του Γιάννη Ν.Μπασκόζου
Ο καλύτερος καιρός για διάβασμα στο τέλος των διακοπών ή στην αρχή της επανόδου. Τα βιβλία μάς επαναφέρουν σε μια κανονικότητα, ας πούμε πιο κανονική, καθώς ξεκούραστοι μπορούμε να βουτήξουμε σε νέες αναγνωστικές περιπέτειες. Τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα των ελλήνων συγγραφέων στρέφονται σε παλιότερες εποχές αναζητώντας μνήμες ικανές να διεγείρουν τις σημερινές αισθήσεις. Αντίθετα στους ξένους συγγραφείς προέχει η μοντερνίστικη αφηγηματογραφία σε πολλές εκδοχές. Όλα όμως και των ελλήνων και των ξένων είναι πολύ διαφορετικά και συνιστούν μια ωραια βεντάλια αναγνωστικής δροσιάς.
Roberto Bolanio, Ο ανυπόφορος Γκάουτσο, μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, Άγρα
Είναι το τελευταίο βιβλίο του Χιλιανού συγγραφέα, του οποίου το έργο επηρεάζει τα τελευταία χρόνια την δυτική λογοτεχνία. Περιέχει τέσσερα εκτενή διηγήματα, όπως συνηθίζει ο Μπολάνιο και δύο ομιλίες προορισμένες να γίνουν διαλέξεις. Οι ιστορίες του Μπολάνιο είναι συνήθως υβριδικές. Κινούνται ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα. Για παράδειγμα στο «Ο ανυπόφορος Γκάουτσο» αφηγείται την ιστορία ενός αστού δικηγόρου που την μεγάλη περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Αργεντινή (την εποχή της κατσαρόλας) αφήνει το Μπουένος Άιρες για να ζήσει σε ένα κτήμα μέσα στην έρημο. Εκεί περιστοιχισμένος από περιθωριακούς αγρότες θα ζήσει κάποιες φανταστικές περιπέτειες αλλά ενδιάμεσα το κείμενό του έχει χώρο για κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές παρατηρήσεις και σχόλια πάνω στην ύπαρξη και το νόημά της. Θα είναι οξύς με τους διανοούμενους στο «Το ταξίδι του Άλβαρο Ρουσσελό» με ήρωα έναν λογοτέχνη που αναζητά έναν σκηνοθέτη που του κλέβει τα μυθιστορήματα του και τα κάνει σενάρια για ταινίες. Θα σατιρίσει τους μπάτσους στο «Ο αστυνόμος των αρουραίων» και στο «Δύο καθολικά διηγήματα». Οι σκέψεις του ακολουθούν τεθλασμένες γραμμές, διαπερνούν την πραγματικότητα αντιμετωπίζοντας την ως κάτι μη πραγματικό ενώ οι ήρωες του κινούνται σε έναν δικό τους κόσμο. Τα διηγήματα εμπνέονται από τον Κορτάσαρ και τον Μπόρχες αλλά συνιστούν μια ιδιοτυπία που φέρνει την δική του σφραγίδα. Όσον αφορά στις δύο διαλέξεις του (που διαβάζονται κι αυτές ως αφηγήματα) του δίνουν την ευκαιρία να στοχαστεί πάνω στον θάνατο και τον σημερινό ισπανόφωνο κόσμο. Κρατάω το : «Όλοι καταλήγουμε να γίνουμε θύματα του αντικειμένου της λατρεία μας, ίσως επειδή κάθε πάθος τείνει- με μεγαλύτερη ταχύτητα από τα υπόλοιπα συναισθήματα – προς το τέλος του, ίσως λόγω της υπερβολικής συχνότητας των επαφών του με το αντικείμενο του πόθου».
Δημήτρης Μανιάτης, Η Καγκέλω, Μετρονόμος
Ο Δημήτρης Μανιάτης συνηθίζει να εκδίδει, εκτός από τις μελέτες του, συλλογές με μικρά διηγήματα. Ολιγοσέλιδα με στόχο το συναίσθημα. Η θεματολογία του θα λέγαμε ότι είναι σε πρώτο πλάνο λαϊκή. Κυρίως αφορά σε λαϊκούς ανθρώπους ή λαϊκούς τραγουδιστές. Σε δεύτερο πλάνο τα μικρά αυτά κείμενα λειτουργούν ως «πνευματοσυλλέκτες» παλιών εποχών, αξιών και συναισθημάτων. Οι χώροι του είναι κυρίως καφενεία μιας άλλης εποχής, υπόγεια κωλάδικα,η Ομόνοια, ο κινηματογράφος Star που πρόβαλε πορνό, το ξενοδοχείο Κάρλτον για γρήγορες συνευρέσεις. Οι άνθρωποί του μεροκαματιάρηδες, οικοδόμοι, σουλατσαδόροι, ένας νεκροπομπός, ένα μέντιουμ, φτωχοί, σαλεμένοι. Πρόσωπα που σημάδεψαν μια εποχή, όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης που στο μνημόσυνό του οι «πιστοί» του σταυροκοπιόνταν και προσκυνούσαν την εικόνα του ή ο παλιός τραγουδιστής – «θεός» που τραγουδάει πια σε μια υπόγα αλλά ο αφηγητής τον βλέπει να απογειώνεται στους ουρανούς. Η Καγκέλω είναι «οικοδόμος και πρώτη γκόμενα στη Χαβάη» που για χρόνια έκανε πιάτσα στο Σταθμό Πελοποννήσου. Δύο παλιοί αγαπημένοι, γέροι πια, συναντώνται για να κάνουν αυτό που έπρεπε να έχει γίνει πριν χρόνια. Η πατίνα του χρόνου σαν αχλύ σκεπάζει πρόσωπα και πράξεις. Η γραφή του Μανιάτη είναι κοντά σε ομόρριζους συγγραφείς (με την έννοια πως εμπνέονται από λαϊκούς ανθρώπους) όπως ο Κώστας Ριτσώνης, ο Θωμάς Γκόρπας, ο Τάσος Καλούτσας.
Χρήστος Τσιάμης, Τραγικό Μανχάταν, Μελάνι
Ο Χρήστος Τσιάμης είναι ένας έλληνας «μανχατανάς», όπως θα έλεγε ο Νικόλας Κάλας, ζει δηλαδή στο Μανχάταν, εργάζεται ως μηχανικός που ασχολείται με θέματα περιβάλλοντος, είναι ποιητής και ανταποκριτής του περιοδικού Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ από τη Νέα Υόρκη. Την περίοδο από τις 23 Μαρτίου έως τις 29 Ιουνίου 2020 έστελνε ανταποκρίσεις για την περίοδο του Κόβιντ και το πως την βίωσε ο ίδιος και οι κάτοικοι στη Νέα Υόρκη. Τα κείμενά του αυτά + ένα καταληκτικό πεζοποίημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή αυτή μικροδιηγημάτων εκδόθηκαν από το Μελάνι και τα έχουμε στα χέρια μας με τον υπότιτλο «χρονικό δύσκολο καιρών». Γράφτηκαν και άλλα κείμενα για την εποχή του εγκλεισμού, και εκδόθηκαν σχεδόν αμέσως με τη λήξη της πανδημίας. Η χρονική απόσταση που επέλεξε να δημοσιοποιήσει τα τότε κείμενά του ο Χρήστος Τσιάμης τους προσδίδουν ωριμότητα. Σήμερα έχοντας απομακρυνθεί από εκείνες τις ημέρες είμαστε πιο έτοιμοι να αναστοχαστούμε πάνω σε μια πανδημία που δοκίμασε τις αντοχές της ανθρωπότητας. Ο Τσιάμης μιλάει για το πόσο ευάλωτες είναι οι πλούσιες και δυνατές δυτικές κοινωνίες, για το πως ο χρόνος μπορεί να μικρύνει ή να διασταλεί και να εγκλωβίσει το άτομο. Για την ευθραυστότητα των μικρών καθημερινών στιγμών που τις ζούμε χωρίς έγνοια. Από τις αφηγήσεις του Χ.Τσιάμη περνάνε ο φόβος, η μοναξιά, η απώλεια, η διάρρηξη των σχέσεων. Γραμμένα άλλοτε με ποιητικό ύφος και αλλού με χιούμορ ο αναγνώστης διακρίνει κοινά χαρακτηριστικά με τις δικές του εμπειρίες. Τα άδεια μαγαζιά, οι διπλανοί που τόσα χρόνια τους βλέπεις κάθε μέρα να φεύγουν με φορείο, η μάχη των νοσηλευτών, η φοβία στο μετρό, η καταφυγή στους παλιούς καλούς λογοτέχνες ως αντίδοτο των σκληρών ημερών. Κρατάω ένα τετράστιχο : «δύο φορές την ημέρα το είχαν κανονίσει/κάποιος άγνωστος να τους τηλεφωνήσει/ Και να τους πει τι; Ένα άδειο ,»τι κάνεις;»/Κάπου εδώ της ιστορίας το νήμα το χάνεις».
Σπύρος Κιοσσές, Τσιγάρο βαρ;, Μεταίχμιο
Το βιβλιαράκι αυτό με διηγήματα σύντομης διάρκειας έρχεται ως συνέχεια της προηγούμενης συλλογής του Σ.Κιοσσέ με τίτλο Τα πρωτοβρόχια, μικρή ιστορία ενηλικίωσης, (Μεταίχμιο). Σε εκείνο ο ήρωας ήταν παιδί στο Τσιγάρο βαρ; ο αφηγητής έχει μεγαλώσει. Επισκέπτεται χωριά, αναπλάθει χαρακτήρες παλιούς, καταγράφει συνήθειες που κάποιες σαν πείσμα έχουν διασωθεί ακόμα και σήμερα. Πρωταγωνιστούν μεγάλες γυναίκες, γριές, μάνες, γεροντοκόρες, θείες σταφιδιασμένες αλλά και χωρικοί, αγρότες, ανώνυμοι, ξεχασμένοι άνθρωποι. Είναι μια διαδικασία μνήμης, επιστροφής και ανασύνταξης θυμήσεων. Ανάμεσά τους κάποια ξεχωριστά διηγήματα, όπως το «Name day» με τον αφηγητή φοιτητή στην Αγγλία να κάνει κοινωνική εργασία κρατώντας παρέα σε μια γρια αγγλίδα ή το «Μικρή ερωτική ιστορία» για έναν ανολοκλήρωτο έρωτα. Ο Σ. Κιοσσές γράφει διηγήματα – οφειλές σε μια ζωή που έζησε ο ίδιος ή μέσω άλλων και δεν υπάρχει πια. Χωρίς αυτήν όμως ποιος θα ήταν σήμερα; Από τα διηγήματα αυτά κρατάω μια στιγμή από το διήγημα «Η συναυλία». Ο αφηγητής (μας θυμίζει ότι ο συγγραφέας είναι καθηγητής δημιουργικής γραφής) προσπαθεί να γράψει μια ιστορία για μια μαγική βραδιά όπου μικρό παιδί με την αδελφή του και τις τρεις θείες του παρακολουθούν έξω από το γήπεδο σε ένα παρκάκι τη συναυλία της Χαρούλας και κάποια στιγμή οι θείες του μερακλώνουν κι αρχίζουν να λικνίζονται στο ρυθμό της μελωδίας και αυτός παιδάκι να νιώθει ότι είναι μια μαγική στιγμή που δεν θα ξανάρθει.
William Faulkner, Ο αχός και το πάθος, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Gutenberg/ Orbis Literae
¨Ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία του 20ου αιών το Ο αχός και το πάθος (The Sound and the Fury) διαδραματίζεται στο Τζέφερσον του Μισισιπή, στο πρώτο τρίτο του 20ού αιώνα. Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται στην οικογένεια Κόμπσον, πρώην αριστοκρατών του Νότου που αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν τη διάλυση της οικογένειας και της φήμης της. Ο τίτλος αλλά και το αφήγημα όλο σύμφωνα με τον μεταφραστή του Αχ.Κυριακίδη είναι «μια μυθοπλαστική ανάπτυξη των σαιξπηρικών στίχων από τον Μάκβεθ – άποψη, εικάζω, που θα έβρισκε σύμφωνο και τον ίδιο τον Φόκνερ, όπως φαίνεται από την απάντησή του όταν ρωτήθηκε για τη σημασία του τίτλου».
Η αφήγηση είναι πολυεστιακή και στηρίζεται σε τέσσερις μονολόγους, των τριων αδελφών (Μπέντζι, Τζέισον, Κουέντιν) και της μαύρης υπηρέτριας Ντίλσι. Κεντρική ηρωίδα είναι η Κάντυ, η τέταρτη αδελφή, την οποία λατρεύει ο μουγγός Μπέντζι, την κρίνει σκληρά ως ελευθεριάζουσα ο Κουέντιν και την φθονεί ο τρίτος αδελφός Τζέισον. Η Κάντυ θα μείνει έγκυος, θα χωρίσει με τον πατέρα του παιδιού της και θα μεγαλώσει την κόρη της στο πατρικό σπίτι έως ότου η τελευταία θα φύγει με έναν πλανόδιο καλλιτέχνη.
Μοντερνίστικο μυθιστόρημα, με πολλές αφηγηματικές τεχνικές, διάσπαση του χρόνου, πολλά φλας μπακ, μονόλογοι συνειδησιακής ροής, το παρόν ως τετελεσμένο μέλλον. Από τα πιο επιδραστικά μυθιστορήματα και στον ελληνικό χώρο (Νίκος Μπακόλας, Στρατής Τσίρκας και άλλοι). Ίσως το καλύτερο μυθιστόρημα του νομπελίστα συγγραφέα.
Δες κι εδώ
Τζέννυ Έρπενμπεκ, Καιρός, μτφρ Αλέξανδρος Κυπριώτης, Καστανιώτης
Ενδιαφέρουσα ιστορία πάνω σε ένα πολυπαιγμένο θέμα: η σχέση ενός μεσήλικα παντρεμένου καθηγητή με μία νεαρή φοιτήτρια, εδώ 19 ετών. Ο Φίλιπ Ροθ μοιάζει να το έχει εξαντλήσει αλλά η Έρπενμπεκ φροντίζει να το εντάξει σε μια χώρα που δεν υπάρχει πια, την Ανατολική Γερμανία και στο μεσοδιάστημα που αυτή διαλύεται και ενώνεται με την υπόλοιπη Γερμανία σε ένα και μοναδικό κράτος. Η Καταρίνα συναντά τυχαία σε μια στάση στο Βερολίνο τον πολύ γνωστό συγγραφέα Χανς. Από εκεί αρχίζει μια σχέση μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων, διαφορετικών γενεών και αντιλήψεων. Φόντο είναι τα τελευταία χρόνια της Λ.Δ.Γ. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τη σχέση αυτή μέσω της Καταρίνας, χρόνια μετά τον θάνατο του Χανς, όταν αυτή σκαλίζει το κουτί των αναμνήσεων της. Η ετεροβαρής αυτή σχέση είναι εξαρχής υπονομευμένη. Ο Χανς δέσμιος πολλών υποχρεώσεων, η Καταρίνα ασαφής στις τελικές προθέσεις της, απαθής εν μέρει στις ερωτικές συνευρέσεις. Η σχέση θα δοκιμαστεί, θα υπάρξουν απώσεις και επαναπροσεγγίσεις, προδοσίες, τιμωρίες, μετέωρες καταστάσεις έως την τελική της διάλυση. Μια διάλυση στην οποία βαδίζει και η ίδια η χώρα. Με αυτή την έννοια το μυθιστόρημα λειτουργεί συμβολικά καθώς η ίδια η συμβατική σχέση των δύο, η υποκρισία και η σκοτεινότητα του Χανς σχολιάζουν το ζοφερό παρόν της χώρας που σύντομα θα μεταβληθεί σε παρελθόν. Η μετάφραση δεν νομίζω να ευτύχησε καθώς ο μεταφραστής ακολούθησε το γερμανικό συντακτικό προσθέτοντας αγκυλώσεις στο ρυθμό της ανάγνωσης.
Ίταμαρ Βιέιρα Ζούνιορ, Στραβό αλέτρι, μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, Αίολος
Μια ιστορία από τα βάθη της βορειοανατολικής Βραζιλίας. Οι αδελφές Μπελονίζια και Μπιμπιάνα με τους γονείς και τα δύο μικρότερα αδέλφια τους ζουν στην περιοχή Άγκουα Νέγρα . Ο πατέρας τους Ζέκα Σαπέου Γκράντε εργάζεται σε ένα μεγάλο αγρόκτημα στο οποίο περιστασιακά απασχολείται και η μητέρα τους. Στο σπίτι ζει η γιαγιά τους Ντονάνα. ΟΙ δύο αδελφές βρίσκουν σε μια βαλίτσα που φύλαγε η γιαγιά ένα σκουριασμένο μαχαίρι. Το βάζουν στο στόμα τους και τραυματίζονται. Η Μπιμπιάνα δεν θα μιλήσει ξανά αλλά θα αναπτύξει μια γλώσσα χειρονομιών κυρίως με την αδελφή της και τους υπόλοιπους λίγους γνωστούς της οικογένειας. Τα κορίτσια μεγαλώνουν, συνειδητοποιούν ότι γίνονται γυναίκες, ερωτεύονται και οι δύο τον ξάδελφο Σεβέρο. Η ζωή τους είναι φτωχική, υπόκειται πλήρως στους επιστάτες του κτήματος. Η ψυχαγωγία τους είναι αυτοσχέδια και η σχέση τους με τον έξω κόσμο ανύπαρκτη. Παράλληλα ο συγγραφέας εισάγει κι άλλους χαρακτήρες στην αφήγηση όπως τις αδελφές Κρισπίνα και Κρισπινιάνα. Η Κρισπίνα έχει ψυχωτικά΄ επεισόδια, τα οποία περιποιείται ο πατέρας της Μπιμπιάνα, Ζέκα, γητευτής και γιατρός κατά κάποιον τρόπο της κοινότητας των απομονωμένων αυτών ανθρώπων. Ο συγγραφέας παρακολουθεί την ιστορία της οικογένειας, τις παντρειές των δύο κοριτσιών, τις προσπάθειες αυτοοργάνωσης των εργατών γης, τις δεισιδαιμονίες, τα ανεξήγητα φαινόμενα που τυραννούν τις ζωές τους, τη βαθιά δύναμη που οι άνθρωποι αυτοί διαθέτουν για να επιβιώσουν. Μυθιστόρημα βραβευμένο απηχεί τους αγώνες των αφροβραζιλιάνων εργατών γης, απογόνων σκλάβων, των οποίων η μοίρα είναι προδιαγεγραμμένη και η μόνη απαντοχή είναι οι οικογενειακοί δεσμοί και η πάλη για κάτι καλύτερο. Γραμμένο με αγάπη για τους φτωχούς ανθρώπους, με λιτό ύφος, ωραίο ρυθμό αφήγησης που σε γνωρίζει με μια πλατιά διαδεδομένη λογοτεχνία που οι περισσότεροι αγνοούμε.
Κατερίνα Χανδρινού, Χωλ, Κείμενα
Η Κατερίνα Χανδρινού δίνει μικρά κείμενα ιδιότυπης γραφής. Ξεχώρισε με το Κόρκυρα (2019, εκδ. Κείμενα) «ένα υβριδικό ημερολόγιο, ποιητικό και πεζό ταυτόχρονα, που διανθίζεται με πλήθος διακειμενικών αναφορών, αποσπάσματα ποιημάτων και τραγουδιών, και στο οποίο κυριαρχεί η αίσθηση του βιογραφικού αποτυπώματος» (Νο14ΜΕ). Στο ίδιο μοτίβο, ακόμα πιο προσωπικό έρχεται το Χωλ να επιβεβαιώσει αυτή την ιδιότυπη γραφή ως ξεχωριστό ύφος. Μικρά κείμενα και εδώ που συνδέονται μεταξύ τους με την αίσθηση κάτι παλιού, άπιαστου, άχρηστου ίσως πια , όπως το χωλ, στα παλιά μεσοαστικά σπίτια. Πράγματα και γεγονότα άλλης εποχής όπως η επίδειξη τάπερ, οι σκληρές οδοντόβουρτσες, τα τηλέφωνα με καντράν δίνουν την πατίνα του χρόνου. Παράλληλα υπάρχει το σήμερα, η γυναικεία αίσθηση των πραγμάτων, το βάρος μια αβόλευτης πραγματικότητας. Οι άνθρωποι που ζουν αποσπασματικά, ενοχικά και μερικές φορές τυχαία. Το χωλ , ένας χώρος που εξέλιπε στρίμωξε τους ανθρώπους στο κουζινοσαλόνι, ένα χώρο πιο δημόσιο αλλά και πιο πιεστικό. Τα μικρά αυτά κείμενα συνομιλούν μεταξύ τους σε ένα εννοιακό, θα λέγαμε, μυθιστόρημα. Η κόκκινη γραμμή που τα ενώνει είναι η άπνοια των σχέσεων, η αρρυθμία μιας ζωής στενεμένης. Πολλές διακειμενικές αναφορές διάσπαρτες στα κείμενα της Χανδρινού δίνουν αφορμές για συσχετισμούς με τον «έξω κόσμο». Κρατάω πολλά που μου άρεσαν όπως π.χ. Το χωλ: «Χώρος ευεργετικός, χώρος κατώφλι, χώρος φίλτρο. Χώρος που επιτρέπει τη μετάβαση από την υπαίθρια κατάσταση στην οικιακή σφαίρα. Αν καταφέρεις να μπεις αθόρυβα στο σπίτι , μπορείς να μείνεις εκεί για ώρα, να μείνεις όσο χρειαστεί, να διαλογιστείς, να μονολογήσεις, μέχρι ν΄ αναλάβεις δυνάμεις, ώστε να μπορέσεις να μπεις στο εργοτάξιο, να αντιμετωπίσεις την οικογένεια ή τον δυισμό η ν΄ αντέξεις τη μοναξιά, τον ασκητισμό, τον αναχωρητισμό».
Kaouther Adimi, Με άνεμο κακό, μτφρ. Έφη Κορομηλά, Πόλις
Την Καουτέρ Αντιμί την είχαμε διαβάσει σε εκείνο το εξαίρετο και βιβλιοφιλικό Τα πλούτη μας (εκδ.Πόλις). Στο Με άνεμο κακό, τίτλος από το «φθινοπωρινό τραγούδι» του Βερλέν, ο κεντρικός ήρωας είναι ένας Αλγερινός συγγραφέας, ο Σαΐντ, ο οποίος γράφει ένα μυθιστόρημα για τη ζωή τη δικιά του και δύο φίλων του: της Λεϊλά και του Ταρέκ. Τρία παιδιά που μεγάλωσαν μαζί σε ένα απομονωμένο χωριό της Αλγερίας, ο βοσκός Ταρέκ, η συνεσταλμένη Λεϊλά και ο ευαίσθητος, από πλούσια οικογένεια Σαΐντ. Ο Ταρέκ ντύνεται στρατιώτης ενώ ο Σαΐντ σπουδάζει. Ο Ταρέκ με την επιστροφή του θα παντρευτεί την Λεϊλά (η οποία έχει παντρευτεί και χωρίσει έχοντας έναν γιο) ενώ από μια συγκυρία θα παίξει και στην περίφημη ταινία του Τζίλο Ποντεκόρβο «Η Μάχη της Αλγερίας». Ο Ταρέκ θα αναζητήσει δουλειά στη Γαλλία και μετά στην Ιταλία ενώ η γυναίκα του μεγαλώνει τις τέσσερις κόρες και τον γιο τους. Στην Ιταλία ο Ταρέκ εργάζεται στο Μουσείο ενός γλύπτη και αποκτά μια άλλη σχέση με τον κόσμο μέσω της τέχνης και της σιωπής. Αρνείται δε να επιστρέψει στην παλιά ζωή του, στη γυναίκα και το χωριό του. Όταν κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα του Σαΐντ η ιστορία των τριών είναι αλλαγμένη. Η Λεϊλά παρουσιάζεται ως μια απελευθερωμένη ερωτική γυναίκα, κάτι που αντιβαίνει στην ισλαμική της κουλτούρα και την συνθλίβει ψυχολογικά. Θυμώνει γιατί καταλαβαίνει ότι οι λέξεις μπορούν να αλλάξουν την πραγματικότητα. Από τότε μισεί τον γραμματισμό. Ούτε αυτή ούτε ο Ταρέκ θα ξαναμιλήσουν στον Σαΐντ.Οι πολιτικές αλλαγές στην Αλγερία, η επικράτηση των ισλαμιστών, η τρομοκρατία και ο εμφύλιος θα επανενώσουν την οικογένεια, που θα ξαναβρεί την επαφή με αυτό που οι ίδιοι ορίζουν ως ευτυχία. Κρατάω ένα μονόλογο του Ταρέκ «Ποτέ δεν έβρισκα τις λέξεις που ήθελα. Μεγάλωσα με στη σιωπή. Γέλασα μες στη σιωπή. Τι είναι οι λέξεις και σε ποιους ανήκουν;».
Νικολάι Σουλτς, Ναυτία της γης, μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, Αντίποδες
Κάτι μεταξύ δοκιμίου και μυθοπλασίας, «εθνογραφικής μυθοπλασίας» το χαρακτηρίζει ο ίδιος. Ο αφηγητής που ταυτίζεται με τον συγγραφέα νιώθει να πνίγεται στη σύγχρονη ζωή. Προβληματίζεται αν αυτό που αποκαλείται σύγχρονη, αναπτυγμένη, τεχνολογικά επωφελής κοινωνία βοηθά ή καταρρακώνει την ανθρώπινη ύπαρξη. Συνειδητοποιεί πως «το ταξίδι προς τα εσωτερικά βάθη δεν κατευνάζει τον φόβο και την αγωνία που τον διακατέχουν γιατί αυτός ο φόβος και η αγωνία προκαλούνται από τα εξωτερικά ίχνη που αφήνει πίσω της η ζωή του». Είναι όπως λέει σα να έχει γυρίσει η ύπαρξή του μέσα έξω. Η ύζωή του νιώθει ότι υπάρχει «σε βάρος των άλλων» εμποδίζοντας ταυτόχρονα την ανάπτυξη αυτών των άλλων ανθρώπων. Αποφασίζει να βρει στιγμές ηρεμίας και ουσιαστικής επαφής με τον εαυτό του καθώς δέχεται την πρόσκληση του φίλου του Βικτόρ να πάει για λίγες μέρες με ένα σκάφος σε ένα μικρό νησί γαλλικό νησί, το Πορκερόλ. Στην αρχή πιστεύει, όπως ο πλοίαρχος Νέμο, ο ήρωας του Ιουλίου Βερν, ότι η θάλασσα, αυτή η απέραντη δεξαμενή της φύσης θα μπορεί να τον ανανεώσει. Η συνάντησή του με μια γριά κάτοικο του νησιού θα του ανατρέψει αυτή την εικόνα. Θα του επιστήσει την προσοχή ότι αυτό το νησί έχει πάψει να είναι ένα απλό νησί αλλά ένα νησί εποικισμένο από τον τουρισμό. Ένα νησί που της στερεί την ελευθερία της. Νιώθει ότι όσο αυτός κινείται ελεύθερα στο νησί, αφήνοντας πίσω τα ίχνη του, το ίδιο το νησί εξαφανίζεται. Πικρές σκέψεις για την ανθρωπόκαινο εποχή όπου ο αφηγητής σκέπτεται τη σχέση του με έναν κόσμο βυθισμένο σε μια τρομακτική πλανητική κρίση που την έχει δημιουργήσει ο ίδιος. Κρατώ μια απλή φράση «Το πρόβλημα είμαι εγώ!».
Μαρία Στασινοπούλου, Του καιρού που επιμένει, Κίχλη
Τέταρτη συλλογή μικρών κειμένων της Μαρίας Στασινοπούλου. Το μοτίβο δεν αλλάζει: μικρά κείμενα, συναντήσεις με καθημερινούς ανθρώπους, διανοούμενους αλλά και ταξιτζήδες ή ντελιβεράδες, θυμοσοφικά, κωμικά ή απλώς στοχαστικά. Η συγγραφέας είναι συλλέκτης ιστοριών. Όλες μοιάζουν με πραγματικές ιστορίες αλλά σίγουρα δεν είναι, εμπεριέχουν δημιουργική μυθοπλασία τέτοια όμως που να μην «καπελώνει» μια εικόνα που «διαβάζει» ο αναγνώστης και η οποία θα μπορούσε να είναι πραγματικότητα. Πολλές ιστορίες στηρίζονται στις συζητήσεις με άλλους ανθρώπους, τους περισσότερους άγνωστους, άλλες πάλι στηρίζονται σε γνωστούς τής συγγραφέως που αφηγούνται κάποια περίεργη ιστορία. Π.χ. αυτή που γνώρισε στη ζωή της τρείς μάνες (Τα μυστήρια της ζωής). Ή τις ανακαλεί η ίδια από το παρελθόν της π.χ. μια ιστορία με έναν πελάτη του πατέρα της που έπαθε νεκροφάνεια (Νεκροφάνεια). Κάποιες μοιάζει να της αντλεί από τα μικρά των εφημερίδων (Κλίμακας ανά δεκαετία, Τρόμος κ.ά). Μερικά κείμενα έχουν τη στόφα του γνωμικού, του αφορισμού, της καθημερινής σοφίας, αυτά είναι και τα πιο σύντομα. Τα λιγότερα και τα πιο μεγάλα κείμενα έχουν το χαρακτήρα ενός διηγήματος. Τέλος το θέμα των ηλικιωμένων, των γηρατειών, των μικρών και μεγάλων θανάτων έρχεται και φεύγει συχνά πετώντας σαν σκια μελαγχολίας πάνω από πολλά κείμενα της Μ. Στασινοπουλου. Παρά το ότι τα κείμενα είναι θεματολογικά, αφηγηματικά και ιδιοσυγκρασιακά διαφορετικά το ύφος παραμένει διακριτό. Κρατάω από το «Μοναξιά παλεύεται» τον μοναχικό άνδρα που έπαιρνε τηλέφωνο από το κινητό του στο σταθερό του σπιτιού του «ίσα για να ακούει το τηλέφωνό του να κτυπάει».
Ματίας Ενάρ, Ο χορός της προδοσίας, Μτφρ. Χαρά Σκιαδέλλη, Στερέωμα
Ο Ματίας Ενάρ, γνωστός και από τα προηγούμενα μυθιστορήματά του στη χώρα μας όσο και από την καλοκαιρινή του συμμετοχή στο 3ο Φεστιβάλ Βιβλίου στα Χανιά αρέσκεται σε αφηγήσεις υβριδικές, χαμηλότονες και στοχαστικές, χωρίς αυτό το τελευταίο αναδύεται σε πρώτο πλάνο. Στο Ο χορός της προδοσίας παρουσιάζει δύο διαφορετικές αφηγήσεις ή μάλλον δύο διαφορετικές ιστορίες, χωρίς εμφανή σύνδεση μεταξύ τους, οι οποίες όμως αποτελούν ένα σώμα. Στην πρώτη, κατά σειρά εμφάνισης, ένας στρατιώτης λιποτακτεί από το στρατό. Ο χρόνος και ο τόπος δεν διευκρινίζονται, αλλά μήπως όλοι οι πόλεμοι δεν μοιάζουν; Ο στρατιώτης ακολουθεί μια πορεία προς τα δικά του μέρη, έξω από ένα χωριό, και ζητά καταφύγιο σε μια ξύλινη καλύβα που είχε κάποτε κτίσει ο πατέρας του. Έχει μαζί το στρατιωτικό του όπλο, με το οποίο θα κυνηγήσει την τροφή του. Μια γυναίκα από το χωριό θα πλησιάσει το κρησφύγετό του σέρνοντας πίσω της ένα γάιδαρο. Δύο άνθρωποι κυνηγημένοι και τυραννισμένοι από τον πόλεμο σε μια σχέση με πολλά σκαμπανεβάσματα.
Η δεύτερη ιστορία έχει στο επίκεντρο έναν διάσημο μαθηματικό, τον Πολ Χόιντεμπερ, ο οποίος μετά το στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ κατέφυγε στην ΛΔΓ και έμεινε εκεί να δοξαστεί ως επιστήμονας και «σωστός» κομμουνιστής. Το καθεστώς του επέτρεπε να επισκέπτεται συχνά την αγαπημένη του γυναίκα Μάγια η οποία ζούσε στη Δυτική Γερμανία. Τη ζωή αυτών των δύο τη γνωρίζουμε μέσα από την αφήγηση της κόρης τους Ίρινα, η οποία αρχίζει με την αφήγηση ενός συνεδρίου προς τιμήν του εκλιπόντος Πολ Χόιντεμπερ. Στην πορεία μέσα από τα αρχεία της Στάζι η Ίρινα θα ανακαλύψει πόσο διαβρωμένη από ψέματα και ψευδαισθήσεις ήταν η ζωή της μητέρας και του πατέρα της. Κρατώ αυτό: « Που βρίσκονται οι αλήθειες μιας ζωής ψευδαισθήσεων; Στη δική μου αφέλεια; (..) Σε αυτά που ήξερε ο Πολ. Αυτά που είχε συγχωρήσει. Αυτά που δεν ήθελε να δει;». Άνθρωποι έρμαιοι της ιστορίας, της τύχης και του ανθρώπινου αμοραλισμού.
Μπορίς Πιλνιάκ, Η νουβέλα της άσβεστης σελήνης, μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Άγρα
Ένα μικρό κόσμημα, το είχε επισημάνει ο Σαλάμοφ όταν το βρήκε ξεχασμένο στη βιβλιοθήκη της φυλακής του. Ο Πιλνιάκ, ταλαιπωρημένος, κυνηγημένος από τη σοβιετική εξουσία, εξαναγκασμένος σε «μετάνοιες» και υποχωρήσεις για να μείνει εσαεί «ύποπτος» θα εκτελεστεί τελικά, αλλά θα αφήσει μερικά σημαντικά έργα. Στη Νουβέλα της άσβεστης σελήνης αφηγείται την ιστορία ενός στρατάρχη, του Γκαβρίλοφ, μεγάλου νικητή στα πεδία των μαχών, ο οποίος πάσχει από το έντερό του. Οι κομισάριοι τον στέλνουν να εγχειρισθεί χωρίς αυτός να συναινεί, πράξη που ισοδυναμεί με την καταδίκη του σε θάνατο. Στην ιστορία διαβάζουμε ότι ακόμα και οι χειρουργοί θεωρούσαν ότι δεν χρειάζεται να υποβληθεί στο μαρτύριο της εγχείρησης όμως ο κομισάριος είναι κατηγορηματικός: «έχω δώσει ήδη διαταγή». Που σημαίνει «έχει αποφασιστεί να σε καθαρίσουμε». Τι τελευταίες ημέρες του ο στρατάρχης Γκαβρίλοφ θα τις περάσει με τον παλιό του φίλο Ποπόφ, τρέχοντας πάνω σε ένα καμπριολέ αυτοκίνητο. Ο στρατάρχης γνωρίζει ότι βαδίζει προς τον θάνατο. Το βιβλιαράκι αυτό έκανε μεγάλο θόρυβο καθώς εμπνεόταν από τον πραγματικό θάνατο στο χειρουργείο του υπαρκτού αξιωματούχου Μ.Β. Φρούνζε, πράγμα που ανάγκασε τον συγγραφέα να κάνει σχετική διευκρίνηση στον πρόλογο ότι το αφηγούμενο συμβάν είναι προϊόν φαντασίας. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει η ίδια η αφήγηση, χαμηλότονη, με σκιες μελαγχολίας, προοικονομεί τα χειρότερα που θα προκύψουν από την σιδερένια κομματική εξουσία. Ξεχωρίζω μια ατάκα του στρατάρχη όταν ζητά να του φέρον να διαβάσει ένα βιβλίο χωρίς αγώνες και εξάρσεις αλλά που να μιλάει για την καθημερινή απλή ζωή και να καταλήξει «θα διαβάσω Τολστόι. Γράφει πολύ ωραία για τα γάντια στο χορό».
Με ενδιαφέρει κάθε σχόλιο και ενημέρωση