του Σπύρου Κακουριώτη
Αφήνοντας πίσω την πραγματικά δίσεκτη αυτή χρονιά, οι ευχές όλων συνοψίζονται σε μία: Καλή λευτεριά! Κοινή, και για τους πλέον μονήρεις, η ανάγκη για κοινωνικότητα που θα περιλαμβάνει αγγίγματα, φιλιά, αγκαλιές, για μια έκδηλη σωματικότητα που η πανδημία έσβησε από τον ορίζοντά μας. Έτσι και για τα βιβλία που παρουσιάζονται εδώ: ο αναγνώστης τους μπορεί να απομονώνεται στο σκριπτόριο, δεν παύει να ονειρεύεται όμως τη βιβλιοθήκη και το αρχείο…
Jack Fairweather, Ο εθελοντής: Η αληθινή ιστορία του ήρωα της αντίστασης που διείσδυσε στο Άουσβιτς, Gutenberg
Ένας από τους χιλιάδες «αφανείς» που συντρίφτηκαν στις μυλόπετρες της Ιστορίας είναι ο Βίτολντ Πιλέτσκι, ο πρωταγωνιστής του βραβευμένου βιβλίου του δημοσιογράφου Τζακ Φέργουεδερ. Πολωνός κτηματίας και αξιωματικός, θα δει με οδύνη την πατρίδα του να τσακίζεται κάτω από την τρομακτική ισχύ της ναζιστικής στρατιωτικής μηχανής το φθινόπωρο του 1939. Έχοντας συμμετάσχει στη συγκρότηση των πρώτων αντιστασιακών οργανώσεων στη Βαρσοβία, θα του ανατεθεί το καθήκον να μεταφερθεί εθελοντικά στο Άουσβιτς και να συγκροτήσει εκεί αντιστασιακό πυρήνα. Για τρία χρόνια, μέρα τη μέρα, ο Πιλέτσκι, και μαζί κι ο αναγνώστης της ιστορίας του, θα παρακολουθεί τη συγκρότηση του στρατοπέδου, τη διαμόρφωση των φονικών όρων λειτουργίας του, τη μετατροπή του από στρατόπεδο συγκέντρωσης σε στρατόπεδο εξόντωσης, το πέρασμα από την «άγρια» στη βιομηχανική εξολόθρευση των εβραίων κρατουμένων στο παρακείμενο Μπίρκεναου. Από εκεί, στέλνει εκθέσεις προς τους αρχηγούς της Αντίστασης, στρατολογεί συγκρατουμένους του, οργανώνει δραπετεύσεις και περιμένει, μάταια, το σύνθημα για να προχωρήσει στην εξέγερση. Απογοητευμένος, θα δραπετεύσει, προκειμένου να συναντήσει στη Βαρσοβία τους αρχηγούς του Στρατού του Εσωτερικού (Armia Krajowa) και να αποσπάσει τη διαταγή για επίθεση στο στρατόπεδο, κάτι που όμως δεν θα καταφέρει. Το καλοκαίρι του 1944 θα αναλάβει ηγετικό ρόλο στην ένοπλη εξέγερση της Βαρσοβίας, που κατάφερε επί δύο μήνες να αντισταθεί στα γερμανικά στρατεύματα. Θα παραδοθεί, μαζί με όλους τους πολωνούς μαχητές, θα κλειστεί σε στρατόπεδο αιχμαλώτων μέχρι το τέλος του πολέμου και στη συνέχεια θα επιστρέψει στην Πολωνία, επιδιώκοντας να αντισταθεί στο σοβιετικό καθεστώς. Θα συλληφθεί, θα βασανιστεί και, έπειτα από μια δίκη παρωδία, θα εκτελεστεί την άνοιξη του 1948… Πέρα από τον εξαιρετικό και τεκμηριωμένο τρόπο με τον οποίο ο Φέργουεδερ ακολουθεί τα βήματα του ήρωά του, εξετάζοντας την τύχη των εκθέσεων του Πιλέτσκι για τον ρόλο του Άουσβιτς και τη μοίρα που επεφύλασσαν οι ναζί στους εβραίους, ο συγγραφέας θέτει για μια ακόμη φορά το θέμα της ενημέρωσης που διέθεταν οι Σύμμαχοι για τη γενοκτονία του εβραϊκού λαού και της ηθελημένης αδράνειάς τους προκειμένου να μην «ερεθίσουν» το τέρας του αντισημιτισμού στις συμμαχικές χώρες…
Σταύρος Ζουμπουλάκης (επιμ.), Για την ελπίδα, Άρτος Ζωής
«Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη»· το τρίπτυχο με το οποίο καταλήγει η περίφημη περικοπή ιγ’ της Α’ Προς Κορινθίους διατηρεί κομβική σημασία στη χριστιανική πράξη, αποτελεί όμως ταυτόχρονα ένα κοινό πεδίο επί του οποίου μπορεί να έρθει σε διάλογο με τον αποχριστιανισμένο κόσμο. Αυτόν τον διάλογο, ανάμεσα σε ανθρώπους που σκέπτονται τα προβλήματα της ύπαρξης με όρους εκκοσμικευμένου Λόγου και σε εκείνους που τα προσεγγίζουν με όρους πίστης, επιδιώκει να προωθήσει, ιδιαίτερα μέσα από τα ετήσια συνέδρια που διοργανώνει, το Ίδρυμα Βιβλικών Σπουδών «Άρτος Ζωής». Μετά από ένα για την αγάπη και άλλο ένα για την πίστη, η ελπίδα ήταν αναμενόμενο να βρεθεί στο επίκεντρο μιας ακόμη συνάντησης. Μολονότι η ελπίδα θεωρείται ιουδαιοχριστιανική ιδέα, οι συμβολές στο πρώτο μέρος του τόμου θέτουν το ερώτημα αν μπορεί να ανιχνευθεί ένας αρχαιοελληνικός λόγος περί ελπίδος (Σπύρος Ράγκος, Παύλος Κόντος, Ελένη Περδικούρη). Τα επόμενα επιχειρούν να προσεγγίσουν την ελπίδα είτε ως εσχατολογική προσδοκία στην βιβλική παράδοση (Πορφύριος Νταλιάνης, Χρήστος Καρακόλης, Αθανάσιος Αντωνόπουλος) είτε ως μικρή, καθημερινή ή κοινωνική προσμονή στην πατερική διδασκαλία (Γιάννης Παπαδογιαννάκης, Κωνσταντίνος Κορναράκης, Θάνος Σαμαρτζής). Εννοιολογήσεις της ελπίδας στη σύγχρονη φιλοσοφία, αλλά και τις κάθε είδους πολιτικές μεταφράσεις της, αναζητούν, τέλος, οι συμβολές που ακολουθούν (Κώστας Ανδρουλιδάκης, Γιώργος Φαράκλας, Σάββας Μιχαήλ, Στέλιος Βιρβιδάκης), ενώ ο τόμος ολοκληρώνεται με τους Αντώνη Χατζημωυσή και Διονύση Καψάλη, που αναζητούν την ελπίδα μέσα στην έλλειψή της, μέσα στην απελπισία, καθώς και με τον Σταύρο Ζουμπουλάκη, ο οποίος αναφέρεται σε μια έννοια που στη βιβλική παράδοση συνοδεύει την ελπίδα, αλλά κάποτε –στη χριστιανική πρακτική– την υποκαθιστά: τον φόβο…
Μαριάννα Κατσογιάννου – Ζωή Στεφανίδου, Covid 19: Το λεξικό, Kavvadia Crew
Εδώ και ένα χρόνο, ο κορονοϊός έχει μπει για τα καλά (πιο καλά δεν γίνεται!) στη ζωή μας. Στην καθημερινή μας ζωή, στις λίγες παρέες που μας έμειναν, στις ειδήσεις και στο Διαδίκτυο μιλάμε συνέχεια γι’ αυτόν. Μιλώντας, χρησιμοποιούμε μια σειρά λέξεις, παρμένες συνήθως από την ιατρική ιδιόλεκτο, που αγνοούσαμε μέχρι πρότινος, αλλά και κατασκευάζουμε καινούργιες, προκειμένου να βάλουμε σε λόγια μια καινούργια, πρωτοφανή για τους περισσότερους, εμπειρία. Αφού, λοιπόν, ο κορονοϊός έχει τη «γλώσσα» του, ήταν θέμα χρόνου να αποκτήσει και το λεξικό του! Από την πρώτη στιγμή, η γλωσσολόγος Μαριάννα Κατσογιάννου, με τη βοήθεια της βιολόγου Ζωής Στεφανίδου, άρχισε να συλλέγει και να λημματογραφεί τις λέξεις που έκαναν την εμφάνισή τους στον δημόσιο λόγο, σε Ελλάδα και Κύπρο, και σχετίζονταν με την πανδημία, παρουσιάζοντας στο Διαδίκτυο μια εφαρμογή που συγκέντρωνε τις λέξεις και τις έννοιες που χρειαζόταν να γνωρίζει ο μέσος πολίτης για να μπορεί να παρακολουθεί τις εξελίξεις της πανδημίας. Οι 650 λέξεις που είχαν συγκεντρωθεί μέχρι το καλοκαίρι του 2020 αποτέλεσαν την ύλη και της έντυπης μορφής του λεξικού, στο οποίο, εκτός των ιατρικών κ.ά. όρων, περιλαμβάνονται και λέξεις που δεν θα είχαν θέση σε ένα συνηθισμένο λεξικό, όπως ποδαψία, κατορζίνα (καραντίνα δεκατεσσάρων ημερών) ή κορονοβιρούσι. «Είναι πολύ πιθανό να αποδειχτούν βραχύβιες νεολογικές κατασκευές των δύσκολων ημερών, κρίνουμε όμως ότι είναι σημαντικό να καταγραφούν ως τεκμήρια ενός γεγονότος που σημάδεψε την εποχή μας», σημειώνουν οι συγγραφείς. Τα λήμματα ταξινομούνται σε ομάδες εννοιών και στην αρχή κάθε ενότητας υπάρχει μία σύντομη παρουσίαση, όπου αναφέρονται τα κριτήρια ταξινόμησης των λέξεων σε κατηγορίες και υποκατηγορίες, ενώ στο ευρετήριο περιέχονται όλες οι λέξεις με αλφαβητική σειρά, με παραπομπή στη σελίδα όπου βρίσκεται ο ορισμός τους.
Gunnar Hering, Η διαμάχη για τη γραπτή νεοελληνική γλώσσα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Δύο αιώνες νεοελληνικής διγλωσσίας εξετάζει στη συνοπτική αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά περιεκτική αυτή μελέτη ο Gunnar Hering (1934-1994), ιστορικός με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον νέο ελληνισμό, κορυφαίο έργο του οποίου αποτελεί η ιστορία των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, αλλά και η μελέτη του για τον Κύριλλο Λούκαρι, τον οικουμενικό πατριάρχη που στράφηκε στον καλβινισμό. Μολονότι αποτελεί κεφάλαιο που περιλήφθηκε σε συλλογικό τόμο το 1987, το ανά χείρας τομίδιο προσφέρει στον αναγνώστη μια ολοκληρωμένη ερμηνευτική προσέγγιση του γλωσσικού ζητήματος στην Ελλάδα, από την εμφάνισή του στις διαμάχες των νεοελλήνων διαφωτιστών μέχρι και την τελική επίλυσή του κατά τη Μεταπολίτευση. Ο Γκούναρ Χέρινγκ δεν περιορίζεται σε μια πραγματολογική εξιστόρηση, αλλά συνδέει κάθε φάση της γλωσσικής διαμάχης που σφράγισε την πνευματική και την πολιτική ζωή του νέου ελληνικού κράτους με τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις που την πλαισίωναν κάθε φορά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Η μελέτη του γλωσσικού ζητήματος κατανέμεται σε τρεις περιόδους: εκείνη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και την ενασχόληση των διαφωτιστών με τη γραπτή γλωσσική παράδοση, τη διαμάχη για τη γραπτή μορφή της ελληνικής από την Επανάσταση του 1821 μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και, τέλος, τη συνέχειά της με άλλους όρους (αφού πλέον κάνει την εμφάνισή του μαχητικό το κίνημα του δημοτικισμού), από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι και το 1980 περίπου. Τεκμηριωμένη βιβλιογραφικά με την ιδιαίτερη φροντίδα που δείχνει και στα μείζονα έργα του, η μικρή αυτή μελέτη παρουσιάζει όλα τα σημαντικά πρόσωπα και τους σταθμούς του γλωσσικού ζητήματος σε συνεχή συνάρτηση με το ιστορικό, το κοινωνικοπολιτικό αλλά και το γλωσσικό-ιδεολογικό πλαίσιο της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας. Η σημαντική αυτή μελέτη εντάσσεται στην πολλά υποσχόμενη νέα σειρά «Γλώσσα και γλώσσες», όπου ήδη έχει κυκλοφορήσει η συνοπτική εξιστόρηση της ανακάλυψης της μινωικής γραφής και του αγώνα δρόμου για την αποκρυπτογράφησή της Στον Λαβύρινθο της Γραμμικής Β, της Margalit Fox.
Έφη Γαζή, Άγνωστη χώρα. Ελλάδα και Δύση στις αρχές του 20ού αιώνα, Πόλις
«Ελλαδέξ»: Έτσι ονομάτιζε, σε κάποια από τις αναρίθμητες επιφυλλίδες του, ο Χρήστος Γιανναράς το ελληνικό κράτος –το «ελλαδικό» κράτος, όπως αποκαλείται συχνά στους κύκλους των ελλήνων εθνικιστών, υπονοώντας έτσι ότι υπάρχει κάποιο άλλο, ιδεατό «ελληνικό» κράτος, μια αόριστη κατασκευή, πάντοτε όμως ευρύτερη της υπαρκτής Ελλάδας. Αυτή είναι η «άγνωστη χώρα» την οποία κατασκευάζει μια τάση του ελληνικού εθνικισμού, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μετά τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις που σημειώνονται τότε, προσφέροντας μια εναλλακτική εκδοχή για τη Μεγάλη Ιδέα, μια εκδοχή που, θεωρητικά τουλάχιστον, εγκαταλείπει την ιδέα του «πρότυπου βασιλείου», του πράκτορα των συμφερόντων της Δύσης στην Ανατολή, δηλαδή, για να υιοθετήσει έναν πολιτισμικό αντιδυτικισμό, που ξεκινά από ανοιχτά φυλετικές θέσεις φτάνοντας μέχρι αντιαποικιοκρατικές τοποθετήσεις. Τρεις κομβικές μορφές μέσα σε αυτό το συνεχές εξετάζει στη μελέτη της η ιστορικός Έφη Γαζή, αναδεικνύοντας τις συνέχειες αλλά και τις διαφοροποιήσεις που χαρακτηρίζουν τη σκέψη τους: πρόκειται για τον Αργύρη Εφταλιώτη (1849-1923), τον Περικλή Γιαννόπουλο (1869-1910) και, φυσικά, τον Ίωνα Δραγούμη (1878-1920). Μέσα από τα γραπτά και τις θέσεις τους, τις δημόσιες συζητήσεις και διαμάχες στις οποίες συμμετείχαν, τον ρόλο ρευμάτων όπως ο δημοτικισμός, αλλά και τους κύκλους των συνομιλητών, των ομοϊδεατών και των αντιπάλων τους, αναδεικνύονται οι ποικίλες κατευθύνσεις στις οποίες κινούνταν ο ελληνικός αντιδυτικισμός. Στην πραγματικότητα, η συγγραφέας δεν κατασκευάζει μια γενεαλογία του ελληνικού αντιδυτικισμού, αλλά προσφέρει μια τεκμηριωμένη εικόνα για τις ενδεχόμενες πορείες στις οποίες θεωρούσαν ότι θα μπορούσε να κινηθεί η Μεγάλη Ιδέα –εδώ η περίπτωση του Ίωνα Δραγούμη είναι εξόχως εύγλωττη, καθώς η σκέψη του και η δράση του απλώνονται σε ολόκληρο το άνυσμα αυτών των ενδεχομενικοτήτων.
Σπυρίδων Πλουμίδης, Μεταξύ επανάστασης και μεταρρύθμισης: Ελευθέριος Βενιζέλος και βενιζελισμός, 1909-1922, Πατάκης.
Την παρουσία του Βενιζέλου και τη σταδιακή συγκρότηση του «βενιζελισμού» (καθώς, επίσης, και του «αντιβενιζελισμού») στην ελληνική πολιτική ζωή κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα παρακολουθεί στην παρούσα μελέτη του ο συγγραφέας, εξετάζοντας την πορεία του κρητικού πολιτικού από την έλευσή του στην Αθήνα μετά το στρατιωτικό κίνημα του 1909 (σαν πολυαναμενόμενος «Μεσσίας») μέχρι τις εκλογές του 1920 και την Καταστροφή και, στη συνέχεια, την έξωση του Κωνσταντίνου και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Όπως γίνεται εμφανές, ο Εθνικός Διχασμός βρίσκεται στο επίκεντρο της ανάλυσης του συγγραφέα, τόσο στις εξωτερικές όσο και στις εσωτερικές του διαστάσεις, μέσα από τον οποίο ο βενιζελισμός ριζοσπαστικοποιείται (όπως και οι αντίπαλοί του, φυσικά) παίρνοντας επαναστατικά χαρακτηριστικά, που θα αμφισβητήσουν όχι μόνο το πρόσωπο του μονάρχη αλλά το ίδιο το πολίτευμα, τη βασιλεία, προσωρινά ακόμη και την ίδια την ενότητα της χώρας. Όπως σημειώνει ο ιστορικός, «κατά την πολιτική του σταδιοδρομία ο Ελευθέριος Βενιζέλος κινείτο διαρκώς μεταξύ της μεταρρύθμισης και της επανάστασης» και, μολονότι δήλωνε πολέμιος της «δημαγωγίας» και του «τυχοδιωκτισμού», η πρώτη του πολιτική επιτυχία στην Ελλάδα οφείλεται στο μεγάλο αυτό ρεύμα διαμαρτυρίας, που διατάραξε το πολιτικό σύστημα και οδήγησε στον βενιζελισμό της Ανόρθωσης, στον οποίο αφιερώνεται το πρώτο μεγάλο κεφάλαιο της μελέτης. Από την άλλη, μπορεί ο ριζοσπαστισμός και ο οξύς πολιτικός λόγος του Βενιζέλου να μετέτρεψε την κυβερνητική κρίση σε πολιτειακή, το 1915, στη συνταγματική πράξη ωστόσο ο Βενιζέλος ήταν ρεαλιστής και γνώριζε να κάνει μείζονες συμβιβασμούς με τη δυναστεία. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τις εξελίξεις της περιόδου συγκριτικά με αυτές που σημειώνονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως π.χ. στην Ιταλία, όπου ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έθεσε ανάλογα διλήμματα.
Μελέτης Η. Μελετόπουλος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος: Ο πολιτικός, ο διανοούμενος και η εποχή του, Καπόν
Τη νύχτα της 21ης Απριλίου 1967, δυνάμεις των πραξικοπηματιών συνελάμβαναν τον νόμιμο πρωθυπουργό της χώρας, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, στο σπίτι του στην οδό Ξενοκράτους. Η στάση που τήρησε όχι μονάχα εκείνη τη νύχτα (προτρέποντας φορτικά, αλλ΄ εις μάτην, τον τότε βασιλέα να αντισταθεί) αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, συμπαραστεκόμενος σε αντιστασιακούς, καταθέτοντας ως μάρτυρας υπεράσπισης σε σημαντικές δίκες κ.λπ. μετέτρεψε τον πρώην ηγέτη της ΕΡΕ σε ηθικό μέγεθος διακομματικής εμβέλειας. Η στάση του κατά τη Μεταπολίτευση, με αποκορύφωμα την θετική ψήφο του στη Βουλή για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, το 1982, συνέτεινε σε αυτή τη διαδικασία «υπερκομματικής» αναγνώρισής του, αφήνοντας να περιπέσουν στη λήθη η θητεία του ως υπουργού Στρατιωτικών κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου (όπου, βεβαίως, ακόμη κι αν δεν χαρακτήρισε τη Μακρόνησο «νέο Παρθενώνα», την ανέχτηκε, όπως ανέχτηκε και τις δεκάδες εκτελέσεις και πολλά άλλα) και πολύ περισσότερο η λυσσασμένη αντιπολίτευση έναντι της Ένωσης Κέντρου, που οδήγησε, τελικά, στην αποστασία και στην υπονόμευση της ίδιας της δημοκρατίας. Στη λήθη για τους νεότερους, όχι όμως και για τον βιογράφο του, που σε έναν ογκώδη τόμο 750 σελίδων παρακολουθεί τον ήρωά του από την Πάτρα της μπελ επόκ στη Χαϊδελβέργη των φιλοσόφων και των ποιητών, ύστερα στην Ελλάδα των σφοδρών ιδεολογικών συγκρούσεων και της δράσης του στο Πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια ακολουθεί τον Κανελλόπουλο στο αλβανικό μέτωπο και κατόπιν στη Μέση Ανατολή, όπου ως υπουργός Στρατιωτικών θα αντιμετωπίσει την εξέγερση του στρατού και του στόλου και θα συγκροτήσει τον Ιερό Λόχο. Μετά τον Εμφύλιο και το κεντρώο διάλειμμα θα ακολουθήσει πολιτική καριέρα ως κορυφαίο στέλεχος της Δεξιάς, στο πλευρό του Παπάγου και του Καραμανλή, ο οποίος και θα του ενεχυριάσει, το 1963, την ηγεσία της ΕΡΕ… Ο συγγραφέας, που δεν κρύβει τον θαυμασμό για τον ήρωά του, κάνει εκτεταμένη χρήση αρχειακού υλικού, δημοσιευμένων και αδημοσίευτων πηγών, καθώς και σειράς συζητήσεών του με τον ίδιο τον βιογραφούμενο, από το 1984 μέχρι τον θάνατό του, δύο χρόνια αργότερα.
Βασίλι Γκρόσσμαν, Η κόλαση της Τρεμπλίνκα, Άγρα
Μαρτυρία από πρώτο χέρι –αν μπορεί ποτέ να υπάρξει κάτι τέτοιο– για το στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα καταθέτει ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Βασίλι Γκρόσμαν, που ως πολεμικός ανταποκριτής στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού βρέθηκε ανάμεσα στους πρώτους ζωντανούς που αντίκρυσαν, τον Γενάρη του 1944, τα απομεινάρια της κόλασης όπου έχασαν με φρικτό τρόπο τη ζωής τους περίπου 900.000 εβραίοι (ανάμεσά τους και έλληνες από τη Θράκη), τσιγγάνοι κ.ά. Η Τρεμπλίνκα υπήρξε αποκλειστικά στρατόπεδο εξόντωσης, που είχε ιδρυθεί στην ανατολική Πολωνία, στο πλαίσιο της ναζιστικής «Επιχείρησης Ράινχαρντ». Η συντριπτική πλειονότητα όσων έφταναν εκεί οδηγούνταν αμέσως στους θαλάμους αερίων, όπου πέθαιναν με αργό και βασανιστικό τρόπο, αφού εκεί γινόταν χρήση μονοξειδίου του άνθρακα. Όμως, αυτό που κάνει ακόμη φρικτότερη την ιστορία της Τρεμπλίνκα ήταν η τύχη των σορών, που αρχικά θάβονταν σε τεράστιες τάφρους. Όταν όμως έγινε φανερό πως η πορεία του πολέμου είχε αλλάξει και ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε, οι Ες-Ες αποφάσισαν να εξαφανίσουν κάθε απόδειξη για τα εγκλήματά τους. Τεράστια κρεματόρια χτίστηκαν, προκειμένου να αποτεφρωθούν όχι μόνο όσοι συνέχιζαν να έρχονται με τα τρένα αλλά και όσοι είχαν ήδη δολοφονηθεί. Έξι μήνες οι πυρές έκαιγαν μέρα-νύχτα, όμως μονάχα τα μισά πτώματα είχαν αποτεφρωθεί… Τον Αύγουστο του 1943, οι κρατούμενοι που εργάζονταν στα κρεματόρια, βέβαιοι για την τύχη που τους περίμενε, καθώς οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν τον τόπο του εγκλήματος, εξεγέρθηκαν. Κατάφεραν να δραπετεύσουν 300. Από αυτούς οι 80 επέζησαν… Έξι μήνες μετά, όταν ο Γκρόσμαν θα φτάσει στο στρατόπεδο, υπήρχαν ακόμη μάρτυρες, στους οποίους βασίστηκε προκειμένου να ανασυστήσει, όσο αυτό είναι δυνατόν, την κάθοδο των κρατουμένων στους αλλεπάλληλους κύκλους της κολάσεως. Όπως επισημαίνει στην εισαγωγή της η μεταφράστρια Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, ο Γκρόσμαν αντιλαμβάνεται τη βιομηχανική δομή της «Τελικής Λύσης», την οργάνωση των στρατοπέδων με βάση την εργοστασιακή αλυσίδα παραγωγής. Στην περίπτωση της Τρεμπλίνκα, ακριβώς επειδή υπήρξε αποκλειστικά στρατόπεδο εξόντωσης, ο βιομηχανικός χαρακτήρας του θανάτου εμφανίζεται πολύ περισσότερο ανάγλυφος στα μάτια του αναγνώστη.
Μπέρρυ Ναχμίας, Κραυγή για το αύριο, Αλεξάνδρεια
Η Μπέρρυ Ναχμίας (1924-2013) υπήρξε μία εμβληματική μορφή της μνήμης της Σοά στην Ελλάδα. Η αφήγηση της σύλληψης, της εκτόπισης και του εγκλεισμού της στο στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου υπήρξε μία από τις πρώτες μαρτυρίες επιζώντων που εκδόθηκαν στην Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αντιπροσωπεύοντας το κύμα μνήμης του Ολοκαυτώματος που παρατηρείται σε ολόκληρο τον κόσμο αυτή τη δεκαετία. Η μαρτυρία της είναι επίσης η πρώτη από τις ελάχιστες αφηγήσεις γυναικών που επέζησαν και επέστρεψαν στην Ελλάδα και μπόρεσαν να καταγράψουν την εμπειρία τους στο στρατόπεδο του θανάτου. Η Μπέρρυ Ναχμίας, αφού μιλά αρχικά για τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στη γενέθλια Καστοριά, αφηγείται στη συνέχεια την εκτόπιση και τον δεκάμηνο εγκλεισμό της στο στρατόπεδο του Μπίρκεναου, όπου χάθηκαν όλοι οι δικοί της, το διαβόητο Μπλοκ 10 και τα πειράματα που εκτελούσε ο Μένγκελε, αλλά και την εξέγερση του Ζοντερκομάντο και την ανατίναξη των κρεματορίων. Η μαρτυρία της ολοκληρώνεται με τις πορείες θανάτου και τα άλλα ναζιστικά στρατόπεδα όπου υπήρξε κρατούμενη και, τέλος, με την οδύσσεια της επιστροφής της στην Ελλάδα, μέσα από μια ρημαγμένη Ευρώπη, το καλοκαίρι του ’45. «Σήμερα η γνώση και η πληροφόρηση έχει τόσο περισσέψει που μπορεί να θεωρούμε το βιβλίο της απλώς μία ακόμη μαρτυρία και να ξεχνάμε την τρομερή απήχηση που είχε το 1989 όταν κυκλοφόρησε», σημειώνει η ιστορικός Οντέτ Βαρών-Βασάρ, η οποία επιμελήθηκε τη νέα, αναθεωρημένη έκδοση και υπογράφει το έκτασης 100 σελίδων επίμετρο που συνοδεύει τη μαρτυρία. Σε αυτό η ιστορικός ανατρέχει στις συνθήκες ανάδυσης της μνήμης της εμπειρίας του εγκλεισμού και στη σύνθετη διαδικασία που θα καταλήξει στην καταγραφή της. Στη συνέχεια, αφού αναφερθεί στο ίδιο το κείμενο της μαρτυρίας, επικεντρώνεται στη δράση της Μπέρρυς Ναχμίας για την ανάδειξη και συντήρηση της μνήμης της Σοά, την περίοδο ακριβώς που αυτή αναδύεται και συγκροτείται στην Ελλάδα, μέσα από την Ένωση Ομήρων Ισραηλιτών Ελλάδας, της οποίας υπήρξε πρόεδρος, τα ταξίδια μνήμης, τη συμμετοχή της σε εκπαιδευτικές δράσεις κ.ά. «Αν έχουμε ένα στερεότυπο του θύματος, η Μπέρρυ ήταν το ακριβώς αντίθετο», σχολιάζει χαρακτηριστικά η ιστορικός.
Στράτος Δορδανάς – Βάιος Καλογρηάς, Οι ζωές των άλλων, Επίκεντρο
Οι πολιτικοί πρόσφυγες υπήρξαν, επί μακρόν, ένα αποσιωπημένο θέμα, μια πτυχή του Εμφυλίου ελάχιστα μελετημένη από τους ερευνητές. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια όμως, στο πλαίσιο της ιστοριογραφικής πλημμυρίδας σχετικά με τη δεκαετία του 1940, τα περισσότερα κενά καλύφθηκαν, έτσι ώστε ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης να έχει στη διάθεσή του όχι μονάχα έργα για την πολιτική προσφυγιά γενικά αλλά και ειδικότερες μελέτες για κάθε μία από τις λαϊκές δημοκρατίες που φιλοξένησαν έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Η ανά χείρας μελέτη που αφορά την Ανατολική Γερμανία, τη χώρα που υποδέχθηκε τους λιγότερους πρόσφυγες, περίπου χίλια παιδιά, έρχεται να ολοκληρώσει το «παζλ» των σχετικών έργων. Έτσι, στο πρώτο μέρος του βιβλίου εκτίθενται οι διαδικασίες με τις οποίες αποφασίστηκε η εγκατάσταση των προσφυγόπουλων, η υποδοχή τους από το καθεστώς, οι δυσκολίες προσαρμογής τους κ.λπ. Όμως, η έρευνα των δύο ιστορικών δεν αφορά γενικά τους Έλληνες στην Ανατολική Γερμανία και τις συνθήκες της ζωής τους. Εστιάζει σε μια άλλη πτυχή της σχέσης τους με το καθεστώς, στη στρατολόγηση ενός μικρού αριθμού Ελλήνων από την Κρατική Ασφάλεια, την περιώνυμη Στάζι. Ένδεκα διαφορετικοί «Έλληνες της Στάζι», ένδεκα διαφορετικές ιστορίες, κίνητρα, προελεύσεις. Μολονότι αναφέρονται με αρχικά, ο αναγνώστης αναγνωρίζει ανάμεσά τους γνωστό έλληνα επιχειρηματία, η σχέση του οποίου με τις ανατολικογερμανικές υπηρεσίες είχε απασχολήσει στο παρελθόν τις εφημερίδες. Μολονότι στη μελέτη περισσεύουν χαρακτηρισμοί χωρίς κάποια αναλυτική χρησιμότητα (δικτατορία του κόμματος, ολοκληρωτικό καθεστώς), η αντιμετώπιση της Στάζι μόνο μέσα από τα αρχειακά της έγγραφα, όσο πολύτιμα κι αν είναι αυτά, καταλήγει να δημιουργεί στον αναγνώστη την εικόνα μιας δημόσιας υπηρεσίας όπως οι άλλες. Ενώ ταινίες όπως Οι ζωές των άλλων (που δανείζει τον τίτλο της στο παρόν βιβλίο) επιτρέπουν στον θεατή να συμμεριστεί την αίσθηση ασφυξίας που δημιουργούσε η δράση της Στάζι στους πολίτες της ΓΛΔ που δεν συμβιβάζονταν με το καθεστώς, η παρούσα μελέτη, χωρίς, προφανώς, να είναι στις προθέσεις της, μάλλον «κανονικοποιεί» την εμπειρία αυτή, μετατρέποντάς την σε κάτι κοινότοπο…
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω, Μεταίχμιο
Δεινός αφηγητής, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ο διαπρεπής συνταγματολόγος ενέδωσε στον πειρασμό της αυτοβιογραφίας –της πανδημίας βοηθούσης στην αναζωπύρωση της αναστοχαστικής διάθεσης– επιχειρώντας να χωρέσει μέσα σε ένα χορταστικό βιβλίο 560 σελίδων «8+1 πολυτάραχες δεκαετίες», όπως υπόσχεται στον υπότιτλο. Δεν επείγεται να προοικονομήσει την επόμενη εικοσαετία ο συγγραφέας· αντιθέτως, επιχειρεί, στο καταληκτήριο κεφάλαιο, να διακρίνει τις τάσεις που ενδεχομένως να επηρεάσουν την πορεία της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας στο εγγύς μέλλον. Πριν φτάσει, όμως, σε αυτό, έχει προλάβει να αφηγηθεί, συχνά με απολαυστικό τρόπο, τη δική του 70χρονη πορεία –που ταυτίζεται με αυτήν της μεταπολεμικής ιστορίας μας– στη μετεμφυλιακή Αθήνα και το Πειραματικό της οδού Σκουφά, στη Νομική και στις πρώτες αντιχουντικές ενέργειες, που θα τον οδηγήσουν πολύ γρήγορα στα χέρια της Ασφάλειας, κι από εκεί στο Παρίσι και στον Ρήγα, για να επιστρέψει μετά την κατάρρευση της δικτατορίας στη Νομική, ως καθηγητής πλέον, στη μαχόμενη δικηγορία, στον δημόσιο βίο της χώρας. Μέσα από τον «απολογισμό» του Νίκου Αλιβιζάτου, ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει, αφενός, τον θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας και τον ρόλο που συχνά κλήθηκε να παίξει (του εμβρυουλκού) η Δικαιοσύνη και, αφετέρου, την πορεία της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων στη χώρα μας (από τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες μέχρι την κατοχύρωση του συμφώνου συμβίωσης ανεξαρτήτως φύλου). Πεπεισμένος ότι μπορεί να βοηθήσει στην προώθηση μεταρρυθμίσεων χωρίς να εκτεθεί άμεσα στην πολιτική αρένα, συμμετέχει, όλο και συχνότερα, ως εμπειρογνώμονας σε επιτροπές, ανεξάρτητες αρχές κ.ά., μια εξαιρετικά χρήσιμη εμπειρία που εκθέτει στον αναγνώστη του, ο οποίος, όμως, δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει πως όσο η αφήγηση προσεγγίζει το σήμερα τόσο περισσότερο επηρεάζεται από τις πολιτικές αντιθέσεις της συγκυρίας, με αποτέλεσμα η αναστοχαστική διάθεση των πρώτων σελίδων προς το τέλος να εξατμίζεται –μόνο σε σχέση με το φιάσκο του Κουκακίου και τον ξυλοδαρμό της οικογένειας Ινδαρέ φαίνεται να παίρνει σαφείς αποστάσεις από τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Μιχάλη Χρυσοχοΐδη…
Χρυσάφης Ιορδάνογλου, Η ελληνική οικονομία μετά το 1950, τόμος Α, Τράπεζα της Ελλάδος
Πρώτος τόμος ενός φιλόδοξου σχεδίου που, όταν ολοκληρωθεί, θα διαρθρώνεται σε τρία μέρη, με στόχο την κριτική πραγμάτευση της ιστορίας της μεταπολεμικής ελληνικής οικονομίας, από το 1950 μέχρι και τις μέρες μας. Ο ανά χείρας τόμος επισκοπεί, μέσα σε 524 σελίδες, την περίοδο 1950-1973, την ελληνική «ένδοξη τριακονταετία», που χαρακτηρίζουν «ανάπτυξη, νομισματική σταθερότητα και κρατικός παρεμβατισμός», όπως επισημαίνει ο υπότιτλος. Πρόκειται για μια σχεδόν αυτονόητη περιοδολόγηση, που ορίζεται από την επανεκκίνηση της οικονομίας μετά τον πόλεμο, αφενός, και την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, αφετέρου. Η οικονομική πολιτική που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις αυτής της περιόδου εγκαθίδρυσε ένα έντονα παρεμβατικό σύστημα, που εκσυγχρόνισε και αναδιάρθρωσε την παραγωγική μηχανή της χώρας, δημιουργώντας κλίμα ασφάλειας για τις επενδύσεις, και συνέβαλε στην ταχεία ανάπτυξη, συνδυάζοντάς την με χαμηλό πληθωρισμό και με σχετικά χαμηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όπως τονίζει εισαγωγικά ο συγγραφέας, το έργο του αποτελεί οικονομική ιστορία, «με έμφαση στο οικονομική». Στόχος του είναι τόσο να παρουσιάσει το τι έγινε (που, στο πεδίο της οικονομικής ιστορίας, σημαίνει να εκθέσει το θεσμικό πλαίσιο, τους κανόνες ρύθμισης, τις θεμελιώδεις κατευθύνσεις αλλά, πάνω απ’ όλα, τα μεγέθη, τους αριθμούς που προκύπτουν από το στατιστικό υλικό) όσο και να ερμηνεύσει το γιατί έγινε ό,τι έγινε, δηλαδή να διατυπώσει υποθέσεις για τους παράγοντες που επηρέασαν την εξέλιξη των φαινομένων και των μεγεθών που εξετάζονται. Χωρίς να χρησιμοποιεί τη συχνά στρυφνή ιδιόλεκτο των οικονομολόγων, που αποκλείει τους μη επαΐοντες (κι όποτε αναγκάζεται να το κάνει εξηγεί για τον αδαή τους όρους που χρησιμοποιεί), ο συγγραφέας εξετάζει τα δεδομένα του οικονομικού προβλήματος που σε κάθε δεδομένη χρονική περίοδο αντιμετώπιζε η χώρα, τις λύσεις που επιλέχθηκαν και τα αποτελέσματα που είχαν αυτές στις επιδόσεις της οικονομίας, αντιστοιχίζοντας, με τον τρόπο αυτό τις υποθέσεις που διατυπώνει προς τα δεδομένα της εμπειρικής πραγματικότητας.
Pierre Rosanvallon, Η δική μας διανοητική και πολιτική ιστορία, 1968-2018, Πόλις
Πνευματική και πολιτική αυτοβιογραφία του σημαντικού γάλλου στοχαστή και ταυτόχρονα «βιογραφία» ενός ρεύματος σκέψης και πολιτικής που κατέχει ξεχωριστή θέση στη γαλλική πολιτική ιστορία, της Δεύτερης Αριστεράς, αποτελεί ο ανά χείρας τόμος. Ξεκινώντας από τον ενθουσιασμό που πυροδότησε σε εκατομμύρια νέους ο Μάης του ’68 και τις αναζητήσεις που ακολούθησαν καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970, ο συγγραφέας αναφέρεται αρχικά στη θητεία του στο συνδικάτο της CFDT, έναν από τους βασικούς πυλώνες της Δεύτερης Αριστεράς μαζί με το PSU του Μισέλ Ροκάρ, αλλά και εργαστήρι όπου ζυμώνονται οι ιδέες της αυτοδιαχείρισης. Τον ενθουσιασμό θα ακολουθήσουν η στασιμότητα και η απογοήτευση στις επόμενες δύο δεκαετίες, παρά την άνοδο του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην κυβερνητική εξουσία. Για τον Ροζανβαλόν θα είναι μια εποχή όπου η πνευματική ζωή βρίσκεται σε τέλμα, ενώ η Δεύτερη Αριστερά θα χάσει την πνοή της και θα απομείνει εγκλωβισμένη σε έναν ρεαλισμό αναγκαίο αλλ’ όχι επαρκή για την άρθρωση μιας πολιτικής πρότασης. Η αφήγηση θα ολοκληρωθεί με τις ανασυνθέσεις της δεκαετίας του 2000, την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού και την άνοδο στην εξουσία ενός ρεπουμπλικανισμού της εθνικής κυριαρχίας, αλλά και την κυριαρχία του εθνολαϊκισμού στην αριστερά. Ο συγγραφέας επιχειρεί να διαβάσει τις εξελίξεις των τελευταίων πενήντα χρόνων μέσα από μια διπλή οπτική: αφενός, αυτήν της «μακράς ιστορίας», του νεωτερικού σχεδίου της χειραφέτησης, που προσφέρει βάθος στην κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, αφετέρου, αυτήν μιας πιο βραχείας ιστορικής διάρκειας, που αφορά τον νέο κύκλο της νεωτερικότητας που άνοιξε σε όλο τον κόσμο στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Χαρτογραφεί, έτσι, μια πολιτική και διανοητική ιστορία του παρόντος, ανιχνεύοντας νέες προοπτικές για το ιδεώδες της χειραφέτησης.
David Cannadine, Μάργκαρετ Θάτσερ: Η ζωή και η κληρονομιά της, Παπαδόπουλος
The witch is dead! («Η μάγισσα πέθανε!») Με αυτήν την κραυγή άγριας χαράς υποδέχτηκαν οι λαϊκές συνοικίες του Λονδίνου και άλλων μεγάλων πόλεων της Βρετανίας την είδηση του θανάτου της Μάργκαρετ Θάτσερ, το 2013, στήνοντας αυθόρμητες διαδηλώσεις, που περισσότερο θύμιζαν λαϊκούς χορούς και πανηγύρια… Δύσκολα θα βρει κανείς άλλον δυτικό πολιτικό της εποχής μας που ο θάνατός του να αντιμετωπίστηκε με τέτοιο τρόπο από τα λαϊκά στρώματα –πρυτανεύει, συνήθως, ένα είδος «πολιτικής ευγένειας» που δεν απέχει και πολύ από το «ο νεκρός δεδικαίωται». Το γιατί η βαρώνη Θάτσερ αποτέλεσε το αντικείμενο του μίσους των εργατικών στρωμάτων (αλλά και της λατρείας των ανερχόμενων μεσαίων στρωμάτων, καθώς και της ανώτερης τάξης) μπορεί κανείς να το καταλάβει διαβάζοντας κριτικά την βιογραφία της από τον David Cannadine, μια βιογραφία που εκ πρώτης όψεως μοιάζει αν όχι με αγιογραφία οπωσδήποτε με έργο ενός απολογητή του βρετανικού συντηρητισμού και της αριστοκρατίας… Η δημιουργία της κοινωνίας των δύο τρίτων στη Βρετανία της δεκαετίας του ’80, όπου ο αποκλεισμός του φτωχότερου ενός τρίτου (το οποίο συνήθως αποτελούνταν από ανέργους, εγχρώμους, νέους κ.λπ.) υπήρξε η προϋπόθεση για την οικονομική και κοινωνική άνοδο των υπολοίπων, σε συνδυασμό με τον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό της χώρας και τη λυσσαλέα επίθεση στο κοινωνικό κράτος και τις εργατικές κατακτήσεις, βρίσκεται στη ρίζα μεγάλου μέρους της πραγματικότητας που ζούμε σήμερα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Με αυτήν την έννοια, η πορεία της Θάτσερ, ακόμη και όταν αποτυπώνεται σε ένα λήμμα για το Βιογραφικό Λεξικό της Οξφόρδης που μετατράπηκε από τον συγγραφέα του σε μια μονογραφία 150 σελίδων, αξίζει την προσοχή του αναγνώστη. Το «οφείλει» στην πολιτικό που μας κληροδότησε αφορισμούς όπως η ΤΙΝΑ: There Is No Alternative («Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση») και άλλαξε έτσι τη ζωή μας –προς το χειρότερο, για τους περισσότερους…
Γιάννης Κτενάς (επιμ.), Max Weber, 100 χρόνια μετά, Ευρασία
Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν το 2020 από τον θάνατο ενός από τους κορυφαίους στοχαστές της νεωτερικότητας: του Μαξ Βέμπερ. Επέτειος που μάλλον πέρασε απαρατήρητη για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό της χώρας μας, έδωσε την αφορμή στον Γιάννη Κτενά να συγκεντρώσει στον παρόντα τόμο κείμενα από δώδεκα έλληνες και ξένους ειδικούς στο βεμπεριανό έργο. Όπως τονίζει και ο ίδιος ο επιμελητής, οι συμβολές που δημοσιεύονται αντιμετωπίζουν το έργο του Βέμπερ από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, που αρθρώνεται πάνω σε τρεις άξονες: τον Βέμπερ ως πολιτικό στοχαστή και την ανάδειξη της πολιτικής φύσης του έργου του, χωρίς την οποία καθίσταται άνευρο, όπως καταδεικνύουν στα κείμενά τους οι Θανάσης Γκιούρας, Άγγελος Τσίρμπας, Kari Palonen και Κώστας Γαλανόπουλος· ακόμη, την προσέγγισή του ως κοιτίδας της ριζοσπαστικής σκέψης για την κοινωνία –σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες αναγνώσεις του έργου του, οι Béatrice Hibou, Aurélien Barlan, Αλέξανδρος Παπαδημητρίου, Άγγελος Μουζακίτης και Βασίλης Ρωμανός επιδιώκουν να αναδείξουν εκείνες τις πτυχές του που συνδέονται με γραμμές σκέψης που αμφισβητούν την νεωτερική καπιταλιστική κοινωνία· τέλος, μια εκ νέου προσέγγιση της μεθοδολογίας και της επιστημολογίας του, πέρα από την διαδεδομένη, στην Ελλάδα και διεθνώς, αντιμετώπιση του Βέμπερ ως θιασώτη της «αξιολογικής ουδετερότητας» και εισηγητή των «ιδεατών τύπων», που απογυμνώνει την περιπλοκότητα και τον πλούτο των βεμπεριανών μεθοδολογικών πραγματεύσεων, επιχειρούν στις δικές τους συμβολές οι Dirk Kaesler, Sven Eliaeson και Γιάννης Κτενάς.
Αναζητήστε όλα τα παραπάνω βιβλία εδώ