Ροκλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε (του Κώστα Καραβίδα)

0
588

 

του Κώστα Καραβίδα (*)

Γράφοντας για τον Ροκ Σταρ του Στέφανου Τσιτσόπουλου δεν χρειάζεται να κάνω χρήση της φιλολογικής μου ιδιότητας. Θα προσεγγίσω το βιβλίο με την πιο ταπεινή και ουσιαστική ιδιότητα του παθιασμένου αναγνώστη λογοτεχνίας που κάποτε, όπως τον συγγραφέα, τον χτύπησε ο κεραυνός.

Ο συγγραφέας και ο εκδότης σοφά, πονηρά, αλλά και παιγνιωδώς ειρωνικά χαρακτηρίζουν τον Ροκ Σταρ «μυθιστόρημα», που με τον υβριδικό και μεταμοντέρνο τρόπο γραφής του καθιστά αμήχανες τις ειδολογικές κατατάξεις και τις φιλολογικές αναλύσεις. Έτσι λοιπόν ο  Ροκ Σταρ είναι πρωτίστως ένα βιβλίο που διαβάζοντάς το νιώθεις αναγνωστική απόλαυση. Προσωπικά, έκανα το πείραμα και τον διάβασα ακούγοντας ταυτόχρονα το πλούσιο μουσικό σάουντρακ που ο συγγραφέας συστήνει στις σελίδες του. Γιατί το βιβλίο διαβάζεται με μουσική υπόκρουση, η μουσική είναι αδιαχώριστη από το κείμενο, το ίδιο το γράψιμο του Τσιτσόπουλου ροκάρει, σπιντάρει, συνθέτει ένα αφήγημα εμπρηστικό, σου προκαλεί αυτό το κέντρισμα και το ξεσήκωμα της ροκ μουσικής να θέλεις να πάρεις τους δρόμους, να ερωτευτείς τον εαυτό σου, τους άλλους, την ίδια τη ζωή.

 

Μεταμοντέρνο μυθιστόρημα ενηλικίωσης

Ο Ροκ Σταρ δεν είναι απλώς ένα βιβλίο φόρος – τιμής για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου αμερικανού συγγραφέα που λατρέψαμε, εμείς και ορισμένα εκατομμύρια εφήβων και ενηλίκων σε όλο τον κόσμο τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Είναι, κυρίως, ένα βιβλίο που με πρόσχημα τον Σάλιντζερ και τη συγκρότηση της μυθιστορηματικής του βιογραφίας αυτοβιογραφεί τον Στέφανο Τσιτσόπουλο, ως ένα ζωντανό παράδειγμα του τι μπορεί να σου συμβεί αν είσαι έφηβος με ανησυχίες, πλήξη, τάσεις φυγής και με την αίσθηση ότι δεν σε χωρά ο τόπος και συναντηθείς με την καλή λογοτεχνία, με έργα καθοριστικά, όπως ο Catcher in the rye. Βιβλία όπως ο Φύλακας στη σίκαλη ή Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης, όπως τον ξαναμετέφρασε πρόσφατα (εκδ. Γράμματα 2014) η λαμπρή Τζένη Μαστοράκη, και λογοτεχνικοί ήρωες όπως ο Χόλντεν Κώλφηλντ δεν σου αφήνουν ενδιάμεσες επιλογές από το να τους λατρέψεις ή να τους απορρίψεις. Κι αυτό γιατί ο Φύλακας ανήκει στην κατηγορία των βιβλίων που αποτελούν προσκλητήριο σε έναν άλλο τρόπο ζωής.

Αν θέλουμε ωστόσο υποχρεωτικά να εντάξουμε τον Ροκ Σταρ σε κάποιο είδος λογοτεχνικής γραφής, προσωπικά θα πρότεινα να τον διαβάσουμε ως, μεταμοντέρνο μυθιστόρημα ενηλικίωσης (bildungsroman). Και λέω μεταμοντέρνο γιατί ο συγγραφέας, εκτός των άλλων, παρουσιάζει ανάγλυφα και την όλη διαδικασία έρευνας και συγγραφής (ενδιαφέρουσα τάση των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα) και αξιοποιεί δημιουργικά στην αφήγηση την ηλεκτρονική αλληλογραφία του με ομότεχνους συγγραφείς. Ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης που πάντα κρύβει επιμελώς το υπόγειο ψυχαναλυτικό του υπόβαθρο, καθώς ο ήρωας και αφηγητής αναζητά την ενηλικίωση και τη λύτρωση από τους δαίμονες. Στις τελευταίες σελίδες του Ροκ Σταρ, όπου ο συγγραφέας απολογείται για το «χάλια ύφος» του βιβλίου (που φυσικά δεν είναι καθόλου χάλια, εκτός κι αν θεωρούμε ότι η ασθματική γραφή τύπου Σάλιντζερ είναι απελέκητη), μας περιγράφει τον περίπλοκο αφηγηματικό τρόπο του: «Όμως έτσι αποφάσισα να γράψω. Μπερδεμένα, ράντομ πλέι αναμνήσεων και παρόντος». Αυτό ακριβώς είναι το βιβλίο του Τσιτσόπουλου, ένα «ράντομ πλέι αναμνήσεων και παρόντος», γραμμένο στη γλώσσα, στο ύφος και στο πνεύμα του Σάλιντζερ. «Ροκ εν ρολ ήθελα να γράψω, κολασμένη επιθυμία για ζωή που έχωνε στο Lust for Life ο μπαρμπα-Ίγκι. Μια επιστολή αγάπης ήθελα να γράψω και να την επιδώσω σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που κάποτε με έσωσαν, γιατί εντάξει, τώρα μεγάλωσα κάπως κι έμαθα να προσέχω» (σ. 343-344).

Ο συγγραφέας, τέχνασμα κι αυτό και έχει πολλά ανάλογα το βιβλίο, μας δηλώνει με χίλιους τρόπους ότι δεν επιθυμεί να γράψει μια ακόμη βιογραφία του Σάλιντζερ. Το κάνει ωστόσο με πιο σύνθετο από τον γραμμικό τρόπο αφήγησης, με επινοημένη συνεργάτιδα τη Γουινόνα Ράιντερ και σίγουρα με έρευνα, ψάξιμο και διάβασμα πίσω από όσα, καθόλου ελαφριά αλλά με ελαφρύ τρόπο, μας περιγράφει για τη ζωή, την εξέλιξη και την πρόσληψη του έργου του Σάλιντζερ. Σχολιάζει τις βιογραφίες και τις κριτικές αποτιμήσεις του αμερικανού συγγραφέα, αρνούμενος τον βιογραφισμό και κυρίως αποκρούοντας, με πολιτική -τολμώ να πω- ματιά, τις θεωρίες συνωμοσίας γύρω από τις συμπτώσεις, τις αυτοκτονίες και τις δολοφονίες που υποτίθεται ότι σχετίζονται με τον Σάλιντζερ. Και με πολύ ωραίο τρόπο μας δίνει ένα τεράστιο διακειμενικό πεδίο αναφορών του Σάλιντζερ στη ροκ μουσική κουλτούρα. Κι έτσι μαθαίνουμε πόσο πολύ το ροκ τίμησε τον Catcher, από τον Μόρισει και το όνομά του που αποτελεί αναφορά στον λογοτεχνικό ήρωα του Σάλιντζερ, τίτλους δίσκων όπως ο πρώτος των Arctic Monkeys, έως ονόματα συγκροτημάτων όπως οι Crazy Horses, οι Seymours μετέπειτα Blur και οι Vampire Weekend.

Το τι είναι για τον Τσιτσόπουλο ο Φύλακας στη σίκαλη περιγράφεται πολύ καθαρά στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών». Το Catcher in the rye είναι «το πιο ροκ εν ρολ βιβλίο του σύμπαντος», «το βιβλίο που με ξεγκάβωσε και μου έσωσε τη ζωή», «ένας παραληρηματικός μονόλογος με φόντο τη Νέα Υόρκη», είναι το παραμύθι αυτής της πόλης, αφηγημένο από έναν απροσάρμοστο, ασυμβίβαστο 16άρη πλάνητα και περιπλανώμενο που εγκατέλειψε τη μίζερη ζωή της αμερικανικής επαρχίας για να κυνηγήσει το όνειρο μιας ζωής συναρπαστικής, με ένταση, ταχύτητα, συναίσθημα και ανησυχία. Ο Φύλακας στη σίκαλη είναι η ζωή του Σάλιντζερ και κυρίως οι ερωτικές, προσωπικές, υπαρξιακές και κοινωνικές διαψεύσεις και μαζί οι απορρίψεις και οι απογοητεύσεις του. Ακόμα περισσότερο, για τον Σάλιντζερ που είναι παιδί του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, καθώς συμμετείχε στον πόλεμο και μάλιστα ήταν παρών στο περίφημο D-Day, ο Φύλακας είναι «μια ανεπανάληπτη ανήσυχη καταγραφή της συλλογικής μνήμης και της φοβίας πως τα πράγματα θα πάνε χειρότερα» (που πράγματι πήγαν, αν σκεφτούμε την Αμερική του Τραμπ και τη φαιά Ευρώπη) με την επιτακτική προτροπή «κοπανάτε τη όσοι μπορείτε».

 

Αυτοβιογραφία με σπασμένες εικόνες

Όμως, όπως είπαμε, ο Ροκ Σταρ δεν είναι ένα βιβλίο για τον Σάλιντζερ. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, από την αρχή ως το τέλος, ο συγγραφέας ξεγυμνώνεται συναισθηματικά χωρίς αφελείς αισθηματολογίες και πληκτικές νοσταλγικές αναμνήσεις. Μια αυτοβιογραφία σε σπασμένες εικόνες, σαν ένα άλμπουμ ατάκτως ερριμένων και χωρίς χρονική σειρά φωτογραφιών, που περιλαμβάνει την επαρχιακή Ξάνθη της εφηβείας, τη σχολική πλήξη, την απόδραση στη Θεσσαλονίκη για σπουδές και μποεμία, τα ταξίδια, τις φιλίες, τις flaneries, όλο το δημοσιογραφικό και ραδιοφωνικό-μουσικό βιογραφικό του, με τον θρυλικό Μύλο, τα κλαμπ και τα ραδιόφωνα, το Soul έως το σήμερα, την Athens Voice και τον σταθμό της. Ειδικά ο τελευταίος σταθμός περιέχει και τη γνωριμία με τον Φώτη Γεωργελέ, τον λογοτεχνικό Άρη Σάρτα, συγγραφέα του πρώτου καθαρόαιμου ροκ μυθιστορήματος της λογοτεχνίας μας, του Α 118, και δημιουργού της ομώνυμης στήλης στον Ταχυδρόμο και αργότερα στο ΚΛΙΚ στα μέσα της δεκαετίας του ’80.

Όπως κάθε καλή βιογραφία και αυτοβιογραφία, ο Ροκ Σταρ δεν είναι στενά αυτοαναφορικός, αλλά ανοίγεται στον κόσμο και μοιάζει να ανασυστήνει μια εποχή. Έτσι εξελίσσεται σε μια μικροϊστορική αφήγηση της βιωμένης εμπειρίας που ξεκινά το 1978 με την ανάγνωση του Φύλακα από τον συγγραφέα και φτάνει ως τις μέρες μας. Μπροστά στα μάτια του αναγνώστη περνούν η τυφλή πολιτικοποίηση της Μεταπολίτευσης με την ένταξη στις κομμουνιστικές νεολαίες, ο αριστερός και δεξιός αντιαμερικανισμός και αντιδυτικισμός, η παραδοσιοκρατική και υποκριτική δήθεν φιλελεύθερη δεξιά, όλα όσα δηλαδή υπήρξαν κυρίαρχα μια εποχή και τα οποία έντεχνα απέφυγε ο συγγραφέας, εκτός ίσως από τον συναινετικό μπασκετικό Άρη του Γκάλη και του Γιαννάκη της δεκαετίας του ’80.

 

Ροκ και λογοτεχνία

Και η εποχή, παράλληλα με την ενηλικίωση του συγγραφέα, μας δίνεται με την από κοντά παρακολούθηση της πορείας της ροκ μουσικής και της μουσικής βιομηχανίας. Είναι το σημείο όπου στο βιβλίο ξετυλίγεται μια τρίτη παράλληλη αφήγηση, ένα οιονεί στοχαστικό δοκίμιο για την ιστορία της ροκ μουσικής, που καθόλου τυχαία, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, γεννήθηκε την ίδια χρονιά που εκδόθηκε ο Φύλακας στη σίκαλη, το 1951, από τον Άικ Τέρνερ με τον δίσκο 45 στροφών «Rocket 88». Οι σχέσεις του ροκ με τη λογοτεχνία ήταν ανέκαθεν άρρηκτες και πολύ ενδιαφέρουσες και δεν χρειαζόταν το Νόμπελ στον Ντύλαν για να επιβεβαιωθούν. «Ψάχνω πάντα τη λογοτεχνία, γιατί χωρίς αυτήν πολύ τσίγκινο και ελαφρύ, αβαθές μου μοιάζει το ροκ εν ρολ» (σ. 20) θα μας πει από την αρχή του βιβλίου ο υποψιασμένος Τσιτσόπουλος. Και πράγματι, αν το σκεφτεί κανείς διαγώνια, με φαντασία και τόλμη, θα δει το ροκ εν ρολ ως συνέχεια των μεγάλων κληρονόμων της ντεκαντάνς, της παρακμιακής ποίησης του Ρεμπό, του Μπωντλέρ και του δικού μας Καρυωτάκη, αλλά και των ιστορικών πρωτοποριών της λογοτεχνίας και της τέχνης, του φουτουρισμού, του νταντά, του υπερρεαλισμού. Και τι άλλο πιο χαρακτηριστικό για αυτή τη σχέση κληρονομιάς με τις ριζοσπαστικές λογοτεχνικές παραδόσεις από την κοινή αντίληψη ότι η τέχνη είναι πράξη, ότι η τέχνη ταυτίζεται με τη ζωή, ότι οι καλλιτεχνικές πρωτοπορίες δεν είναι τεχνοτροπίες αλλά κινήματα με στόχο την αλλαγή της ζωής, ότι δεν μπορείς να είσαι ροκ μουσικός ή υπερρεαλιστής ποιητής αν ο τρόπος ζωής και σκέψης σου δεν είναι συμβατός με το αίτημα ελευθερίας που φέρουν αυτά τα κινήματα.

Πάντως, ο συγγραφέας εκτός από δισκογραφικές αναφορές, συγκροτεί στις σελίδες του βιβλίου, μια «λογοτεχνική βιβλιοθήκη της απογοήτευσης των αιώνων», όπως την ονομάζει, στην οποία εκτός του Σάλιντζερ, του Κέρουακ και της Beat Generation, περιλαμβάνονται ο Σαίξπηρ, ο Ρεμπό, ο Βερλέν, ο Μπάιρον, ο Ουάιλντ, ο Θορό, ο Τουέιν, ο Έσε, ο Φιτζέραλντ, αλλά και η δική μας αγαπημένη για τη ροκ γραφή και τη ροκ ζωή Σώτη Τριανταφύλλου. Άλλωστε, η ελληνική λογοτεχνία κι αν έχει ροκ λογοτεχνικές φωνές… Μαρία Μήτσορα, Έρση Σωτηροπούλου, Δημήτρης Νόλλας, Νίκος Νικολαΐδης, Χρήστος Βακαλόπουλος, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης ή Τάσος Δενέγρης, Λευτέρης Πούλιος στην ποίηση και βέβαια ο κατά Αρανίτση «εκατό τοις εκατό ροκ ποιητής» Μίλτος Σαχτούρης.

Οι μουσικές παρατηρήσεις του Τσιτσόπουλου, λεπταίσθητες και εύστοχες, καταγράφουν μια γενεαλογία του ροκ, τολμηρή, αναστοχαστική και με κριτική διάθεση, από τον Σπρίνγκστιν και τον Ίγκι Ποπ μέχρι τους Portishead και τους Arctic Monkeys. Στο θαυμάσιο κεφάλαιο «Ροκλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε», ο συγγραφέας, γνήσιο τέκνο της εποχής του, υποστηρίζει τολμηρά ότι «έπρεπε να γίνει δεκαετία του ’70 για να γλιτώσει το ροκ από την ποζεριά και τα εκατό κιλά σόλο επίδειξη, για να ξαναγίνει στακάτο και νευρικό και πάλι» (σ. 39), «αν και τώρα η μουσική ψιλογαμήθηκε και δεν βγαίνουν άλμπουμ με αρχή, μέση και τέλος» (σ. 32), «ωραία τραγούδια ροκ πάλι βγαίνουν, αλλά αυτή είναι η σκληρή αλήθεια: μόνο σαν υπόκρουση για προϊόντα κατανάλωσης χρησιμεύουν», «πάει η ροκάρα τέλειωσε» (σ. 33). Κι όλα αυτά τα λέει κάποιος που είδε στο τέκνο και την ρέιβ μουσική μια συνέχεια του ροκ και του πανκ, αφού η μουσική, όπως ο κόσμος και οι ιδέες, εξελίσσονται, αν και κατηγορήθηκε ως προδότης από τους «λουδήτες της κιθάρας». Όμως, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, «μια ζωή αυτό είναι το πρόβλημα. Οι άρρωστες οπαδάρες μιας μόνο μουσικής, χειρότεροι κι από επαγγελματικά κομματικά στελέχη, οι κολλημένοι φετιχιστές των Βίβλων ιδεολογικής καθαρότητας» (σ. 286).

 

Αντιαμερικανισμός και μαζική κουλτούρα

Ένα σημαντικό στοιχείο που αφήνει ως αύρα το βιβλίο και αξίζει περαιτέρω διερεύνησης είναι η συνολικότερη αμφιθυμική σχέση των Ελλήνων με την αμερικανική μαζική κουλτούρα. Κόντρα στους επίπεδους μεταπολιτευτικούς αντιαμερικανικούς μύθους η έρευνα στο πεδίο των πολιτισμικών διαμεσολαβήσεων και μεταφορών έχει αναδείξει την τεράστια συμβολή της μαζικής, δημοφιλούς, ποπ και ροκ αμερικανικής κουλτούρας στον εκσυγχρονισμό και τον εκμοντερνισμό της μεταδικτατορικής Ελλάδας. Γιατί η Αμερική εκτός από τον ιμπεριαλισμό γέννησε μεταπολεμικά το ροκ και όλα τα απελευθερωτικά κινήματα καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Και όπως λέει ο Τσιτσόπουλος, «εκτός από την πολιτική διαπαιδαγώγηση των μαζών υπάρχει και η μοναξιά των ανθρώπων» (σ. 222). Το «ροκ εν ρόλ σαν το ουράνιο τόξο μετά τη βροχή» του Παγκόσμιου Πολέμου (σ. 179) γεννήθηκε στην Αμερική, την πιο δημοκρατική από οποιαδήποτε άλλη χώρα, που «είχε τα θεματάκια της με τον καπιταλισμό, την παλιανθρωπιά και τη μοναξιά του ή με τα ανθρώπινα δικαιώματα, που επίσης καταπατιόνταν, βουρδουλάρα σφύριζε. Όμως μπορούσες ακόμα στην Αμερική εκείνη να την παλέψεις και να την κερδίσεις την ελευθερία σου. Αυτό ήταν το μήνυμα του δίσκου [του Άικ Τέρνερ] αλλά και του βιβλίου [του Σάλιντζερ]. Ζήσε γρήγορα, κάνε του κεφαλιού σου, προσπάθησε να γλεντήσεις τα νιάτα σου και κοίτα μη σε ρουφήξει η συνάφεια του κόσμου». (σ. 173)

Το βιβλίο του Τσιτσόπουλου έχει ένα βασικό μότο, που δεν είναι μόνο θέση απέναντι στη ζωή αλλά γίνεται και τρόπος γραφής. «Όλα συνδέονται» και όλα συγχωνεύονται σε αυτόν τον κόσμο, αν υπάρχει αγάπη, που μόνο αυτή θα τον σώσει μαζί με τις φιλίες. Το λέει ο συγγραφέας, με σκληρή ροκ τρυφερότητα, και προσυπογράφω απόλυτα: «Δεν υπάρχει καλύτερο αντίδοτο για τη μοναξιά από τη μουσική και τα βιβλία». Δεν ξέρω αν θα κάνει πράξη τη σκέψη του ο συγγραφέας να αιτηθεί στο Columbia μια θέση σπουδών Σάλιντζερ και  στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν έχουμε έδρα σαλιντζερικών σπουδών. Αν όμως είχαμε, πολύ ευχαρίστως θα την παραδίδαμε στον Στέφανο Τσιτσόπουλο, για τα «26 ντοκτορά» του στον Σάλιντζερ και για το τρυφερό, γλυκόπικρο βιβλίο που μας χάρισε.

(*) Ο Κώστας Καραβίδας διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία ως ειδικός επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

info: Στέφανος Τσιτσόπουλος, Ροκ Σταρ, Μεταίχμιο, Αθήνα 2019

 

Προηγούμενο άρθρο‘Αλμα: γραφή φιλμική (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)
Επόμενο άρθροΗ έννοια της ενσυναίσθησης και της καλοσύνης στο έργο της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ