ΑΦΙΕΡΩΜΑ 4, Βροχή διαττόντων (διήγημα της Κικής Τσιλιγγερίδου)

0
339

Κική Τσιλιγγερίδου (*)

 

Λατρεύω τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα στην πόλη. Τον στολισμό, τα φώτα, τα μαγαζιά, τους δρόμους. Άλλοι τα απεχθάνονται. Τους φαίνονται κιτς. Ω, μα είναι κιτς. Αυτό είναι όλο το νόημα. Πολλά πολύχρωμα λαμπιόνια, γιρλάντες, ελαφάκια, όλα αυτά τα πράγματα. Βλέποντάς τα, καθώς προχωράς, σχεδόν ξεχνάς τον πόνο στα πλευρά σου. Αν πονάνε τα πλευρά σου. Αν είναι σπασμένα, ή ραγισμένα, ή ό,τι παθαίνουν τα πλευρά τέλος πάντων έτσι και φάνε μια γερή γονατιά. Κι εγώ έφαγα μια γερή γονατιά. Πώς το λένε στις ταινίες; «Ναι, αλλά πού να δεις τι έπαθε ο άλλος».

Όχι. Δεν ισχύει στην περίπτωσή μου. Ο άλλος δεν έπαθε τίποτε. Τον χτύπησα κι εγώ, ναι, και έβαλα όλη μου τη δύναμη, αλλά μπα. Είναι σκληρός, είναι ογκώδης, και είναι και δυνατός με έναν τρόπο που σε εξαντλεί, σε κάνει να μαραζώνεις, να μαζεύεσαι και να φοβάσαι. Όπως στους εφιάλτες. Σημάδεψα και τα μάτια του με ένα μαχαίρι για το κρέας από το στρωμένο τραπέζι μπροστά μας — τι ανόητη που ήμουν, να κάτσω να του μαγειρέψω. Αστόχησα βέβαια. Ήδη τη στιγμή που τίναζα το χέρι μου ήξερα πως κατά βάθος δεν ήθελα να τον πετύχω, και δεν τον πέτυχα. Πρέπει να το θέλεις πολύ, να το λαχταράς να γίνει, και όχι να τον λυπάσαι. Το πολύ-πολύ να τον γρατζούνισα λιγάκι στο μέτωπο με τα νύχια μου και να του δάγκωσα τα δάχτυλα. Όμως εκείνος …

Ο πόνος στα σπασμένα πλευρά μοιάζει λιγάκι με πνιγμό, αλλά με την κακή έννοια. Όταν πνίγεσαι, διάβασα, μετά από εκείνο το σφίξιμο που σημαίνει ότι το σώμα σου ζητάει οξυγόνο και δεν μπορεί να το βρει, σε κατακλύζει ένα αίσθημα ξεκούρασης, παραίτησης, μια βαθιά ανακούφιση. Όμως με τα σπασμένα πλευρά το πράγμα σταματάει στο σφίξιμο, στην ανημπόρια, στην αδυναμία να χορτάσεις οξυγόνο. Σου λείπει συνέχεια, κι αυτό σε κουράζει. Και δεν υπάρχει τίποτε που να σε ανακουφίσει. Μόνο αυτή η υπόκωφη, μουντή κούραση.

Νομίζω πως θέλω να καθίσω λίγο και να πάρω μιαν ανάσα.

Όχι, δεν ήταν σωστό αυτό. Ποια ανάσα; Δεν μπορώ να πάρω ανάσα, ούτε ξέρω πότε θα μπορέσω ξανά.

Ωστόσο νά που είναι Χριστούγεννα, νά που κάνει ένα όμορφο κρύο, νά που όλα αυτά τα φώτα, τα φωτάκια, η μηχανική μουσική από τα μαγαζιά που πουλάνε φτηνά δώρα… όλα αυτά μού αρέσουν, κι όλα μού κρατούν συντροφιά. Τουλάχιστον εκείνος έφυγε χωρίς να πάρει εκείνο που ήθελε, και όχι με τον τρόπο που το ήθελε. Τουλάχιστον αυτό. Και έφυγε ολόκληρος, χωρίς να του μπήξω το μαχαίρι για το κρέας στο μάτι πριν το βάλω στην κωλοτσέπη μου. Και μου έμεινε και όλο το φαγητό. Κάτι είναι κι αυτό. Θα έχω να τρώω μέχρι την Πρωτοχρονιά.

Μόνο που η κούραση είναι αφόρητη. Και ο πόνος. Πρέπει να κάτσω κάπου. Σίγουρα έσπασε κάτι εκεί μέσα, δεν είναι φυσιολογικός αυτός ο πόνος, είναι; Θα κάτσω εδώ που έχει λίγο σκοτάδι. Τα φωτάκια είναι καλά και άγια, αλλά…

Όχι, χρειάζομαι λίγο σκοτάδι τώρα. Και ησυχία. Και να περάσει ο πολύς πόνος, για να μπορέσω να σηκωθώ και να πάω να μου το δει κάποιος. Έπρεπε να φωνάξω αμέσως ένα ταξί και να τρέξω στα επείγοντα — πώς μπορεί να σκέφτηκα ότι θα περνούσε απλώς κάνοντας μια βόλτα στο κέντρο; Τι πάθατε; Γονατιά. Γονατιά; Μάλιστα. Ποιος; Τι σημασία έχει; Ένας. Πρέπει να σας εξετάσουμε, να βγάλουμε ακτίνες. Βγάλτε, κάντε ό,τι νομίζετε, σας ευχαριστώ. Κάντε ό,τι νομίζετε. Φτιάξτε το, αν φτιάχνεται. Και καλά Χριστούγεννα.

Δεν το έκανα. Δεν κάλεσα ταξί, δεν πήγα στα επείγοντα. Αλλά τουλάχιστον εδώ είναι καλά. Εδώ μπορώ να καθίσω και να ξαποστάσω λιγάκι. Εδώ είναι απόμερα και έχει σκοτάδι. Όμως… όμως δεν έχει ησυχία. Κι εγώ τη θέλω την ησυχία, την έχω ανάγκη. Σας παρακαλώ. Για λίγο μόνο. Μέχρι να ειδοποιήσω ένα ταξί.

Σταματήστε λίγο, σας παρακαλώ.

Δεν σταματούν. Ο άντρας βρίζει, και η γυναίκα τον βρίζει χειρότερα. Ζευγάρι; Μπορεί. Έχουν πράγματα γύρω τους. Τι είναι; Μπόγοι. Μπόγοι με… με διάφορα. Θεέ μου, άστεγοι. Άστεγοι. Η γυναίκα είναι σκεπασμένη με κουβέρτες, κι αυτός προσπαθεί να μπει από κάτω τους και…

Το παντελόνι του είναι κατεβασμένο στα γόνατα.

Θεέ μου.

Εκείνη τον βρίζει και τον χτυπάει, αλλά είναι μάλλον μεθυσμένη, ή άρρωστη, ή και τα δύο, και δεν του κάνει τίποτε. Κι εκείνος είναι πολύ πιο δυνατός. Συνήθως είναι πιο δυνατοί. Σε λίγο θα τη χτυπήσει με το γόνατό του στα πλευρά και θα της τα διαλύσει. Αλλά όχι, δεν τον βολεύει έτσι όπως σκύβει από πάνω της. Ίσως θα πατήσει επάνω της με το γόνατό του και θα την ακινητοποιήσει. Λογικά θα της δώσει δυο-τρεις γροθιές στο κεφάλι για να πάψει να αντιστέκεται, και μετά θα χωθεί κι αυτός κάτω από τις κουβέρτες για να πάρει εκείνο που ήθελε να πάρει, και με τον τρόπο που το ήθελε. Το παντελόνι του έχει πέσει στους αστραγάλους του πια.

Και κανείς άλλος δεν είναι εδώ. Και είναι απόμερα. Έχει σκοτάδι.

Αυτή τη φορά δεν αστόχησα. Έπεσε πάνω στη γυναίκα με το μαχαίρι μου μπηγμένο στα πλευρά του μέχρι τη λαβή. Ένα μαχαίρι για το κρέας. Εκείνη έμεινε για λίγο με το στόμα ανοιχτό, και έπειτα το άρπαξε, τραβώντας το απότομα έξω. Και μετά τού το κάρφωσε στον λαιμό, στο στόμα, στα μάγουλα, παντού. Κι έπειτα κι άλλο. Όλο του το αίμα τη σκέπασε σαν κουβέρτα. Κόκκινο, εορταστικό.

Σώπασαν κι οι δύο, κι εκείνη με κοίταξε και κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι. Σ’ ευχαριστώ. Φύγε.

«Ναι», είπα. «Ναι».

 

* * *

Μέσα από το παράθυρο του ταξί, όλα εκείνα τα φωτάκια μοιάζουν με βροχή διαττόντων που μας ακολουθεί. Λατρεύω τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα στην πόλη.

 

 

(*) Η Κική Τσιλιγγερίδου είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Από τις Εκδόσεις Bell κυκλοφορεί η τριλογία της με ηρωίδα την αστυνόμο Στέλλα Άνταμς («Βυθισμένος ουρανός», «Πύρινη Κόλαση», «Κρύο δέρμα») και το ψυχολογικό θρίλερ «Η τελευταία θυσία».

Προηγούμενο άρθροΧρόνια πολλά και καλές αναγνώσεις
Επόμενο άρθροΑΦΙΕΡΩΜΑ 5 : Λύτρωση (διήγημα της Ροζίτας Σπινάσα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ