«Το τρίτο στεφάνι», Κ. Ταχτσής, Στ. Λιβαθινός: σαν φωτογραφίες που ζωντανεύουν (της Όλγας Σελλά)

0
195

της Όλγας Σελλά

Έχει γοητεύσει πολλές γενιές.  Έχει πάρει δεσπόζουσα θέση στο στερέωμα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Και συνεχίζει να εμπνέει «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή.  Και ραδιοφωνική παραγωγή έγινε, και τηλεοπτική σειρά  (το 1979 στο Τρίτο Πρόγραμμα, σε παραγωγή του Γιώργου Παυριανού με αφηγήτριες τη Ρένα Βλαχοπούλου και τη Σμάρω Στεφανίδου). Και τηλεοπτική σειρά έγινε (τη σεζόν 1995-96, σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη με τη Νένα Μεντή ως Νίνα και τη Λήδα Πρωτοψάλτη ως Εκάβη). Και τους ανθρώπους του θεάτρου γοητεύει πάντα αυτό το συναρπαστικό, πολυπρόσωπο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα. Το 2009 το σκηνοθέτησε ο Σταμάτης Φασουλής στο Εθνικό Θέατρο,  με τη Νένα Μεντή στο ρόλο της Εκάβης και τη Φιλαρέτη Κομνηνού ως Νίνα. Το 2016 το σκηνοθετεί για το ΚΘΒΕ ο Θανάσης Παπαγεωργίου, με την Ελισάβετ Κωνσταντινίδου στο ρόλο της Εκάβης. Το 2021, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης μας το παρουσίασε, με τη Μαρία Καβογιάννη στο ρόλο της Εκάβης και τη Μαρία Κίτσου ως Νίνα.

Φέτος το επέλεξε και το προτείνει  ο Στάθης Λιβαθινός με έμψυχο υλικό τη σταθερή ομάδα ηθοποιών με την οποία δουλεύει. Και πώς να αφηγηθείς το 2025 μια ιστορία που με αμεσότητα τέμνει τις πολιτικές, ταξικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαδρομές της Ελλάδας από τον Μεσοπόλεμο ως τη δεκαετία του ’50 και «μέσα από έναν κλαυσίγελο αφηγείται πράγματα σοβαρά ακόμα και τραγικά με όπλο το πανταχού παρόν χιούμορ»; Πώς να γίνει σύγχρονο θεατρικό αφήγημα, ένα κείμενο που με ευφυή και μεγαλειώδη τρόπο και με τον «συνεχή μονόλογο δύο γυναικών» αφηγείται μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα,  όπως την βίωσαν δύο πρόσωπα που –και λόγω φύλου- εκπροσωπούν τη ραχοκοκαλιά αυτής της διαδρομής; Δύο γυναίκες, που ακολούθησαν τις αλλαγές, τις ανατροπές και τις οικονομικές επιπτώσεις των ιστορικών γεγονότων, που ήταν κάποτε εύπορες και μετά ξενοδούλεψαν, που πάλεψαν, διεκδίκησαν, αδικήθηκαν, πόνεσαν, αγαπήθηκαν, αγάπησαν, προδόθηκαν, στήριξαν. Που υπέφεραν «χωρίς να χάνουν το θάρρος και την αξιοπρέπειά τους». Πώς να γίνει ορατό το καθρέφτισμα συμπεριφορών που διαρκούν ακόμα, πώς να αναδειχθούν «οι ρίζες της νεοελληνικής κακοδαιμονίας»  χωρίς η παράσταση να διολισθήσει στη γραφικότητα ή τον διδακτισμό;  Δύσκολο το στοίχημα.

Όμως: ο Στρατής Πασχάλης φρόντισε να διασκευάσει το μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή με καίριες παρεμβάσεις, με εύστοχες περικοπές και έξυπνες προσθήκες. Η Ελένη Μανωλοπούλου, που φρόντισε –όπως πάντα στις παραστάσεις του Στάθη Λιβαθινού- τη σκηνική όψη, έκανε το πιο μίνιμαλ και ταυτόχρονα το πιο εύγλωττο σκηνικό της, αξιοποιώντας όλους μα όλους τους χώρους του Θεάτρου Τέχνης της οδού Φρυνίχου. Γιατί ήταν τόσο απλή και τόσο πλήρης η ιδέα των τριών φωτιστικών και της καμπάνας που κρέμονταν από την οροφή της σκηνής στη Φρυνίχου, και περιέγραφε ανάγλυφα τις τάξεις, την ψυχοσύνθεση και το αποτύπωμα της  Ελλάδας. Σε συνδυασμό δε, με τους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου αυτή η λιτή σκηνική όψη ανέδειξε πόλεις, σταθμούς, λιμάνια, γειτονιές, οικογενειακές στιγμές, πικρές και χαρούμενες, χωρισμούς και συναντήσεις, πολέμους και προσφυγιά, έρωτες και προδοσίες –ό,τι υπάρχει στο μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή δηλαδή.

Και ο Στάθης Λιβαθινός το σκηνοθέτησε και με αποστασιοποίηση και με εγγύτητα. Άλλες συνέβαιναν στο φουαγιέ πίσω από τη σκηνή (οι πιο μακρινές, οι μνήμες), κι άλλες πάνω στη σκηνή. Με συμβολισμούς φυσικά, όπως εκείνη η σκάλα στο φουαγιέ της Φρυνίχου, την οποία ανέβαιναν όσοι αποχωρούσαν οριστικά –από την ιστορία και τη ζωή.  Και για να γίνει ακόμα πιο δυνατή η αίσθηση ότι παρακολουθούμε μια ιστορία στο θέατρο (για να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από τον ρεαλισμό δηλαδή), έδειξε ότι οι ιστορίες της Εκάβης και της Νίνας, του Αντώνη και του Γιάννη, της Ερασμίας και της Πολυξένης, του Δημητράκη και της Μαρίας είναι ιστορίες που παίζονται σε μια σκηνή, που έχει φώτα, μουσική και… κομπέρ. Και ήταν αυτή η προσθήκη από τις πιο ενδιαφέρουσες ιδέες της παράστασης, την οποία ενίσχυσαν δραστικά και οι στίχοι του Στρατή Πασχάλη στα τραγούδια (που ήταν και σύνδεσμοι των ιστορικών γεγονότων και περιόδων) και η ερμηνεία του Νίκου Καρδώνη ως κομπέρ.

Μέσα σ’ αυτές τις ιστορίες, στην ιστορία του Κώστα Ταχτσή που αφηγείται η παράσταση, περνούν όλοι οι ανθρωπότυποι που μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε σ’ αυτό τον τόπο, που εκφράζουν πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές αντιλήψεις, συμπεριφορές και στάσεις ζωής. Χαρακτήρες που μπορεί να θυμίζουν κάτι περασμένο, αλλά μπορεί να συνεχίζουν να υπάρχουν γύρω μας, φορώντας άλλα ρούχα, χρησιμοποιώντας άλλο λεξιλόγιο, έχοντας εντελώς διαφορετικά ενδιαφέροντα .

Το ένα κεντρικό πρόσωπο είναι η κυρά Εκάβη (Μαρία Σαββίδου). Γήινη, παρορμητική, υπερβολική σε όλα και στην αγάπη και στην απόρριψη, μαχήτρια πάντα, με εμμονές, αδυναμίες και εμπάθειες, αλλά και με μεγάλη καρδιά. Δίπλα της ο άντρας της, ο Γιάννης Λόγγος (Άρης Τρουπάκης), προσωποποίηση της πατριαρχίας, η Πολυξένη (Ερατώ Πίσση) η στωική μεγάλη κόρη, η Ελένη (Πολυξένη Παπακωνσταντίνου) η δεύτερη κόρη της Εκάβης, η ασυμβίβαστη, η συγκρουσιακή, που ποτέ δεν βρήκε αυτό που έψαχνε, ο Θόδωρος, ο μεγάλος γιος (Αντώνης Γιαννακός) εκείνος που σηκώνει τα βάρη της επιβίωσης, κι ο Δημήτρης, ο μικρός γιος (Στάθης Κόικας), που πάντα προκαλούσε, πάντα ξεπερνούσε τα όρια. Το δεύτερο κεντρικό πρόσωπο είναι η Νίνα (Βιργινία Ταμπαροπούλου), εκείνη που έχει τη νοημοσύνη (και τη συναισθηματική) να ακούσει, να αφουγκραστεί, να κατανοήσει, να αφηγηθεί. Δίπλα της είναι ο Αντώνης (Βασίλης Ανδρέου), το δεύτερο στεφάνι της. Υπήρχε η κόρη της η Μαρία από τον πρώτο της γάμο (Άννα Μάγκου) και η Ερασμία (Λίλλυ Μελεμέ), το πρόσωπο της μεμψιμοιρίας, της δεισιδαιμονίας, της θρησκοληψίας, του συντηρητισμού. Όλοι και όλες, αλλά και οι ηθοποιοί που είχαν μικρότερη παρουσία στη σκηνή (Γιώργος Δάμπασης, Βασίλης Ζαφειρόπουλος, Ανδρέας Λαμπρόπουλος, Πάρης Λεόντιος) ενσάρκωσαν με τον καλύτερο τρόπο τους ήρωες και τις ηρωίδες του μυθιστορήματος.

Κι αν όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος απεικονίζουν ρεαλιστικά τη εποχή, την τάξη και το χαρακτήρα τους, το μόνο πρόσωπο που διαφέρει είναι η Νίνα. Η Βιργινία Ταμπαροπούλου, που την υποδύεται, θυμίζει περισσότερο μια φιγούρα του 21ου αιώνα, που κάποιες φορές μπαίνει στη θέση της Νίνας, προσπαθεί να την κατανοήσει και μπαίνει για λίγο στη θέση της. Προφανώς δεν του ξέφυγε του Στάθη Λιβαθινού. Ήταν κι αυτή η (ενδιαφέρουσα) επιλογή ένας ακόμη τρόπος να «δούμε» την ιστορία  του Κώστα Ταχτσή από το σημείο που βρισκόμαστε, από το σήμερα. Αυτή η Νίνα ήταν μια σημερινή γυναίκα που ξεφύλλιζε ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες, και κάθε τόσο κάποιες ζωντάνευαν και μας μετέφεραν τη στιγμή τους. Έτσι νομίζω ότι προσέγγισε ο Στάθης Λιβαθινός το συναρπαστικό κείμενο ενός συγγραφέα που «έχοντας απορρίψει τους κανόνες ενός στυλίστα, δημιουργεί ένα καινοφανές ύφος που παραπέμπει σ’ αυτό που κάποτε αόριστα αποκαλούμε ρωμιοσύνη».  Σαν φωτογραφίες που για λίγο ζωντανεύουν. Και φέρνουν μαζί και μυρωδιές. Λιβάνι και θυμάρι, κυρίως. Και λίγη αστερόσκονη, τη μυρωδιά των ονείρων.

* Τα εντός εισαγωγικών αποσπάσματα είναι από το επίμετρο του Μένη Κουμανταρέα στην επανέκδοση του μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή το 2009 από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης» τότε (πλέον το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ψυχογιός»).

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Συγγραφέας: Κώστας Ταχτσής, Διασκευή Μυθιστορήματος: Στρατής Πασχάλης, Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός, Σκηνική Διασκευή και Δραματουργική, επεξεργασία: Στάθης Λιβαθινός με τη συμβολή των ηθοποιών της παράστασης, Στίχοι τραγουδιών: Στρατής Πασχάλης, Σκηνικά / Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου, Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου, Μουσική: Μιχάλης Κωτσόγιαννης, Βοηθός Σκηνοθέτη: Ηλέκτρα Μαγγίνα, Β’ Βοηθός Σκηνοθέτη: Χριστόφορος Αντωνιάδης, Βοηθός Σκηνογράφου / Ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη

 

Παίζουν: Βασίλης Ανδρέου, Αντώνης Γιαννακός, Γιώργος Δάμπασης, Βασίλης Ζαφειρόπουλος, Νίκος Καρδώνης, Στάθης Κόικας, Ανδρέας Λαμπρόπουλος, Πάρης Λεόντιος, Άννα Μάγκου, Λίλλυ Μελεμέ, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου, Ερατώ Πίσση, Μαρία Σαββίδου, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Άρης Τρουπάκης

Παραγωγή: Λυκόφως / Γιώργος Λυκιαρδόπουλος

Θέατρο Τέχνης οδού  Φρυνίχου

Ημέρες και ώρες παραστάσεων

Τετάρτη και Κυριακή στις 7μ.μ., Πέμπτη και Παρασκευή στις 8.30μ.μ., Σάββατο στις 5.30μ.μ. και στις 9μ.μ.

 

Προηγούμενο άρθροΓιουτζίν Ρόγκαν: «Από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γεννήθηκε η σύγχρονη Μέση Ανατολή» (συνέντευξη στον Σπύρο Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΆννα Ιωαννίδου: Έκθεση Βιβλίου στη Λεμεσό με εκπλήξεις (συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ