50 χρόνια Μεταπολίτευση μέσα από δώδεκα βιβλία κι ένα περιοδικό (του Σπύρου Κακουριώτη)

0
1243

 

 

του Σπύρου Κακουριώτη

 

Παρά τα αφιερώματα των εφημερίδων, η επέτειος των 50 χρόνων από τη μεταπολίτευση του Ιουλίου του ’74 φαίνεται να παραμένει στο ημίφως. Μολονότι αποτελεί τον γενέθλιο τόπο της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, το επίσημο κράτος δείχνει να θέλει να αγνοήσει την επέτειο, να την περιορίσει στην τετριμμένη δεξίωση στο προεδρικό μέγαρο. Πλάι στην επίσημη σιωπή, ο εκδοτικός κόσμος αποδείχτηκε ανέτοιμος να την υποδεχθεί. Μετρημένες στα δάχτυλα οι σχετικές εκδόσεις, μολονότι στον ακαδημαϊκό χώρο προγραμματίζονται αρκετά επιστημονικά συνέδρια, όπου νέοι ερευνητές θα παρουσιάσουν τα πορίσματα εργασιών ακόμη εν προόδω, ενώ και στον χώρο των παραστατικών τεχνών, η ιστορική περίοδος, με επίκεντρο το Πολυτεχνείο, αποτελεί έμπνευση για ενδιαφέρουσες επιτελέσεις που προσελκύουν το κοινό. Τα βιβλία που παρουσιάζονται στη συνέχεια επικεντρώνονται στη Μεταπολίτευση (και δύο από αυτά στην αμέσως προηγούμενη περίοδο, της δικτατορίας) όχι με διάθεση νοσταλγίας αλλά θέτοντας ερωτήματα σχετικά με τις κοινωνικοπολιτικές κ.ά. διεργασίες που την χαρακτηρίζουν, με βάση τις απαντήσεις στα οποία θα μπορέσουν να οδηγηθούν και σε μια συνεκτική περιοδολόγηση, δηλαδή στην απάντηση στο ερώτημα «πότε τελειώνει η Μεταπολίτευση;» Σε γενικές γραμμές, με βάση τις απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, μπορούμε να πούμε ότι οι περισσότερο συντηρητικοί αναλυτές (αλλ’ όχι μόνο αυτοί) θεωρούν πως η μεταπολίτευση, με την στενή έννοια της θεσμικής αλλαγής, ολοκληρώνεται με την υιοθέτηση του νέου Συντάγματος, το καλοκαίρι του 1975, αφήνοντας τις κοινωνικές κατακτήσεις της περιόδου εκτός του ερευνητικού τους πεδίου. Αντιθέτως, οι περισσότεροι προοδευτικοί μελετητές εξετάζουν το «κοινωνικό συμβόλαιο» που διαμορφώθηκε μετά το 1974, ερευνώντας ευρύτερες περιόδους και επιλέγοντας διαφορετικές χρονικές τομές που ορίζουν το «τέλος της Μεταπολίτευσης».

 

Αρχειοτάξιο, Από τη δικτατορία στη Μεταπολίτευση: Ιστορίες μιας μετάβασης, Θεμέλιο

Στην επέτειο των 50 χρόνων από τη Μεταπολίτευση είναι αφιερωμένο το 25ο τεύχος της ετήσιας περιοδικής έκδοσης των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, ενός οργανισμού που έχει αφιερώσει συστηματικά μεγάλο μέρος της ερευνητικής του δραστηριότητας στην περίοδο της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Τα κείμενα που συγκροτούν το αφιέρωμα εστιάζουν στην ιδιαίτερα πυκνή διετία 1973-1974, ξεκινώντας από την αντιστασιακή δράση που επιτάχυνε την απόπειρα της δικτατορίας για «πολιτικοποίηση» και, με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, οδήγησε στην πτώση της, για να ολοκληρωθεί με την πολιτική αλλαγή του Ιουλίου 1974 και τις πρώτες ελεύθερες εκλογές. Στο εισαγωγικό τους σημείωμα, ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης και η Κατερίνα Λαμπρινού αναφέρονται στα ιστοριογραφικά σχήματα που έχουν προταθεί κατά καιρούς για τη μελέτη της περιόδου, επισημαίνοντας ότι το ζήτημα της μετάβασης παραμένει ένα ανοιχτό ερευνητικό πεδίο. Στη συνέχεια, η Ελένη Κούκη πραγματεύεται την αμήχανη στάση της ελληνικής βιβλιογραφίας απέναντι στην πολιτειακή αλλαγή του 1973, στο άρθρο της με τίτλο «Ακόμη δεν ξέρω τι έκανες εκείνο το καλοκαίρι». Η Αλεξάνδρα Σφοίνη ανιχνεύει την ιστορική διάσταση του συνθήματος «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία», αναδεικνύοντας τη γενεαλογία του, από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι τη Λατινική Αμερική. Τα επόμενα δύο κείμενα εξετάζουν τη μνήμη των δύο σημαντικότερων αντιδικτατορικών εκδηλώσεων, του Πολυτεχνείου και του Κινήματος του Ναυτικού: ο Δημήτρις Γαρρής αναρωτιέται ρητορικά «Πότε δικαιώθηκε το Πολυτεχνείο;» και εξετάζει τις «Περιπέτειες της μνήμης της εξέγερσης κατά την πρώτη δεκαετία της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας (1974-1983)», επισημαίνοντας τη λειτουργία του ως πεδίου μάχης ανάμεσα στην ιστορία και τη μνήμη, ενώ ο Κωνσταντίνος Στράτος, μελετώντας τη «μνήμη του Κινήματος του Ναυτικού στη Μεταπολίτευση (1974-1975)», κάνει λόγο για «ένα εργαλείο πολιτικής συναίνεσης», εξετάζοντας τις διαδικασίες μέσω των οποίων οι πρωταγωνιστές του ανέδειξαν τη μνήμη του, με σαφείς πολιτικές στοχεύσεις. Περνώντας στους πρώτους κρίσιμους μήνες της Μεταπολίτευσης, ο Χρήστος Τριανταφύλλου εξετάζει τη συγκρότηση της νέας ηγετικής φυσιογνωμίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αυτής ενός χαρισματικού ηγέτη που κρατά τα ηνία της μετάβασης, όπως πραγματοποιείται μέσα από την ποπ κουλτούρα της εποχής («Διότι, είπα, ο Καραμανλής εξακολουθεί να είναι θρύλος»). Τέλος, ο Κωστής Κορνέτης και η Μάγδα Φυτιλή προσφέρουν μια συγκριτική ματιά, επιχειρώντας μια συστηματική ανασκόπηση της θεσμοθέτησης της μνήμης των δύο άλλων δικτατοριών του ευρωπαϊκού Νότου, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, διαδικασίες συνδεδεμένες με τις ερμηνείες για τη φύση της μετάβασης στις δύο χώρες.

 

Α. Συρίγος – Ευ. Χατζηβασιλείου, Μεταπολίτευση 1974-1975: 50 ερωτήματα και απαντήσεις, Πατάκης

Ακολουθώντας το δημοφιλές σχήμα των ερωταπαντήσεων που είχαν υιοθετήσει και σε προηγούμενο κοινό τους βιβλίο, οι δύο καθηγητές, Διεθνούς Δικαίου ο πρώτος, Σύγχρονης Ιστορίας ο δεύτερος, επιχειρούν να αποτυπώσουν, μέσα από μια ενιαία, ουσιαστικά, αφήγηση, τις βασικές θεματικές που αφορούν τη μετάβαση του 1974. Και αυτή η αφήγηση αφορά την stricto sensu μεταπολίτευση, την περίοδο, δηλαδή, της πολιτικής μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, η οποία τελειώνει με την υιοθέτηση του νέου Συντάγματος, αλλά και την ολοκλήρωση της δίκης των πρωταιτίων της δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1975. Για τους δύο συγγραφείς, η ιστορία την οποία θέλουν να αφηγηθούν είναι αποκλειστικά και μόνο πολιτική· η διεθνής θέση της χώρας και οι πολεμικές περιπέτειές της στην Κύπρο, η ανάταξη και η λειτουργία των θεσμών, η μεταβατική δικαιοσύνη: αυτά είναι τα πεδία στα οποία εκτυλίσσεται, κατά τους δύο συγγραφείς, η μεταπολίτευση. Είναι αυτονόητο πως, ορίζοντάς την με τον τρόπο αυτό, ο πρωταγωνιστής της δεν μπορεί να είναι παρά μόνο ένας: ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο περίγυρος των στενών συνεργατών του. Η ανθρωποθάλασσα που πλημμύριζε τους δρόμους το καλοκαίρι του ’74 –αλλά και πολλούς μήνες αργότερα– υποβαθμίζεται έτσι σε απλούς χειροκροτητές ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε διαπραγματευτικό επιχείρημα για τον ηγέτη – τον Καραμανλή που κάποια στιγμή απείλησε τους στρατιωτικούς συνομιλητές του ότι θα καλέσει τον λαό να κατέβει στον δρόμο. Η επισήμανση του ρόλου της μαζικής κινητοποίησης πλατιών κοινωνικών στρωμάτων δεν αποτελεί κάποια «αριστερή εμμονή». Αντιθέτως, ακόμη και αν παραμείνει κανείς αποκλειστικά στο πεδίο της πολιτικής ιστορίας, μάλλον εθελοτυφλεί αν δεν αντιλαμβάνεται ότι η κοινωνική πίεση για περισσότερη δημοκρατία συνέβαλε στον διαρκή, ιδιαίτερα στα πρώτα αυτά χρόνια, εκδημοκρατισμό της πολιτικής, αλλά και της κοινωνικής ζωής στη χώρα. Οι δύο συγγραφείς, στον πρόλογό τους, θέτουν ως στόχο να προσφέρουν στον αναγνώστη «μια αυστηρά επιστημονική εικόνα των γεγονότων και των ερμηνειών», χωρίς, μάλιστα, να επιτρέψουν σε συναισθήματα «να υπαγορεύσουν το επιστημονικό μας συμπέρασμα». Διαβάζοντας κανείς φράσεις όπως «ευτυχώς, για εμάς και τα παιδιά μας, ο Καραμανλής και οι συνεργάτες του έκαναν την ευρωπαϊκή επιλογή», ακόμη και αν συμμερίζεται αυτόν τον αναστεναγμό ανακούφισης, δεν μπορεί παρά αναρωτιέται αν συνάδουν με τις προλογικές παραδοχές των συγγραφέων.

 

Αντώνης Κλάψης, 1974: Μεταπολίτευση, Μεταίχμιο

Χαρακτηριστική της περιορισμένης και περιοριστικής περιοδολόγησης της Μεταπολίτευσης και η ανά χείρας πραγμάτευση, του επίκουρου καθηγητή Διπλωματίας και Διεθνούς Οργάνωσης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Ο συγγραφέας επιλέγει να εξετάσει την περίοδο που εκκινεί με το πραξικόπημα Ιωαννίδη, τον Νοέμβριο του 1973, και ολοκληρώνεται με την ψήφιση του νέου Συντάγματος, το καλοκαίρι του 1975 – επιλογή η οποία, εν μέρει, επιβάλλεται και από το γεγονός ότι το βιβλίο εντάσσεται στην εκδοτική σειρά «Χρονιές που σημάδεψαν τη νεοελληνική ιστορία». Η αφήγηση κατανέμεται σε δύο μέρη, με τους τίτλους «Η δικτατορία καταρρέει» και « Η δημοκρατία αποκαθίσταται», αντίστοιχα, επιλογή η οποία αναδεικνύει την τομή που υπήρξε η Μεταπολίτευση, απαλείφει όμως οποιοδήποτε στοιχείο συνέχειας –και τέτοια υπήρξαν, τουλάχιστον μέχρι το 1981– ανάμεσα στις δύο περιόδους. Επιπλέον, ιδιαίτερο βάρος δίνεται, αν και όχι αποκλειστικά, στις εξελίξεις στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα κατά το πρώτο εξάμηνο του 1974, καθώς ο συγγραφέας θεωρεί ότι η πτώση του καθεστώτος Ιωαννίδη οφείλεται, σχεδόν αποκλειστικά, στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και στη συνακόλουθη ήττα του ελληνικού στρατού στην Κύπρο, υποβαθμίζοντας τόσο τις εσωτερικές αντιφάσεις του καθεστώτος όσο και τις ρωγμές που του είχε δημιουργήσει η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Σε αυτό το μέρος, τέλος, αναπτύσσεται λεπτομερώς η γέννηση της ελληνοτουρκικής διαμάχης στο Αιγαίο, καθώς εξετάζεται τόσο η διαμόρφωση της ατζέντας των τουρκικών διεκδικήσεων όσο και οι λανθασμένοι χειρισμοί του δικτατορικού καθεστώτος απέναντί τους. Λιγότερο εστιασμένο στις διπλωματικές πτυχές, το δεύτερο μέρος εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στις πολιτικές εξελίξεις: τη συγκρότηση της «κυβέρνησης εθνικής ενότητας», τα πρώτα μέτρα εκδημοκρατισμού, όπως η απόλυση των πολιτικών κρατουμένων ή η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, τη διεξαγωγή των πρώτων βουλευτικών εκλογών και του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό και, τέλος, την ψήφιση του νέου Συντάγματος. Οι κοινωνικοί αγώνες, εργατικοί πρώτα απ’ όλα, απουσιάζουν από την αφήγηση· αυτός μάλλον είναι και ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας αδυνατεί να κατανοήσει πώς μια περίοδος μεταβατική (όπως εξ ορισμού είναι κάθε «μεταπολίτευση») μπορεί να διεκδικεί μια τόσο μεγάλη διάρκεια – γιατί αρνείται να την εννοήσει ως τη μορφή του κοινωνικού συμβολαίου μετά το 1974…

 

Διονύσης Ελευθεράτος, Μεταπολίτευση: Ένα βολικό «τέρας», Τόπος

Ένα βολικό «τέρας»: έτσι χαρακτηρίζει τη Μεταπολίτευση στο πρόσφατο βιβλίο του ο δημοσιογράφος Διονύσης Ελευθεράτος. Ποιο όμως είναι το στοιχείο που μετατρέπει τη Μεταπολίτευση σε «τέρας» και, κυρίως, βολικό για ποιους; Την απάντηση θα τη βρούμε σε μια αποστροφή του νυν προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Τασούλα, ο οποίος, σχολιάζοντας τη νεανική εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, από τη θέση του υφυπουργού Άμυνας, αιτιάτο το «τερατώδες καταπίστευμα της Μεταπολίτευσης». Ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός, λοιπόν, αντιμετωπίζεται από τις δυνάμεις της συντήρησης σαν ένα βολικό σκιάχτρο, με στόχο την πειθάρχηση των φοβισμένων μεσοστρωμάτων… Αυτός ο ριζοσπαστισμός αποτελεί και τον πρωταγωνιστή του βιβλίου – και μάλιστα σε μια εποχή που δεν λειτουργούσε ως φόβητρο αλλά μάλλον ως παράγοντας έλξης και συσπείρωσης των τότε «μικρομεσαίων». Προικισμένη με τη ματιά του ρεπόρτερ, αλλά και το υποδόριο χιούμορ που τη διαπερνά, η αφήγηση του Ελευθεράτου απλώνεται σε τρία, χονδρικά, εκτενή πεδία: τη θεσμική αλλαγή και τη διεύρυνση των ελευθεριών, τις λαϊκές κινητοποιήσεις και το εργατικό κίνημα και, τέλος, τον πολύπλευρο χώρο του πολιτισμού, από το πολιτικό τραγούδι μέχρι τον αθλητισμό. Πιο συγκεκριμένα, η εξιστόρηση κατανέμεται σε πέντε μέρη. Το πρώτο ασχολείται με την αποχουντοποίηση σε διάφορους τομείς (στο στρατό, στην παιδεία, στα συνδικάτα κ.α.), ενώ το δεύτερο αναφέρεται σε πτυχές των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων των πρώτων ετών της Μεταπολίτευσης, από την επιβίωση της ακροδεξιάς και τη θεωρία του Αβέρωφ περί «αριστεροχουντισμού», μέχρι τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις και τη «σοσιαλμανία» (την κρατικοποίηση του Ομίλου Ανδρεάδη), αλλά και τις κατασταλτικές και λογοκριτικές πρακτικές της κυβέρνησης της Ν.Δ. Στο τρίτο μέρος, ο συγγραφέας παρακολουθεί την πορεία του ημερήσιου τύπου, την επίδραση της μεταπολιτευτικής ατμόσφαιρας στον χώρο του αθλητισμού, αλλά και τη δύσκολη σχέση της ροκ μουσικής με τις αριστερές οργανώσεις νεολαίας της εποχής. Συνεχίζοντας την περιδιάβαση στο πεδίο του πολιτισμού, το τέταρτο μέρος είναι αφιερωμένο στον κινηματογράφο, εξετάζοντας την προσέλευση του κοινού στις αίθουσες, το είδος των ταινιών που πριμοδοτούσε η εποχή, πώς οι ταινίες προσαρμόζονταν στις απαιτήσεις της κ.λπ. Τέλος, στο πέμπτο μέρος ο συγγραφέας επιστρέφει στον χώρο της οικονομίας και της εργασίας, εξετάζοντας τα παραγωγικά δεδομένα και τις κυβερνητικές επιλογές σε μεγάλο εύρος, θέλοντας να αναμετρηθεί με τις κατηγορίες περί «τερατώδους καταπιστεύματος» που ευδοκίμησαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, όπως ότι ήμασταν πιο απαιτητικοί απ’ όσο επέτρεπε η παραγωγικότητά μας ή ότι ο συνδικαλισμός έφερε την αποβιομηχάνιση κ.τ.ό.

 

Βασίλης Λιόσης, Μισός αιώνας από τη Μεταπολίτευση, ΚΨΜ

Τις εξελίξεις, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές, κατά την πεντηκονταετία που διέρρευσε, εξετάζει στη μελέτη του ο συγγραφέας, ο οποίος προέρχεται από τον χώρο των θετικών επιστημών (είναι μαθηματικός). Χωρίς να ταυτίζει το σύνολο του διαστήματος αυτού με τη Μεταπολίτευση, αφού συζητήσει τις ποικίλες προτάσεις περιοδολόγησης οι οποίες έχουν κατατεθεί κατά καιρούς, καθώς και τα κριτήρια με τα οποία προτείνονται, επιλέγει να χαρακτηρίσει ως καθαυτό Μεταπολίτευση την περίοδο 1974-1985, η οποία χαρακτηρίζεται από την περιορισμένη εφαρμογή του κεϋνσιανού παραδείγματος, την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τη διαμόρφωση ενός δικομματικού συστήματος και, τέλος, την ένταση των εργατικών και λαϊκών αγώνων. Η δεκαετής αυτή περίοδος χωρίζεται σε δύο διακριτές υποπεριόδους, που ταυτίζονται με τη διακυβέρνηση από την Ν.Δ. και από το ΠΑΣΟΚ. Η περίοδος μετά τη Μεταπολίτευση, την έναρξη της οποίας τοποθετεί στα 1985 και την υιοθέτηση του σταθεροποιητικού προγράμματος Σημίτη, χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή επικράτηση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στην οικονομία και την κοινωνία, με επακόλουθα τη σταδιακή συντηρητικοποίηση και την υποχώρηση των λαϊκών κινητοποιήσεων – θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι εδώ παραλείπεται ένας κρίσιμος παράγοντας: η ανάδυση της παγκοσμιοποίησης, η οποία οδήγησε σε αδιέξοδο την κεϋνσιανή πολιτική της περιόδου 1981-85 και με την οποία θα έχουν να αναμετρηθούν οι κυβερνήσεις μετά το 1985. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι αυτή η «μετά τη Μεταπολίτευση περίοδος» εκτείνεται μέχρι τις μέρες μας, με εσωτερικές τομές το 2010, το 2015 και το 2019, οι οποίες ορίζουν ανάλογες υποπεριόδους. Σε ό,τι αφορά την καθαυτό Μεταπολίτευση, εξετάζονται η οικονομία και η ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, οι θεσμικές αλλαγές και ο εκδημοκρατισμός, η εξωτερική πολιτική, οι εκλογές και τα κόμματα, το εργατικό, το φοιτητικό και το νεολαιίστικο κίνημα, ενώ μελετώντας τη δεύτερη υποπερίοδο (1981-85) εξετάζει λεπτομερώς το ΠΑΣΟΚ, την πολιτική του, τη γραφειοκρατικοποίηση του κόμματος και την εμφάνιση του «φαινομένου Αυριανή», τις σχέσεις του με τα άλλα κόμματα κ.λπ. Αφού εξετάσει με ανάλογο τρόπο τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις της μετά τη Μεταπολίτευση περιόδου, ο συγγραφέας αφιερώνει το ακροτελεύτιο κεφάλαιο της μελέτης του στις μακροχρόνιες τάσεις και τις ανατροπές της περιόδου, εξετάζοντας μακροσκοπικά τις οικονομικές, εκλογικές, ιδεολογικοπολιτικές τάσεις και το εργατικό κίνημα, με τη βοήθεια πινάκων, γραφημάτων, χρονοσειρών κ.λπ., ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο που χρησιμοποιείται εκτενώς σε όλο το βιβλίο.

 

Πέτρος Ιωαννίδης – Ηλίας Τσαουσάκης (επιμ.), Μισός αιώνας εκλογές, Πόλις

Δημοκρατικές εκλογές, κοινοβουλευτισμός και οριστική επίλυση του πολιτειακού αποτελούν τα διαρκέστερα χαρακτηριστικά της Μεταπολίτευσης, τα οποία, εν μέρει, ορίζουν και την ίδια την ιστορική περίοδο, αποτελώντας τις σημαντικότερες τομές της. Εύλογα, λοιπόν, οι δύο πολιτικοί επιστήμονες και αναλυτές, με την επιστημονική καθοδήγηση του αείμνηστου Ηλία Νικολακόπουλου, ενός ανθρώπου που ταυτίστηκε όσο κανένας άλλος με τις μεταπολιτευτικές εκλογές, είχαν την ιδέα για τη δημιουργία μιας σειράς podcast, αφιερωμένων στις εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, από το 1974 μέχρι και το 2023. Από αυτές τις αφηγήσεις, στις οποίες συμμετείχαν οι γνωστότεροι σήμερα πολιτικοί επιστήμονες, αναλυτές και εκλογολόγοι, προέκυψε ο ανά χείρας τόμος, μέσα από τα κείμενα του οποίου ιχνηλατείται η πολιτική διαδρομή της πεντηκονταετίας, αναλύεται η κατάσταση που επικρατούσε στην πολιτική σκηνή και στα κόμματα, αναδεικνύονται οι ιδιαιτερότητες κάθε εκλογικής μάχης, σκιαγραφείται η εκλογική γεωγραφία και συμπεριφορά. Μολονότι οι δύο επιμελητές έχουν να διαχειριστούν ένα υλικό με ξεκάθαρες τομές, δεν αποφεύγουν –και ορθώς– το ζήτημα της περιοδολόγησης, θεωρώντας ότι η πεντηκονταετία κατανέμεται σε τέσσερις περιόδους, με την πρώτη, που ολοκληρώνεται το 1989, να χαρακτηρίζεται από την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, τη συγκρότηση του κοινωνικού κράτους και τη μείωση των ανισοτήτων. Η δεύτερη, που εκτείνεται μέχρι το 2009, χαρακτηρίζεται από τη διαχείριση της μετάβασης της χώρας σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, που απαιτεί την ανάληψη πρωτοβουλιών εκσυγχρονιστικού χαρακτήρα. Η τρίτη ταυτίζεται με την περίοδο της πτώχευσης και της οικονομικής κρίσης, που συμβολικά και ουσιαστικά ορίζεται από τα μνημόνια, περίοδος η οποία ολοκληρώνεται το 2019, με την άνοδο της Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, με την οποία ανοίγει ένας νέος, μεταβατικός, πολιτικός κύκλος, που το 2023 θα διαμορφώσει έναν νέο, πρωτοφανή πολιτικό χάρτη. Οι είκοσι εκλογικές αναμετρήσεις της πεντηκονταετίας αναλύονται, υπό μορφή συνέντευξης, από ισάριθμους πολιτικούς αναλυτές, με πρώτη τη συζήτηση του Ηλία Νικολακόπουλου με τους δύο επιμελητές για τις εκλογές που εγκαθίδρυσαν την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, εκείνες της 17ης Νοεμβρίου 1974.

 

Antifa Negative, Μεταπολίτευση: Το ελληνικό κράτος, η αριστερά κι εμείς

Η συγκρότηση του αναρχικού και αυτόνομου χώρου υπήρξε ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιόδου της Μεταπολίτευσης, ενώ η συμμετοχή του στα ριζοσπαστικά νεολαιΐστικα κινήματα, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1980, υπήρξε καθοριστική. Η ενασχόληση μιας αυτόνομης συλλογικότητας με τη Μεταπολίτευση, μέσα από μια σειρά κειμένων που αποτελούν προϊόν συλλογικής εργασίας (αφού, όπως διαβεβαιώνουν προλογικά, «ούτε ένας, ούτε μία δεν τη γλύτωσε χωρίς να γράψει»), δεν γίνεται από τη σκοπιά της καταγραφής μιας ιστορίας του αυτόνομου κινήματος αλλά, περισσότερο, από εκείνη της παρέμβασης σε έναν «τόπο συγκρότησης» για την αριστερά, η οποία αποτελεί, όπως φανερώνει και ο τίτλος του τόμου αυτού, προνομιακό στόχο και συνομιλητή. Όπως σημειώνουν εισαγωγικά, η Μεταπολίτευση, που για την αριστερά αποτελεί έναν τόπο «ταυτόσημο με τη δημοκρατία, τα κινήματα, τα δικαιώματα, εντέλει την εθνική συνείδηση και το λαό» μεταβλήθηκε σε έναν δεύτερο σημαντικό τόπο μάχης ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά, μετά τη δεκαετία του ’40. Για τους δημιουργούς του κειμένου, η Μεταπολίτευση και η «εθνική συμφιλίωση» που απέρρεε από αυτήν «σήμαινε στην πράξη την είσοδο της αριστεράς στο κράτος»· ίσως γι’ αυτό τα κείμενα που δημοσιεύονται αφορούν, κατά κύριο λόγο, τη δεκαετία του 1980, αδιαφορώντας, αν και με κάποιες εξαιρέσεις, για την περίοδο 1974-1981. Έτσι, στις σελίδες του αναλύονται οι υλικές διαστάσεις της εθνικής συμφιλίωσης μέσα από τους νόμους για τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων («“Το ίδιο καρβέλι με τη γενιά του ΕΔΕΣ”. Υλικές και συμβολικές διαστάσεις της μεταπολίτευσης»)· οι «άγριες απεργίες» της περιόδου 1974-1979 ως σύντομο διάλειμμα στην ιστορία του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού («Νάσιοναλ Καν, η πρώτη “άγρια απεργία”. Μετανάστες εργάτες κι ο συνδικαλισμός ως κρατικός έλεγχος της εργασίας»), ενώ στη συνέχεια εξετάζεται η αντίδραση δεξιών και αριστερών κυβερνήσεων απέναντι στην «εθνική ματαίωση» που υπήρξε η ήττα στην Κύπρο («Η “πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική” του ελληνικού κράτους στη μεταπολίτευση»). Εστιάζοντας περισσότερο στα κινήματα, στις επόμενες σελίδες εξετάζονται το φεμινιστικό κίνημα και οι αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο, οι οποίες, για τους/τις συγγραφείς αποτέλεσαν «αλλαγή μοντέλου εργασιακής πειθάρχησης των γυναικών» («Η μεταπολίτευση και οι Άλλες»), οι τακτικές πειθάρχησης των «απείθαρχων νέων» από τις κομματικές νεολαίες («Το “πρόβλημα νεολαία” μέσα κι έξω από την ΚΝΕ»), αλλά και πώς μια κομματική νεολαία μπορεί να είναι μέρος του πλούσιου ελληνικού παρακράτους («Η χρησιμότητα της ακροδεξιάς. Κένταυροι και Rangers απ’ τα χρόνια του Αβέρωφ στην εθνική συμφιλίωση»). Στο «ατύχημα» του Τσέρνομπιλ το 1986 και τις οικονομικές και ιδεολογικές όψεις του αναφέρεται το επόμενο κείμενο («Στάρι με μπεκερέλ»), ενώ ο τόμος ολοκληρώνεται με μια αναφορά στα αρχικά στάδια της μεγάλης αλβανικής μετανάστευσης («Από τα πιστοποιητικά φρονημάτων στην άδεια παραμονής. Η παρανομοποίηση των μεταναστών εργατών στην υπηρεσία της εθνικής συμφιλίωσης»).

 

Άννα Καρακατσούλη, «Το ξίφος του πνεύματος», Gutenberg

Μια παραγνωρισμένη πολιτική και πολιτισμική πτυχή της Μεταπολίτευσης, αυτή της παρουσίας της άκρας δεξιάς, ειδικότερα στον χώρο των ιδεών και του βιβλίου, εξετάζει και τεκμηριώνει η συγγραφέας, καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Ιστορίας και Ιστορίας του Βιβλίου, στον ανά χείρας εντυπωσιακό τόμο. Ο χώρος της άκρας δεξιάς στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, μετά το 1977 και την ενσωμάτωσή του, μέσω της «αμφίπλευρης διεύρυνσης», στη Ν.Δ. κατάφερε να περνά «κάτω από τα ραντάρ» μέχρι, τουλάχιστον, τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό – για να μην πούμε μέχρι το 2012 και την εκτίναξη της Χρυσής Αυγής. Η ιστορικός, παρατηρώντας εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις του χώρου, από την προνομιακή οπτική γωνία της εκδοτικής παραγωγής, φιλοτεχνεί μια εντελώς διαφορετική εικόνα, ενός χώρου πλούσιου σε αντιπαραθέσεις αλλά, ταυτόχρονα εξαιρετικά παραγωγικού εκδοτικά, που παλεύει ενσυνείδητα για την πολιτισμική ηγεμονία.  Χρησιμοποιώντας την κοινωνιολογική αναλυτική κατηγορία της «υποκουλτούρας», εξετάζει τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του ακροδεξιού χώρου και τις επιρροές που τον διαμορφώνουν, εστιάζοντας στον ρόλο των εκδοτικών μηχανισμών και του τοπίου που φιλοτεχνούν για τη διαμόρφωση μιας συνεκτικής πολιτισμικής ταυτότητας. Έτσι, στη μελέτη της η Άννα Καρακατσούλη εξετάζει τη δομή, τη λειτουργία και την παραγωγή των ακροδεξιών εκδοτικών οίκων, χρησιμοποιώντας προφορικές μαρτυρίες αλλά και συγκροτώντας μια εξαιρετικά αντιπροσωπευτική βάση δεδομένων, που περιλαμβάνει περί τους 4.000 τίτλους μέσα στα τελευταία 50 χρόνια. Η ακροδεξιά και εθνικιστική εκδοτική παραγωγή κατανέμεται σε δύο  διακριτά υποσύνολα: εκείνους που εστιάζουν στον ελληνικό εθνικισμό, εκδίδοντας κατά προτεραιότητα τους ιδεολογικούς του πατέρες (Ιωάννη Μεταξά, απριλιανούς κ.ά.) και στους εξτρεμιστές, που εμπνέονται από ναζιστικές και ρατσιστικές ιδέες, ενώ στην περιφέρεια αυτών των δύο υποσυνόλων κατατάσσονται οι πολυάριθμες αρχαιολατρικές, δωδεκαθεϊστικές, παραφυσικές κ.λπ. εκδόσεις. Η ιστορικός διαπιστώνει τη διαφοροποίηση των ελληνικών ακροδεξιών εκδοτικών προγραμμάτων από εκείνα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς και της αμερικανικής Alt-Right, καθώς διατηρούν έναν περισσότερο παραδοσιοκεντρικό και ελληνοκεντρικό χαρακτήρα, μολονότι, όπως υπογραμμίζει, διαφαίνεται πλέον μια σύγκλιση και μια τάση ριζοσπαστικοποίησης που είναι άδηλο το πώς θα εξελιχθεί. Ένα είναι βέβαιο, το δίχως άλλο: πως μελέτες αναφοράς όπως η παρούσα θα αποδειχθούν αναντικατάστατο εργαλείο για τη μελέτη των σκοτεινών εξελίξεων που προδιέγραψαν ξεκάθαρα, και για την Ελλάδα, οι πρόσφατες ευρωεκλογές…

 

Δημήτρης Τζιόβας, Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση, Gutenberg

Αν και ο υπότιτλος που επελέγη για την ελληνική έκδοση, Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, κινδυνεύει να δημιουργήσει σύγχυση με τις χρήσεις του ίδιου όρου από την τρέχουσα νεοφιλελεύθερη αργκό, στόχος της παρούσας μελέτης είναι να αποτελέσει μια συνολική εξέταση της πολιτισμικής ιστορίας της Μεταπολίτευσης. Το χρονικό άνυσμα που επιλέγει να μελετήσει ο Δημήτρης Τζιόβας καλύπτει μια ολόκληρη τεσσαρακονταετία, με ασφαλές σημείο εκκίνησης το καλοκαίρι του 1974 και τερματισμό το απώτατο άκρο που θα μπορούσε να φθάσει η περίοδος της Μεταπολίτευσης, την κρίση του 2010. Τα χρονικά πλαίσια επιλέγονται πάντα σε συνάρτηση με αυτό που επιδιώκει κανείς να μελετήσει. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του συγγραφέα βρίσκεται μια μεγάλη μετατόπιση, από την πολιτική στην κουλτούρα, από τις ανησυχίες για τον εκδημοκρατισμό της πολιτείας στους προβληματισμούς για την ταυτότητα, εθνική ή συλλογική, από την πολιτισμική ομοιογένεια στην πολυπολιτισμική κοινωνία. Πρόκειται για τη μελέτη του πολιτισμικού αποτυπώματος μιας μεγάλης μετάβασης: από τον «ελεύθερο κόσμο» στην Ευρώπη και από το έθνος-κράτος στην παγκοσμιοποίηση. Προφανώς, μέσα σε αυτό το μεγάλο χρονικό άνυσμα υπάρχουν εσωτερικές τομές, που αντιστοιχούν, χονδρικά, στο κάθε φορά «τέλος της Μεταπολίτευσης» που έχουν προτείνει κατά καιρούς, επιχειρηματολογώντας βάσιμα, διάφοροι μελετητές. Αφού εξετάσει τα θεωρητικά εργαλεία που έχουν προταθεί για τη μελέτη της μεταπολεμικής Ελλάδας, όπως οι θεωρίες της εξάρτησης και η θεωρία του εκσυγχρονισμού, μαζί με τη συναφή αντίληψη περί πολιτισμικού δυϊσμού, στη συνέχεια συζητά μια σειρά κομβικά διλήμματα που ανεφύησαν κατά το τελευταίο τέταρτο του ελληνικού 20ού αιώνα: από τις πολιτισμικές διαστάσεις του εξευρωπαϊσμού μέχρι το βάρος της αρχαιότητας στο εθνικό παρελθόν και από τη σχέση ταυτότητας και θρησκείας έως την αποδοχή της ετερότητας που «επιβάλλει» η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Η λογοτεχνία και το πέρασμα από την ποίηση στο μυθιστόρημα, η μετακίνηση από την τυποποίηση στη γλωσσική ποικιλότητα, τα ΜΜΕ και η μετάβαση από τη μονοφωνία στην πολυφωνία της απορρύθμισης, ο κινηματογράφος και η εστίαση από την ιστορία στην οικογένεια, η νεολαία, το φύλο και η σεξουαλικότητα, αλλά και η εικόνα που διαμορφώνεται για την Ελλάδα στο εξωτερικό, από μια χώρα αρχαίων ερειπίων σε μια χώρα ερείπιο της κρίσης, αποτελούν τα κεντρικά ζητήματα τα οποία εξετάζονται στις σελίδες της μελέτης, που αποτελεί μια σημαντική συμβολή στη συζήτηση για τη Μεταπολίτευση, αλλά και στην ελληνική πολιτισμική και διανοητική ιστοριογραφία.

 

 

Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), Πού πηγαίνει η Μεταπολίτευση, Πόλις

Τους συγγραφείς του μικρού αυτού συλλογικού τόμου δεν απασχολούν προβλήματα περιοδολόγησης. Η Μεταπολίτευση, για το μέλλον της οποίας καταθέτουν τις ανησυχίες τους, ο καθένας και η καθεμιά από τη δική του/της ιδιαίτερη σκοπιά, είναι ταυτόσημη με την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία η οποία, σύμφωνα με όλες τις συνεισφορές που κατατίθενται εδώ, βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή ή, όπως σημειώνει στην εισαγωγή του ο καθηγητής Δημήτρης Χριστόπουλος, «ασθμαίνει», υπό το βάρος «των ματαιώσεων στο κοινωνικό και κλιματικό πεδίο». Άλλωστε, και οι εννέα εισηγήσεις, που παρουσιάστηκαν σε εκδήλωση της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου τον Νοέμβριο του 2023, επιχείρησαν να ανιχνεύσουν τη σχέση κοινωνικής και κλιματικής δικαιοσύνης και δημοκρατίας στην εποχή των κρίσεων, δηλαδή σήμερα και στο εγγύς μέλλον. Η «διάσωση» της Μεταπολίτευσης δεν αποτελεί για τους και τις συγγραφείς μια διαμάχη για το παρελθόν, αλλά μια απαίτηση για το παρόν και το μέλλον, που συνταυτίζεται με τη διάσωση της δημοκρατικής λειτουργίας της πολιτείας μας. Από την υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστημίου, όπως υπενθυμίζει στην προσφώνησή της η τότε και νυν πρύτανις του Παντείου Χριστίνα Κουλούρη, μέχρι την προστασία της κοινωνίας από την κλιματική αλλαγή, για την οποία γράφει η Θεοδότα Νάντσου («Δημοκρατία σε καυτό κλίμα: η κλιματική αλλαγή και το αίτημα για ισχυρή δημοκρατία»), τη διαφύλαξη των δημοκρατικών δικαιωμάτων από το πανοπτικόν (παρα)κράτος, όπως την πραγματεύεται η Κατερίνα Παπανικολάου («Από τον μεταπολιτευτικό συνταγματισμό των δικαιωμάτων, στην “κοινωνία της ασφάλειας” του 21ου αιώνα»), τη λειτουργία, σε αυτή την κατεύθυνση, της δικαιοσύνης, την οποία η Κλειώ Παπαπαντολέων χαρακτηρίζει ως «πρόβλημα των προβλημάτων της δημοκρατίας μας». Στα κοινωνικά δικαιώματα  σήμερα αναφέρεται ο Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος («Το Κοινωνικό Συμβόλαιο της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας: τι έχει απομείνει έπειτα από μισό αιώνα;»), ενώ ο Δημήτρης Σιδέρης εξετάζει τις «Προκλήσεις για την ελληνική οικονομία». Από τη μεριά της, η Έλενα-Όλγα Χρηστίδη, αναφερόμενη στη «μεταπολιτική» με αφορμή το «σύμπτωμα Μπέος», προτάσσει «μια δημοκρατική, φεμινιστική επανεκκίνηση», εστιάζοντας στα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, ενώ ο Κωστής Παπαϊωάννου αναρωτιέται «πώς κάνουμε restart;» σε μια «κουρασμένη Ελληνική Δημοκρατία απέναντι σε κλιματικές και πολιτειακές απειλές». Καταλήγοντας, ο Δημήτρης Χριστόπουλος αναρωτιέται: «Μπορεί να αλλάξει η εικόνα; Πώς γίνεται;» και προτείνει την επανοικειοποίηση της έννοιας της ασφάλειας από τις προοδευτικές και αριστερές δυνάμεις, μια έννοια περιεκτική, κοινωνική, κλιματική και θεσμική ταυτόχρονα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι μεταμνημονιακές προκλήσεις μπροστά στις οποίες βρίσκεται η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία.

Γιάννης Πριόβολος, Εύελπις σε παράξενα χρόνια, 1971-1975, Πατάκης

Σε μια κρίσιμη πτυχή της μετάβασης, τη στάση του στρατιωτικού προσωπικού απέναντι στην κατάρρευση της δικτατορίας και την επαναφορά του κοινοβουλευτικού καθεστώτος, όπως εκφράστηκε στον ιδιαίτερα ευαίσθητο χώρο της Σχολής Ευελπίδων, αναφέρεται ο συγγραφέας, υποστράτηγος ε.α. και απόφοιτος της ίδιας Σχολής, στο βιωματικό – ιστορικό αυτό αφήγημά του. Η αφήγηση αφορά, κατά βάση, τα χρόνια 1971-1975, περίοδο κατά την οποία ο ίδιος βρέθηκε στη ΣΣΕ, αλλά απλώνεται και στα χρόνια έως το 1978, χάρη στις αφηγήσεις νεότερων συναδέλφων του, που συγκροτούν ένα ξεχωριστό μέρος για τη «Μεταπολίτευση στη Σχολή Ευελπίδων». Σε αυτό αποτυπώνονται με ενάργεια –και την παράθεση τεκμηρίων, όπως εκθέσεις εσωτερικών ερευνών κ.λπ.– οι αντιπαραθέσεις και οι έριδες που χαρακτήριζαν τις σχέσεις ανάμεσα στους μελλοντικούς αξιωματικούς, κατά την πρώτη τετραετία μετά τη μεταπολίτευση, χωρίζοντάς τους σε «μιάσματα» και «σταγονίδια». Το δημοκρατικό φρόνημα των πρώτων θα αποτελέσει αιτία για την απομόνωσή τους εντός της Σχολής· η δυσμένεια στην οποία θα περιπέσουν θα τους ακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής τους ζωής. Αντιθέτως, η «νοσταλγία» των δεύτερων για το δικτατορικό καθεστώς θα έχει επιπτώσεις μόνο για όσους το μετατρέψουν σε πράξεις… Άλλωστε, οι νοοτροπίες και των μεν και των δε αποτυπώνονται ανάγλυφα και με μεγάλη ζωντάνια στην αφήγηση των γεγονότων του 1973 και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, έτσι όπως τα βίωσαν οι νεαροί ευέλπιδες. Η αφήγηση αυτής της νύχτας και των ημερών που προηγήθηκαν αλλά και του πραξικοπήματος Ιωαννίδη που ακολούθησε βρίσκεται στον πυρήνα του βιβλίου. Μέσα από αυτήν παρακολουθούμε τις αντιδράσεις εφήβων –ένοπλων εφήβων– που, γαλουχημένοι επί δεκαετίες από αντικομμουνισμό και εθνικοφροσύνη, αντιμετωπίζουν τον λαό ως εχθρό, πρόθυμοι να ασκήσουν βία απέναντι σε ανυπεράσπιστους συνομηλίκους τους – και αρκετοί ήταν αυτοί που άσκησαν…

 

Δημήτρης Βεριώνης, Θάνατοι στη Χούντα, Τόπος

Ένας από τους μύθους που καλλιέργησε η ακροδεξιά ήταν και ο ισχυρισμός πως το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου υπήρξε «αναίμακτο», όπως επαίρονταν και το ίδιο το στρατιωτικό καθεστώς. Γνωρίζουμε, βεβαίως, πως αυτό είναι ψέμα, άλλωστε τα ονόματα των νεκρών κατά τις πρώτες ημέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας είναι γνωστά. Όμως πόσοι και ποιοι είναι, συνολικά, οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια και εξαιτίας του στρατιωτικού καθεστώτος; Αυτό είναι το ερώτημα που έθεσε ο δραστήριος ερευνητής Δημήτρης Βεριώνης, παρακινημένος όχι μονάχα από επιστημονική περιέργεια (κίνητρο επαρκές καθαυτό) αλλά και από το ηθικό καθήκον να διασώσει τη μνήμη αυτών των θυμάτων, να αποδώσει στο καθένα από αυτά ένα πρόσωπο, ένα ονοματεπώνυμο, να τα αναδείξει και να μιλήσει για τη ζωή και τη δράση τους. Ο συγγραφέας ερεύνησε εξατομικευμένα τις περιπτώσεις 248 συνολικά θανάτων, άλλοι εκ των οποίων οφείλονται εξακριβωμένα στη δράση των οργάνων του δικτατορικού καθεστώτος, ενώ για άλλους υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι αποτελούν δολοφονίες. Έτσι, αφού αναφερθεί στους νεκρούς των πρώτων ημερών του πραξικοπήματος, όπως ο Παναγιώτης Ελής, και στα αναγνωρισμένα θύματα του αντιδικτατορικού αγώνα, όπως ο Γιάννης Χαλκίδης ή ο Γιώργος Τσικουρής, η έρευνα απλώνεται στους αποσιωπημένους νεκρούς, που έχασαν τη ζωή τους κατά το βασιλικό «αντι-κίνημα» οπερέτα, τον Δεκέμβριο του 1967. Μεγάλο μέρος της έρευνας καλύπτουν οι περιπτώσεις όσων έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και αμέσως μετά από αυτήν, καθώς και μια σειρά επώνυμων περιπτώσεων που ο θάνατός τους φέρεται να σχετίζεται με τα γεγονότα. Ο συγγραφέας συζητά εκτενώς το ζήτημα των νεκρών του Πολυτεχνείου και όλη τη φιλολογία που αναπτύχθηκε σχετικά, εξετάζοντας τα σχετικά τεκμήρια (πόρισμα Τσεβά, δίκη Πολυτεχνείου κ.λπ.) Τέλος, εξετάζονται μια σειρά ύποπτοι θάνατοι που συνέβησαν στους κόλπους των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας και αφορούσαν στελέχη τους ή εφέδρους, καθώς και πολίτες ή πολιτικούς κρατούμενους, αλλά και ορισμένες ανεξακρίβωτες εξαφανίσεις, που φέρνουν στον νου λατινοαμερικάνικα δικτατορικά καθεστώτα. Μέσα από την έρευνά του, ο συγγραφέας, γνωρίζοντας ότι η Ιστορία σπάνια αφήνει χώρο για πρόσωπα, προσπάθησε με επιτυχία να  επιστρέψει στους ανθρώπους αυτούς, που η Μεταπολίτευση αντάμειψε, άλλους λιγότερο άλλους περισσότερο, με λήθη και να τους επαναφέρει, ολοζώντανους, στη συλλογική μας μνήμη…

 

Δ. Σωτηρόπουλος – Ευ. Χατζηβασιλείου, Στρεβλή πορεία, 1960-1974, Μεταίχμιο

Με αφορμή την επέτειο των πενήντα χρόνων από τη μεταπολίτευση, οι δύο συγγραφείς, ιστορικοί Πολιτικής Ιστορίας και Ιστορίας του Μεταπολεμικού κόσμου, αντίστοιχα, στρέφουν το ερευνητικό τους ενδιαφέρον στην περίοδο που προηγήθηκε, αυτήν της δικτατορίας, τοποθετώντας την –αν και χωρίς να το δηλώνουν ρητά– στο ευρύτερο πλαίσιο της «μακράς δεκαετίας του ’60». Στο πλαίσιο αυτό, απορρίπτουν την αντιμετώπιση της χουντικής επταετίας ως «παρένθεσης», συνδέοντάς την, κυρίως, με την μακρά «κρίση των θεσμών», από την οποία χαρακτηρίζεται η ελληνική πολιτική ιστορία κατά την εξηκονταετία 1915-1974, αρνούμενοι ότι η επιβολή της δικτατορίας είναι αποκλειστικό αποτέλεσμα του Εμφυλίου ή του Ψυχρού Πολέμου. Η θέση αυτή, η οποία υποβαθμίζει την ενότητα και τα κοινά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει η περίοδος 1949-1974, τα οποία καθιστούν τη στρατιωτική δικτατορία οργανική συνέχεια της «καχεκτικής δημοκρατίας» που προηγείται, αναπτύσσεται εκτενώς στο πρώτο μέρος του τόμου. Σε αυτό, ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου εξετάζει τα αίτια, την επιβολή και την πολιτική δυναμική του καθεστώτος των συνταγματαρχών, διερευνώντας θέματα όπως οι πολιτικές προϋποθέσεις της δικτατορίας (η σχέση στρατού και πολιτικής μεταπολεμικά, η αποσάθρωση του πολιτικού συστήματος στα 1963-1967, η απώλεια του πολιτικού ελέγχου του στρατού κ.λπ.). Ακόμη, αναφέρεται στο ζήτημα της αμερικανικής ανάμειξης στην επιβολή της δικτατορίας, χαρακτηρίζοντάς το «θεωρία συνωμοσίας», στην πολιτική ταυτότητα των χουντικών, στη μεθοδολογία διακυβέρνησης της χούντας, αλλά και στον χαρακτήρα (φασιστικό ή υπερσυντηρητικό) της δικτατορίας. Στο δεύτερο μέρος, ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος εντάσσει τη δικτατορία στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, διεθνές και ελληνικό, της περιόδου 1958-1974, που στη διεθνή βιβλιογραφία ταυτίζεται με τα Long Sixties.  Στις σελίδες του εξετάζονται η αλματώδης ανάπτυξη της μετεμφυλιακής κοινωνίας, η νεολαία της δεκαετίας του ’60, που συμπιέζεται μεταξύ επιτήρησης και περιορισμών, αλλά και αποτελεί τον πρωταγωνιστή της πολιτικής αμφισβήτησης, η ανοχή που επιδεικνύει η κοινωνία έναντι της δικτατορίας, με αντάλλαγμα την ευδαιμονία ευρύτερων στρωμάτων, αλλά και η επιτηρούμενη κοινωνία των πολιτών, η αφύπνισή της, η αντίδραση και η αντίσταση. «Η χούντα», καταλήγουν οι δύο συγγραφείς, «εδραίωσε πολλές εκφάνσεις λαϊκισμού, οι οποίες δεν εξαφανίστηκαν μετά την πτώση της», αλλοίωσε την πολιτική κουλτούρα της χώρας και νομιμοποίησε τις διάχυτες αντιδυτικές αγκυλώσεις…

 

κι ένα εκτός προγραμματισμού για μικρούς αλλά ίσως και για μεγάλους

 

Ολύμπιος Δαφέρμος, Μιλώ στα παιδιά μου για τη Χούντα και το Πολυτεχνείο, Τόπος

Απευθύνεται σε νεότερες ηλικίες αλλά νομίζω ότι μπορεί να διαβαστεί από όλους όσοι έχουν γεννηθεί πολλά χρόνια αργότερα κι έχουν μια συγκεχυμένη εικόνα για την περίοδο εκείνη. Είναι γραμμένο με το κλασικό στυλ των ερωτήσεων και απαντήσεων που ένας πατέρας απαντάει στις ερωτήσεις των παιδιών του.  Ο συγγραφέας, όντας  και ο ίδιος δυναμικό στέλεχος της αντιδικτατορικής φοιτητικής δράσης, στέκεται σε απλές, σύνθετες αλλά και απλοϊκές κάποιες φορές ερωτήσεις που τις έχουμε ακούσει δεκάδες φορές να επαναλαμβάνοντια και από έμπειρα χείλη. Επιμένει στο να δώσει με απλές λέξεις τις έννοιες της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας αλλά και της ομορφιάς του αγώνα. Δίνει αναλυτικά το πως η χούντα περιόρισε τις ελευθερίες, τις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων, τις εξορίες και τις φυλακίσεις. Στέκεται στις πρώτες δυναμικές μεμονωμένες ενέργειες κατά της δικτατορίας για να περάσει αργότερα στην ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος. Δίνει έμφαση στην από τα κάτω δημιουργία του κινήματος και την μετέπειτα επίδρασή του σε μεγαλύτερες μάζες του πληθυσμού. Προσγειώνει στα μάτια των παιδιών με πολύ απλό τρόπο μια ταραχώδη εποχή αναδεικνύοντας το θέμα της συλλογικής δράσης αλλά και το μεγάλο ζήτημα της προσωπικής ευθύνης.

 

Προηγούμενο άρθροΘυμέλη: Ένα δυναμικό πολυμεσικό Λεξικό Ανοικτής Πρόσβασης για τις Παραστατικές Τέχνες
Επόμενο άρθρο“Δημοκρατία” – έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη (11/7)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ