της Όλγας Σελλά
Είναι το τελευταίο έργο που έγραψε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, το 1936, λίγο πριν δολοφονηθεί και λίγο πριν ξεκινήσει ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος. Και «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας της «ισπανικής υπαίθρου» (που περιλαμβάνει ακόμα τη «Γέρμα» και τον «Ματωμένο Γάμο»). Οπωσδήποτε λοιπόν ενυπάρχει σ’ αυτό το έργο, σ’ αυτή την ιστορία του ασφυκτικού εγκλεισμού και της παράλογης καταπίεσης των 5 θυγατέρων της Μπερνάρντα Άλμπα, το αλληγορικό πλαίσιο στο οποίο οι Ισπανοί θα ζούσαν για 40 περίπου χρόνια. Και οπωσδήποτε υπάρχει παράλληλα και ισχυρά μια πλάγια έκφραση της καταπίεσης των ερωτικών επιλογών, μέσα από τις συνθήκες ερωτικού περιορισμού των πέντε κοριτσιών της Μπερνάρντα Άλμπα.
Η Μαρία Πρωτόπαπα (μετά τη γοητευτική της «Αντιγόνη» του Ανούιγ) επέλεξε αυτό το σύνθετο και πολυεπίπεδο έργο του Λόρκα να παρουσιάσει φέτος στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Κι έδωσε εξαρχής ένα στίγμα της ανάγνωσής της –της ρευστότητας των φύλων- αφού έδωσε στον Χρήστο Στέργιογλου την ερμηνεία του ρόλου της Μπερνάρντα Άλμπα. Ο Χρήστος Στέργιογλου λοιπόν, ντυμένος και με τα αυστηρά ρούχα μιας αρχόντισσας της εποχής και με το ανδρόγυνο κοστούμι μέσα από αυτά, είναι η Μπερνάρντα Άλμπα, η οποία αφού κηδεύει τον δεύτερο σύζυγό της επιβάλλει στις πέντε κόρες της (την Αγκούστια, τη Μαγκταλένα, την Αμέλια, τη Μαρτίριο και την Αδέλα) αυστηρό πένθος οκτώ ετών και τον εγκλεισμό τους μέσα στο σπίτι, μιας που η τάξη τους δεν επιτρέπει να ανακατεύονται με τους χωρικούς (απολύτως παρούσα και η ταξική διάσταση). Όταν εμφανιστεί όμως ένας νέος άντρας, ο Πέπε Ρομάνο, που πρόκειται ν’ αρραβωνιαστεί τη μεγαλύτερη κόρη, την Αγκούστια, κόρη από τον πρώτο γάμο της Μπερνάρντα, τότε όλα αλλάζουν. Τότε όλες αντιδρούν. Τότε όλες επιθυμούν είτε τον Πέπε είτε την επιθυμία –αφού ο Πέπε ποτέ δεν εμφανίζεται επί σκηνής. Και ο ανταγωνισμός εμφανίζεται στο σπίτι του εγκλεισμού και της στέρησης (της ζωής και του έρωτα). Και τον Πέπε ερωτεύονται τόσο η μικρότερη Αδέλα όσο και η Μαρτίριο. Μόνο που η κατάληξη θα είναι τραγική και το πένθος θα μείνει για πάντα σ’ εκείνο το σπίτι.
Η παράσταση της Μαρίας Πρωτόπαπα ξεκινά με τη μία από τις κόρες της Μπερνάρντα, την Κατερίνα Φωτιάδη, να συστήνεται ρεαλιστικά στο κοινό: «Είμαι η Κατερίνα, είμαι τόσων χρόνων, έχω μια κόρη…», το πλαίσιο μιας σύγχρονης γυναίκας που αγωνίζεται μόνη της –μια σκηνή ανένταχτη που δεν συνδέθηκε με οτιδήποτε στη συνέχεια. Φορούσε, όπως και όλες οι υπόλοιπες κόρες, ένα αυστηρό όσο και κομψό γκρι κοστούμι. Και στο κεφάλι φορούν όλες το μαύρο τσεμπέρι, αφού πενθούν. Και με το σώμα τους δείχνουν όλες ότι είναι πιεσμένες, καταπιεσμένες και φοβισμένες. Η μόνη, πλην της Μπερνάρντα, που έχει διαφορετικό ρόλο και στάση είναι η παλιά οικονόμος του σπιτιού και έμπιστη της Μπερνάρντα, η Πόνθια (Άννα Καλαϊτζίδου), που δείχνει να δέχεται χωρίς να αποδέχεται το παρανοϊκό πλαίσιο της Μπερνάρντα Άλμπα, και είναι η μόνη που εκφράζει την άποψή της.
Σ’ ένα λιτό, σχεδόν αφαιρετικό σκηνικό (το υπογράφει η Εύα Νάθενα όπως και τα κοστούμια) που παραπέμπει στην αυστηρότητα της παράδοσης και της θρησκείας που επιβάλλει πλαίσια και όρους (το μοναστηριακό τραπέζι είναι ενδεικτικό), με έντονο το στοιχείο της σωματικής έκφρασης (το πλύσιμο των ρούχων π.χ.) οι πέντε γυναίκες και οι δύο άντρες ηθοποιοί (τη μία κόρη, την Αγκούστια, υποδύθηκε ο Δημήτρης Μαργαρίτης) αφηγήθηκαν την ιστορία του Λόρκα, και τα στοιχεία που ενέταξε σ’ αυτήν η Μαρία Πρωτόπαπα. Το θρησκευτικό πλαίσιο, τη θέση της γυναίκας, τη θέση του δεσμοφύλακα και του εκφραστή της πατριαρχικής επιβολής που παίζει η Μπερνάρντα Άλμπα –«Δεν σκέφτομαι, διατάζω» είναι μία από τις φράσεις που την αποτυπώνουν γλαφυρά-, την αναζήτηση της ελευθερίας και του έρωτα, το ταξικό πλαίσιο –«Κανείς δεν είναι άξιός τους» λέει η αρχόντισσα Μπερνάρντα για τους υποψήφιους γαμπρούς- αλλά και το έντονο πολιτικό πλαίσιο, που μαζί με το ερωτικό πιστεύω ότι είναι τα κυρίαρχα στο έργο του Λόρκα, αλλά αυτό το τελευταίο το έκανε «φόντο» η Μαρία Πρωτόπαπα (κάποια συνθήματα δηλαδή που ακούστηκαν σε κάποιες στιγμές της παράστασης). Και ήταν πολύ εύστοχη η αλλαγή των κοστουμιών μετά την εμφάνιση του Πέπε Ρομάνο (όλες οι θυγατέρες έβγαλαν το γκρι κοστούμι και φόρεσαν δαντελένια εσώρουχα εποχής, υπογραμμίζοντας έτσι τη χαλάρωση των σωμάτων και την απελευθέρωσή τους από τα αυστηρά ρούχα, όταν πρόκειται να συναντήσουν τον έρωτα).
Κι ενώ υπήρχαν πολύ ωραίες σκηνές που ανέδιδαν σημεία από το διακύβευμα του κειμένου (από τις ωραιότερες εκείνη με το ύφασμα που γίνεται δεσμά και όλες τις κόρες γύρω από τη ραπτομηχανή –εξαιρετικά εύγλωττη και καλοπαιγμένη σκηνή) η τελική γεύση της παράστασης ήταν ότι πολλά στοιχεία του έργου έμειναν μισοφωτισμένα. Με βασικότερο «θύμα» το πολιτικό σχολιασμό του Λόρκα, που έμεινε μόνο στα συνθήματα που ακούγονταν από κάπου μακριά και σε κάποιες φράσεις που παρέπεμπαν –όχι πειστικά- σε άλλο ύφος και καιρούς: «ένα λαό σαν ποτάμι μολυσμένο, που δεν μπορείς να πιεις νερό να ξεδιψάσεις».
Μόνο που όλα αυτά τα διαφορετικά και σημαντικά επίπεδα του Λόρκα κάπου ανακατεύτηκαν, κάπου έμειναν ανολοκλήρωτα, σαν κάτι να ξεκινούσε και να έχανε τον βηματισμό του στην πορεία. Κι έμειναν μόνο εικόνες και σκηνές, που δεν έπειθαν πάντα, κυρίως γιατί η Μπερνάρντα Άλμπα δεν ήταν το τρομακτικό πρόσωπο που περιμέναμε. Ο Χρήστος Στέργιογλου είχε περισσότερο εξωτερική ένταση παρά σωματική ισχύ ως εκφραστής τυραννίας. Δεν μετέδωσε δέος, τρόμο, απέχθεια. Από τις κόρες της Μπερνάρντα Άλμπα ξεχωρίζω μόνο τη Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη (την Αδέλα της ιστορίας) που πράγματι μετέδωσε και το πάθος, και την αποκοτιά και τη συγκίνηση και τη γενναία διάλυση του μόνου ανθρώπου που ύψωσε ανάστημα σε μια ανελεύθερη και παράλογη κατάσταση. Η έμπειρη Άννα Καλαϊτζίδου έδωσε εύστοχα (κάποιες φορές με λίγο παραπάνω υπερβολή) το πρόσωπο που υπηρετεί μεν ένα αφεντικό, γιατί είναι η δουλειά του και γιατί αυτήν έμαθε, αλλά γνωρίζει ότι μπορεί να έχει και ένα αυτοτελές πλαίσιο ζωής και δράσης. Θα μπορούσα να πω ότι ήταν κάπως σαν τον ρόλο του τρελού στον Σαίξπηρ δραματουργικά. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Εύας Νάθενα υπηρέτησαν απολύτως το ύφος της παράστασης, η κίνηση της Μαργαρίτας Τρίκκα επίσης, η μουσική του Φώτη Σιώτα ήταν μάλλον υπαινικτική.
Συνολικά, ήταν μια παράσταση με καλές προθέσεις, που όμως δεν υποστηρίχθηκαν επαρκώς ούτε τη σκηνοθετική ανάγνωση και διαχείριση του έργου ούτε από τις περισσότερες ερμηνείες. Το βάρος της παράστασης έγειρε στο πρώτο επίπεδο της γυναικείας καταπίεσης, όπως φαίνεται και από τον υπότιτλο που έδωσε η Μαρία Πρωτόπαπα στην παράστασή της: «Το Σώμα όπου Ανατέλλει η Αντοχή». Και η γεύση μας από εκείνο το σπίτι έμεινε μισή.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση, Απόδοση κειμένου: Μαρία Πρωτόπαππα, Ελένη Σπετσιώτη, Σκηνοθεσία: Μαρία Πρωτόπαππα, Σκηνικά-Κοστούμια: Εύα Νάθενα, Μουσική: Φώτης Σιώτας, Κίνηση: Μαργαρίτα Τρίκκα, Φωτισμοί: Βαλεντίνα Ταμιωλάκη, Βοηθός σκηνοθέτιδας: Ηλέκτρα Μπαρούτα, Προωθητικές Φωτογραφίες παράστασης: Ρούλα Ρέβη, Βοηθός Φωτογράφου: Ολίνα Κάτσαρη, Περούκες: Χρόνης Τζήμος, Κομμώσεις: Θοδωρής Μπουρνέλης, Μακιγιάζ: Ειρήνη Γάτου, Γραφίστας: Γιάννης Σταματόπουλος, Φωτογραφίες παράστασης: Μαριλένα Αναστασιάδου, Trailer Παράστασης: Μιχαήλ Μαυρομούστακος, Διεύθυνση Παραγωγής: Αναστασία Καβαλλάρη, Εκτέλεση Παραγωγής: Kart Productions- Μαρία Ξανθοπουλίδου
ΠΑΙΖΟΥΝ (αλφαβητικά)
Ευγενία Αποστόλου, Άννα Καλαϊτζίδου, Δημήτρης Μαργαρίτης, Ελένη Σπετσιώτη, Χρήστος Στέργιογλου, Κατερίνα Φωτιάδη, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη.
Σε ηχογράφηση συμμετέχει η Έρση Μαλικένζου.
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν-Υπόγειο, Πεσμαζόγλου 5
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη 20.00, Πέμπτη έως Σάββατο στις 21.00, Κυριακή στις 19.00