Δώρα Αναγνωστοπούλου
Στον Γιώργο Μπράμο δεν άρεσαν οι αποχαιρετισμοί. Νομίζω πως αν του δινόταν η ευκαιρία να επιλέξει το φευγιό του, κάπως έτσι θα το ήθελε. Αθόρυβο, χωρίς να συνοδεύεται από το βάρος των λέξεων. Τις λέξεις, που αγαπούσε να τον παιδεύουν, να καρφώνονται σαν πρόκες, όπως έλεγε και φυσικά το απέδιδε πάντα στον αγαπημένο του Μανόλη Αναγνωστάκη. Έκλεβε, αλλά δεν οικειοποιούνταν ποτέ φράσεις ή σκέψεις. Αντιμετώπιζε με δέος ιδέες και έννοιες -του άρεσε η λέξη έννοια- που ζωήρευαν το μυαλό και την σκέψη και τις ζήλευε. Τις ζήλευε όμως με πάθος και αθωότητα.
Όπως τους κλασικούς. Σαν να τους ανακάλυπτε κάθε φορά από την αρχή. Τα διαβάσματά του είχαν ταυτότητα. Άλλη μια λέξη που άκουγες συχνά από το στόμα του. Ταυτότητα, γιατί είχε την γνώση ότι κάθε τι έχει μια αφετηρία, όπως είχε και ο ίδιος. Ήταν αριστερός και περήφανος για την αντιδικτατορική του δράση, μιλούσε με πολύ αγάπη για τα χρόνια της «Αυγής» και της Ιταλίας και νομίζω πως τίποτα δεν τον διασκέδαζε περισσότερο από το να διηγείται ιστορίες με φίλους του, στους οποίους ήταν απόλυτα πιστός.
Εκεί η γλώσσα του λυνόταν με έναν μαγικό τρόπο και πήγαινε ροδάνι. Εξιστορούσε με λεπτομέρειες περιστατικά χωρίς να κομπιάζει, ενώ θυμόταν μέχρι και το τελευταίο όνομα, εκεί που συνήθως προσπαθούσαμε να καταλάβουμε ο «αυτός» ποιος ήταν. Η γλώσσα εννοείται πως έρεε και στις πολιτικές συζητήσεις, εδώ με την γνωστή ένταση και το φούντωμα.
Γλύκαινε με έναν αστείο τρόπο όταν μιλούσε για τον Μαρίνο, τη Σαβίνα, την Αναστασία τα παιδιά του. Έπαιρνε μια έκφραση, που επιστράτευε μόνο όταν αναφερόταν στα παιδιά, έκφραση απόλυτης υπερηφάνειας.
Ο Μπράμος ξεκουραζόταν διανύοντας χιλιόμετρα. Συχνά ακούγοντας τις ίδιες μουσικές, κάνοντας τις ίδιες διαδρομές, ανακαλύπτοντας όμως πάντα κάτι νέο, φρέσκο και πρωτότυπο. Με την δίψα και την αγωνία ενός εφήβου με άσπρα γένια, που πλέον θα ανακαλώ μέσα από τα βιβλία του.
Αντίο Μπραμούλη. Σε ευχαριστώ για τον Μούζιλ, τον Μάγκρις, την Άρεντ, τον Φελίνι, τον Μπέργκμαν. Θα μου λείψει η ανθρωπιά σου.
Τέλης Σαμαντάς
Φίλε Γιώργο.
Ήδη, με την προσφώνηση ένας κόμπος στέκεται και σε πνίγει. Τι πάει να πεί «φίλε Γιώργο»; Ποιον προσφωνείς έτσι; Και σε ποια στιγμή; Με ποια αφορμή; Πώς μπορείς να πιστέψεις πως κάποιος που μέχρι χθες κάνατε κουβέντες, αναλύσεις και σχέδια για το μέλλον δεν είναι πια παρών εν σώματι; Σε ποιον άρα μιλάς; Στους αγαπημένους; Στους φίλους; Μήπως στον ίδιο τον εαυτό σου; Μπορεί. Άλλωστε από τη στιγμή που όλοι μάθαμε την τόσο ξαφνική και βίαιη αναχώρηση σου μάλλον με τους εαυτούς μας μιλάμε. Με τους εαυτούς που όλοι έχουν διαμορφωθεί, έχουν αποκτήσει διαστάσεις, έχουν πλουτίσει και χάρη σ’ εσένα τον ίδιο και την παρουσία σου. Ανακαλώντας τις άπειρες στιγμές των συναντήσεων μας.
Και τελικά αυτή η φανταστική συνομιλία ίσως και να είναι πραγματική. Γιατί είναι μια συνομιλία με την ουσία των πραγμάτων. Με την ουσία αυτού που αν και απών συνεχίζει και θα συνεχίζει να είναι παρών. Να είναι ο «Φίλος Γιώργος». Ο Μπράμος μας.
Θα θυμάσαι Γιώργο, τις κουβέντες μας, συχνά-πυκνά τον τελευταίο καιρό, με αφορμή την απώλεια φίλων. Λέγαμε πως όσο είμαστε νέοι, οι φίλοι μας μας φαίνονται αιώνιοι- όπως κι εμείς. Κι αργότερα, ακόμη, όταν συνειδητοποιούμε το πεπερασμένο, πάλι αιώνιοι μας φαίνονται, κοντά μας για πάντα, όσο κι αν ξέρουμε πόσο εύθραυστη είναι η παρουσία τους, ακριβώς γιατί είναι τόσο πολύτιμη. Αλλά κάποια στιγμή τους χάνουμε, λέγαμε, όπως εμείς πια χάσαμε εσένα, Γιώργο. Και τώρα, αυτό που μένει εσαεί, αυτό που θα μας συνοδεύει ώσπου να κλείσουμε κι εμείς τα μάτια, είναι μια παρουσία, που δεν είναι πια ενσώματη, αλλά συμβαίνει μερικές φορές να είναι ακόμη πιο παρούσα, γιατί έχει αποψιλωθεί από τα καθημερινά και έχει απομείνει γυμνή, ως ουσία.
Τα «καθημερινά» κι όμως τόσο σημαντικά, που αφήνεις πίσω σου ως αποτύπωμα: η άψογη δημοσιογραφική σου πορεία, η σημαντική συγγραφική σου παρουσία, οι κριτικές σου αναλύσεις, το στίγμα σου σε μια σειρά σενάρια ταινιών.
Πίσω όμως και ίσως πάνω από αυτά τα «αποτυπώματα» η ουσία της παρουσίας σου, φίλε Γιώργο, για όλους εμάς που σε γνωρίσαμε από κοντά και σ’ αγαπήσαμε, ήταν η γενναιοδωρία και η γενναιότητά σου.
Γενναιόδωρος με τους φίλους, που τους χάριζες τον χρόνο και την έγνοια σου, γενναιόδωρος με τους συνεργάτες σου, γενναιόδωρος πάνω απ΄όλα με τους νέους, στους οποίους άνοιγες δρόμο, γι’ αυτό και τόσο σε αγάπησαν.
Γενναιόδωρος και γενναίος.
Γενναίος στις επιλογές, στις απόψεις, στις ιδέες. Γενναίος απέναντι σε κάθε λογής εμπόδια, αφού, όπως έγραψες και στο τελευταίο σου βιβλίο, τα εμπόδια ήταν για σένα «ένα είδος λιπάσματος, κατάλληλo για τη δημιουργία μεγάλων αισθημάτων».
Και ήσουν ο άνθρωπος των μεγάλων αισθημάτων, φίλε μας Γιώργο. Κι ίσως επειδή ήταν τόσο μεγάλα, και τα αισθήματά σου και οι ιδέες σου, γι’ αυτό να παιδευόσουνα να βρεις τις λέξεις για να τα εκφράσεις. Μα μόνο όταν ήθελες να τα πεις, όχι όταν καταπιανόσουν να τα γράψεις.
Κι όπως είχες γράψει φέτος, στις 25 Μαΐου, την ημέρα των γενεθλίων σου: «Πάντα στα γενέθλια μου ανακαλώ τους βιαστικούς και ακριβούς συνομήλικους φίλους μου. Τον Κυριάκο, τον Νίκο, τον Ανταίο, τον Θόδωρο. Την Αλίκη και την Χρύσα. Κι έχω απέραντη ευγνωμοσύνη στην ΖΩΗ που ακόμα μου δωρίζεται».
Γιατί όντως θεωρούσες δώρο τη ζωή. Δώρο που πρέπει να το χαιρόμαστε αλλά πάνω απ’ όλα οφείλουμε να το μοιραζόμαστε .
Γιώργο μας, των μεγάλων αισθημάτων που πάντα τα εξέφραζες περισσότερο με πράξεις και λιγότερο με λέξεις. Γιώργο μας, των μεγάλων δρόμων, που τους ταξίδεψες με όλες τις αισθήσεις ανοιχτές στην ομορφιά. Των μεγάλων ιδεών, που κάπου σκόνταψαν και αφέθηκαν να φθαρούν, αλλά ποτέ σου δεν τις αποκήρυξες στην ολότητα τους. Γιώργο της πιο βαθιάς ανθρωπιάς και της αγάπης, η απώλειά σου είναι σκληρή για όλους εμάς που αφήνεις πίσω.
Όμως, αυτή η απουσία σου κάνει ακόμη πιο έντονη την παρουσία σου. Σαν την παρουσία ενός ταξιδευτή που όλο φεύγει κι όλο ξαναγυρίζει. Φεύγεις κι όμως πάντα θα έρχεσαι και θα επανέρχεσαι. Είσαι κοντά μας και θα μείνεις κοντά μας για πάντα.
Κοντά στους εκατοντάδες φίλους σου και πάνω απ’ όλους κοντά στο Μαρίνο, τη Σαββίνα, την Αναστασία, τη Σοφία, την Κωστούλα, την Έφη, το Στέφανο.
Καλό σου δρόμο φίλε.