Ροζίτα Σπινάσα
Άφησε το αμάξι κάτω από τα αλμυρίκια και τα παπούτσια κάτω από τα πεντάλ. Προχώρησε στην άμμο ξυπόλυτη. O ήλιος ίσα που είχε στεγνώσει την υγρασία της νύχτας. Δεν είχε προλάβει να πυρώσει τους κόκκους των θρυμματισμένων από τα κύματα βράχων που απλώνονταν κάτω από τα πόδια της. Κι αυτά βούλιαζαν μέσα τους με ευχαρίστηση.
Γύρ της ερημιά. Μόνο γη και θάλασσα. Αυτή η αθάνατη, η αιώνια θάλασσα. Που διαλύει και μαλακώνει. Που αγριεύει και γαληνεύει. Απλωνόταν μπροστά της, ολοδική της. Έτοιμη να την πάρει αγκαλιά. Να ξεπλύνει τα δάκρυα, να ξεπλύνει τα κρίματα.
Σταμάτησε λίγο πριν το κύμα. Έλυσε το κορδόνι πίσω από τον λαιμό της, το ρούχο κύλησε στους αστραγάλους της. Το δρασκέλισε και προχώρησε στο κρύο νερό. Το δέρμα της ανατρίχιασε, οι θηλές της σκλήρυναν. Το φύλο της μαζεύτηκε, σαν λουλούδι που έγινε μπουμπούκι ξανά. Συνέχισε να προχωρά μέσα στη θάλασσα, αψηφώντας τις σαρκικές επιφυλάξεις. Σαν στοίχημα, σαν τιμωρία – σαν εξιλέωση.
Το νερό έφτασε στα γόνατα. Δυο βήματα κι έφτασε στη μέση της, δυο ακόμη βήματα και σκέπασε το στητό, ολόλευκο στήθος της. Είχε έρθει η ώρα.
Βούτηξε αθόρυβα, απαλά. Άφησε τη θάλασσα να την απορροφήσει, να την καταπιεί. Τα πόδια της μισάνοιξαν, το μπουμπούκι έγινε ξανά λουλούδι. Το νερό εισχώρησε στις πτυχώσεις και στα φυλλώματα, χαϊδεύοντας τα παρελθόντα. Το αίμα και τον πόνο. Τα φιλιά και την ευχαρίστηση. Τα αγγίγματα και τις διεισδύσεις. Τις γέννες και τον θάνατο.
Επέπλευσε ανάσκελα. Η θάλασσα την κρατούσε πάνω της αβαρή, δεν την άφηνε να βουλιάξει στον σκοτεινό βυθό. Το στήθος της αιωρούνταν ανάλαφρο, κυμάτιζε στα κύματα. Οι ρώγες της ξεμύτιζαν στην υδάτινη επιφάνεια σαν δυο μικροί σκόπελοι. Οι ηλιαχτίδες την ξεκούραζαν από τα ρουφήγματα των πεινασμένων μωρών και των πεινασμένων εραστών. Δροσιά και ζεστασιά, παρηγοριά και ξανάνιωμα. Γυμνή όπως τη γέννησε η μάνα της, όπως έκανε τα δικά της παιδιά. Άχρονη, παρά τις ρυτίδες. Αγνή, παρά τις αμαρτίες.
Το σώμα άρχισε να χορταίνει, το ίδιο και η ψυχή. Βυθίστηκε, για να ξυπνήσει. Να επανέλθει. Κολύμπησε νωχελικά προς τη στεριά. Τα πόδια της ακούμπησαν στο βυθό. Είδε τη σκόνη να σηκώνεται πάνω από τον χωματόδρομο, άκουσε τη μηχανή να σπινιάρει στα χαλίκια. Κοντοστάθηκε διστακτική· το νερό σκέπαζε τη γύμνια της. Η μηχανή σταμάτησε δίπλα στο αμάξι, ο άνδρας την ξεκαβάλησε και προχώρησε. Προχώρησε προς το ριγμένο στην άμμο ρούχο της, προχώρησε προς αυτή. Το γυμνό του σώμα έλαμπε στον πρωινό ήλιο.
Ένιωσε τον δισταγμό της να υποχωρεί. Δεν είχε λόγο να μένει ακίνητη. Δεν είχε λόγο να φοβάται, να κρύβεται. Τα πόδια της συνέχισαν τον βηματισμό τους. Πρώτα αναδύθηκε το στήθος της, ύστερα η ήβη της. Μέχρι που βγήκε ολόκληρη έξω από το νερό. Στάθηκε απέναντί του γυμνή. Τον κοίταξε στα μάτια. Ο δισταγμός έγινε πρόκληση. Έγινε πρόσκληση. Το χέρι του ανασηκώθηκε κι άγγιξε το αριστερό στήθος της. Το αγκάλιασε με τη χούφτα του προσεκτικά, τρυφερά, σα να ’ταν σπουργίτι. Κι αυτό κούρνιασε μέσα της. Και η καρδιά της φτερούγισε. Η καρδιά της πέταξε.