της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη
«Την αύριον, η επαύριον κι αυτήν άλλη αύριον παραμονεύει, / με άδειο ήχο έρποντας από το ένα σήμερα στο άλλο/ ως την έσχατη συλλαβή του χαρτογραφημένου χρόνου/ και όλα μας τα χθες. λαμπάδες: να φωτίζουν τις μάζες / των αφρόνων/ στην κάθοδό τους προς τον τέφρο θάνατο. Σβήσου, σβήσου, ζωής ολίγης φλόγα./ Φάντασμα πλανόδιο ο βίος/ μικρής μοίρας θεατρίνος,/ που φωνασκεί και ματαιολογεί επί σκηνής/ κι ύστερα μνήμη πια καμία δεν θα τον φιλοξενήσει. Η ζωή: παραμύθι ειπωμένο από ηλίθιο, γεμάτο ήχους της μανίας / και νόημά της το μηδέν» [1]
Αυτό το απόσπασμα από τον Μακμπέθ του Σαίξπηρ επιλέγει ο Γουίλιαμ Φώκνερ (1897–1962) για να παραθέσει ως προμετωπίδα του εμβληματικού του μυθιστορήματος Η βουή και η μανία (εκδ. Καστανιώτης, μτφρ: Παύλος Μάτεσις), αποκαλύπτοντας τις ισχυρές σαιξπηρικές του επιρροές. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1929 στην Αμερική πάνω στο Μεγάλο Κραχ, έχοντας πρώτα απορριφθεί από αρκετούς εκδότες που αρνούνταν να τυπώσουν κατά τη γνώμη τους ένα έκφυλο έργο.
Η ιστορία του βιβλίου διαδραματίζεται στο Τζέφερσον του Μισισιπή και επικεντρώνεται στους Κόμπσον, μία παλιά αριστοκρατική αλλά ξεπεσμένη πια οικογένεια του αμερικανικού Νότου. Οι Κόμπσον αντιμετωπίζουν την κοινωνική και οικονομική τους κατάρρευση με το βιβλίο να καλύπτει μια περίοδο περίπου τριάντα χρόνων. Πρόκειται για μία ζωντανή αντανάκλαση της νότιας κοινωνίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται (την παρακμή των φυτειών του Νότου, την άνοδο της βόρειας καπιταλιστικής οικονομίας και τις συνακόλουθες κοινωνικές συνέπειες), αλλά και για μία τολμηρή ανθρωπογεωγραφία του κακού που κοιτάζει κατάματα την οικογενειακή αποσύνθεση.
Βέβαια, η ιστορία της οικογένειας Κόμπσον και η παρακμή της δεν είναι παρά ο εξωτερικός φλοιός του μυθιστορήματος. Διαβάζοντας σύντομα θα αντιληφθούμε πως η κατάρρευση των Κόμπσον είναι απλώς το σύμπτωμα, η φυσική κατάληξη μίας παθολογικής κατάστασης. Ως αναγνώστες καλούμαστε να αφουγκραστούμε και να διαγνώσουμε όχι μόνο τα συμπτώματα, αλλά την ίδια τη νόσο που τα προκαλεί. Γιατί οι Κόμπσον νοσούν βαριά. Νοσούν από αγάπη και ακριβέστερα από την έλλειψη αυτής. Εδώ χτυπά η καρδιά του βιβλίου, καρδιά που ανήκει δικαιωματικά στην μοναχοκόρη των Κόμπσον. Στην τρυφερή κι ατίθαση Κάντυ, που είναι μία ορμή φωτός σε ένα περιβάλλον σήψης. Η παρουσία κι αργότερα η απουσία της οποίας συνθλίβει τραγικά τις ζωές των τριών αδελφών της.
Ο ίδιος ο Φώκνερ έχει πει πως το βιβλίο αυτό είναι ένα βιβλίο για την Κάντυ. Μόνο που η ηρωίδα του δεν αφηγείται ποτέ την δική της εκδοχή. Αφηγητές στα τρία πρώτα κεφάλαια είναι τα αδέρφια της Μπέντζυ, Κουέντιν και Τζέισον. Μονάχα στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου υπό τον τίτλο «Ντίλσυ», που είναι το όνομα της ηλικιωμένης πια μαύρης οικονόμου των Κόμπσον, εμφανίζεται ένας παντογνώστης αφηγητής και διηγείται την ιστορία σε τρίτο πρόσωπο.
Όπως ήταν αναμενόμενο ένα μέρος της κριτικής αναρωτήθηκε: αφού έχουμε ένα βιβλίο για την Κάντυ, γιατί δεν είναι αφηγήτρια και η ίδια; Ο συγγραφέας απάντησε: «επειδή η Κάντυ ήταν για μένα πολύ όμορφη και πολύ συγκινητική για να αναλωθεί στην περιγραφή των γεγονότων. Ήταν προτιμότερη η αφήγηση μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου [..] που θα ήξερε τι έχει συμβεί, αλλά δεν θα ήξερε το γιατί».
Σ’ αυτό το HerStory Η βουή και η μανία θα συζητηθεί ως μία ιστορία αντικειμενοποιήσής της Κάντυ μέσα από τα μάτια των άλλων. Ως ένα χρονικό της μεταχείρισής της ως αντικειμένου από τους αδερφούς της με την αυτονομία της να απειλείται, ώστε η ίδια να πάψει να αποτελεί μία ανεξάρτητη προσωπικότητα και να μετατραπεί σε ένα μέσο πραγματοποίησης άλλων απώτερων σκοπών σύμφωνων με τις αρχές του παλιού Νότου και τις αντιλήψεις της εποχής.
Το κείμενο αυτό θα είναι η νέα και τρίτη κατά σειρά προσθήκη στην ενότητα των Faulkner Series που έχει ξεκινήσει τον τελευταίο χρόνο στη στήλη. Με σταθερό σημείο εστίασης το φύλο σε μία εν εξελίξει δοκιμασία αναγνωστικής καταβύθισης στον φωκνερικό κόσμο. Θυμίζω πως σ’αυτό το πλαίσιο έχουν προηγηθεί κριτικά δοκίμια για άλλα δύο αριστουργηματικά βιβλία του νομπελίστα (Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! και Φως τον Αύγουστο), τα οποία μπορούν να αναζητηθούν στο αρχείο του HerStory.
Καθώς ο ήχος της μανίας δεν είναι το μόνο στοιχείο που αντλείται από το σαιξπηρικό κείμενο, περνώντας στο εναρκτήριο κεφάλαιο του μυθιστορήματος του Φώκνερ βρισκόμαστε μπροστά σε μία ιδιοφυή τεχνική αφήγησης. Το πρώτο (και πιο απαιτητικό) μέρος του βιβλίου το αφηγείται ο Μπέντζυ, ο τριαντατριάχρονος γιος των Κόμπσον την ημέρα των γενεθλίων του. Αυτό που διαφοροποιεί τον Μπέντζυ και κάνει την επιλογή του ως αφηγητή να ξεχωρίζει είναι η εκ γενετής διανοητική υστέρηση του ήρωα. Μία ιδέα που γονιμοποιείται από το σαιξπηρικό: «Η ζωή: παραμύθι ειπωμένο από ηλίθιο». Στην κατατοπιστική εισαγωγή που υπογράφει ο Μάτεσις για την ελληνική έκδοση διαβάζουμε:
«Επιλέγοντας να αφηγηθεί την ιστορία του με όργανο το μυαλό ενός ηλίθιου, ο Φώκνερ επιβάλλει αυστηρούς περιορισμούς στον εαυτό του. Ο Μπέντζυ δεν μπορεί να μιλήσει. Κοινοποιεί τα αισθήματά του μόνο με μουγκρητά και μινυρισμούς […]. Αντιδρά μόνο σε ερεθίσματα επί των αισθήσεων. Η δραστηριότης του μυαλού του έχει περιοριστεί στη μνήμη […] Ο Μπέντζυ δεν διαθέτει αίσθηση του χρόνου, δεν μπορεί να διαφοροποιήσει το παρελθόν από το παρόν. Ένα γεγονός που θυμάται είναι τόσο πραγματικό γι’ αυτόν όσο και κάτι που συμβαίνει στο παρόν».
Για ποια πράγματα, όμως, μιλά με αισθητηριακή αποτύπωση και με μία πρωτόγονη ποίηση ο Μπέντζυ με τις νοητικές ικανότητες ενός τρίχρονου παιδιού; Ο Μπέντζυ όπως και τα άλλα δύο του αδέρφια ο αμλετικός και διανοούμενος Κουέντιν κι ο κυνικός και οργίλος Τζέισον μιλούν για το ίδιο πρόσωπο. Μιλούν για την Κάντυ.
Η Κάντυ συμβολίζει στο βιβλίο σπάνιες αρετές. Την αγάπη, την συμπόνια και την κατανόηση σε μια οικογένεια που αυτοκαταστρέφεται λόγω της έλλειψης αυτών ακριβώς των ποιοτήτων. Ο Μπέντζυ στο πρώτο μέρος του βιβλίου επαναλαμβάνει εμμονικά στο μυαλό του – γιατί ο Μπέντζυ δεν μιλά – την φράση «Η Κάντυ ευωδίαζε σαν δέντρα». Η αδελφή του είναι μία στοργική φιγούρα για τον Μπέντζυ, μία παρουσία σε ευθεία αντίθεση με το δυσλειτουργικό γονεϊκό ζεύγος της συναισθηματικά απρόσφορης και ψυχικά κακοποιητικής μητέρας Kαρολάιν και του αδιάφορου πατέρα Κόμπσον που περνά τις μέρες του διαβάζοντας, φιλοσοφώντας και πίνοντας ουίσκι.
Στις πρώτες του αναμνήσεις από την Κάντυ, ο Μπέντζυ συνδέει ευχάριστα τη νεανική αθωότητα της αδερφής του με την ευωδιά των δέντρων στα οποία έπαιζαν μαζί. Όταν η Κάντυ γίνεται σεξουαλικά ενεργή, ο Μπέντζυ διαισθάνεται την αλλαγή. Η συνειδητοποίηση της νέας κατάστασης τον κλονίζει.
Η σεξουαλική αφύπνιση της Κάντυ θα απασχολήσει και τον φοιτητή πια Κουέντιν στο δεύτερο κεφάλαιο της δικής του αφήγησης, όταν θα βρεθεί στο Χάρβαρντ με τους τελευταίους πόρους της οικογένειας. Για τον ακόμα παρθένο Κουέντιν η σεξουαλικότητα της Κάντυ θίγει την τιμή της οικογενείας και οδηγεί την λατρεμένη του αδελφή – με την οποία παραμένει εσαεί ανομολόγητα ερωτευμένος – σε έναν τρόπο ζωής που ο ίδιος θεωρεί έκλυτο. Σε μία απελπισμένη προσπάθεια να σώσει την Κάντυ από το αμάρτημά της, ο Κουέντιν αποφασίζει να πει ψέμματα στον πατέρα τους ισχυριζόμενος την ύπαρξη αιμομικτικής σχέσης με την αδελφή του. Κατ’ αυτόν το τρόπο, ο Κουέντιν πιστεύει πως οι δυο τους θα θεωρηθούν καταραμένοι, αλλά η Κάντυ λιγότερο ακόλαστη.
Όταν ο γάμος της Κάντυ τελικά διαλύεται , μετά από μία σειρά αποκαλύψεων, ο τρίτος αδελφός ο Τζέισον, εκείνος που για τον Φώκνερ συμβολίζει το απόλυτο κακό, χάνει την χρυσή του ευκαιρία. Δηλαδή την προσυμφωνημένη επαγγελματική σταδιοδρομία που είχε καταφέρει να αποσπάσει ως υπόσχεση από τον άνδρα της αδελφής του.
Καθένα από τα τρία αδέρφια προσπαθεί να κερδίσει από την Κάντυ. Έτσι, μοιραία εκείνη αντικειμενοποιείται. Αρχικά, λαμβάνοντας την καθησυχαστική ποιότητα ενός ευωδιαστού δέντρου στην ταραγμένη συνείδηση του συναισθηματικά εξαρτημένου και αθώου Μπέντζυ. Έπειτα, στα μάτια του Κουέντιν γίνεται ένα σύμβολο αρετής που εκπίπτει αμαυρώνοντας το όνομα της οικογένειας. Για να φτάσουμε στην περίπτωση του Τζέισον, ο οποίος θα μισήσει την αδελφή του βαθιά και αδιάπτωτα όταν η αποτυχία του γάμου της θα του κοστίσει μία θέση στην τράπεζα. Ο άπληστος Τζέισον – ο αγαπημένος της μητέρας τους που θα είναι και η κεφαλή της οικογένειας μετά τον θάνατό του πατέρα – δεν θα συγχωρέσει ποτέ την Κάντυ. Στο εξής θα την αντιμετωπίζει ως μία επιταγή, ως ένα μέσο συναλλαγής, απομυζώντας την οικονομικά για χρόνια (200 δολάρια μηνιαίως) με πρόσχημα την φροντίδα της κόρης που η Κάντυ αφήνει πίσω της εγκαταλείποντας το Τζέφερσον.
Για τον Μπέντζυ η Κάντυ ευωδίαζε σαν δέντρα, για τον Κουέντιν ο θάνατος ήταν η μικρή του αδερφή, ενώ για τον Τζέισον η Κάντυ ήταν μία σκύλα, μία πόρνη. Για την ανάγνωση του HerStory η Κάντυ Κόμπσον απλώς αρνήθηκε να πειθαρχήσει. Δεν αποδέχθηκε τους επιβεβλημένους κοινωνικούς ρόλους του φύλου της που την ήθελαν:
– υπεύθυνη για τον Μπέντζυ ουσιαστικά αναλαμβάνοντας τον ρόλο της μητέρας
– επιφορτισμένη με την διαφύλαξη της οικογενειακής τιμής δια της παρθενίας της κατά τις αντιλήψεις του Κουέντιν
– εγγυήτρια ή καλύτερα ενέχυρο της σταδιοδρομίας που επιθυμούσε ο Τζέισον για τον εαυτό του μέσα από τον καλό της γάμο.
Κάθε ένα από τα τρία αδέρφια της Κάντυ μοιάζει – βάσει ιδιοσυγκρασίας και ψυχικής κατάστασης – να αντιπροσωπεύει μία χρονική περίοδο στον ηλικιακό άξονα του ανθρώπου. Ο Μπέντζυ είναι το παιδί, ο Κουέντιν ο έφηβος και ο Τζέισον ο ενήλικας. Αν κάνουμε μία παύση εδώ και δούμε και τα τρία αδέρφια μαζί ως ένα πρόσωπο, η Κάντυ έχει κληθεί από τις πατριαρχικές νόρμες να προσφέρει την ίδια της την ύπαρξη , μένοντας πιστή στο καθήκον της σε κάθε ένα από τα τρία στάδια στη ζωή ενός άνδρα.
Ο Αντρέ Μαλρώ στο ίσως πιο περιεκτικό και οξυδερκές σχόλιο περί Φώκνερ που έχω συναντήσει ως τώρα είχε πει πως όπως ο Λώρενς τυλίγεται μέσα στην σεξουαλικότητα, ο Φώκνερ καταφεύγει στο ανεπανόρθωτο. Η σεξουαλική αφύπνιση της Κάντυ είναι νομίζω ένα τέτοιο χρονικό ορόσημο χωρίς επιστροφή, οριστικό και αμετάκλητο. Κοιτάζοντας, ωστόσο, το μεγάλο πλάνο της ιστορίας των Κόμπσον είναι η αποστέρηση της αγάπης και η εκκωφαντική συναισθηματική απουσία της νευρωτικής κι εγωπαθούς μητέρας Κόμπσον που τελεί το ανεπανόρθωτο, κληροδοτώντας στα παιδιά της μία εσωτερική πυξίδα που αποπροσανατολίζεται κάθε φορά που ένα κορίτσι σκαρφαλώνει ένα δέντρο. Αυτή είναι, άλλωστε, η ψυχολογική εικόνα, η εικόνα-κλειδί του βιβλίου.
Ο Φώκνερ αναφερόταν συχνά στην πραγματική σκηνή που γέννησε τη Βουή και την μανία. Όπως είχε πει σε μία ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια το βιβλίο ξεκίνησε να εγγράφεται μέσα του και να τον κατακλύζει την στιγμή που είδε ένα μικρό κορίτσι με λασπωμένα εσώρουχα να σκαρφαλώνει σε ένα δέντρο για να κοιτάξει μέσα στο σπίτι από το παράθυρο του σαλονιού, ενώ τα αδέρφια της που δεν είχαν το θάρρος να σκαρφαλώσουν την περίμεναν από κάτω για να τους πει τι είδε.
Στο βιβλίο ο Μπέντζυ θυμάται ότι έβλεπε την Κάντυ να σκαρφαλώνει ένα δέντρο το 1898. Το 1927 – σε ένα από τα πολλά χρονικά άλματα του αποσπασματικού του λόγου- ο Μπέντζυ τελειώνει την μέρα του βλέποντας την κόρη της Κάντυ, την δεσποινίδα Κουέντιν, να σκαρφαλώνει σ’αυτό το ίδιο δέντρο για τελευταία φορά. Στο τέταρτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος ο αφηγητής περιγράφει το περίφημο δέντρο ως μια αχλαδιά που μεγάλωνε πλάι στο σπίτι και το απριλιάτικο αεράκι έφερνε «το άθλιο άρωμά της» στο δωμάτιο της δεσποινίδας Κουέντιν. Η ιστορία θα επαναληφθεί και η κόρη της Κάντυ – η Κουέντιν που πήρε το όνομά του θείου της – θα ακολουθήσει τα βήματά της μητέρας της, το ίδιο ατίθαση με το άλογο της τελευταίας σκηνής.
Η περιπάθεια, η σφοδρότητα και η διαβρωτική ψύχωση γέννησαν ένα βιβλίο σαρωτικής δύναμης που έμελλε να γίνει το αγαπημένο του συγγραφέα του. Η βουή και η μανία είναι ανάμεσά σε όλα τα άλλα έργα του Φώκνερ για το λεγόμενο Έπος του Νότου εκείνο που κατά δική του ομολογία του ξυπνούσε την μεγαλύτερη τρυφερότητα. Κυρίως γιατί ο ίδιος πίστευε πως ποτέ του δεν κατάφερε να πει την ιστορία της Κάντυ, μία ιστορία απώλειας κι αγάπης, όπως έπρεπε.
**
Το HerStory σταματά εδώ, χωρίς να έχει επί της ουσίας αποκαλύψει την τύχη και την μοίρα των ηρώων της Βουής. Η στήλη θα συνεχίσει την ενότητα των Faulkner Series ξαναδιαβάζοντας προσεχώς υπό το πρίσμα του φύλου Το Ιερό και το Καθώς ψυχορραγώ. Προς το παρόν, το κείμενο κλείνει μ’ ένα καθηλωτικό απόσπασμα από τα πολλά αυτού του μαγνητικού κι απολύτως συγκλονιστικού βιβλίου. Μ’ ένα επεισόδιο καθαρής, ανόθευτης ενοχής με πρωταγωνιστές τον Μπέντζυ και την Κάντυ.
[…]Η Κάντυ γονάτισε μέσα στο σκοτάδι και με αγκάλιασε. Άκουγα και άγγιζα το στήθος της. Όχι, δεν ξαναπάω, είπε. Δεν θα ξαναπάω πια, ποτέ. Μπέντζυ. Μπέντζυ. Και μετά έκλαιγε και εγώ έκλαιγα και είμαστε αγκαλιασμένοι. Σώπα. Είπε. Σώπα. Δεν το ξανακάνω ποτέ μου. Κι εγώ έτσι σώπασα και η Κάντυ σηκώθηκε και μπήκαμε στην κουζίνα και ανάψαμε το φως και η Κάντυ πήρε το σαπούνι της κουζίνας και έπλενε το στόμα της στον νεροχύτη, με βία. Η Κάντυ ευωδίαζε σαν δέντρα[…]
—
[1] Σαίξπηρ, Μακμπέθ (Πράξη V, σκηνή V), σε μετάφραση του Π. Μάτεσι για τις ανάγκες της έκδοσης Η βουή και η μανία (Καστανιώτης, 2001)
Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, Καστανιώτης, 2001
Βρες το εδώ