Θέδα Καϊδόγλου
Η κυρία Ιεροδιακόνου έχει μόλις ολοκληρώσει την επίσκεψη στον συμβολαιογράφο για ένα κληρονομικό θέμα που προέκυψε μετά τον θάνατο του πατέρα της, γεγονός που συνέβη πριν από δέκα μέρες.
Ο κύριος Στεφανόπουλος φεύγει από το διαμέρισμα της υπερήλικης μητέρας του,μετά την καθιερωμένη εβδομαδιαία επίσκεψη της Παρασκευής.Ο ανελκυστήρας αργός κατευθύνεται προς το ισόγειο.
Έχει νυχτώσει. Είναι οχτώ το βράδυ, Φλεβάρης και χιονίζει. Μαίνεται ο «Διόνυσος», το νέο κύμα κακοκαιρίας. Από το πρωί όλοι συζητούν τα πρωτοσέλιδα. Μια καινούργια μετάλλαξη του ιού προσβάλλει αποκλειστικά τους άνδρες προκαλώντας ανεξέλεγκτη γενετήσια ορμή και υπερφυσική στύση. Η πόλη σε πανικό. Οι δρόμοι φρακαρισμένοι.
Τρόμος στο άκουσμα των νέων συμπτωμάτων. Άνδρες, γυναίκες σε επιφυλακή και τα παιδιά σε χιονοπόλεμο.
Ξαφνικά γίνεται διακοπή ρεύματος και το ασανσέρ ακινητοποιείται.Εκείνη αρχίζει τις δεήσεις γιατί αυτό ξέρει να κάνει σε κάθε δύσκολη στιγμή και στις αναποδιές. Γίνεται αντανακλαστικά.
Εκείνος προσπαθεί να βγάλει νόημα απ’ τους ψιθύρους. Προφέρονται τόσο γρήγορα οι λέξεις, είναι αδύνατο να τις ξεχωρίσει. Ωστόσο, αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για προσευχή.
Δεν έχουν ανταλλάξει κουβέντα. Δεν έχουν δει καν ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Σκυφτά κεφάλια μπαίνοντας, πλάτες και ζεύγη ποδιών μέχρι να βγεις.
Περνάει τέταρτο. Οι προσευχές δεν αποδίδουν. Η γυναίκα ανεβάζει παλμούς. Ερμηνεύει τα γεγονότα ως θεία δίκη, την τιμωρεί ο πατέρας της για την κακή τους σχέση από τότε που ήταν παιδί. Σκέψεις την τυλίγουν. Φίδια γύρω απ’ τον λαιμό.
Ο άνδρας αισθάνεται περίεργα. Στον καβάλο του ένας βόας φουσκώνει, μακραίνει, σπρώχνει το ύφασμα, θέλει να βγει από τα στενά όρια του παντελονιού.
Λες;
Κι όμως ναι. Ένα από τα νέα κρούσματα πιθανόν. Η γυναίκα εδώ και ώρα μένει σιωπηλή. Ακούγεται μόνο η γρήγορη ανάσα της και ο ήχος των τακουνιών της που χαράζουν νευρικά το δάπεδο.
Ο άνδρας δεν κρατιέται άλλο. Πλησιάζει την άγνωστη. Δεν θέλει να την τρομάξει, προσπαθεί να είναι ευγενικός. Η γυναίκα αντιλαμβάνεται το ξένο σώμα. Ο άνδρας μυρίζει καπνό. Δεν το έχει εξομολογηθεί ποτέ στον πνευματικό της αλλά από μικρό κορίτσι την τρελαίνουν οι άνδρες που καπνίζουν.
Στο σπίτι της απαγορευόταν το τσιγάρο. Είχαν όμως έναν γείτονα που κάπνιζε κάθε πρωί στη βεράντα καθώς κοιτούσε αμίλητος τις τριανταφυλλιές. Τον παρατηρούσε στα κρυφά. Η μορφή του πίσω απ’ τις κουρτίνες. Φαντασίωση διαρκείας. Πλέον δεν θυμάται να πει ούτε μια προσευχή. Συγκεχυμένα τα πρόσωπα του πατέρα της, του συμβολαιογράφου, του συζύγου της που σε λίγο θα φάει το λιτό βραδινό του,θα προσευχηθεί και θα κατακλιθεί, με την ίδια σειρά απαρέγκλιτα εδώ και χρόνια.
Οι θόρυβοι της πόλης όλο και πιο άτονοι, αδύναμες σειρήνες πού και πού, οι άνθρωποι άφαντοι, χαμένοι σε άλλη γη. Λες και το ασανσέρ γλιστράει προς τα κάτω και βυθίζεται σε μια αβυσσαλέα θάλασσα, απομεινάρι ναυαγίου, σφραγισμένο κουτί με δυο μινιατούρες που αιωρούνται στο κενό.
Τα μάτια πια έχουν συνηθίσει στο σκοτάδι. Αχνές γραμμές διαγράφονται στον καθρέφτη. Σκιές σε θολό νερό.
– για όνομα του…
Της γραπώνει το στήθος. Ωραίο, γεμάτο, με μεγάλες σκληρές θηλές.
Εκείνη κολλάει πάνω του και τρίβεται στο φίδι του. Είναι θηριώδες.
Τα δάχτυλά του αναδεύουν τα υγρά της.
– προς Θ..
– Είστε πολύ καυλιάρα τελικά.
Τελικά ναι.
Της έρχεται να γελάσει. Αντ’ αυτού του κατεβάζει το παντελόνι.
Την παίρνει στα όρθια μια και δεν υπάρχει άλλη λύση.
Την γυρίζει ανάποδα.
Η γλώσσα της κρέμεται έξω, μια σκύλα παραδομένη στον σκύλο της ολοκληρωτικά.
Θέλει να δει καθαρά το πρόσωπό της.
-Αμέσως μόλις βγω από δω.
Ολοκληρώνει τη σκέψη του μεγαλόφωνα.
– Όχι, μη βγαίνετε ακόμα.
Εκείνη λέει τα δικά της μην ξέροντας σε τι του απαντάει ακριβώς. Η μέση της είναι λεπτή, τον καυλώνει. Την τραβάει με δύναμη, την κολλάει πάνω του, χύνει καθώς τινάζει προς τα πίσω το κεφάλι της και τα μαλλιά της του γαργαλάνε τη μουσούδα.
Οι ανάσες σβήνουν. Ο ξέπνοος χτύπος μιας καμπάνας. Και μετά σιωπή.