Έλενα Μαρούτσου
Τη Χαριτίνη τη γνώρισα σε μια παρτούζα. Την είχε οργανώσει ένας φίλος που ήταν γνωστός στον κύκλο για το καθιερωμένο ετήσιο ζουρφίξ, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Χρόνια με παρακαλούσε να συμμετάσχω. «Σε λίγο θα θες και δεν θα μπορείς», μου έλεγε βυθίζοντας το μαχαίρι στον μαλακό ιστό της ηλικίας μου. Για τους δισταγμούς μου, δεν έφταιγαν τα χρόνια που κουβαλούσα στην πλάτη μου, μήτε η συστολή του χαρακτήρα μου. Ούτε γέρος είμαι ακόμα, ούτε ιδιαίτερα ντροπαλός. Πάσχω όμως από μια ιδιότυπη φοβία. Δεν είναι καταγεγραμμένη ως τέτοια, και στα μάτια μου -ή μάλλον στη μύτη μου- δεν φαντάζει διόλου παθολογική: δεν αντέχω το γυναικείο άρωμα. Και δεν μιλώ για τη φυσική μυρωδιά μιας γυναίκας. Αυτή είναι καλοδεχούμενη, ενίοτε μάλιστα ερεθιστική, στη χειρότερη περίπτωση ανεκτή. Όχι, μιλάω για τα αρώματα με τα οποία είθισται να περιβρέχονται οι γυναίκες πιστεύοντας πως ενισχύουν έτσι το σεξ απήλ τους. Αυτά τα αρώματα είναι οι εχθροί μου. Πρόκειται μάλιστα για εχθρούς που δεν μπορείς εύκολα να αποκρούσεις. Πώς να κλείσεις τη μύτη εν μέσω ενός φιλιού; Ακόμη χειρότερα: μιας συνουσίας.
Αυτός υπήρξε και ο λόγος που προτιμούσα πάντοτε να βρίσκομαι σε σχέσεις σταθερές, όπου οι ερωτικές μου παρτενέρ ήξεραν τα χούγια μου και δεν με έφεραν προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Υπήρξαν βέβαια και σχέσεις της μιας νύχτας. Φρόντιζα τότε, πριν την πράξη, να μπαίνω στη μπανιέρα μαζί με την γυναίκα που θα ξάπλωνε στη συνέχεια στο κρεβάτι μου, και να την πλένω με πράσινο σαπούνι. Το πλάσαρα σαν ερωτική ιεροτελεστία. Αφαιρούσα έτσι τις απειλητικές οσμές που θα μπορούσαν στη συνέχεια με το έτσι θέλω να τρυπώσουν ύπουλα στους οσφρητικούς μου πόρους και να διαχυθούν ανεμπόδιστα, καταρρακώνοντας την κρίσιμη στιγμή την ετοιμοπόλεμη στύση μου.
Βέβαια, τα τελευταία χρόνια ζω μόνος κι η στύση μου έχει κατεβάσει δόρυ και ασπίδα. Περιμένει βαριεστημένη σε μια άκρη καθώς τις ώρες μου πλέον περνώ βυθισμένος σε βιβλία. Πιστεύω μάλιστα πως ανέκαθεν αυτή υπήρξε η μεγάλη μου αγάπη. Η καύλα μου. Πριν συναντήσω, φυσικά, τη Χαριτίνη. Την προηγούμενη μέρα, είχα αποκρούσει για πολλοστή φορά την πρόταση του φίλου μου. Είχα αποκλείσει κάθε πιθανότητα να περάσω την επομένη από τη «βίλα των οργίων» όπως χαριτολογώντας ονόμαζε το σπίτι όπου συναντιόνταν οι σύγχρονοι Διονυσιαστές, φορώντας μάσκες όπως με είχε επανειλημμένα διαβεβαιώσει.
Πώς βρέθηκα λοιπόν εκεί; Γιατί άλλαξα γνώμη τελευταία στιγμή και πήγα; Ήταν η περιέργεια; Ουδεμία περιέργεια είχα για μια χορογραφία που επανειλημμένα είχα παρακολουθήσει σε πορνό σελίδες. Να με έσυρε από το μανίκι κάποια διαίσθηση; Η Μοίρα αυτοπροσώπως; Σαχλαμάρες. Πήγα για να δώσω ένα εντυπωσιακό φινάλε. Ήταν καιρός πλέον να το πάρω απόφαση. Τέρμα το κυνήγι της σάρκας. Τέρμα τα κυλίσματα στα σεντόνια. Τέρμα οι απρόσκλητες οσμές. Το κλείσιμο της αυλαίας ας ήταν λοιπόν εντυπωσιακό. Μεγαλειώδης η πτώση των τίτλων τέλους. Θα άφηνα κάθε οπή του δέρματός μου να πλημμυρίσει για τελευταία φορά από ανησυχαστικά αρώματα και μετά θα κλεινόμουν στην κάμαρα με τα μυθιστορήματα, τα δοκίμια και τις ποιητικές μου συλλογές. Αδημονούσα.
Επρόκειτο για μια μονοκατοικία της δεκαετίας του πενήντα, κάπου στο Παλαιό Φάληρο. Ο φίλος μου μού είχε πει ότι το όλο πράγμα θα ξεκινούσε τα μεσάνυχτα. Έφτασα έξω από την πόρτα στις δώδεκα παρά δέκα. Ακόμα και στις παρτούζες δεν με εγκατέλειπε, φαίνεται, η σχολαστική μανία να είμαι στην ώρα μου. Βγήκα λοιπόν από το αμάξι κι έκανα μια βόλτα στην περιοχή. Το Παλαιό Φάληρο, όπως και η Γλυφάδα ή η Βούλα, ήταν για μένα ξένες πόλεις. Σαν να είχα βρεθεί ξάφνου στη Λειβαδιά. Ή στην Ξάνθη. Μου γεννήθηκε η παρόρμηση να συνεχίσω να περιφέρομαι και να μην επιστρέψω ποτέ στο σπίτι των οργίων. Ήμουν εγώ για τέτοια; Είχα στην τσέπη μου μια μαύρη μάσκα σαν αυτή του Ζορό. Τι ρεζιλίκι.
Όχι. Θα πήγαινα. Ρεζίλι ξερεζίλι, θα πήγαινα. Είχα φτάσει ως εδώ. Έκανα λοιπόν μεταβολή και με γοργό βήμα κατευθύνθηκα στον τόπο του τελευταίου πηδήματος. Κι αν έτρωγα τα μούτρα μου ακόμα καλύτερα. Έβαλα τη μάσκα, έσπρωξα τη μισάνοιχτη πόρτα και μπήκα νιώθοντας ήρωας Φελινικός.
Οι συνουσιαζόμενοι είχαν σκορπιστεί σε διάφορα δωμάτια κι είχαν πιάσει ήδη δουλειά. Κάποιοι, εκτός από μάσκα, φορούσαν και περούκα. Οι πιο πολλοί ήταν ολόγυμνοι. Μερικοί είχαν ξεγυμνωθεί μόνο απ’ τη μέση και κάτω. Άλλοι πήγαιναν από παρτενέρ σε παρτενέρ με ανοιχτό απλώς το φερμουάρ ή κατεβασμένο παντελόνι. Πρόσεξα μια γυναίκα με ξεκούμπωτο μπούστο. Την θήλαζε ένας άντρας με μακριά μουστάκια που φαντάστηκα πως θα τη γαργαλούσαν.
Δεν κυλιόντουσαν στο πάτωμα, ένα σμάρι κορμιά, όπως το είχα φανταστεί. Υπήρχαν λογής λογής συνδυασμοί και σχήματα. Δυο δυο, τρεις τρεις, κάποιοι μόνοι τους αυνανίζονταν παρακολουθώντας με προσήλωση τα τεκταινόμενα. Περιφερόμενος στα δωμάτια συνάντησα κάποια στιγμή κι ένα πολυπληθές σύμπλεγμα. Θα πρέπει να ήταν έξι επτά άνθρωποι που ελλείψει σκηνοθετικών οδηγιών συστρέφονταν άτσαλα σπρώχνοντας κι επικαλύπτοντας ο ένας τον άλλον σε μια προσπάθεια να βρουν κάτι να πιπιλήσουν, να αδράξουν κάποιο μέλος, να χωθούν κάπου όπως μπορούν. Στη σκάλα που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα, ένας άντρας είχε βγάλει τη ζώνη και χτυπούσε τα οπίσθια μιας γυναίκας στα τέσσερα. Τρεμούλιαζαν κάθε φορά που προσγειωνόταν πάνω τους η δερμάτινη λωρίδα. Ανέβηκα τα σκαλιά και βρέθηκα μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα μιας κρεβατοκάμαρας. Πάνω στο διπλό κρεβάτι λάβαινε χώρα ένα πολυπρόσωπο 69. Επαναλαμβανόμενοι γλωττισμοί σαν βελόνες ραπτομηχανής αγωνίζονταν να φέρουν σε οργασμό τα κορμιά που σχημάτιζαν μια σάρκινη κουλούρα πάνω στα τσαλακωμένα σεντόνια, τσαλακωμένα κι αυτά, γεμάτα ζάρες και βαθουλώματα, σημαδεμένα τα περισσότερα απ’ το χρόνο. Απέναντι από τη κρεβατοκάμαρα, ήταν η τουαλέτα. Μπήκα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Μια γυναίκα κατουρούσε πάνω στο πρόσωπο ενός άντρα ενώ μέσα στη μπανιέρα μια νεαρή κοπέλα έχυνε μαλακτικό στον κώλο μιας μεγαλύτερης σε ηλικία, ετοιμάζοντάς τη για σοδομισμό.
Αν όλα ετούτα τα έβλεπα σε οθόνη, η διέγερσή μου θα έφτανε στο κατακόρυφο. Θα έχυνα μέσα σε λίγα λεπτά. Όμως το γεγονός πως ήμουν παρών αντί να οξύνει την επιθυμία μου, τη στόμωνε. Σύντομα, όπως από ρωγμή που ανοίγει στο κύτος ενός πλοίου, με κατέκλυσε ένα κύμα μελαγχολίας για την καημένη τη σάρκα που πάσχιζε να ικανοποιηθεί. Την ίδια στιγμή πλημμύρισαν ξάφνου τα ρουθούνια μου με τις μυρωδιές που λίμναζαν στο χώρο. Αρώματα που μιμούνταν λεπτεπίλεπτα άνθη, πιπεράτα μπαχαρικά, πικάντικους καρπούς ανακατεμένα με ξινό ιδρώτα και σπέρμα, με τύλιξαν, πέπλο αόρατο και δυσώδες, που κόλλησε πάνω στο δέρμα μου προκαλώντας μια κρίση άσθματος. Διπλώθηκα στα δυο παλεύοντας να πάρω ανάσα.
Τότε εμφανίστηκε η Χαριτίνη. Με πήρε απ’ το χέρι και βγήκαμε στον κήπο. Ο φρέσκος αέρας με αναζωογόνησε. «Έλα», μου είπε και με οδήγησε στο πίσω μέρος του σπιτιού, σε ένα περιβόλι με δυο τρεις λεμονιές και μια χαρουπιά. Ξάπλωσε στο χώμα και σήκωσε τη μακριά της φούστα αποκαλύπτοντας δυο αφράτα πάλλευκα πόδια. Έσκυψα πάνω της. Μύριζε όπως χαρτί σε φρεσκοαγορασμένο βιβλίο. Λύγισε τα πόδια της κι εγώ της τα άνοιξα όπως σε μια τυχαία σελίδα. Μπήκα μέσα της -ζωντανός σελιδοδείκτης- κι εκείνη έσφιξε με τα γόνατα τη μέση μου, μέχρι που ξεπήδησε απ’ τα σπλάχνα μου λευκό μελάνι.
Πολύ ιντελεκτουέλ για ερωτική/σεξουαλική λογοτεχνία για την ταπεινή μου γνώμη…