Ροζίτα Σπινάσα (*)
Ήρθα από την Μολδαβία πριν δέκα χρόνια. Η κυρία Κική ήταν η τέταρτη γυναίκα που κράτησα. Δεν ήξερα λέξη ελληνικά, αλλά έβλεπα πολλή τηλεόραση, κι έτσι την έμαθα σιγά σιγά τη γλώσσα. Τον Ιβάν, τον μοναχογιό μου, τον άφησα εννιά χρόνων παιδί στις μάνας μου τα χέρια και ήρθα στην Ελλάδα, να τους γλιτώσω από την πείνα. Σαν τον χαιρέτησα έξω από το λεωφορείο μάτωσε η καρδιά μου. Όταν όμως τους έστειλα τα πρώτα χρήματα πήρε ο πόνος να μαλακώνει, που το παιδί μου είχε φαγητό να φάει και ρούχα να ντυθεί. Από τότε τον είδα τρεις φορές, όταν πέθαναν οι γιαγιάδες που κρατούσα και μπόρεσα να γυρίσω πίσω για λίγο στην πατρίδα μου. Τον παίρνω τηλέφωνο κάθε απόγευμα, όμως τώρα που μεγάλωσε μπορεί να κάνει ώρες να απαντήσει. Πικραίνομαι, μα δεν λέω κουβέντα, δεν θέλω τα λίγα λεπτά που τον ακούω να μαλώνουμε. Μόνο να είναι καλά με νοιάζει, γέρασε και η μάνα μου και δεν έχω κανέναν να τον προσέχει, μην μπλέξει σε τίποτα βρωμοδουλειές. Γιατί αν πάθει κάτι δεν θα το αντέξω.
Μια φορά είχε εξαφανιστεί για μια ολόκληρη εβδομάδα, με πήρε η μάνα μου τη δεύτερη μέρα κλαίγοντας. Πήρε τους δρόμους γριά γυναίκα να τον ψάξει, άφαντος ο Ιβάν. Πήγα να τρελαθώ. Ήθελα να τρέξω πίσω στο Μπάλτι να τον αναζητήσω, μα που να την αφήσω την κυρία Κική, έλειπε και ο γιος της για δουλειά στη Γερμανία. Τα χέρια μου έτρεμαν, το στήθος μου μούδιαζε. Τον καλούσα στο κινητό, μα ήταν κλειστό. Έξι μέρες έμεινε κλειστό – οι χειρότερες μέρες της ζωής μου. Το μυαλό μου γέμιζε με εικόνες από διαλυμένα αυτοκίνητα, μαχαιρώματα, πυροβολισμούς. Γέμιζε αίματα, γέμιζε θάνατο. Έξι μέρες πέθαινα, έξι μέρες σερνόμουν σαν ζωντανή νεκρή. Την έβδομη μέρα, που χτύπησε το τηλέφωνο και είδα το όνομά του να αναβοσβήνει στην οθόνη, αναστήθηκα. Δεν είπε ποτέ που πήγε και τι έκανε, κι εγώ δεν τον ρώτησα. Μου έφτανε που ήταν ζωντανός. Γιατί τα παιδιά πρέπει να φεύγουν μετά από τους γονείς. Γιατί αλλιώς η ζωή γίνεται ζωντανός θάνατος.
Στην κυρία Κική ήρθα πριν από ένα χρόνο. Πέθανε ο άντρας της κι ο γιος της ζήτησε γυναίκα από το πρακτορείο. Μόλις είχε κάνει η γυναίκα του το μωρό, πού να την έπαιρνε τη μάνα του στο σπίτι, κι αυτή είχε βαρύνει και είχε ανάγκη από φροντίδα. Ήταν μια ήσυχη, ευγενική γυναίκα. Χορτασμένη από τη ζωή, μα με μια θλίψη. Δεν της άρεσε που είχε ξεμείνει μαζί μου – σε καμία τους δεν άρεσε. Μου έμαθε να παίζω κουμ-καν κι έτσι περνούσαμε τις βραδιές μας. Καλό κάνει, δουλεύει το μυαλό, έλεγε ο Ορέστης. Ερχόταν δυο φορές τη βδομάδα να τη δει, τις Τετάρτες μετά τη δουλειά και τις Κυριακές μαζί με την οικογένεια. Έμπαινε στο σπίτι και το πρόσωπο της μητέρας του έλαμπε σαν τον ήλιο. Τότε έβλεπα πως ήταν πριν γεράσει, γινόταν εκείνες τις στιγμές νέα ξανά. Κι έλαμπα κι εγώ μαζί της. Γιατί ο γιός της μου θύμιζε τον Ιβάν μου· όταν γελούσε, έκανε ένα λακάκι στο δεξί του μάγουλο, έτσι γινόταν κι όταν γελούσε ο γιός ο δικός μου.
Χθες, χρονιάρα μέρα, τον περιμέναμε να έρθει να την πάρει, να φάνε όλοι μαζί στο σπίτι του για τα Χριστούγεννα. Με κάλεσε κι εμένα, μα αρνήθηκα. Ήξερα πως κατά βάθος προτιμούσε να είναι μόνο η οικογένεια, ευκαιρία ήταν κιόλας να βγω να περπατήσω μέχρι το Σύνταγμα. Όμως η ώρα περνούσε κι αυτός δεν ερχόταν.
«Άργησε ο Ορέστης», είπε η κυρία Κική όταν η ώρα πήγε δυο.
«Στο δρόμο θα είναι, έχει κίνηση σήμερα» της απάντησα για να την ησυχάσω, όμως είχα κι εγώ ανησυχήσει. Γιατί τον είχα πάρει τρεις φορές τηλέφωνο να δω αν φτάνει, να πιάσω θέση στον δρόμο με την καρέκλα για να παρκάρει. Όμως αυτός, που ποτέ δεν έχανε τηλεφώνημα, δεν είχε απαντήσει.
Η ώρα πήγε τρεις και μας είχε πιάσει και τις δυο το άγχος. Καθόμασταν στον καναπέ νηστικές κι αμίλητες, η τηλεόραση με τα γιορτινά προγράμματα έκανε τα πράγματα να φαίνονται ακόμη πιο άσχημα, πιο τρομαχτικά. Μετά από λίγο της έδωσα το χάπι –το βραδινό, του ύπνου–, να τη γλιτώσω από την αγωνία. Γιατί είχα το κακό το προαίσθημα. Κι όταν χτύπησε, στις επτά, το τηλέφωνο κι άκουσα της γυναίκας του το κλάμα, τότε κατάλαβα. Αυτό που γνώριζα ήδη μέσα μου.
Έκλεισα το τηλέφωνο και πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Την είδα να κοιμάται γαλήνια, γλυκιά. Σαν παιδί. Δεν το σκέφτηκα σχεδόν καθόλου. Τα χέρια μου πήραν το μαξιλάρι του συγχωρεμένου και το πίεσαν στο πρόσωπό της. Λίγο μόνο τινάχτηκε κάτω από την κουβέρτα, σαν το πουλάκι. Και μετά σταμάτησε. Αλήθεια λέω, ήταν σαν να μην κατάλαβε σχεδόν τίποτα. Σα να συνέχισε τον ύπνο της, σα να μην ξύπνησε ποτέ.
Κι εσείς τώρα με ρωτάτε γιατί την έπνιξα.
Κι εγώ σας απαντώ: γιατί την έσωσα.
(*) Η Ροζίτα Σπινάσα είναι συγγραφέας . Τελευταίο της βιβλίο το “Σπόροι για φύτεμα”, εκδ. Κέδρος