15+1 καινούργια βιβλία για την Ελληνική Επανάσταση (του Σπύρου Κακουριώτη)

0
3171

 

του Σπύρου Κακουριώτη

Ο επετειακός κύκλος που ξεκίνησε το 2021, με τη συμπλήρωση 200 χρόνων από το ξέσπασμα της Επανάστασης, και θα κλείσει το 2030, όταν το νεοελληνικό κράτος θα έχει πλέον δύο αιώνες ύπαρξης και λειτουργίας, βρίσκεται ήδη στο μέσον του. Όντας, καθώς φαίνεται, εμπροσθοβαρής, χαρακτηρίζεται πλέον από μικρότερη ορμή, ενώ και αρκετά από τα σχετικά βιβλία που έφτασαν και φέτος στις προθήκες των βιβλιοπωλείων είχαν σχεδιαστεί με αφορμή τη δισεκατονταετηρίδα της Επανάστασης. Παρ’ όλα αυτά, η συνεχιζόμενη πύκνωση ανάλογων εκδόσεων φαίνεται να υποδεικνύει μια όχι πλέον συγκυριακή στροφή στα ερευνητικά ενδιαφέροντα μερίδας ιστορικών. 

 

Δημήτρης Μπαχάρας, Πώς και γιατί φτάσαμε στην Ελληνική Επανάσταση, Εστία

Γιατί επαναστάτησαν οι προύχοντες; Γιατί οι πλούσιοι, που δεν είχαν λόγο να μην είναι ευχαριστημένοι από την Pax Ottomana, στη διατήρηση της οποίας και οι ίδιοι είχαν συμβάλει, μπήκαν στην περιπέτεια της Επανάστασης; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα που απασχολεί τον συγγραφέα του ανά χείρας τόμου, και για να το προσεγγίσει εστιάζει την έρευνά του σε τρεις προυχοντικές οικογένειες της Πελοποννήσου, του εδαφικού πυρήνα της Επανάστασης. Πρόκειται για τις οικογένειες Περρούκα, Χαραλάμπη και Κανακάρη-Ρούφου, οι οποίες διαμόρφωσαν μια ξεχωριστή συμμαχία μέσα στο πολύπλοκο δίκτυο της προυχοντικής εξουσίας. Μέσα από την ανάλυση αρχειακών πηγών και τη διερεύνηση ιστορικών γεγονότων, ο συγγραφέας διερευνά τις σχέσεις των προκρίτων μεταξύ τους, τις συμμαχίες τους, τις σχέσεις τους με τους τούρκους αγιάνηδες και αγάδες, με τους οθωμανούς αξιωματούχους, την Υψηλή Πύλη, τις οικονομικές και πολιτικές δραστηριότητές τους, τις δυσκολίες τους τα τελευταία δύο χρόνια πριν από την Επανάσταση, την ένταση των μεταξύ τους αντιμαχιών κ.ά. Ακόμη, αναδεικνύει την οικονομική διάσταση των προεπαναστατικών διεργασιών, επισημαίνοντας τη σημασία της φορολογίας, των χρεών και των εμπορικών σχέσεων στη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων. Οι προύχοντες, αν και συχνά είχαν στενές σχέσεις με την οθωμανική διοίκηση, δεν έμειναν αμέτοχοι στις μεταβαλλόμενες πολιτικές συνθήκες, αλλά, αντίθετα, επεδίωξαν να διασφαλίσουν τη θέση τους μέσα από στρατηγικές συμμαχίες. Μέσα από την έρευνα του ιστορικού, οι προύχοντες παρουσιάζονται ως δρώντα υποκείμενα, με συγκεκριμένα συμφέροντα και πολιτικές επιδιώξεις, που άλλοτε συμπορεύονταν και άλλοτε συγκρούονταν με τις υπόλοιπες δυνάμεις της Επανάστασης, καταρρίπτοντας το μονοδιάστατο και στερεοτυπικό αφήγημα ότι ήταν απλώς αδιάφοροι ή εχθρικοί απέναντι στον Αγώνα.

 

Κανέλλος Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα, 2 τόμ., Ίδρυμα της Βουλής

Ο Κανέλλος Δεληγιάννης (1780-1862), ανήκε σε μια από τις σημαντικότερες οικογένειες κοτζαμπάσηδων της Πελοποννήσου, η οποία αναδείχτηκε χάρη στις κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις που προκάλεσαν τα Ορλωφικά. Ήταν ενταγμένη στους πολιτικούς και οικονομικούς μηχανισμούς της οθωμανικής εξουσίας στο Μοριά και, τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, είχε αναδειχθεί επικεφαλής μίας από τις δύο ανταγωνιζόμενες φατρίες για την εύνοια του Βελή πασά. Ο ίδιος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας από το 1819, συμμετείχε από μιας αρχής στην Επανάσταση, επιδεικνύοντας πολεμική ανδρεία, όχι όμως και τις ανάλογες δεξιότητες, οπότε αρχικά στράφηκε στη διοικητική διαχείριση του πολέμου στην επαρχία του, την Καρύταινα. Στους εμφυλίους τάχθηκε με το μέρος του συγγενούς και πολιτικού του συμμάχου Κολοκοτρώνη, με αποτέλεσμα να παραγκωνιστεί, μετά την ήττα του τελευταίου. Πολέμησε τον Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, ενώ συμμετείχε και σε πολλές εκστρατείες εκτός Μοριά. Μετά το τέλος του πολέμου, τάχθηκε στο πλευρό των αντιπάλων του Καποδίστρια, ενώ αργότερα συμμετείχε στο «Γαλλικό κόμμα», χωρίς ποτέ να παίξει σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή του νέου κράτους. Τα απομνημονεύματά του, μια ιδιαίτερα σημαντική πηγή για την ιστορία της Επανάστασης, καθώς είναι μια από τις ελάχιστες μαρτυρίες που αποτυπώνουν την οπτική των κοτζαμπάσηδων, γράφτηκαν στα 1853-1856 και, όπως οι περισσότερες από τις ανάλογες πηγές της περιόδου, διακρίνονται για τον έντονα απολογητικό και πολεμικό χαρακτήρα τους, αφού ένας από τους στόχος του συγγραφέα τους ήταν η ανασκευή αποτιμήσεων που στόχευαν στην υποβάθμιση του ρόλου των προεστών. Το χειρόγραφο, που εμπιστεύτηκε στα χέρια του ανιψιού του, Θεόδωρου Δεληγιάννη, μετέπειτα πρωθυπουργού, παρέμενε ανέκδοτο έως το 1957, και έκτοτε η τύχη του αγνοείται. Την ανά χείρας έκδοση, που εντάσσεται στην εκδοτική σειρά του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία «Κείμενα μνήμης» για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, επιμελήθηκε ο ιστορικός Νίκος Ρωτζόκος, στον οποίο ανήκει η εκτενής και εμπεριστατωμένη εισαγωγή, καθώς και ο κατατοπιστικός υπομνηματισμός του κειμένου.

 

Δημήτρης Σταματόπουλος, Το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και η Ελληνική Επανάσταση, Παπαζήσης

Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης στρέφει το ερευνητικό ενδιαφέρον του ο συγγραφέας του βραβευμένου ανά χείρας έργου, επιδιώκοντας να κατανοήσει τη στάση όσων βρέθηκαν στον πατριαρχικό θρόνο από τις αρχές του 19ου και μέχρι την ολοκλήρωση του επαναστατικού κύκλου που ξεσπά το 1821. Κεντρικό πρόσωπο ο Γρηγόριος Ε’, που διετέλεσε τρεις φορές πατριάρχης μέσα σε αυτή την περίοδο και απαγχονίστηκε μολονότι είχε αφορίσει τους επαναστάτες, όπως και τον Ρήγα πριν απ’ αυτούς. Μακριά από τα αντιπαραθετικά δίπολα που τον εκλαμβάνουν είτε ως προδότη είτε ως σωτήρα της πολίτικης ρωμιοσύνης, ο συγγραφέας επιχειρεί να κατανοήσει τη δράση του, όπως και εκείνη των διαδόχων του, μέσα στο πλέγμα των δικτύων εξουσίας του οθωμανικού κράτους και των αναδυόμενων επαναστατικών δικτύων, μέσα στο πλαίσιο των αντιπαραθέσεων τμημάτων των ηγετικών ελίτ. Η μελέτη αναπτύσσεται σε τρία μέρη, με το πρώτο να εστιάζει στον Γρηγόριο και όσα αυτός εκπροσωπούσε στη ζωή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο μεταίχμιο 18ου και 19ου αιώνα, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο τα δίκτυα εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη, τη Μολδοβλαχία και τη Σμύρνη διαχειρίστηκαν το ζήτημα της επαναστατικής συγκυρίας. Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται η πολιτική δράση των διαδόχων του Γρηγορίου, καθ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης στα ελληνικά εδάφη, παρουσιάζοντας παράλληλα την πολιτική εμπλοκή των βαλκάνιων ηγετικών ελίτ, των Σέρβων, των Μολδοβλάχων και των Βουλγάρων, καθώς μέσα από αυτήν τίθενται τα θεμέλια για την οριστική αμφισβήτηση, και αργότερα διάσπαση, της ενότητας του «ρουμ μιλέτ». Τέλος, το τρίτο μέρος απασχολεί η μεγάλη ιδεολογική σύγκρουση του Πατριαρχείου με τους δυτικοθρεμμένους ριζοσπάστες του κύκλου του Κοραή, αλλά, ταυτόχρονα, και με τους επιγόνους των «ιθαγενών» Κολλυβάδων, σε μια αμφοτερόπλευρη κίνηση με στόχο τη διατήρηση της ηγεμονίας, σε μια σύγκρουση που αντανακλούσε τους διαφορετικούς προσανατολισμούς που η κάθε πλευρά επέλεγε για την πορεία του νέου έθνους.

 

Ελένη Γούστη-Σταμπόγλη, Η Αίγινα στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, Η Αιγιναία

Σε χώρο και χρόνο που σπανίως έχει απασχολήσει την έρευνα, στην Αίγινα της ύστερης οθωμανοκρατίας, η οποία αποτελεί μια από τις «μαύρες τρύπες» της ελληνικής ιστοριογραφίας, μεταφέρει τον αναγνώστη η συγγραφέας της παρούσας μελέτης, που εκδόθηκε από την αξιόλογη τοπική πολιτιστική επιθεώρηση Η Αιγιναία. Η ιστορικός επιχειρεί να διερευνήσει την Αίγινα του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, μια αγροτική κοινωνία, η οποία δεν επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τις αλλαγές στην εμπορική ναυτιλία που μετέβαλαν την οικονομία των γειτονικών της νησιών, μέσα από τον βίο και την πολιτεία ενός δραστήριου πρόκριτου του νησιού. Εξετάζοντας διεξοδικά το σωζόμενο υλικό του οικογενειακού αρχείου του λογιώτατου Παντελάκη Οικονόμου, όπως τον ήθελε το προσωνύμιό του, επιχειρεί να ανασυγκροτήσει τις εμπορικές, πολιτικές και οικογενειακές επιδιώξεις του, τις δυνατότητες που είχε προκειμένου να ισχυροποιήσει την κοινωνική του θέση και να επεκτείνει τις οικονομικές του δραστηριότητες, τον τρόπο με τον οποίο επωφελήθηκε από την ιστορική συγκυρία που επηρέασε τον μικρόκοσμο του Αργοσαρωνικού στα τέλη του 18ου αιώνα, αλλά και τις αλλαγές ενός ολόκληρου κόσμου, όταν έφτασε στο τέλος της ζωής του. Η συγγραφέας επιχειρεί ακόμη να ανασυστήσει τα δίκτυα μέσα στα οποία κινείται ο δραστήριος πρόκριτος, τα οποία εκτείνονταν στην Ύδρα, στην αντικρινή Πελοπόννησο, μέχρι και την αυτοκρατορική πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη. Καταφέρνει έτσι να προσφέρει στον αναγνώστη μια περιεκτική εικόνα της ίδιας της Αίγινας και της κοινωνίας της, πριν τη θύελλα που θα τη μετατρέψει, προσωρινά, σε έδρα της επαναστατικής Διοίκησης και, στη συνέχεια, σε πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους, όταν θα εγκατασταθεί εκεί ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας.

 

Κ. Γαλάνη – Τζ. Χαρλαύτη (επιμ.), Ο εμπορικός και πολεμικός στόλος κατά την Ελληνική Επανάσταση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Ο Αγώνας κρίθηκε στη θάλασσα; Ξεκινώντας από αυτή την υπόθεση εργασίας, οι συντελεστές του ανά χείρας τόμου, προϊόν πολύχρονου ερευνητικού προγράμματος του Ιονίου Πανεπιστημίου και του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών, υπό την επιστημονική διεύθυνση των δύο επιμελητριών, προσφέρουν μια πολυπρισματική μελέτη του ναυτικού των επαναστατημένων Ελλήνων. Μέσα από τις σελίδες του έργου αναδεικνύονται πτυχές της πολεμικής, οικονομικής και πολιτικής λειτουργίας του και οι πολλαπλοί ρόλοι που ανέλαβαν τα πλοία κατά την Επανάσταση. Ειδικότερα, στο πρώτο μέρος εξετάζεται η εξέλιξη του στόλου έως και την έλευση του Καποδίστρια, καθώς και η πολλαπλή χρήση, εμπορική, πολεμική και καταδρομική, των πλοίων. Οι πολεμικές επιχειρήσεις στη θάλασσα και η στρατηγική που ακολουθούσαν οι αντίπαλοι, η συγκρότηση του πολεμικού στόλου από τα τρία ναυτικά νησιά, η καταδρομή ως πολεμική και οικονομική λειτουργία, η εμπορική λειτουργία των πλοίων εν μέσω της Επανάστασης, αλλά και η ελληνική ναυτιλία κατά την καποδιστριακή περίοδο είναι μερικές από τις θεματικές που αναλύονται εδώ. Το δεύτερο μέρος μελετά την απάντηση της οθωμανικής πλευράς, ως προς τον πολεμικό αλλά και τον εμπορικό στόλο, ενώ στη συνέχεια διερευνάται ένα έως πρόσφατα παραμελημένο ζήτημα, το κόστος διεξαγωγής του ναυτικού αγώνα. Ζητήματα όπως το κόστος της συμμετοχής ενός πλοίου στις πολεμικές επιχειρήσεις, η συμμετοχή του ναυτικού στη διαμόρφωση της δημόσιας οικονομίας και στην πολιτική ενοποίηση της επικράτειας, η διανομή δημοσίων εσόδων προς τα ναυτικά νησιά και η συνολική οικονομική και πολιτική λειτουργία του στόλου απασχολούν τους συγγραφείς αυτού του μέρους. Το τέταρτο μέρος διερευνά τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις που επέφερε η Επανάσταση στις νησιωτικές κοινότητες, αφενός, της Ύδρας και, αφετέρου, των Ιονίων Νήσων. Τέλος, παρουσιάζονται μουσειολογικές προσεγγίσεις του κατά θάλασσαν Αγώνα, μέσα από το παράδειγμα εκθέσεων που διοργανώθηκαν με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων της Επανάστασης.

 

Γιώργος Καλπαδάκης, Η Βαλκανική Συνομοσπονδία του Ιωάννη Καποδίστρια, ΣΩΒ

Μια ενδιαφέρουσα –και άγνωστη– πτυχή των σχέσεων της Ρωσίας με το αδιαμόρφωτο ακόμη ελληνικό κράτος, που επιτρέπει στον αναγνώστη να ιχνηλατήσει τις προωθημένες γεωστρατηγικές ιδέες του Ιωάννη Καποδίστρια, φέρνει στο φως η ανά χείρας μελέτη. Παρουσιάζοντας δύο ανέκδοτες επιστολές προς τον Νέσελροντ, τον υπουργό Εξωτερικών του τσάρου, για τα μεταοθωμανικά Βαλκάνια, συνταγμένες τον Μάρτιο του 1828, στις παραμονές του ρωσο-οθωμανικού πολέμου που θα οδηγήσει στη συνθήκη της Αδριανούπολης και την αναγνώριση από την Πύλη, μεταξύ άλλων, και της ελληνικής ανεξαρτησίας, ο συγγραφέας σκιαγραφεί το όραμα του Καποδίστρια για το ομοσπονδιακό πεπρωμένο των Βαλκανίων. Ειδικότερα, απαντώντας σε διερευνητικά ερωτήματα της ρωσικής πλευράς για το μέλλον των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην υποθετική περίπτωση που η οθωμανική δυναστεία εκδιωχθεί από αυτά, ο έλληνας κυβερνήτης εκθέτει στον ρώσο υπουργό τις βασικές γραμμές μιας οραματικής πρότασης. Αυτή προβλέπει την αντικατάσταση της οθωμανικής κυριαρχίας από «πέντε κράτη δευτέρας τάξεως» που θα δημιουργηθούν στα Βαλκάνια. Αυτά θα είναι τα βασίλεια της Δακίας (Μολδαβία και Βλαχία), της Σερβίας (με Βουλγαρία, Σερβία, Βοσνία), Μακεδονίας (στο οποίο θα περιλαμβάνεται και η Θράκη), Ηπείρου (με Άνω και Κάτω Αλβανία) και Ελλάδας. Αν και δεν υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες για τη λειτουργία μιας τέτοιας συνομοσπονδίας, έδρα της θα ήταν η Κωνσταντινούπολη, που θα λειτουργούσε ως ελεύθερη πόλη. Στις επιστολές του, ο Καποδίστριας προτείνει ακόμη να τεθούν η Κύπρος, η Κρήτη και η Ρόδος υπό την εποπτεία των Δυνάμεων, διασφαλίζοντας έτσι τη συνεργασία τους στη ΝΑ Μεσόγειο, αλλά και τη συμπερίληψη των Ιονίων Νήσων στο ελληνικό κράτος. Η έκδοση συμπληρώνεται με ένα σημείωμα για τη σχέση Καποδίστρια και Φιλικών, καθώς και με μια έκθεση του ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη για τη Φιλική Εταιρεία (1825).

 

Α.-Ι. Δ. Μεταξάς, Το αθέατο εγχειρίδιο: Διπλωματική σκέψη και πράξη του Καποδίστρια, Εστία

Ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν κατέλιπε θεωρητικό έργο· όσα γνωρίζουμε για τα θεμέλια στα οποία εδράζεται η διπλωματική σκέψη και πράξη του συνάγονται από ένα εκτεταμένο σώμα αλληλογραφίας, καθώς και σειρά επίσημων εγγράφων, υπομνημάτων κ.λπ. Συνεπώς, η ιδέα ότι η κατάλληλη επιλογή και ταξινόμηση αυτών των κειμένων θα μπορούσε να «αποκαλύψει», ενδεχομένως, ένα υποκείμενο «εγχειρίδιο» διεθνούς πολιτικής δεν είναι τόσο αυθαίρετη όσο φαντάζει εκ πρώτης όψεως. Αυτή την ιδέα μετέτρεψε σε πράξη ο συγγραφέας της παρούσας μελέτης, εκκινώντας από οκτώ κείμενα του κερκυραίου διπλωμάτη, τόσο επίσημα έγγραφα όσο και ιδιωτικές επιστολές, της περιόδου 1815-1826. Στην πραγμάτευση των κειμένων αυτών, αφού αρχικά τα εντάξει στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής τους, ο συγγραφέας πρώτα διακρίνει τις «ασυζήτητες επιταγές», τις θεμελιακές αρχές της διεθνοπολιτικής σκέψης και πράξης του Καποδίστρια. Στη συνέχεια, αποτυπώνονται τα γεωπολιτικά πλαίσια και οι διεθνείς δεσμεύσεις εντός των οποίων λαμβάνονται αποφάσεις για την εκπλήρωση συγκεκριμένων διεθνών στόχων· οι εσωτερικές και εξωτερικές οργανωτικές απαιτήσεις για την εξυπηρέτηση της επιχειρούμενης πολιτικής· οι πραγματολογικές διαγνώσεις και οι πραγματιστικές εκτιμήσεις από τις οποίες οφείλει να εκκινεί η εξωτερική πολιτική μιας χώρας και, τέλος, οι ενέργειες και οι επινοήσεις βάσει των οποίων μια πολιτική αποκτά νομιμοποίηση στα μάτια της εθνικής ή και της διεθνούς κοινής γνώμης. Το «εγχειρίδιο», που με τον τρόπο αυτό συγκροτεί ο συγγραφέας μέσα από τα καποδιστριακά κείμενα, ολοκληρώνεται με έναν προβληματισμό για τη διαχρονική και διατοπική χρησιμότητα των σκέψεων του Καποδίστρια, καθώς και για τη μέθοδο αναζήτησης λύσεων που μπορεί να διαφανεί μέσα από αυτά.

 

Αννίτα Παναρέτου (επιμ.), Byron 2024: Μια συνεισφορά, ΣΩΒ

Σε συνέχεια της δισεκατονταετηρίδας της Ελληνικής Επανάστασης, το 2024 υπήρξε μια χρονιά κατά την οποία τιμήθηκε η επέτειος των 200 χρόνων από τον θάνατο το λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι. Στο πλαίσιο αυτό, ο Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, που με έμμεσο τρόπο συνδέεται με τον ρομαντικό ποιητή, όπως αναδεικνύει η επιμελήτρια στην εισαγωγή της, εξέδωσε το παρόν αφιερωματικό τομίδιο, ένα μικρό πνευματικό μνημόσυνο για τον επιφανή νεκρό. Στις σελίδες του περιλαμβάνεται, αρχικά, ο επικήδειος λόγος που εξεφώνησε στο Μεσολόγγι, την επομένη το θανάτου του Μπάιρον, ο ιστορικός της Επανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης, μια μνημειώδης νεκρολογία, που δεν στερείται λογοτεχνικής κομψότητας, η οποία απευθύνεται όχι μονάχα στους παρόντες αλλά στο όλο σώμα του μαχόμενου έθνους. Στη συνέχεια, τις σελίδες του τόμου καλύπτουν αποσπάσματα από το ποιητικό έργο του Μπάιρον, μεταφρασμένα από τον Αντώνη Μακρυδημήτρη, για τα οποία γίνεται εκτενής αναφορά στην εισαγωγή της επιμελήτριας. Τα αποσπάσματα που ανθολογούνται προέρχονται από τα εκτενή αφηγηματικά ποιητικά έργα Childe Harold’s Pilgrimage (1812) και Ο Γκιαούρ (1813), καθώς και το ποίημα «Σήμερα κλείνω τα τριάντα έξι», γραμμένο στο Μεσολόγγι στις 22 Ιανουαρίου 1824. Στη συνέχεια, δημοσιεύεται το σονέτο του Γεωργίου Δροσίνη,  ιστορικού γραμματέα του Συλλόγου, με τίτλο «Ο θάνατος του Μπάυρον» (1912) και το αφιέρωμα ολοκληρώνεται με την πολύστιχη ποιητική σύνθεση του Αντώνη Μακρυδημήτρη, «Byron», καθώς κι ένα επιγραμματικό εννεάστιχο γραμμένο από τον ίδιο κατά τρόπο βυρωνικό.

 

F. Zaccone, C. Bintoudis, P. Efthymiou, Il filellenismo italiano e la Rivoluzione greca del 1821, Sapienza Università Editrice

Οι εκδηλώσεις, επιστημονικές και άλλες, για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση δεν περιορίστηκαν μονάχα εντός των συνόρων της επικράτειας αλλά επεκτάθηκαν σε όλες τις ευρωπαϊκές και σε πολλές άλλες χώρες του πλανήτη – άλλωστε, η ανάδειξη της παγκόσμιας διάστασης της Επανάστασης ήταν ένα από τα καινούργια στοιχεία που έφεραν στο φως οι έρευνες που πυροδότησε η δισεκατονταετηρίδα, κυρίως μέσα από την επέκταση του κινήματος του Φιλελληνισμού παγκοσμίως. Ακριβώς αυτή τη διάσταση κλήθηκαν να μελετήσουν ιταλοί και έλληνες ερευνητές, στο συνέδριο Ο ιταλικός φιλελληνισμός και η Ελληνική Επανάσταση του 1821, που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης, τον Νοέμβριο του 2021. Στο συνέδριο εξετάστηκαν ποικίλες όψεις του ιταλικού φιλελληνισμού, επισημαίνει στην εισαγωγή του ο εκ των επιμελητών Χρήστος Μπιντούδης, καθηγητής και διευθυντής του Εργαστηρίου Νεοελληνικών Σπουδών «Μυρσίνη Ζορμπά» του ίδιου Πανεπιστημίου, αναδεικνύοντας τον γεωγραφικά «πλουραλιστικό» χαρακτήρα του κινήματος, λόγω και του πολιτικού κατακερματισμού των ιταλικών εδαφών· τον πρωτοποριακό, σε σύγκριση με άλλες περιοχές της Ευρώπης χαρακτήρα του, ανατρέποντας την παλαιότερη αντίληψη ότι ο ιταλικός φιλελληνισμός ήταν ήσσονος σημασίας· τον ρόλο των ελληνικών κοινοτήτων στην Ιταλία κατά τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα και, τέλος, θέτοντας το ζήτημα της περιοδολόγησης του φιλελληνικού κινήματος στην Ιταλία, που παραμένει κεντρικό και ακόμη ανοικτό. Οι συμβολές στο συνέδριο αντλούν από τους τομείς της ιστορίας, της λογοτεχνίας, των καλών τεχνών και όχι μόνο, εμπλουτίζοντας την επιστημονική συζήτηση για το θέμα. Τα πρακτικά του συνεδρίου, με ανακοινώσεις στα ιταλικά, αλλά και στα αγγλικά και κάποιες στα ελληνικά, κυκλοφόρησαν σε ψηφιακή μορφή από τις Εκδόσεις του Πανεπιστημίου La Sapienza, ελεύθερα προσβάσιμα στο κοινό.

 

Σοφία Ντενίση (επιμ.), Με την πένα σπαθί, Πατάκης

Η συμμετοχή των γυναικών στην Επανάσταση και, ευρύτερα, ο ρόλος τους κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του Αγώνα, αποτελεί μία από τις ιστοριογραφικές «μαύρες τρύπες» που, χάρη στην ώθηση που δόθηκε στην έρευνα από τον εορτασμό της δισεκατονταετηρίδας, μας έδωσε, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, βέβαια, ορισμένες καινούργιες προσεγγίσεις, ενώ, στο πλαίσιο της ανάδειξης του πολυπρισματικού φιλελληνικού κινήματος, φωτίστηκε παράλληλα και ο σημαντικός ρόλος των γυναικών σε αυτό. Οι προσέγγιση είναι πιο εύκολη όταν αφορά τις λόγιες γυναίκες, τις «γράφουσες» που αφήνουν πίσω τους γραπτά ίχνη. Αυτές οι γυναίκες, που αντί για σπαθί επιλέγουν την πένα για να συμμετάσχουν στον αγώνα του επαναστατημένου έθνους, παρουσιάζονται στον ανά χείρας τόμο, μέσα από αντιπροσωπευτικά κείμενά που ανθολογούνται στις σελίδες του. Πρόκειται για κείμενα πολεμικά, κυρίως εκκλήσεις προς τους Ευρωπαίους, όσο και λογοτεχνικά κείμενα για την Επανάσταση, που καλύπτουν ένα χρονικό άνυσμα μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Άγνωστα τα περισσότερα από αυτά σήμερα, μεταφέρουν το βιωμένο συναίσθημα των γεγονότων, αποτυπώνοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ή προσπαθούν να διατηρήσουν ζωντανή τη μνήμη των συμβάντων για τους μεταγενέστερους και να δημιουργήσουν πρότυπα για μια γυναικεία συγγραφική παράδοση, όπως επισημαίνουν στην εισαγωγή τους η Σοφία Ντενίση και η Βαρβάρα Ρούσσου. Στις σελίδες του τόμου ανθολογούνται συγγραφείς σύγχρονες με τα γεγονότα  (Μαντώ Μαυρογένους, Ευανθία Καΐρη, Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αγγελική Πάλλη-Μπαρτολομέι), αλλά και κατοπινότερες λογοτεχνικές συμβολές (Αντωνούσα Καμπουράκη, Μελπομένη Καπετανάκη, Ελένη Γουσίου, Αιμυλία Βελιανίτου, Μαριέττα Μπέτσου, Αγανίκη Μαζαράκη, Ελένη Γεωργίου και Ευγενία Ζωγράφου). Τα κείμενα που ανθολογούνται συνοδεύονται από εργοβιογραφικές πληροφορίες για τις συγγραφείς τους, ενώ τα ίδια αναλύονται επαρκώς, λογοτεχνικά και ιστορικά, στην εκτενή εισαγωγή του τόμου.

 

Μιλτιάδης Παπανικολάου, Η Ελληνική Επανάσταση στην Τέχνη, από τον Ντελακρουά στον Παρθένη, Επίκεντρο

Μια ευσύνοπτη αναδρομή στην ιστορική ζωγραφική του Αγώνα και τα εικονογραφικά πρότυπα που καθιέρωσε, μέσα στην εκατονταετία που μεσολάβησε από την έκρηξη της Επανάστασης, επιχειρεί η βραβευμένη ανά χείρας μελέτη του ιστορικού τέχνης και πρώην διευθυντή του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, στη Θεσσαλονίκη. Η αφήγηση εκκινεί από την εικαστική απόδοση της είδησης της Επανάστασης σε μια γωνιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με την αρχαιολατρία που ο ουμανισμός και ο κλασικισμός, αργότερα και ο ρομαντισμός, είχαν καθιερώσει. Οι συμβολικές απεικονίσεις του αγώνα των Ελλήνων από τον Ντελακρουά και άλλους ευρωπαίους ζωγράφους έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήματος σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική, συνδέοντας τα τρέχοντα πολεμικά γεγονότα με το αρχαίο παρελθόν. Σε αυτό το πνεύμα, βαυαροί καλλιτέχνες, όπως ο Πέτερ φον Ες, αποτύπωσαν στιγμές των μαχών αλλά και τις φυσιογνωμίες των πρωταγωνιστών εκ του σύνεγγυς. Ακόμη, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί στην αποτύπωση θεμάτων σχετικών με τον αγώνα των Ελλήνων σε χρηστικά αντικείμενα και στη μαζική τέχνη της εποχής, η οποία συνέβαλε ιδιαίτερα στη διάδοση φιλελληνικών αισθημάτων σε ευρύτατα στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Στη συνέχεια, εξετάζει την εικαστική δημιουργία που πυροδοτεί η άφιξη του Όθωνα και η μετατροπή της Αθήνας στη νέα πρωτεύουσα του κράτους, απόφαση η οποία, σε συνδυασμό με το κλασικιστικό αρχιτεκτονικό πρόγραμμα των Βαυαρών, «αποκαθιστά» τη σχέση του νέου έθνους με την αρχαιότητα, στα μάτια των ευρωπαίων. Χωρίς να παραλείπει τάσεις λαϊκότροπης τέχνης, όπως του ζωγράφου του Μακρυγιάννη, ο συγγραφέας στρέφεται στη συνέχεια στους πρώτους έλληνες καλλιτέχνες που συγκρότησαν την ιστορική ζωγραφική (Βρυζάκης, Τσόκος, Προσαλέντης), αλλά και τους καλλιτέχνες της Σχολής του Μονάχου (Γύζης, Λύτρας, Βολανάκης), μέσα από το έργο των οποίων συγκροτείται το εικαστικό εθνικό αφήγημα του νέου κράτους. Η μελέτη ολοκληρώνεται με τον Κωνσταντίνο Παρθένη και την πρόσληψη της Επανάστασης από τον μοντερνισμό του πρώιμου 20ού αιώνα.

 

Έλλη Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα, Νήσος

Μία από τις σημαντικότερες συμβολές στη νεοελληνική ιστοριογραφία των τελευταίων 50 χρόνων, που αποτέλεσε σταθερά, μολονότι παρέμενε επί πολλά χρόνια εκτός εμπορίου, κείμενο αναφοράς για όλες τις ερευνητικές εργασίες και μελέτες σχετικά με τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους και του εθνικού προβλήματος κατά την πεντηκονταετία 1830-1880, είναι, χάρη στην επανέκδοσή του, και πάλι διαθέσιμο στο αναγνωστικό κοινό και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Το ανά χείρας έργο της Έλλης Σκοπετέα (1951-2002) μελετά τον ελληνικό εθνικισμό στις δύο διαστάσεις του: την αλυτρωτική (τη Μεγάλη Ιδέα) και την εκσυγχρονιστική (ως «Πρότυπο Βασίλειο» της Δύσης στην Ανατολή). Σε αυτό το πλαίσιο πραγματεύεται, αφενός, τις σχέσεις ελλαδικότητας και ελληνικότητας, δηλαδή κράτους και διασποράς, και, αφετέρου, Ελλάδας και Ευρώπης. Η συγγραφέας παρακολουθεί την πρόσληψη της πορείας των δύο εγχειρημάτων από τους κατοίκους του βασιλείου, κυρίως μέσα από τον τύπο και τις ιδέες που διαμορφώνονται μέσα από αυτόν. Με πειστικό τρόπο δείχνει πως το δίλημμα Ανατολή ή Δύση δεν ήταν ποτέ κατά κυριολεξία υπαρκτό, και η ανάγκη εξευρωπαϊσμού ήταν ομόφωνα αποδεκτή, ήδη από την εποχή της Επανάστασης, ενώ παράλληλα καταδεικνύει τη σταδιακή επικράτηση της Αθήνας ως πρωτεύοντος κέντρου του ελληνισμού έναντι της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, αναλύει τις διαφορετικές εικόνες που σχηματίζει η κοινή γνώμη για την Ευρώπη, ανάλογα με τη στάση της έναντι της χώρας: αντιμετωπίζεται ως πρότυπο, ως ισχυρός προστάτης και ως δύσπιστος παρατηρητής που κρίνει τους Έλληνες με μέτρο τους αρχαίους. Τέλος, η μελέτη του ελληνικού εθνικισμού ολοκληρώνεται με μια συγκριτική προσέγγιση του σερβικού εθνικισμού και της παράλληλης διαδικασίας συγκρότησης εθνικού κράτους. Η παρούσα έκδοση συμπληρώνεται με μια κατατοπιστική εισαγωγή της ιστορικού Χριστίνας Κουλούρη, που εντάσσει την πρωτοποριακή για την εποχή της μελέτη στα ιστοριογραφικά της συγκείμενα.

 

Ευστάθιος Πουλιάσης«Τα της επαναστάσεως διαμένουν κτήμα μόνων των μεμυημένων», ΚΕΑΕ

Το 1821 στη δημόσια σφαίρα του ελληνικού κράτους (1832-1920) εξετάζει η σύντομη αυτή μελέτη, που εντάσσεται στην «Ψηφιακή Βιβλιοθήκη 1821» που εγκαινίασε, με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων της Επανάστασης, το Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες και η οποία συνεχίζει να εμπλουτίζεται, αν και με βραδύτερους, πλέον, ρυθμούς. Η Ελληνική Επανάσταση, παρατηρεί στη μελέτη του ο συγγραφέας, επανερχόταν διαρκώς, με κάθε ευκαιρία, στην εγχώρια δημόσια σφαίρα καθ’ όλη τη διάρκεια του μακρού 19ου αιώνα. Όμως, ήδη από τα μέσα του αιώνα, μερίδα λογίων της εποχής ασκούν έντονη κριτική, καυτηριάζοντας την έλλειψη ενδιαφέροντος για την ιστορία της Επανάστασης και την ατελή γνώση της. Εκκινώντας από αυτή τη διαπίστωση, η μελέτη επιχειρεί να διερευνήσει το ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας για το 1821 κατά την πρώτη εκατονταετία μετά την Επανάσταση. Γι’ αυτό το σκοπό, ο συγγραφέας εξετάζει τη δημόσια σφαίρα που συγκροτείται σταδιακά στην πρωτεύουσα κατά τον 19ο αιώνα, ειδικότερα μέσα από τα έντυπά της, τις εφημερίδες, τα περιοδικά και τα βιβλία. Μέσα από τη μελέτη αυτών των εντύπων αναδεικνύονται, παράλληλα, οι διαφορετικές ερμηνείες που διατυπώθηκαν για την Επανάσταση, την περίοδο αυτή, αφηγήσεις που συγκροτήθηκαν μεταγενέστερα από τους αγωνιστές ή τους απογόνους τους και συνέβαλαν στη μυθοποίηση του Αγώνα. Θέλοντας να απαντήσει στο ερώτημα αν πράγματι υπήρξε έλλειψη ενδιαφέροντος για την Ελληνική Επανάσταση και, συνεπώς, περιορισμένη κυκλοφορία των σχετικών έργων κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ο συγγραφέας μελετά τη σχετική βιβλιογραφική παραγωγή, από την οποία προκύπτει ότι την περίοδο 1832-1920 εκδόθηκαν, ανεξαρτήτως συγγραφικού είδους, 1.170 σχετικά έργα, τα οποία διερευνά στατιστικά, κατανέμοντάς τα ανάλογα με το είδος, τον χρόνο έκδοσης, την περιοδικότητα κ.λπ., αποτυπώνοντας τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε σταδιακά το κυρίαρχο αφήγημα για το 1821, το οποίο, έως ένα βαθμό, κυριαρχεί ακόμη.

 

Λευτέρης Καντζίνος, Από τον Όθωνα στον Χαρίλαο Τρικούπη, Μεταίχμιο

Αν υιοθετήσουμε την αντίληψη ορισμένων ιστορικών οι οποίοι θεωρούν ότι η ολοκλήρωση της Ελληνικής Επανάστασης δεν επέρχεται παρά μόνον έναν αιώνα μετά την έναρξή της, με τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη, μερική, τουλάχιστον, επίτευξη της Μεγάλης Ιδέας, τότε η παρούσα μελέτη εξετάζει μια κρίσιμη φάση της οικοδόμησης του νέου κράτους, αυτή της μετάβασης από τη συνταγματική μοναρχία στη βασιλευομένη δημοκρατία. Μέσα σε αυτήν την εικοσαετία (1860-1880), που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά βραχύβιες και ασταθείς κυβερνήσεις, το νεαρό βασίλειο θα περάσει από τις σπασμωδικές απόπειρες πολεμικής επίτευξης της Μεγάλης Ιδέας , εκμεταλλευόμενο τον Κριμαϊκό Πόλεμο, στην αναίμακτη προσάρτηση των Επτανήσων και της Θεσσαλίας. Ο συγγραφέας εξετάζει ενδελεχώς τα πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν αυτή την περίοδο, χωρίς να περιφρονήσει –κάθε άλλο– τα παραλειπόμενα της πολιτικής ζωής και τη μυστική διπλωματία που την περικύκλωνε. Έχοντας διαρκώς το βλέμμα του και στη γειτονική Ιταλία, προσφέρει μια συγκριτική ματιά στην πορεία των δύο κρατών που επιδιώκουν σχεδόν ταυτόχρονα την επέκταση και την ολοκλήρωσή τους. Αφού πρώτα προσφέρει στον αναγνώστη μια πανοραμική άποψη του διεθνούς πλαισίου έτσι όπως διαμορφώνεται στο διάστημα αυτό, ο συγγραφέας μελετά τούς Ριζοσπάστες και την ενωτική κίνηση στα Επτάνησα, που θα δικαιωθεί με την έλευση του Γεωργίου Α’, το Ριζορτζιμέντο και την Κρητική Επανάσταση, καθώς και τις πολιτειακές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Στη συνέχεια εξετάζει την πολιτική κρίση που δημιουργήθηκε εξαιτίας του Κρητικού Ζητήματος, τη γεμάτη σκάνδαλα και εγκλήματα εσωστρέφεια των ετών 1873-1876, και την ανάδυση του ζητήματος που θα ταλανίσει τις νοτιοβαλκανικές χώρες μέχρι και σήμερα, του Μακεδονικού, στα 1877, για να ολοκληρωθεί με τον «πόλεμο των δύο ημερών» στη Θεσσαλία, ένα χρόνο αργότερα, οπότε οι διαδικασίες που θα οδηγήσουν στην προσάρτηση αρχίζουν να επιταχύνονται. Προσφέρει έτσι μια γλαφυρή αφήγηση, που συνδυάζει τη μεγάλη εικόνα με λεπτομερή στοιχεία από την τρέχουσα επικαιρότητα των ετών αυτών, ελκυστική για τον αναγνώστη, ακόμη κι εκείνον που είναι εξοικειωμένος με τον ελληνικό 19ο αιώνα.

 

Γιάννης Παπαθεοδώρου, Αθώα μάρμαρα, Αμογλός

Ένα λησμονημένο επεισόδιο, τη διαμάχη γύρω από την τοποθέτηση της προτομής του Θεόφιλου Καΐρη στην Άνδρο, την ιδιαίτερη πατρίδα του, τον Μάιο του 1912, ανασύρει από τη λήθη ο συγγραφέας στο ανά χείρας δοκίμιό του, προκειμένου να το αναδείξει ως μία σημαντική στιγμή στην ιστορία της ελευθερίας της σκέψης και της συνείδησης, η κατάκτηση της οποίας παραμένει, πάνω από έναν αιώνα μετά, απειλούμενη και επισφαλής, όπως τόσα γεγονότα γύρω μας μαρτυρούν. Διακεκριμένος δάσκαλος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αγωνιστής της Επανάστασης, ελευθερόφρων αλλά θρησκευτικά αποκλίνων, ο ανδριώτης φιλόσοφος κυνηγήθηκε ανελέητα από την εκκλησιαστική και την πολιτική εξουσία, που τον οδήγησε στη φυλακή και, τελικά, στον θάνατό, το 1853, στις φυλακές της Σύρου. Όπως δείχνει η λεπτομερής ανάλυση του συγγραφέα, καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, ο κατατρεγμός του Καΐρη συνεχίστηκε δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Τα ίχνη αυτά αναζητά μέσα από μια σειρά από εφήμερα και περιστασιακά κείμενα (άρθρα, επιφυλλίδες, πολεμικές κ.λπ.), ξεκινώντας από ένα εγκωμιαστικό ποίημα του Παλαμά προς τον Καΐρη, προκειμένου να αναχθεί στη «μεγάλη εικόνα», που δεν είναι άλλη από τις ιδεολογικές συγκρούσεις της εποχής, με ουσιαστικό επίδικο τις πολιτικές ελευθερίες και την καταστολή τους. Ο συγγραφέας, μέσα από τον κειμενικό πλούτο που ανασύρει, μελετά όχι μονάχα τις περιπέτειες που υφίσταται ο ανδριώτης φιλόσοφος, ακόμη και μετά θάνατον, αλλά ολόκληρο το σύνθετο πλέγμα εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Οδηγεί, έτσι, τον αναγνώστη του στα πρώτα χρόνια του 20ού, όταν για να αντιμετωπίσουν την πίεση του μαχόμενου δημοτικισμού, των σοσιαλιστικών ιδεών και του βενιζελικού εκσυγχρονισμού, τα συντηρητικά αντανακλαστικά και οι λογοκριτικές πρακτικές άρχισαν πάλι να αναζωπυρώνονται.

 

Άννα Καρακατσούλη κ.ά. (επιμ.), 1821 Η γνωστή-άγνωστη Επανάσταση, Εκδόσεις των Συναδέλφων

Κυριολεκτικά «επί του πιεστηρίου» ο τόμος αυτός, που επιμελούνται οι Άννα Καρακατσούλη, Βάσω Σειρηνίδου, Γιώργος Λιερός, Σωτήρης Λυκουργιώτης και Μαρίνος Σαρηγιάννης, περιλαμβάνει επιλεγμένες εισηγήσεις από το διεθνές συνέδριο με τίτλο 1821: Η γνωστή-άγνωστη Επανάσταση. Μια παράδοση ανταρσίας – Τέλος ή αρχή; που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 9-12 Δεκεμβρίου 2021. Κοινό χαρακτηριστικό των κειμένων που περιλαμβάνονται στον τόμο η διερεύνηση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 στο πλαίσιο μιας οπτικής «ιστορίας από τα κάτω», η οποία φωτίζει πτυχές του λαϊκού πολιτισμού και εντάσσει τα γεγονότα στα διεθνή, βαλκανικά, οθωμανικά και μεσογειακά συμφραζόμενα της εποχής.

 

Προηγούμενο άρθροΜια αγαπητική εσπερίδα για τον ποιητή Μιχάλη Γκανά
Επόμενο άρθροCecil Taylor (1929-2018): Γενέθλια επέτειος του θεμελιωτή της free τζαζ και ποιητή (του Γιάννη Μουγγολιά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ