούν από το πολύ το περπάτημα. Κι η σύνοδος μου τα πλατσουρίζει σαν τη μικρή παιδούλα που κάνει χαρές να τις φέρουν παγωτό χωνάκι. Δυο μπάλες κι εγώ θα τις ήθελα. Την έχουμε μοιρασμένη με τους αλβανού, λέει και πως δεν έχει βγει πότε από τα σύνορα και δεν ξέρει αν η μεριά τους είναι η καλύτερη. Μου έδειχνε κι εγώ την κοιτούσα. Σουρούπωνε. Τεντώνω τους αισθητήρες μήπως κι αφουγκραστώ κάτι από τα μυστικά της ξένης λίμνης. Τα πετούμε δεμένα σε πέτρες, μου αποκρίνεται, λες και κατάλαβε το διαβολοκόριτσο. Πες μου λοιπόν κάτι δικό σου, Σβετλάνα. Πλησιάζει απειλητικά στο αυτί μου τα χείλη της και κάτι ακαταλαβίστικο μου ψιθυρίζει. Ωραίο ακούστηκε. Πάω και της φέρνω ένα μεγάλο χωνάκι παγωτού με τρεις σιροπιαστές μπάλες φράουλας και μια σημαιούλα καρφιτσωμένη στην κορφή του πυργίσκου. Δεν πρόσεξα ποιας εθνικότητας είναι. Το στόμα της κοίταζα. Και τα ξανθά της μαλλιά να ανεμίζουν. Μου έδωσε κι έγλειψα. Γι αυτό και δεν πήρα δικό μου. Πέφτει το βράδυ. Ίσως κάποτε ξαναβρεθούμε, σα να μου είπε με τα τσαχπίνικα μάτια της και μου δίνει ένα φιλί. Έγλυφα τα χείλη μου σε όλο τον δρόμο. Ήταν από εκείνα τα φιλιά που έχουν κάτι από γεύση υπόσχεσης. Μήπως φαντασιώνομαι αδίκως; Πόσο εγωιστικό πλάσμα είμαι, εντέλει;
Ποτέ οι λαοί δεν πήραμε στα σοβαρά τη κοινή μοίρα μας. Ούτε καλλιεργήσαμε τη βαλκανική μας συνείδηση. Και μας τα έλεγε ο Ρήγας στον Θούριος. Φωτιά και τσεκούρι. Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αδελφέ, μας το διαβεβαιώνει κι επισήμως η Ιστορία. Ο γέγονε γέγονε, λοιπόν; Οι πινακίδες μπήκανε. Πως θα το πεις στα δέντρα ότι χωρίζει το δάσος στα δυο; Και ποιών πουλιών οι φωλιές ανήκουν σε ποιους; Δεν φταίνε τα σύνορα, γείτονααα, οι άνθρωποι φταίνε, σα να πήρε το αυτί μου, κραυγή, φερμένη από τα έγκατα των γύρω λιμνών. Αναρρίπισα. Οι μακεδονομάχοι που αναγράφονται σε τιμητικές πλάκες κάτω στα χωριά τα δικά μας, όπου ανέβηκαν προς ετούτες τις μεριές κι άφησαν και πήραν μπόλικο αίμα, εντέλει, υπηρετήσανε το καλό ή το άδικο; Έπραξαν το εθνικόν τους καθήκον, ήτο η απάντησις. Ποιος στα αλήθεια είμαι εγώ και που πάω, αναρωτιέμαι κι εγώ Διονύση, θωρώντας στο καθρεφτάκι της ξεσκέπαστης καμπίνας το κατακερματισμένο μου είδωλο. Τελωνείο της Νίκης ή παλιότερα Νεγκότσανης, του νομού Φλώρινας. Ένιωσα κάπως αμήχανα επιδεικνύοντας για να μπω την αστυνομική μου ταυτότητα στον φρουρό των ελληνικών συνόρων. Κάπως έτσι δεν φυλάσσονται οι παντέρημες πατρίδες;
Τη μεθεπομένη ξανά χώθηκα μέσα. Όπως το είχαμε σχεδιάσει με τον Κωστή και τον ξάδελφο. Битола, γράφει η πινακίδα. Και είδα στην κυριλλική γραφή το Βυζάντιο. Και στη φυσιογνωμία του Μοναστηριού αντικρίζω την άλλη εκδοχή του ίδιου ζητήματος. Φιλικοί είναι οι πλείστοι. Και λίγο καχύποπτοι. Κι ήρθες εσύ από την Ελλάδα να μου πεις εγώ ποιος είμαι, αντιδρά ένας τυχαίος διαβάτης σε έναν διερευνητικό μου υπαινιγμό. Αναπτήρα να ανάψει τσιγάρο μας ζήτησε ο άνθρωπος και πήραν φωτιά τα μπατζάκια μας. Μου αρέσει το κέντρο της. Ο ποταμός Ντραγκόρ, ή Υδραγόρας στην αρχαιοελληνική, κυλά αργά κι αθόρυβα καταμεσής της επίπεδης πόλης, δίδοντάς τον ρυθμό και τον τόνο. Ώρα να φεύγουμε. Δεν περάσαμε από τα λημέρια της Σβετλάνας. Από φόβο. Μην απονευρωθεί λέει η γλυκιά εκκρεμότητα και θαμπώσει η εκτυφλωτική στιλπνότητα της υπόσχεση. Το μετάνιωσα ωσάν το μουλάρι, ο δειλός, επιστρέφοντας με τους λαλίστατους συνεπιβάτες κι ομφαλοσκοπώντας ατέρμονα περί της καταγωγής και της πίστης μας. Μα τι μου λέτε τώρα εσείς, εγώ την Μαρί θέλω, τους λέει ο Χανς όταν τον ρώτησαν ποιανού θρησκευτικού δόγματος είναι, κι ενόσω το σκέφτομαι ξεσπώ σε δυνατά γέλια με την αποστομωτική του αφέλεια, του νεαρού κλόουν ντε, του Χάινριχ Μπελ. Έτσι κι εγώ. Οδηγώ και σε σκέφτομαι σε τούτα τα βαλκάνια σε τούτο τον αιώνα φίλε ντερλεντιλεμ.
Έδωσα και πήρα χνάρια εδώ, είχες πει στην τελετή των Πρεσπών, υποκλινόμενος στο μεγαλείο της παραμεθόριου ενδοχώρας. Κρίμα. Πήγες σαν τον σκύλο στο αμπέλι, άνθρωπε μου. Θυμός. Και κλάμα βουβό στο μαντάτο. Σαν το λιβάδι που δακρύζει, Θεόδωρε. Ας είναι. Κι εγώ ήρθα λοιπόν στα μέρη που πήρες κι έδωσες με άδεια τα χέρια και παίρνω μια καλή ρουφηξιά λιμνίσιου αγέρα. Κι ένα καλό μάθημα πατριωτισμού. Και καλής γειτονίας. Εδώ πάνω την ιστορία τη γράφει η γεωγραφία της είπαμε, κι ας χαθεί όπως λες στη σκόνη του χρόνου.
Παίρνω το ρίζωμα κι ανεβαίνω. Πίσω μου οι Πρέσπες. Μπροστά μου η Φλώρινα. Μια αντιλόπη συναντώ. Και δυο αλεπούδες. Κι έναν πατημένο σκαντζόχοιρο πριν στρίψω στον κόμβο για Θεσσαλονίκη. Ταχυπαλμία με πιάνει. Το στομάχι μου σφίγγεται. Δεν με ταράσσει η άγρια πανίδα του τόπου. Το δυνατό βίωμα φταίει. Κι η συγκίνηση. Και τώρα τι κάνουμε; Τέλος, θαρρώ, εκτός από πέρας σημαίνει και σκοπός, και με ετούτη τη ενδόμυχη σκέψη ηρέμησαν τα από μέσα μου. Ανάβω τσιγάρο. Μονορούφι εφτακόσια πενήντα χιλιόμετρα. Αθήνα. Μετά από σχεδόν έξη ώρες. Κι είναι μετά τα μεσάνυχτα. Έσβησα. Χάθηκε κι ο άγιος Αχίλλειος. Στη φλύαρη ασυναρτησία των φώτων.
Και τι δεν χάνεται, Theo; Μιας αιωνιότητας και μιας μέρας ταξίδι, αδελφέ, εδώ, στα Βαλκάνια, μού αποκρίθηκες αυθωρεί στο δήθεν ρητορικό μου ερώτημα.
Άγιος Αχίλλειος, Πρέσπες, 06/08/2024
Υπέροχη γραφή συγχαρητήρια!