του Γιάννη Μουγγολιά
Αναμφίβολα είναι το μεγάλο συναυλιακό ραντεβού της τζαζ για το καλοκαίρι. Μουσικοί σαν τον συνθέτη, κοντραμπασίστα και τσελίστα Dave Holland αναμφίβολα προσδίδουν ιδιαίτερο κύρος με τις ζωντανές εμφανίσεις τους, που αποτελούν ταυτόχρονα μια σπάνια εμπειρία για το κοινό της τζαζ και όχι μόνο. Μπορεί η συναυλία του Dave Holland Kismet Quartet την Πέμπτη 17 Ιουλίου στο Ηρώδειο να μεταβλήθηκε σε συναυλία τρίο του Dave Holland αφού για λόγους υγείας που προέκυψαν στο τέλος Ιουνίου ο διεθνώς αναγνωρισμένος κιθαρίστας Kevin Eubanks ακύρωσε τη συμμετοχή του από την ευρωπαϊκή καλοκαιρινή περιοδεία του Kismet Quartet, ωστόσο δεν παύει να είναι μια κορυφαία στιγμή. Ο 78χρονος Dave Holland θα συνοδεύεται από δυο σπουδαίους μουσικούς, τον 54χρονο εξαιρετικό τενόρο και σοπράνο σαξοφωνίστα Chris Potter και τον 43χρονο ντράμερ Obed Calvaire.
Mε τον Chris Potter ο Dave Holland εμφανίστηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2006 στο Κέντρο Tεχνών ACS στο Xαλάνδρι στο πλαίσιο του Muse Festival. Ήταν η συναυλία του Dave Holland Quartet αποτελούμενο από τους Holland, Potter και τους Robin Eubanks (τρομπόνι), Steve Nelson (βιμπράφωνο και μαρίμπα) και Nate Smith (ντραμς). Ο Dave Holland στις 18 Ιουλίου στο Ηρώδειο έρχεται για δεύτερη φορά στην Ελλάδα μέσα σε χρονικό διάστημα 15 μηνών αφού στις 25 Απριλίου 2024 εμφανίστηκε με το τρίο του (Jaleel Shaw-σαξόφωνο και Eric Harland-ντραμς) ζωντανά στην αίθουσα «Ιωάννης Δεσποτόπουλος» του Ωδείου Αθηνών στα St Paul’s Sessions 6.
Αυτά για τις συναυλίες αλλά όπως ξέρουμε τζαζ και ειδικά σπουδαία τζαζ είναι και οι δίσκοι.
Όταν ο Dave Holland συνάντησε τον Chris Potter στη δισκογραφία
Μια ματιά στην εκλεκτή δισκογραφία του Dave Holland, του σπουδαίου Άγγλου τζάζμαν που έχει ως έδρα τις ΗΠΑ από τις αρχές της δεκαετίας του ΄70, σίγουρα θα ρίξει ιδιαίτερο βάρος σε άλμπουμ του όπως τα «Conference of the birds» (1973), «Emerald Tears» (1978), «Life Cycle» (1983), «Jumpin’ In», «Triplicate» (1988), «Extensions» (1990), «Dream of the Elders» (1996), «Points of View» (1998) όμως εδώ θα σταθούμε περισσότερο στην κοινή δισκογραφία των Holland και Potter που θα απολαύσουμε στην αναμενόμενη συναυλία της Αθήνας.

Σε ποιους δίσκους συναντήθηκαν λοιπόν oι δυο σημαντικοί αυτοί μουσικοί και πώς αποτυπώθηκε η γόνιμη συνεργασία τους φέρνοντας εκλεκτά ποιοτικά αποτελέσματα συνδυάζοντας υψηλή δεξιοτεχνία αλλά και καινοτομία. Ο Chris Potter, ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους για το ιδιαίτερο παίξιμό του και ταυτόχρονα ένας από τους πιο καινοτόμους σαξοφωνίστες και συνθέτες της τζαζ, άλλωστε θεωρεί τον Dave Holland ως μέντορά του και δάσκαλο, όπως προκύπτει από πολλές δηλώσεις του.

Πρώτη κατάθεση της κοινής αυτής παρουσίας συντελείται στο υποψήφιο για βραβείο Grammy άλμπουμ του Dave Holland Quintet «Prime Directive» (ECM, 1999), ένα θαυμάσιο δείγμα σύγχρονης τζαζ που ηχογραφήθηκε από 10 έως και 12 Δεκεμβρίου 1998 στα Avatar Studios της Νέας Υόρκης. Ο Holland στήνει εδώ το κουιντέτο του έχοντας δίπλα του έναν από τους πιο συναρπαστικούς νεαρούς σαξοφωνίστες (28 ετών τότε) στη Βόρεια Αμερική, τον Chris Potter και στα τρία είδη του σαξοφώνου (σοπράνο, άλτο, τενόρο), τον τρομπονίστα Robin Eubanks, τον Steve Nelson (βιμπράφωνο, μαρίμπα) και τον ντράμερ Billy Kilson. Ο Holland υπογράφει πέντε από τις εννέα συνθέσεις του δίσκου και ο Chris Potter το θαυμάσιο περίπου επτάλεπτο «High Wire», ενώ τα υπόλοιπα κομμάτια είναι άλλων μελών του γκρουπ συνθέτοντας μια συνολική εικόνα πρωτότυπων, αυθεντικών συνθέσεων στον δίσκο στην οποία απουσιάζουν τα στάνταρντς. Δίσκος προσαρμοσμένος στην άποψη του Dave Holland να παράγει δημιουργική μουσική χωρίς να αμελεί ποτέ την απόλαυση και τη χαρά των ακροατών.
Μέσα σε τρεις μέρες, από 20 έως 23 Σεπτεμβρίου 2000 ηχογραφείται το άλμπουμ «Not For Nothin’» από το ίδιο κουαρτέτο που κυκλοφορεί από την ECM μετά από ένα χρόνο και μεταξύ άλλων περιλαμβάνει πέντε συνθέσεις του Holland και μία δεκάλεπτη του Potter. Ο Chris Potter αναγνωρίζεται διεθνώς απολαμβάνοντας πλέον καθολική αποδοχή με τη βράβευσή του με το βραβείο Jazzpar της Δανίας, τη σημαντικότερη ευρωπαϊκή διάκριση για έναν τζαζίστα και μάλιστα γίνεται ο νεότερος μουσικός που τιμήθηκε με το βραβείο αυτό. Ο Dave Holland σχετικά με αφορμή το άλμπουμ αυτό σημειώνει: «Αυτό που αγαπώ στη μουσική είναι η δημιουργία κάτι μεγαλύτερου από τις δυνατότητές σου. Τα συγκροτήματα που πάντα θαύμαζα ήταν σαν τα συγκροτήματα του Duke Ellington ή του Miles Davis, ομάδες δηλαδή ισχυρών προσωπικοτήτων που επικεντρώνονταν σε μια μουσική ιδέα. Στο συγκρότημά μου έχει γίνει σαφές ποιος είναι ο χαρακτήρας του και μπορούμε να το εκμεταλλευτούμε αυτό στη γραφή και την παρουσίαση».
Δυο χρόνια αργότερα το κουιντέτο κυκλοφορεί στην ECM το διπλό cd «Extended Play», που ηχογραφήθηκε τον Νοέμβριο του 2001 στο διάσημο κλαμπ Birdland της Νέας Υόρκης, με ανάπτυξη πληθωρικών εκτεταμένων χρονικά τζαζ συνθέσεων όπου οι δεξιοτεχνικές δυνατότητες των μελών και ο άρτιος βαθμός συνεργασίας και εκφραστικής συνομιλίας τους αναδεικνύονται στο έπακρο. Αρκετές από τις συνθέσεις είχαν παρουσιαστεί και στο παρελθόν όπως το «High Wire» του Chris Potter ή το «Prime Detective» του Dave Holland, ωστόσο εδώ αναπνέουν με άλλη άνεση και αύρα αφού διευρύνονται χρονικά σε 15λεπτη και 13λεπτη εκδοχή αντίστοιχα. Μια εξαιρετική ζωντανή τζαζ ηχογράφηση που αντανακλά την ατμόσφαιρα, τον ενθουσιασμό και το μεγαλείο της τζαζ στιγμής και του δημιουργικού αυτοσχεδιασμού από ένα από τα σπουδαιότερα κουιντέτα της εποχής εκείνης.

Όμως εκτός από το κουιντέτο στην ECM τους δυο σημαντικούς μουσικούς τους απολαμβάνουμε και μέσω του αριστουργηματικού άλμπουμ της Dave Holland Big Band «What Goes Around» που ηχογραφήθηκε τον Ιανουάριο του 2001 και κυκλοφόρησε σε cd το 2002. Πρόκειται για ένα άλμπουμ σταθμό στη δισκογραφική πορεία του Holland που τεκμηριώνει με υποδειγματικό τρόπο την αίσθηση και την αντίληψη που έχει ο κορυφαίος τζάζμαν για τη φόρμα της big band. Ιδανικός ενορχηστρωτής και leader της ορχήστρας ο Holland αξιοποιεί στο μέγιστο τις δυνατότητες που δίνει το σχήμα αυτό και αποσπά από τους μουσικούς του εκπληκτικά σόλο και τις αναμφισβήτητες εκτελεστικές τους αρετές. Καθοδηγεί με εξαιρετική άνεση και φαντασία την big band εξασφαλίζοντας τη συνοχή της και εξαλείφοντας πιθανές οργανικές επικαλύψεις, ενώ ενθαρρύνει το ανοικτό και ελεύθερο δημιουργικό πνεύμα τους. Μια ομολογουμένως κορυφαία στιγμή τους που επαναφέρει στο ενδιαφέρον και την προσοχή μας μοναδικές παλαιότερες συνθέσεις του Holland παιγμένες με πληθωρικότητα και ένταση όπως τα «Triple Dance», «Blues For C.M.», «The Razor’s Edge», «First Snow», «Shadow Dance» και την ομώνυμη 17λεπτη σύνθεση που δονείται από τους παλμούς μιας ολοζώντανης αιχμής, αλλά και μας παρουσιάζει και μια νέα συναρπαστική είσοδο, το «Upswing». Ο Chris Potter σε αυτόν τον δίσκο είναι πραγματικά είναι εκπληκτικός ξεδιπλώνοντας πάθος, τέχνη, ευρηματικότητα και ερμηνευτικό μπρίο. Ο Holland στελέχωσε την μπάντα του με μουσικούς πρώτης τάξης μεγέθους. Mark Gross, Antonio Hart, Gary Smulyan, Chris Potter στα σαξόφωνα, Andre Hayward, Josh Roseman, Robin Eubanks στα τρομπόνια, Alex Sipiagin, Duane Eubanks, Earl Gardner στις τρομπέτες και στα φλούγκελχορν, Steve Nelson στο βιμπράφωνο, Billy Kilson στα ντραμς και ο ίδιος ο Holland στο κοντραμπάσο. Δηλαδή στην ουσία υπάρχει η ραχοκοκκαλιά, το εξαιρετικό Dave Holland Quintet που έκανε θραύση εκείνη την περίοδο και πάνω σε αυτή τη βάση επεκτεινόταν με πρόσθετους σημαντικούς μουσικούς με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας εκρηκτικής big band. Για τον δίσκο αυτό ο Dave Holland διακρίθηκε με το βραβείο Grammy ως κορυφαίος καλλιτέχνης στην κατηγορία Καλύτερου Άλμπουμ Μεγάλου Τζαζ Συνόλου. Από τους δίσκους που ξεχωρίζουν στην προσωπική δισκογραφία του Holland και κατέχει περίοπτη θέση στα δείγματα του είδους της big band.

«Dare2 Records» είναι η δισκογραφική εταιρεία που ο Dave Holland ίδρυσε και καθοδήγησε εκδίδοντας σημαντικά τζαζ άλμπουμ της δισκογραφίας του. Τον Δεκέμβριο του 2005 μπαίνει στα Avatar Studios με το κουαρτέτο του όπου στη θέση του ντράμερ ο Nate Smith έχει αντικαταστήσει τον Billy Kilson προσδίδοντας μια εμφανώς πιο funky διάσταση και ενεργοποιώντας κάποιες ελαφρές διαφοροποιήσεις από την αρχική κατεύθυνση του κουαρτέτου. Ο τίτλος του δίσκου που κυκλοφόρησε το 2006 είναι «Critical Mass» και το μουσικό υλικό που ακούμε εμπεριέχει νέα κομμάτια σε κλασικούς δρόμους που έχουμε ακολουθήσει και στο παρελθόν ακούγοντας το σχήμα του Holland όπως τα «The Eyes Have It» και «Lucky Seven» αλλά και κομμάτια με πιο φρέσκο προσανατολισμό. Ο Chris Potter βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα εκτελεστικά ενώ καταθέτει και τη θαυμάσια δική του δεκάλεπτη σύνθεση «Vicissitudes» όπου αναπτύσσει μια υψηλής πνοής τζαζ και διάλογο με τον δάσκαλό του, όπως και στα κομμάτια του Holland. Ανεξάρτητα όμως με το ποιος έχει γράψει κάθε κομμάτι, αυτό που εκπέμπεται σαν συνολική ατμόσφαιρα στον δίσκο είναι αποτέλεσμα μιας ομαδικής δουλειάς και κάθε κομμάτι και μελωδία νοείται ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου που τα μέλη του συνεισφέρουν όλα καθοριστικά.

Ηχογραφημένο στις 7 και 8 Σεπτεμβρίου 2015 στο Sear Sound της Νέας Υόρκης κυκλοφορεί το 2016 επίσης από την εταιρεία του Holland Dare2 Records το cd «Aziza», του οποίου ο τίτλος είναι δανεισμένος από την εναρκτήρια σύνθεση του Lionel Loueke (κιθάρα, φωνή) «Aziza Dance» και σημαίνει στη γλώσσα της γενέτειράς του Μπενίν τον χορό μιας φυλής κατοίκων του δάσους που δίνει πρακτικές και πνευματικές συμβουλές. Dave Holland και Chris Potter συμπράττουν με τον Lionel Loueke αλλά και με τον ντράμερ Eric Harland σε αυτόν τον υπέροχο δίσκο που οι συνθέσεις του είναι μοιρασμένες ανά δύο σε κάθε μέλος του σχήματος όσον αφορά τη συνθετική δημιουργία. Ένα σουπεργκρούπ με τέσσερα πρωτοκλασάτα μέλη που ο καθένας του είναι συνθέτης και leader γκρουπ και ο καθένας έχει διακριτή και σημαντική πορεία στους χώρους της τζαζ και της έθνικ. Τζαζ και εξωτική διάσταση αλλά κυρίως μια σπάνια χημεία που αναπτύσσεται ανάμεσα στους μουσικούς που συγκεντρώνονται εδώ με θαυμαστά αποτελέσματα.

Από την ίδια δισκογραφική εταιρεία κυκλοφορεί το 2019 σε διπλό cd το «Archive Series Volume 1» με θαυμάσιες εκδοχές κομματιών του Dave Holland Quintet. Όπως ακριβώς μαρτυρά ο τίτλος πρόκειται για αρχειακό υλικό, με συνθέσεις δηλαδή του κουαρτέτου που είχαν παρουσιαστεί στο παρελθόν. Ωστόσο τις ακούμε πραγματικά μεταμορφωμένες και εμπλουτισμένες. Πέντε εκτεταμένες με την υπογραφή του Dave Holland και μια σαρωτική του Chris Potter με τίτλο «Souls Harbor» που αγγίζει τα 33 λεπτά συμπυκνώνοντας με τον καλύτερο τρόπο τις αρετές, τις ευρηματικές ιδέες και τα έξοχα παιξίματα του κουιντέτου.

Στιγμές από τη συναρπαστική σύγκλιση του Dave Holland και του Chris Potter ακούμε στο cd «What Now?» που κυκλοφόρησε το 2005 από την ιταλική δισκογραφική εταιρεία C.A.M. Η οργανική σύσταση του συγκροτήματος διευρύνεται από τον σπουδαίο Βρετανό τρομπετίστα Kenny Wheeler που παίζει φλούγκελχορν και ουσιαστικά στη δισκογραφία αυτού πιστώνεται ο δίσκος με αφορμή τον εορτασμό των 75ων γενεθλίων του, αλλά και με τον πιανίστα John Taylor. Παρότι στην οργανική σύσταση του σχήματος απουσιάζουν τα ντραμς, η έλλειψη περνά σχεδόν απαρατήρητη αφού ο Dave Holland εκτός του αναμφισβήτητου δεξιοτεχνικού πρωταγωνιστικού ρόλου του κατορθώνει στο μέγιστο να διατηρεί τον ρυθμό με το κοντραμπάσο αποκαθιστώντας τέλεια τη συνοχή και το ρυθμικό μέρος. Είναι πραγματικά ξεχωριστή μαγευτική εμπειρία να ακούς τον τρόπο αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο φλούγκελχορν του Kenny Wheeler και στο τενόρο σαξόφωνο του Chris Potter. Κομμάτια αναφοράς το εναρκτήριο «Iowa City», το θαυμάσιο «Verona» και η μελαγχολική μπαλάντα «The Lover Mourns» που αποκαλύπτουν ποικίλα πρόσωπα της μοντέρνας τζαζ την οποία μας σερβίρει απλόχερα του κουαρτέτο.

Dave Holland και Chris Potter ακούμε και σε μια ειδική έκδοση που προχώρησε η εταιρεία Monterey Jazz Festival Records με δράση υποστηρικτική στο διάσημο φεστιβάλ. Ζωντανά ηχογραφημένη η συναυλία ενός θαυμάσιου κουαρτέτου αποτελούμενου από τους Holland, Potter, Gonzalo Rubalcaba και Eric Harland στις 22 Σεπτεμβρίου 2007 κυκλοφόρησε σε cd το 2009. Τέσσερις συνθέσεις του Holland και από δύο των Potter, Rubalcaba και Harland γίνονται το όχημα με το οποίο θα εκφραστούν και θα μας ταξιδέψουν οι δημιουργικοί και ανήσυχοι αυτοί τζάζμεν. Τίτλος του δίσκου αυτού του Holland: «The Monterey Quartet: Live At The 2007 Monterey Jazz Festival».

Άφησα προς το τέλος έναν από τους καλύτερους και πιο πρόσφατους δίσκους της καριέρας του, το υπέροχο «Good Hope» που κυκλοφόρησε σε διπλό δίσκο βινυλίου και cd το 2019 από τη δισκογραφική εταιρεία Edition Records και συμπεριλήφθηκε σε πάρα πολλές έγκριτες λίστες των καλύτερων δίσκων σύγχρονης τζαζ της χρονιάς εκείνης. Ήταν ένα άλμπουμ που άγγιξε δυσθεώρητα ποιοτικά επίπεδα και πραγματικά αποζημίωσε κάθε φίλο της τζαζ αλλά και της σύγχρονης εκδοχής της και των συγκλίσεων με τις έθνικ αποχρώσεις. Ηχογραφημένο στις 21 και 22 Σεπτεμβρίου 2018 στο Sear Sound της Νέας Υόρκης το δισκογραφικό αυτό κομψοτέχνημα απελευθερώνει έναν σπάνιο συνδυασμό απολαυστικής μουσικής, εσωτερικότητας και δημιουργικής απογείωσης των μουσικών. Dave Holland και Chris Potter σε μια ομολογουμένως δαιμονική έκφραση της ευφυίας αλλά και της δεξιοτεχνίας τους μαγνητίζουν τον ακροατή. Μαζί ο σπουδαίος Zakir Hussain στην τάμπλα και στα παραδοσιακά Kanjira και Madal, γνωστός από σπουδαίες ηχογραφήσεις στη γόνιμη συνύπαρξη Δύσης και Ανατολής, αφήνει χαρακτηριστικό αποτύπωμα επεκτείνοντας τις εκφραστικές δυνατότητες της μουσικής και δημιουργώντας γέφυρας επικοινωνίας μεταξύ των τζαζ και σύγχρονων δρόμων με την παράδοση. Aπό τρεις συνθέσεις συνεισφέρουν οι Holland και Potter και δύο ο Zakir Hussain δείχνοντας το απεριόριστο εύρος στο οποίο μπορεί να λάβουν οι αναζητήσεις και οι ηχητικές περιπέτειες των τριών master.
H συνεργασία των Dave Holland και Chris Potter, εκτός της δισκογραφίας, καταγράφεται επίσης και μέσω του συγκροτήματος αστέρων της τζαζ με το όνομα Overtone Quartet που ο Holland ήταν συνιδρυτής το 2009. Το Overtone Quartet που είχε ως έτερα μέλη τον Chris Potter, τον βιρτουόζο και ρηξικέλευθο πιανίστα Jason Moran και τον ντράμερ Eric Harland, όλοι τους εκπληκτικοί σολίστες, έκανε συστηματικές περιοδείες σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ και της Ευρώπης παίζοντας συνθέσεις του Holland.
Ο Dave Holland στο πλευρό του Miles Davis και κορυφαίων τζάζμεν
H μοναδική προσωπικότητα του Dave Holland ως μουσικού, εκτός της προσωπικής δισκογραφικής του πορείας, μέρος της οποίας προσεγγίσαμε παραπάνω μέσω της συνεργασίας του με τον Chris Potter, εκτείνεται σε ένα συναρπαστικό οδοιπορικό του οποίου η εκκίνηση ανιχνεύεται όταν ήταν έφηβος 14 ετών και έπαιζε R&B, ροκ και ποπ μουσική για χορούς και σε κλαμπ με τοπικά συγκροτήματα. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 σε ένα Λονδίνο όπου έπνεε η δροσερή αύρα των φρέσκων πολιτιστικών ρευμάτων και ιδεών, ο Holland εξερευνούσε την κλασική τζαζ και την αβανγκάρντ μέσα από το έργο κορυφαίων δεξιοτεχνών του κοντραμπάσου όπως ο Ray Brown, o Charles Mingus και ο Gary Peacock και άρχιζε να εμφανίζεται τακτικά με συγκροτήματα κορυφαίων Βρετανών τζάζμεν όπως των Tubby Hayes, Ronnie Scott, Chris McGregor, Evan Parker και John Surman.

Η απογείωση της καριέρας του ήρθε το 1968 στα 22 του όταν ο Miles Davis τον προσκάλεσε να γίνει ο μπασίστας του γκρουπ του Έτσι έγινε βασικό μέλος του Lost Quintet του Miles Davis thn per;iodo 1968-1969, στο οποίο έπαιζαν επίσης οι θρύλοι της τζαζ Chick Corea, Wayne Shorter και Jack DeJohnette. Ηχογράφησε έχοντας καταλυτικό ρόλο στους aαριστουργηματικούς και άκρως επιδραστικούς για την ιστορία της τζαζ δίσκους τους Miles Davis «Filles de Kilimanjaro», «In a Silent Way» και «Bitches Brew», ενώ συνέχισε στο πλευρό του μυθικού τρομπετίστα και συνθέτη ακόμα κι όταν έπαψαν να υπάρχουν τα σταθερά κουιντέτα του.

Ο Dave Holland συνεργάστηκε σε συναυλιακό και δισκογραφικό επίπεδο με πρωτοκλασάτους τζαζ μουσικούς, μεταξύ των οποίων τους Joe Henderson, Betty Carter, Stan Getz, Thelonious Monk, Anthony Braxton, Sam Rivers, Herbie Hancock, Pat Metheny, Barre Phillips, John Abercrombie, Keith Jarrett, Steve Coleman, Billy Higgins, Hank Jones, Craig Taborn, Ches Smith, John McLaughlin, Joe Lovano, John Scofield, Jim Hall κ.α.
Κλείνω με τα λεγόμενα του Dave Holland που έχει σε περίοπτη θέση στην επίσημη ιστοσελίδα του. Κάτι σαν απόσταγμα ζωής, εμπειρίας, γνώσης που κατακτήθηκε μέσα από συναρπαστικές συναντήσεις, θεσπέσιες μουσικές, ηχηρές συνεργασίες, δίσκους, συναυλίες, βραβεία, διακρίσεις. Κάτι που δεν αναφέρει πουθενά τη λέξη μουσική αλλά που μάλλον είναι η μουσική η ίδια, η ζωή μας η ίδια εν τέλει:
«Αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση: χαρά, μοναξιά, αγάπη, συντροφικότητα, κοινωνία και ελπίδα. Τα πράγματα με τα οποία ζούμε. Τα θεμελιώδη στοιχεία που μας κάνουν αυτό που είμαστε ως άνθρωποι. Διαπερνούν το φύλο, τη φυλή και τα πάντα. Όσο περισσότερο ταξιδεύω, τόσο περισσότερο καταλαβαίνω ότι ουσιαστικά, όλοι είναι ίδιοι… οι πολιτισμικοί προσανατολισμοί μπορεί να είναι διαφορετικοί, αλλά οι θεμελιώδεις αλήθειες υπό τις οποίες λειτουργούν οι άνθρωποι παραμένουν οι ίδιες. Αφορά την οικογένειά τους, την αγάπη τους, τη φροντίδα τους, την επιθυμία τους να ανήκουν κάπου και την επιθυμία τους να έχουν ελπίδα».

























