της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη
Ο χώρος είναι ένα ακόμα μέρος του λόγου, του συντακτικού, έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ, εμπλουτίζοντας τη μακρά διαλεκτική σχέση κινηματογράφου και λογοτεχνίας. Στην «Άλμα», το νέο βιβλίο του Χρήστου Χρυσόπουλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη, η χωροταξία, οι διαστάσεις και τα όρια «στήνουν» μία αλληγορία για το δώρο της ζωής.
Ένα κορίτσι γεννιέται και οι ζωές των γύρω του αλλάζουν με μία ταυτόχρονη ενεργοποίηση των αισθήσεων, όμοια με την οπτική, ακουστική και κιναισθητική εμπειρία του σινεμά. Αυτή είναι η νεογέννητη Άλμα (Ψυχή) του Χρυσόπουλου με τους τρόπους και τα μέσα της έβδομης και νεότερης τέχνης.
Στο οπισθόφυλλο της ‘Αλμα διαβάζω πως «το βιβλίο θυμίζει το σινεμά του Λαρς φον Τρίερ, δίχως την απροκάλυπτη βία του Δανού δημιουργού». Τί μένει, όμως, από τον Τρίερ όταν η βία, ο καταλύτης του σκηνοθετικού του βλέμματος, αφαιρείται και πώς αυτό αξιώνει να αφορά την τέχνη της γραφής σ’ αυτό το πολυεστιακό, μεταμοντέρνας πρόθεσης μυθιστόρημα;
Από την πρώτη κιόλας σελίδα υπάρχει μία πρόχειρα σχεδιασμένη κάτοψη ώστε να μας προσανατολίσει σε μία «χωρική» ανάγνωση της ιστορίας. Πρόκειται για την κάτοψη ενός κτίσματος. Μίας μονάδας διαμερισμάτων πιο συγκεκριμένα, με κλίνες, κοινή κουζίνα και λουτρά για τους ανώνυμους ήρωες/ενοίκους. Η Μονάδα αυτή βρίσκεται σαν σε μεταφορική κυοφορία εντός ενός Μαιευτηρίου, «εγκιβωτισμένη». Τις δύο περιοχές χωρίζει μία γυάλινη πόρτα. Με το σχεδιάγραμμα παρέχονται οι παρακάτω πληροφορίες:
Συνολικό εμβαδόν: 492 τ.μ.
Αριθμός διαμερισμάτων: 6
Αριθμός Κλινών: 6
Προβλεπόμενος αριθμός φιλοξενούμενων: 6
Τρέχων πληθυσμός: 8
Εγκατάσταση: Μονάδα Διαμερισμάτων
Τύπος Φιλοξενίας: Κλειστή
Ένταξη: Μαιευτική πτέρυγα
Η σκηνοθετική αυτή σύλληψη λόγω της κλινικής ατμόσφαιρας του οικοδομήματος μοιάζει να εμπνέεται από την τηλεοπτική μίνι σειρά των δύο κύκλων που γύρισε ο Τρίερ το 1994 και το 1997. Το “Kingdom” του Τρίερ διαδραματιζόταν στη νευροχειρουργική πτέρυγα ομώνυμου κεντρικού νοσοκομείου, όπου και νοσηλεύτηκαν μερικά από τα πλέον μεταφυσικά περιστατικά. Μεταξύ αυτών και το ανεξήγητο κλάμα ενός κοριτσιού από τα βάθη του ανελκυστήρα.
Παρόλα αυτά, αισθάνθηκα πως η «Άλμα» συνομιλεί ουσιαστικότερα με το “Dogville” του Τρίερ. Η μπρεχτικών επιρροών ταινία του 2003, σαν θέατρο σε μετάδοση, ανοίγει με μία αεροφωτογραφία της επινοημένης κωμόπολης Dogville στην Αμερική του ’30.
Το πλάνο του Τρίερ φανερώνει ένα σκηνικό που δεν είναι παρά ένα σχεδιάγραμμα στο πάτωμα. Τα ονόματα των χώρων καθώς και οι ίδιοι οι χώροι είναι σημειωμένοι και οριοθετημένοι με λευκή κιμωλία. Δεν υπάρχουν διαχωριστικά, τα υλικά αντικείμενα είναι ελάχιστα, συμβολικά με τους ηθοποιούς να ερμηνεύουν πολλές φορές μιμούμενοι το κλείσιμο μίας πόρτας.
Το τι ακολουθεί στο θεατροποιημένο αυτό αριστούργημα του Τρίερ με την ξαφνική άφιξη της Grace/Χάρις, μίας άγνωστης γυναίκας που ζητά από τους χωρικούς να την φυγαδεύσουν, πιστεύω πως αφορά την ‘Αλμα/Ψυχή για τη μεταμορφωτική δύναμη που κατέχει και εξασκεί με διαφορετικές φυσικά συνέπειες κάθε νεοφερμένος στη ζωή μας.
Ιδίως αν ζούμε περίκλειστα, απομονωμένοι σαν σε ιδιότυπη συνθήκη όπως οι ήρωες στο βιβλίο του Χρυσόπουλου, τους οποίους θα πρέπει να φανταστούμε ως έγκλειστους, τρόφιμους αυτής της δυστοπικής αλλά παραδόξως όχι ακριβώς ζοφερής Μονάδας.
Στο βιβλίο του Χρυσόπουλου η φιλοξενία είναι κλειστή και ακόμα κι αν πρόκειται για μια μονάδα αποθεραπείας ή αποκατάστασης, κανείς δεν επιθυμεί να ολοκληρώσει το «πρόγραμμα» και να λήξει την παραμονή του αναχωρώντας. Οι ήρωες πάσχουν από την πολύ επιθετική ασθένεια του συμβιβασμένου έως και κατατονικού βίου με το αναγνωρίσιμο σύμπτωμα των παράλληλων μονολόγων.
Τα δισδιάστατα αυτά πρόσωπα ζουν μονοσήμαντα σε μία φαινομενική προσβασιμότητα, δίχως πόρτες και κουρτίνες. Μόνο οι αναγκαίες διαγραμμίσεις τονίζουν τη χωρική λειτουργία σε ένα σκηνικό-μακέτα, με αέρα νοσοκομειακό και αφήγηση περιγραφική. Οι ένοικοι μας συστήνονται και συνήθως «θέλουν να πουν απλά ότι» σε μία καταδικασμένη προσπάθεια να θίξουν το πραγματικό ζήτημα που οδήγησε στην εισαγωγή τους στη Μονάδα.
Γρήγορα στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται ο ήρωας που έχει μόλις επτά ημέρες στη Μονάδα. Λέγεται Επισκέπτης και μάλλον δεν έχει έρθει για να μείνει ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει. Ανοίγει την πόρτα που κανείς δεν τόλμησε να ανοίξει και περνά τη διαχωριστική γραμμή που δηλώνει πως τίποτα πια δεν είναι όπως πριν. Εισέρχεται στην μαιευτική πτέρυγα. Εκεί μία γυναίκα γεννά το μωρό της, την Άλμα. Με ενσυναίσθηση και κατανόηση η Άλμα δίνει πνοή στις ζωές όσων την πλησιάζουν χωρίς να ζητά ενήλικα ανταλλάγματα. Το πλάσμα αυτό είναι ένα δώρο και έχει ένα χάρισμα θείο.
Επιστρέφοντας στον Τρίερ, στο βιβλίο “Lars Von Trier’s Women” (Bloomsbury, 2017), o Lorenzo Chiesa ρωτά «ποιο είναι το δώρο, το χάρισμα της Grace (Χάρις) στο Dogville;» για να καταλήξει πως η Χάρις δεν μπορεί να αποδοθεί σε ένα μονάχα πρόσωπο. Βασίζεται στη συνεχή, αδιάκοπη συνδιαλλαγή των ανθρώπων. Περιλαμβάνει προσφορά, ευγνωμοσύνη και ανταπόδοση σε μία συμβολική τάξη η οποία στο Dogville χάνεται.
Η «προσφορά» της Grace στον Τρίερ ωθεί τους χωρικούς στην ιδιοτέλεια, στην απάνθρωπη εκμετάλλευση και κακομεταχείριση της από τους υποτιθέμενους σωτήρες της καταζητούμενης ηρωίδας. Η καλή πράξη σταδιακά μετατρέπεται σε ψυχρή συναλλαγή και υποτακτικό χρέος, λαμβάνοντας διαστάσεις που σύντομα ζητούν εκδίκηση, λυτρωμό και συγχώρεση.
Το πότε και υπό ποιες συνθήκες ανταποδίδει η Grace του Τρίερ παλεύοντας να γλυτώσει από τους νέους τυράννους της, απασχόλησε και τον θεωρητικό Σλαβόι Ζίζεκ. Η συμβίωση και η εντός πολλών εισαγωγικών «συνεργασία» της Grace με τους εκμεταλλευτές της σταματά και η οργή της ξεσπά όταν εμφανίζεται στην πόλη ο πατέρας της. Είναι η πατρική παρουσία που δίνει τελικά δύναμη στην Grace, σχολιάζει ο Ζίζεκ στο ντοκιμαντέρ “The Pervert’s guide to Cinema” της Σόφι Φάινς.
Το nexus πατριαρχίας, εξουσίας και δικαίου που αναδεικνύεται μέσα από τον φακό του Τρίερ είναι νομίζω μία ενδιαφέρουσα σύνδεση για την πρόσληψη της «Άλμα» και την έμφυλη διάστασή της, τον βασικό λόγο για τον οποίο συζητάμε το βιβλίο αυτό στη στήλη Herstory.
Στον Χρυσόπουλο, παρατηρώ, πως είναι ο Επισκέπτης εκείνος που πηγαίνει στο Μαιευτήριο και φέρνει πίσω μαζί του την Άλμα στη Μονάδα. Συνομιλούν, μάλιστα, οι δυο τους από τα πρώτα λεπτά της συνάντησής τους, με την κόρη να του απαντά με τη φωνή της Μητέρας της. Η μητέρα, άλλωστε, που ονομάζεται «Εκείνη» δεν τους ακολουθεί αμέσως, φτάνει στη Μονάδα αργότερα.
Οι τρεις τους (Εκείνη – Κόρη – Επισκέπτης) συμβιώνουν με τους υπόλοιπους ενοίκους που ξαφνικά αποκτούν ονόματα όπως Τομή, Παλάμη, Ωλένη. Ονόματα που μαρτυρούν αποδόμηση και εκ νέου σύνθεση, με την Άλμα σε χρέη Δημιουργού, θυμίζοντας σχηματικά και χωρίς το αιματοκύλισμα το χτισμένο από ανθρώπινα μέλη σπίτι της πιο πρόσφατης ταινίας του Τρίερ “The house that Jack built”.
Οι ένοικοι του Χρυσόπουλου αποκτούν έτσι σκοπό, που δεν είναι άλλος από την φροντίδα της Άλμα. Όπως και οι χωρικοί του Τρίερ μετά τη συλλογική απόφαση να προσφέρουν καταφύγιο στην Grace, ως αποτέλεσμα της προτροπής του συγγραφέα και τοπικού διανοούμενου Tom. Εδώ άλλη μία ανδρική «προστατευτική» φιγούρα.
Όλοι, όμως, έρχονται στη ζωή για να εκπληρώσουν – κυρίως – τις προσδοκίες των άλλων. Τι προσφέρει, λοιπόν, η Άλμα στους ενοίκους και αντιστοίχως η κινηματογραφική Grace του Τρίερ στους χωρικούς; Πολύ απλά, προσφέρουν τους εαυτούς τους.
«Θέλουμε να σου πούμε ότι μας αποζημίωσες με τον καλύτερο τρόπο, επειδή έγινες ένα παιδί ευαίσθητο, δημιουργικό, με κρίση και στοχαστική ματιά» λέει η ίδια η Άλμα μιλώντας με τις φωνές των άλλων. Αλλογλωσσία και πολυπροσωπία που προσδίδει σε σημαντική έκταση ο συγγραφέας στους χαρακτήρες του, επιθυμώντας ίσως να υπονοήσει πόσο εμπεριέχουμε ο ένας τον άλλον.
Δεν λείπουν και οι στιγμές, ή ορθότερα σκηνές που το πρόσωπο ενός ομιλούντα χαρακτήρα μεταμορφώνεται στο πρόσωπο ενός ζώου. Ενδεχομένως λεπτή αναφορά στο “Antichrist” του Τρίερ, που αφορά τον τραγικό θάνατο ενός μικρού παιδιού και τη ζωή μετά για τους γονείς που μένουν πίσω.
Αυτό το εργαστηριακό, πειραματικό περιβάλλον στο οποίο οι ήρωες της Άλμα μοιάζουν ή ακούγονται σαν άλλα πλάσματα μας οδηγεί φανερά στον κόσμο του εξωπραγματικού και της αλληγορίας.
Αν η αλληγορία αυτή είναι απολύτως φωτεινή, περιοριζόμενη ως κείμενο στην ελπίδα, στην άνευ όρων αγάπη ή έστω στην ανησυχία που γεννά ο ερχομός ενός μωρού, δεν δικαιώνει την επιστράτευση του Τρίερ, του αιρετικού υπονομευτή, του μετρ της πρόκλησης και της διακειμενικότητας.
Αν όμως, η ανάγνωσή μου είναι έγκυρη και δεν έχουμε απλώς μια φωτεινή, θετική αλληγορία για την αμφίδρομη εμπειρία της γονεϊκότητας, ο Τρίερ ως μεγάλος auteur και ακόμη μεγαλύτερος provocateur «δουλεύει» για τον Χρυσόπουλο υπόγεια. Ο Τρίερ έχοντας προσεγγίσει με τη φιλμογραφία του τις πιο μύχιες ανθρώπινες εμπειρίες, την ενοχή, τη ψυχική νόσο, το τραύμα, την τιμωρία, την εξιλέωση, διεισδυτικός και συνεπώς σκοτεινός είναι πάντα ένα γοητευτικό φίλτρο.
Ακόμα και για να γιορτάσει κανείς μια νέα ζωή. Μία γέννηση με τους εξουσιαστικούς, αναπόφευκτους δεσμούς και ρόλους της. Γιατί οι γονείς κάνουν λάθη, γιατί οι σχέσεις εμπιστοσύνης δεν διαρκούν όσο θα θέλαμε και γιατί οι πιο αμφίβολες επενδύσεις είναι οι συναισθηματικές.
Μένει να αποφασίσουμε ποιος κερδίζει τελικά σ’ αυτό το μπρα ντε φερ κινηματογράφου/λογοτεχνίας. Η ιστορία της ‘Αλμα, σε αντίθεση με την ιστορία της Grace του Τρίερ, κλείνει αναίμακτα. Ακολουθεί τη μεταμοντέρνα συνταγή της αναπαραγωγής μ’ ένα απόσπασμα του Γιόζεφ Ροτ, που την αφήνει μετέωρη. «Τα παιδιά γνωρίζουν, γράφει ο Ροτ, […] έχουν ξεπεράσει την απορία και προσφέρουν ήδη συγχώρεση».
Σκέφτομαι πόσο διαφορετικά, κυνικά και ωμά, τοποθετήθηκε ο Φίλιπ Λάρκιν στο ποίημα “This be the verse”. Μεταφέρω από το πρωτότυπο: “They fuck you up, your mum and dad/ They may not mean to, but they do. They fill you with the faults they had/ And add some extra, just for you”. Ή με τα λόγια της νεογέννητης ‘Αλμα: «Είμαι πολύ ευάλωτη, μην χαμογελάτε, σας παρακαλώ».
info:
The movie: Lars von Trier,Dogville