του Μισέλ Φάϊς (*)
Το κορίτσι (η αδελφή μου Νταίζη), το αγόρι (ο γράφων) κι ο Άι Βασίλης (κάτι ανάμεσα σε αλκοολικό άστεγο και κούκλα θρίλερ) κοιτάμε―άγνωστο γιατί―σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο συνωστισμένος κόσμος; Ο φωτογράφος; Το άγιο πνεύμα; Πάντως οι τροχιές μας αποκλίνουν. Ζάππειο 1965. Η Νταίζη (γλυκιά, αν και ήπια αγχωμένη) δέκα τριών χρονών ήδη στην πρώτη γυμνασίου. Ο επτάχρονος γράφων εύχεται ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί (σιγά μην ανοίξει…). Αν θυμάμαι καλά ήταν το τέταρτο ταξίδι στην Αθήνα. Τα παλτά μας αγορασμένα από το “Μινιόν” της πάμφωτης Σταδίου και τα παπούτσια μας (δεν φαίνονται) από τον Μούγερ. Στα χέρια κρατάμε ένα σακουλάκι με ζαχαρωτά και ψευτοπαιχνίδια. Σπίτι μας δεν στολίζαμε χριστουγεννιάτικο δέντρο (ζούσαμε σ’ ένα διώροφο εβραϊκό σπίτι του 1905). Τότε στην Κομοτηνή έλατα στόλιζαν σ’ ελάχιστα αστικά σπίτια. Θυμάμαι έντονα τους αθίγγανους τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά να τριγυρνούν σε πλατείες και μαγαζιά και να παίζουν με κλαρίνα, τύμπανα και βιολιά παραδοσιακά θρακιώτικα αλλά και τα λεγόμενα τουρκογύφτικα αναμεμειγμένα με Καζαντζίδη και Αγγελόπουλο σε μεθυστικούς αυτοσχεδιασμούς. Τρία χρόνια μετά χώρισαν οι γονείς μου. Με την μητέρα μου και την αδελφή μου ήρθαμε στην Αθήνα. Από γιός του δερματολόγου (που οι ασθενείς του φίλαγαν τα χέρια) έγινα ο γιός του Κανένα στη Λεόντειο Πατησίων. Στην Έκθεση βιβλίου (πάλι στο Ζάππειο) αγόρασα και πρωτοδιάβασα την “Μεταμόρφωση” του Κάφκα στα δώδεκά μου. Η “μητερούλα με τα γαμψά νύχια” (η Πράγα του Κάφκα) έκανε μια χαψιά την πρώην οθωμανική πολίχνη (Κομοτηνή) αλλά και την αφιλόξενη και σε λίγο χουντική πρωτεύουσα. Η (καφκική) εφηβεία μου ήταν καραμπινάτη, όπως συνήθιζε να λέει και η Αθηνά-Χάνα (μητέρα μου). Μ’ άλλα λόγια, άρχισα πλέον να νιώθω στο πετσί μου τι σημαίνει λογοτεχνική ασφυξία―κάτι που αργότερα απέφερε “καρπούς”.
(*) Τελευταίο βιβλίο του Μ. Φάις είναι η συλλογή διηγημάτων “Εξουθένωση. Ντοκιμαντέρ ονείρων, Πατάκης