ΑΦΙΕΡΩΜΑ 7, Βαμμένα, πυρόξανθα μαλλιά (διήγημα του Φίλιππου Φιλίππου)

0
216
Φωτό από δολοφονία άνδρα σε κομμωτήριο στην Κολομβία

Φίλιππος Φιλίππου

 

Είχε πέσει το σκοτάδι. Είδε την επιγραφή «Hair Studio» και μπήκε στο κουρείο βιαστικά, ήθελε να τελειώσει το κούρεμα γρήγορα, δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Τα μαλλιά του χρειάζονταν κόψιμο και είχε αμελήσει να τα κόψει στο κουρείο της φυλακής, οπότε τώρα τον Δεκέμβρη που έκανε χρήση της ειδικής άδειας, αποφάσισε να τα περιποιηθεί. Θεώρησε ως εύνοια της τύχης που στο μαγαζί κούρευε μια  λεπτή και αεικίνητη κοπέλα, με πυρόξανθα μακριά μαλλιά, προφανώς βαμμένα. Τα μάτια της ήταν πράσινα, στο χρώμα του τριφυλλιού, και του φαινόταν πως χαμογελούσαν –χαμογελούσαν μόνο σ’ αυτόν.

Κάθισε στην πολυθρόνα, εκείνη πήρε το κεφάλι του στα χέρια της και άρχισε να του κόβει τα μαλλιά, ενώ στον καθρέφτη απέναντί του παρατηρούσε τα μάτια της που δεν σταμάτησαν να χαμογελάνε. Το χέρι που κρατούσε το ψαλίδι κεντούσε, ενώ το άλλο που του ίσιωνε το κεφάλι με τρυφερότητα εξέπεμπε μια απρόσμενη θερμότητα. Καθόταν καθηλωμένος στην πολυθρόνα και μια γλυκιά χαύνωση είχε απλωθεί στο σώμα του. Κι ύστερα, αφού η κοπέλα τελείωσε το κόψιμο, καθώς του έλουζε το κεφάλι, ο αριστερός της γοφός ακούμπησε απαλά πάνω στον μηρό του και μια ανατριχίλα τον κυρίευσε.

Αυτή η ευφορία, αυτή η ευφροσύνη, δεν κράτησε πολύ, μόνο πέντε, ή δέκα λεπτά. Ο γοφός της κοπέλας μετακινιόταν για λίγο, αλλά επανερχόταν σε μια σφιχτή επαφή με τον μηρό του. Το κούρεμα τελείωσε, εκείνη του είπε «Στην υγειά σας!» κι αυτός την πλήρωσε, δίνοντάς της ένα γενναίο πουρμπουάρ. Αμέσως μετά ένας άλλος άντρας μπήκε στο μαγαζί ως πελάτης.

Έφυγε από το μαγαζί με λιγότερα μαλλιά, αλλά γεμάτος κάψα και καψούρα. Η μαγεία εκείνου του κουρέματος τον ακολουθούσε για μέρες. Η αίσθηση της πληρότητας που είχε πλημμυρίσει το σώμα του τα πέντε-δέκα λεπτά δίπλα στην κοπέλα με τα μακριά πυρόξανθα μαλλιά τον έκανε να θέλει να βρεθεί ξανά στο κουρείο και ν’ αφεθεί στα τρυφερά χέρια της.

Την παραμονή των Χριστουγέννων τον είχαν καλέσει σε ένα γιορτινό τραπέζι σε φιλικό σπίτι –μετά την Πρωτοχρονιά, έπρεπε να επιστρέψει στο κελί του. Κινούμενος από την διακαή επιθυμία να ξαναδεί την κοπέλα που χαμογελούσε με τα μάτια, επισκέφτηκε ξανά στο «Hair Studio». Tα μαλλιά του δεν είχαν μεγαλώσει, άρα δεν χρειάζονταν κόψιμο, ήθελε όμως ξύρισμα, οπότε ξαναπήγε στο κουρείο για να ξανανιώσει την ευφορία, την ευφροσύνη που είχε νιώσει την προηγούμενη φορά.

Προτού μπει στο μαγαζί, στάθηκε στη στολισμένη βιτρίνα με το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Σκεφτόταν πως η κοπέλα ίσως να  θεωρούσε ύποπτη την επανεμφάνισή του, σίγουρα θα καταλάβαινε πως πήγε αποκλειστικά για να τη δει και ποιος ξέρει για τι άλλο πονηρό. Επίσης, αναρωτιόταν μήπως το άγγιγμα που του έκανε με το γοφό της δεν είχε ως στόχο να τον κάνει να ξαναπάει και ν’ αφήσει εκεί τα ωραία του λεφτά. Ήταν άραγε τόσο αθώα; Τα έβαλε με τον εαυτό του που δεν ρώτησε το όνομά της, ή που –το πιο τολμηρό–, δεν ζήτησε το τηλέφωνό της.

Με το μυαλό γεμάτο προβληματισμούς, μπήκε στο μαγαζί και έριξε το βλέμμα του στο ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στολισμένο με πολύχρωμα λαμπάκια κι ένα χρυσό αστέρι στην κορυφή του, δεν είχε τίποτα το πρωτότυπο από πλευράς διακόσμησης, ήταν όπως εκείνα στα γειτονικά μαγαζιά.

Ξαφνικά, κοίταξε προς τη μορφή που βημάτιζε μέσα στο κουρείο με τον χαμηλό φωτισμό. Ενώ περίμενε να δει την κοπέλα με τα μακριά πυρόξανθα μαλλιά, αντίκρισε έναν άντρα επίσης με μακριά πυρόξανθα μαλλιά, σαν γυναικεία, προφανώς βαμμένα. Κοκάλωσε και τα έβαλε με την καλπάζουσα αφηρημάδα του, η σύγχυση τον είχε κυριεύσει.

«Πού είναι η…» Κόμπιασε, δεν ήξερε το όνομά της κοπέλας, «…η κομμώτρια;» έκανε.

Ο άντρας τον κοίταξε καλά καλά και τον ρώτησε:

«Κούρεμα ή ξύρισμα;»

«Σε ρώτησα πού είναι η κοπέλα».

Το βλέμμα του άντρα έγινε αποδοκιμαστικό.

«Δεν έχω ιδέα», απάντησε.

Αποφάσισε να φύγει, δεν υπήρχε κανένας λόγος να παραμείνει στο κουρείο και να ’χει τον μαλακοκαύλη να τον πιλατεύει. Τα είχε όμως τόσο χαμένα που δεν έκανε ούτε ένα βήμα προς την έξοδο.

«Κούρεμα ή ξύρισμα;», τον ρώτησε πάλι ο τύπος.

Τότε άλλαξε γνώμη, αποφάσισε να μείνει να τον κουρέψει ώστε να μάθει τι απέγινε η κοπέλα που του είχε πάρει τα μυαλά. Έτσι, κάθισε στην πολυθρόνα.

«Κούρεμα. Κόψε ό,τι πετάει».

Εκείνος πήρε το ψαλίδι και άρχισε να κόβει τις τρίχες με δεξιοτεχνία ταχυδακτυλουργού. Τα χέρια του χειριζόταν με μαεστρία το ψαλίδι, οι τρίχες πέφτανε στο πάτωμα, μα ο γοφός του ήταν κάμποσα εκατοστά μακριά από τον μηρό του πελάτη. Η μαγεία της προηγούμενης φοράς δεν υπήρχε, η απουσία της κοπέλας με τα μακριά πυρόξανθα μαλλιά ήταν αισθητή. Αχ, έπρεπε να τη ρωτήσω πώς τη λένε, σκεφτόταν. Ο άντρας άρχισε να μιλάει για την ακρίβεια των τροφίμων στα σουπερμάρκετ και της βενζίνης στα πρατήρια.

Ξαφνικά, σαν να διάβαζε τη σκέψη του, είπε περιφρονητικά:

«Γυναίκες! Τις είδα στη Μύκονο, χόρευαν γυμνές στο μπαρ. Έχεις πάει στη Μύκονο;»

Αυτός παρέμενε αμίλητος κι εκείνος άρχισε να του λέει μια ιστορία με κάποια τουρίστρια, έφυγαν μαζί από ένα μπαρ και κατέληξαν σε κάτι βραχάκια. Είπε πόσο ανάφτρα ήταν, του περιέγραψε τα χάδια τους, το σμίξιμό τους, τον οργασμό του.

«Της πέταξα τα μάτια έξω!» καυχήθηκε.

Τα λόγια που άκουγε τον είχαν διεγείρει, δεν άντεχε να τον ακούει, τον ζήλευε, τον μισούσε. Σκεφτόταν πως αυτός ήταν κλεισμένος τόσα χρόνια στη φυλακή κι ένιωθε την έλλειψη της γυναίκας, της φίλης, της ερωμένης, της συντρόφου. Είχε αγριέψει με τις περιαυτολογίες του κουρέα, ενώ αυτός για να του φύγουν οι κάψες, μόλις έπαιρνε άδεια, έτρεχε στους οίκους ανοχής της οδού Φυλής για να ξεχαρμανιάσει.

«Σταμάτα, ρε!» του φώναξε.

«Τι έπαθες, φιλάρα».

«Σταμάτα τις μαλακίες!

«Α, για να σου πω, μάγκα μου. Για κάνε μου τη χάρη. Μη σου αστράψω καμιά σφαλιάρα!»

Δεν χρειάστηκε να πει περισσότερα. Ο στερημένος άντρας που βρισκόταν εκτός φυλακής με ειδική άδεια σηκώθηκε από την πολυθρόνα, έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του έναν πτυσσόμενο  σουγιά και τον κάρφωσε πολλές φορές στο στήθος του κουρέα με τα μακριά πυρόξανθα μαλλιά. Εκείνος έπεσε σφαδάζοντας στο δάπεδο γεμίζοντάς το με αίμα. Έπειτα πήγε στο ψεύτικο χριστουγεννιάτικο δέντρο, έκοψε με τον σουγιά ένα κλαδί και το ανέμισε στον αέρα, ενώ ο υποψήφιος πελάτης που έμπαινε στο κουρείο μόλις είδε τον πεσμένο κουρέα έμεινε σύξυλος.

«Οχ, Χριστούλη μου!» έκανε κι έβγαλε το κινητό του για να ειδοποιήσει τις αρχές.

«Χαιρετίσματα στην εξουσία!» του φώναξε ο φονιάς και χάθηκε στα γύρω σκοτεινά στενά.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΧρόνια Πολλά από τον ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
Επόμενο άρθροΑΦΙΕΡΩΜΑ 8, Το κουτί με την κόκκινη κορδέλα (διήγημα της Βίκυς Χασάνδρα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ