Αναψηλάφηση: Η δικτατορία, οι αγώνες, η κρίση, οι άνθρωποι (του  Φίλιππου Φιλίππου)

0
949

 

του  Φίλιππου Φιλίππου

 

Αναψηλάφηση, σύμφωνα με τα λεξικά, είναι η αναθεώρηση, δηλαδή η έρευνα πάνω σε ένα ζήτημα: την Ιστορία, μιαν υπόθεση, μια δίκη. Ο Βασίλης Γκουρογιάννης (Γρανίτσα Ιωαννίνων, 1951) που υπήρξε μαχόμενος δικηγόρος στην Αθήνα, γνωρίζει άριστα τη λέξη και τη χρησιμοποιεί για να μιλήσει για τη σύγχρονη Ελλάδα, τη σύγχρονη Αθήνα, για την ελληνική κοινωνία που υφίσταται τα δεινά των μνημονίων και της κρίσης που δεν είναι μόνο οικονομική, μα και ηθική και γλωσσική. Ήρωας του μυθιστορήματός του Αναψηλάφηση είναι ένα μέλος μιας αριστερής, αντιστασιακής οργάνωσης («Ελεύθεροι Αγωνιστές») την εποχή της δικτατορίας που εξαρθρώθηκε. Αφού πέρασε διάφορα μαζί με τους συντρόφους του και σακατεύτηκε από τα βασανιστήρια, κατέφυγε στη Βαρκελώνη – τότε κι η Ισπανία είχε δικτατορία, εκείνη του Φράνκο–, όπου διέπρεψε ως κλασικός φιλόλογος και ομηριστής. Τώρα επιστρέφει στην Ελλάδα, ύστερα από πενήντα χρόνια, και γίνεται μάρτυρας της παρακμής της χώρας: τα πάντα είναι βουτηγμένα στη σαπίλα, στον αμοραλισμό και την αμάθεια.

Ο ήρωας που κατάγεται από τα Ιωάννινα πηγαίνει σ’ ένα σπίτι στο Περιστέρι στο οποίο βρίσκεται το οδοντιατρείο ενός παλιού του συντρόφου, του Γιάννη Βιγκάκη, συνταξιούχου πλέον, σταλμένος από τον παλιό του φίλο Περικλή Πετρογιάννη. Στο μεταξύ, ο Πετρογιάννης του θυμίζει το παρελθόν τους, όταν η Χούντα διέκοψε την αναβολή των σπουδών των συντρόφων τους και τους έστειλε σε τάγμα ανεπιθυμήτων ως ημιονηγούς, ενώ αυτόν, τον ήρωα, τον έστειλαν στην ΕΣΑ.

Ευθύς εξαρχής, ο Βασίλης Γκουρογιάννης βάζει τον ήρωά του να απορεί για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, η οποία άρχισε «να εκπορνεύεται». Η εμμονή στο θέμα του σεξ του κάνει την μεγαλύτερη εντύπωση, καθώς γύρω τους όλοι μιλάνε γι’ αυτό χρησιμοποιώντας τις λέξεις «στ’ αρχίδια», «πήδηξα», «μαλάκα», μια γλώσσα «pet shop», όπως την αποκαλεί. Απαντώντας στην απορία του ήρωα, ο Πετρογιάννης του λέει: «Τι να συζητήσουν , βρε μαλάκα, οι Έλληνες; Για τον Αριστοτέλη; Δεν τον ξέρουν… Όσο για το πήδημα… εμείς την παίζουμε τώρα στα γεράματα, δεν την παίζαμε νέοι και την παίζουμε τώρα».

Κάπως έτσι κυλάει το μυθιστόρημα, με σκληρές εκφράσεις και τολμηρές λέξεις κατά πάντων, κυρίως των πολιτικών της Δεξιάς και της Αριστεράς. Ωστόσο, ο συγγραφέας που έχει μια ειρωνική διάθεση –ανάμικτη με οργή–, απέναντι στα πρόσωπα και τα πράγματα, μιλάει σοβαρά, όταν αναφέρεται στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα –αυτή τον βασανίζει περισσότερο και όχι το αγωνιστικό παρελθόν των ηρώων του, το οποίο έτσι κι αλλιώς ελάχιστοι το θυμούνται. Φαίνεται, πάντως, να πονάει στη διαπίστωση ότι τα μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης διασκορπίστηκαν στο πολιτικό στερέωμα, «απλώνοντας θεαματικά στον ουρανό πολύχρωμα ιδεολογικά θραύσματα». Όταν βάζει στο στόμα του πράσινου πλέον, δηλαδή πασοκτζή, Πετρογιάννη την απαξιωτική φράση για τον φίλο τους Βιγκάκη «Αυτός είναι ακόμη με το ξεροκέφαλο ΚΚΕ, Φλωράκηδες, Παπαρήγες,  Κουτσούμπες», ίσως να θέλει να κριτικάρει το συγκεκριμένο κόμμα.

Τον απασχολεί ομοίως και το ιστορικό παρελθόν, η εποχή των αγώνων, της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου, ο Ζέρβας και ο Βελουχιώτης, και πετάει πάντα δια στόματος κάποιου ήρωά του βολές κατά σημαντικών στελεχών του Δημοκρατικού Στρατού, του Γιώργη Γούσια και του Μάρκου Βαφειάδη, οι οποίοι είχαν το αξίωμα του στρατηγού, ενώ ήταν αγράμματοι, ο ένας τσαγκάρης κι ο άλλος καπνεργάτης.

Το μυθιστόρημα ανακαλεί τις ηρωικές στιγμές των ηρώων του, οι οποίοι συνελήφθησαν στο Περιστέρι από μεικτό τμήμα της Ασφάλειας και της ΕΣΑ, με επικεφαλής τον αστυνόμο Καλυβίτη –στην πραγματικότητα επρόκειτο για τον αστυνόμο Καλύβα –και βασανίστηκαν. Κατά παραδοξότητα, ο συγγραφέας, ενώ παρουσιάζει ορισμένα ιστορικά πρόσωπα με το όνομά τους (Παναγούλης, Φλέμιγκ, Μαγκάκης, Ιωαννίδης), μερικά άλλα τα έχει με παραλλαγμένο όνομα: o αστυνόμος Κραββαρίτης γίνεται Γκαβαρίτης, ο Μπάμπαλης γίνεται Κράμπαλης.  Ένας από τους ήρωες, ο Θεόφιλος Ζήσης, βασανιστής στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, άνθρωπος διαβασμένος, επισκέπτεται το οδοντιατρείο και διαπληκτίζεται με τον γιατρό, τον οπαδό του ΚΚΕ, και τον αποκαλεί φασίστα, ενώ ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως χρυσαυγίτης.

Σημαντικό και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, χωρίς όμως δράση, γεμάτο αναδρομές στο παρελθόν, η Αναψηλάφιση είναι μια τοιχογραφία της σύγχρονης Ελλάδας. Γραμμένο με χιούμορ και ανάλαφρη διάθεση, με σουρεαλιστικά στοιχεία που προκαλούν ευθυμία (π.χ. σε αποθήκη βιβλίων στο κέντρο της Αθήνας πουλιούνται φορτία βιβλίων ως καύσιμη ύλη), δείχνει την κρίση της χώρας, όχι όμως ως κατάντημα, αλλά ως τεχνητή ευφορία που επίσης είναι κατάντημα. Διότι, αντί ο ήρωας να δει ανθρώπους ιδρωμένους από την αγωνία της επιβίωσης και μελαγχολικούς να κλαίνε καθημερινά για τα ξενιτεμένα τους παιδιά, την ανεργία και τις ρημαγμένες επιχειρήσεις, βλέπει πολίτες που φαίνονται ακατανόητα κεφάτοι. Κι αυτό το θέαμα τον κάνει να νιώθει «ερωτικό μίσος» για την Ελλάδα, μίσος που φοβάται μην γίνει σιχασιά, αφού διάφοροι χρησιμοποιούν προς όφελός τους τα δικαιώματα που κερδήθηκαν με αίμα, δικαιώματα που τα εκμεταλλεύονται «οι Καρανίκες, οι Ρουβίκωνες, οι κουκουλοφόροι».

info: Βασίλης Γκουρογιάννης,Αναψηλάφηση,Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2019, σελ. 420

 

Προηγούμενο άρθροΦεγγάρι (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροNonfiction ή η αξία του μη λογοτεχνικού λόγου (της Βενετίας Αποστολίδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ