Αυτός ο χειμώνας και η τελετουργική χορογραφία του Δημήτρη Καρακίτσου (γράφει ο Μάνος Κουμής)

0
223

 

γράφει ο Μάνος Κουμής

 

Με το γνώριμο πολεμικό ύφος των καταστασιακών, ο Ραούλ Βανεγκέμ ερμήνευε τον φαύλο κύκλο των ψευδών αναγκών και της κατανάλωσης ως εξής: το άτομο θαμπωμένο από τη μυστηριακή γοητεία της αγοράς αξιοποιεί μονάχα το ελάχιστο των ικανοτήτων του, παραδομένο στη βραχύβια ικανοποίηση της καταναλωτικής διαδικασίας. Η αύρα όμως των προϊόντων δημιουργεί συνεχώς νέες ανάγκες με αποτέλεσμα το άτομο να αναζητά διακαώς το αίσθημα της έξαψης που δημιουργεί η επαφή με το καινούριο. Η παραπάνω συνθήκη συμπληρώνει αυτό που ο  Ζίμμελ όριζε ως μοντέρνα πολιτιστική διαδικασία στη νεωτερικότητα: την ικανότητα, δηλαδή, της ζωής να παράγει διαρκώς νέες μορφές για τον εαυτό της, οι οποίες απαιτούν ένα κύρος το οποίο υπερβαίνει τη στιγμή, αδιαφορώντας για την ιστορία.

Η διαρκής αναζήτηση της έκπληξης και του θαμπώματος, λοιπόν, φαίνεται να είναι το στοιχείο που αναζητά και η κριτική στο πεδίο της τέχνης: το βιβλίο, ως εμπορικό προϊόν, δεν αποτελεί εξαίρεση τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αποτελεί η περίπτωση του Δημήτρη Καρακίτσου, ο οποίος με το πιο πρόσφατο έργο του με τίτλο «Αυτός ο χειμώνας», για μία ακόμη φορά καταφέρνει να προκαλέσει συζητήσεις γύρω από την έννοια των ορίων της γραφής, της λογοτεχνίας και του κριτικού λόγου, αναδεικνύοντας δομικά χαρακτηριστικά αυτού του τελευταίου. Γιατί εάν στα προηγούμενα του έργα τονίστηκε από την κριτική η δύναμη της φαντασίας, το παιγνιώδες ύφος, η δαιμονική δύναμη του γέλιου, καθώς και η φαουστική υφή της γλώσσας του, για το τελευταίο του έργο –όπου τα παραπάνω στοιχεία είναι τεχνηέντως υποφωτισμένα– η κριτική περιορίστηκε στο να σχολιάσει θετικά ή αρνητικά την αλλαγή της στάσης του αυτής.

Έτσι, ενώ ο Καρακίτσος επιλέγοντας το είδος και την τεχνοτροπία της ηθογραφίας παρουσιάζεται ωριμότερος (Αλ. Ζωγραφάκης),  εν τέλει, όμως,  αποφασίζει να θέσει τον πήχη χαμηλά (Γιάννης Καλογερόπουλος), παραδόξως εξαιτίας των ίδιων αυτών επιλογών.  Παρά τις εύστοχες του κειμενικές παρατηρήσεις, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου προοικονομεί ότι «ο συγγραφέας έχει ανακαλύψει το επόμενο στάδιο των λογοτεχνικών του αναζητήσεων, χρησιμοποιώντας ανατρεπτικά το βουκολικό και ειδυλλιακό του διάκοσμο»[i], ορίζοντας ανεπαισθήτως ένα πέρασμα του Καρακίτσου από τις παιγνιώδεις σαρκαστικές ετεροτοπίες του παρελθόντος προς έναν ρεαλιστικό και γνώριμο κόσμο. Πλέον, είναι λες και ητεχνοτροπία να απορρυθμίζει το τέμπο του πρόσφατου μυθιστορήματος (Διονύσης Μαρίνος). Συμπερασματικά, λοιπόν, η κριτική βλέπει τον Καρακίτσο να πατάει πιο στέρεα, στον βαθμό που εγκαταλείπει τις γλωσσικές ακροβασίες, χαμηλώνει τον σατιρικό τόνο για χάρη της μελαγχολικής σιωπής, αφήνει πίσω την πόλη για τη φύση, αδιαφορεί για την διατάραξη των ποιοτήτων του χρόνου για χάρη της αφήγησης μιας ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος.

Αυτή όμως ακριβώς η ιστορία είναι που φωτίζει περίτεχνα την εκλεπτυσμένη συγγραφική μάσκα του Δημήτρη Καρακίτσου, επιβεβαιώνοντας τον πρωτεϊκό χαρακτήρα της αισθητικής του, και όχι την εγκατάλειψή του. Αντίθετα από το να αναπτύσσεται ως μια φυγόκεντρη δύναμη, το έργο αυτό αναγάγει την αξία των μεταμορφώσεων και της ρευστότητας σε δομικό χαρακτηριστικό της συνολικής παραγωγής του, ενώ ο Καρακίτσος συνομιλεί αβίαστα με όσους ριψοκίνδυνους τόλμησαν να εξερευνήσουν τον κόσμο με τη δύναμη των λέξεων.

Είναι αρκετοί, βέβαια, οι μύθοι που υπενθυμίζουν τις ολέθριες συνέπειες της βλάσφημης ικανότητας του ανθρώπου να ξεπερνά τα όρια του κόσμου του με τη χρήση της γλώσσας: από τον πύργο της Βαβέλ μέχρι την Αρχαία Κόρινθο του Σίσυφου, η ανθρωπότητα υψώνει αναχώματα απέναντι στη βέβηλή της επιθυμία –μα και ανάγκη– να εκφράσει με τον λόγο, όλα αυτά που καλλιτέχνες και φιλόσοφοι ορίζουν ως ανείπωτα. Με δηκτικό τρόπο, σε μια από τις συνήθεις λογοτεχνικές του εξάρσεις, ο Νίτσε αναφέρει ότι η επινόηση της γνώσης από τα ευφυή αυτά ζώα που υπόσχονται, τον άνθρωπο, υπήρξε μάλλον η πιο υπερφίαλη και απατηλή στιγμή της «παγκόσμιας ιστορίας». Και δεν είναι ο μόνος: η πανταχού παρούσα λαχτάρα παλινδρόμησης του ανθρώπου που έφερε στο φως ο Φρόυντ, ή η θέση του Κλωντ Λεβί Στρως που θέλει τον άνθρωπο αυτοεξόριστο μετά και την κυριαρχία επί του κόσμου μεσω της ομιλίας, αποτελούν προειδοποιήσεις απέναντι στην ανθρώπινη έπαρση.

Τον δραματικό αν και μάταιο αγώνα του ανθρώπου να ξεπεράσει τα σύνορα της γλώσσας, η τέχνη θέλησε να τον εκφράσει, όπως σωστά παρατηρεί ο κριτικός λογοτεχνίας Τζορτζ Στάινερ, περιγράφοντας καταστάσεις που ομοιάζουν με τη συνθνήκη της ομιλίας: το φως, τη μουσική και τη σιωπή.[ii] Κατά αυτόν τον τρόπο μπορoύν να συνενωθούν οι προσπάθειες απέναντι σε αυτή την κρίση του οδοιπόρου και του φωτός που τον βουβαίνει στον Παράδεισο του Δάντη, η προκλητική συνθηματολογία ενός Βερλαίν για την πρωτοκαθεδρία της μουσικής στη νεωτερική αισθητική, αλλά και η εκκωφαντική σιωπή του Ρεμπώ. Οι συνεχείς διαβαθμίσεις του φωτός, η παρατονισμένη μουσική, καθώς και η σταδιακή πορεία προς τη σιωπή φαίνεται να αποτελούν τα δομικά στοιχεία στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου, τα οποία και αξιοποιεί για να στοχαστεί επί των διαρκώς αντιπαλευόμενων στη νεωτερικότητα δίπολων φύση-πόλη, λόγος-σιωπή, τέχνη-πράξη.

Η πλοκή του βιβλίου στέλνει λοιπόν τον Στέργιο, τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, ως αγροφύλακα σε ένα χωριό κοντά στα Γρεβενά, το Περιβόλι. Ευγενής άγριος μέσα στα αγρίμια της φύσης συντηρεί και συντηρείται από ένα κατά τα άλλα έρημο τοπίο κατά τη διάρκεια ενός χειμώνα στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα. Η πόλη και τα παράγωγά της κάνουν αισθητή την παρουσία τους μονάχα σαν παράφωνη μουσική, όπως και οι αναμνήσεις από τις οποίες πασχίζει να απαλλαγεί. Βέβαια, η μοναχικότητα αυτή του ήρωα μονάχα ως εύκολη φυγή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς τη φαινομενικότητα ενός μονοδιάστατου ανθρώπου αντιπαρέρχεται ο διαρκής αναστοχασμός, η συνεχής πάλη με τις αποφάσεις του παρελθόντος, η μετέωρη συνθηκολόγηση με το παρόν ή ακόμη και η παραδοχή λανθασμένων αποφάσεων. Εντέλει ο ήρωας του Καρακίτσου δρα εντός μιας μεταιχμιακής συνθήκης, η ρευστότητα της οποίας αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη πραγματικότητα και τις δυσανεξίες της.

Είναι αρκετά λοιπόν τα θραύσματα εντός της αφήγησης που συνηγορούν στη δημιουργία μιας σειράς φωτοσκιάσεων και αντιθέσεων, προσδίδοντας αφενός ένα βάθος στις φαινομενικά στερημένες από δράση περιηγήσεις του Στέργιου∙ αφετέρου στο προσωπείο που επιλέγει ο ίδιος ο Καρακίτσος να αξιοποιήσει σε αυτό το διαρκές παιχνίδι μεταμορφώσεων που επιτελεί με τα έργα του. Έτσι, αν η ιστορία διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του ’80, πέρα από το χρονικό πλαίσιο οφείλουμε να φέρουμε κατά νου μία ακόμα ρωγμή στη σύγχρονη Ιστορία με τον επιθανάτιο ρόγχο της σοσιαλιστικής ουτοπίας, την εδραίωση ενός συστήματος αξιών που στηρίζεται στην κατανάλωση, την αστυφιλία με την καταστροφική εξάπλωση της πόλης επί της φύσης, αλλά και τον αντίστοιχο νεοπλουτισμό που αφήνει πίσω του έρημα τα τοπία της επαρχίας.

Την ίδια στιγμή, μέσω της αφήγησης, αναδύεται μια αίσθηση νοσταλγίας για μια εποχή οριστικά χαμένη. Ευφυώς ο Καρακίτσος μιμείται δημιουργικά ένα ύφος παλαιό, αναδεικνύοντας για μία ακόμη φορά τη δεξιοτεχνία της στιλιστικής του μάσκας. Όμως, όπως επισημαίνει ο Φρεντρικ Τζέιμσον στο κείμενο του για τον μεταμοντερνισμό, την καταναλωτική κοινωνία και το παστίς, αυτή η τεχνοτροπία μας επιτρέπει να προσπεράσουμε τα περισσότερα σημεία αναφοράς που έχουμε για τον σύγχρονο κόσμο. Αυτό το αίσθημα νοσταλγίας το οποίο εισβάλλει στο κατακερματισμένο παρόν μας υπενθυμίζει την ανικανότητά του σύγχρονου υποκειμένου να δημιουργήσει αισθητικές αναπαραστάσεις της δικής του εμπειρίας.[iii] Εδώ εντοπίζεται, μάλλον, και η οξεία κριτική του Καρακίτσου απέναντι σε μια Ελλάδα που φαίνεται ανίκανη να αντιμετωπίσει το βάρος της ιστορίας και του χρόνου.

Ανανεωμένη ηθογραφία, λοιπόν, ή και υπενθύμιση των δημιουργικότερων στιγμών της, αφού σε αυτή την περίπτωση ο αφιλόξενος επαρχιακός τόπος αναστηλώνει μια παραδείσια φυλακή απομόνωσης αλλά και ασύλου. Μακριά από τις βαριές σκιές του κληρονομικού βάρους και της επιβεβλημένης κακουχίας που χαρακτήριζε εν πολλοίς την παραδοσιακή ηθογραφία, ο Καρακίτσος πλάθει έναν ήρωα, που συνδιαλέγεται αναστοχαστικά με την πόλη και τις κατακτήσεις της. Όπως το ήθελε ο Μπωντλαιρ, η φύση μπορεί να είναι ένας ναός, αλλά εδώ το εκτυφλωτικό φως του χιονιού δεν είναι μονάχα λυτρωτικό. Οι εναλλαγές φωτός –σκοταδιού από τη μία ορίζουν τα όρια των ενεργειών του Στέργιου, από την άλλη όμως συνηγορούν στην επιβεβαίωση της ελευθερίας του: έτσι, θα τον δούμε να στέκεται άγρυπνος νυχτερινές ώρες, όταν ακόμη και η πόλη κοιμάται, σαν το σύμβολο της Σφίγγας που φυλά το δαιμόνιο μυστικό του λόγου, υπενθυμίζοντας τη ζωώδη προϊστορία του ανθρώπου.

Την ίδια στιγμή, οι μελωδίες της φύσης διακόπτονται από τους θορυβώδεις ήχους της πόλης. Όπως το ήθελε η νεωτερική αισθητική με τις ξεκούρδιστες κιθάρες και τις ανομοιοκατάληκτες παράφωνες μελωδίες, έτσι κι εδώ η όποια μουσική υπενθυμίζει την επικρατούσα κρίση της εποχής: η μυσταγωγία του πανηγυριού παραπέμπει μονάχα στην εμπορευματική εκδοχή του, ήχοι ακούγονται μονάχα από σπασμένα και μισοχαλασμένα τρανζίστορ ή κασετόφωνα αυτοκινήτων, και η μελωδία της φύσης διακόπτεται συχνά από τον θόρυβο μηχανών. Συνέπεια αυτής της παραφωνίας είναι η εμφανής έκλειψη της ομιλίας: από τη μία, ο λόγος πλησιάζει αυτόν της φύσης, με τους αργόσυρτους και υπονομευτικούς της τόνους∙ από την άλλη είναι σκανδαλώδης η επιμονή του ήρωα να μη θέλει ή να μη μπορεί να γίνει κατανοητός από το περιβάλλον του.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός ότι ο Καρακίτσος, παράλληλα με την έκπτωση αυτή του λόγου, απογυμνώνει την αφήγησή του από τα περισσότερα καλολογικά της στοιχεία. Ο λόγος του είναι δωρικός, διαθέτει βάρος. Μα όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ζαν Σταρομπίνσκι στο δοκίμιό του Το πορτραίτο του καλλιτέχνη ως σαλτιμπάγκου,[iv] αυτός ο λόγος μας υπενθυμίζει την ύλη του σώματος ενός χορευτή, ο οποίος αν και αρέσκεται να πετάει σε επικίνδυνα –μα και λυτρωτικά– ύψη, είναι καταδικασμένος να κοιτάξει την απόστασή του από το έδαφος. Αν ο Καρακίτσος με την προγενέστερη μυθιστορηματική του χορογραφία επέτρεπε στον εαυτό του να ξεπεράσει τα όρια της γλώσσας, δοκιμάζοντας παράτολμες παρομοιώσεις, συνηχήσεις και θεματικές, με το τελευταίο του έργο προσθέτει μία ακόμη κίνηση στην παράστασή του, αυτή της ακινησίας και της σιωπής. Και εμείς, για μία ακόμη φορά παρακολουθούμε αυτή την γενναία καλλιτεχνική του ισορροπία μεταξύ ύψους και βάθους.

 

[i] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Πέρα από το πολύβουο άστυ» Το Βήμα, (23/2/25)

[ii] George Steiner, Η σιωπή και ο ποιητής, εισαγωγή: Μάριος Μαρκίδης, μετάφραση: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Έρασμος, 1997, σ. 22.

[iii] Fredric Jameson, Η πολιτισμική στροφή. Κείμενα για το Μεταμοντέρνο, μετάφραση: Ροζαλί Σινοπούλου, Πλέθρον, 2024, σς. 24-32.

[iv] Ζαν Σταρομπίνσκι, Το πορτραίτο του Καλλιτέχνη ως Σαλτιμπάγκου, μετάφραση: Χαρά Μπακονικόλα Γεωργοπούλου, Εξάντας, 1991.

 

 Δημήτρης Καρακίτσος, Αυτός ο Χειμώνας (Αντίποδες, 2024)

Προηγούμενο άρθρο21η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης: Μια πρώτη γεύση (από την Αλεξάνδρα Χαΐνη)
Επόμενο άρθροΣχόλια στην αλληλογραφία Τ.Κ. Παπατσώνη και Μέλπως Αξιώτη (της Αθηνάς Βογιατζόγλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ