Από τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Δεν είναι συνηθισμένο να προτείνουμε βιβλία για το αποκαλόκαιρο. Σκεφτήκαμε, όμως, με τον Γιάννη Μπασκόζο, να δοκιμάσω μια περιήγηση στην ελληνική και στην ξένη λογοτεχνία με βάση βιβλία που παρουσίασα τους τελευταίους μήνες στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής και στον Αναγνώστη. Κάποιοι τίτλοι είναι παλαιότεροι, άλλοι πολύ πρόσφατοι. Ξεκινώ αμέσως.
Η συστηματική επανέκδοση των διηγημάτων του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου από την Κίχλη ολοκληρώθηκε πριν από λίγο καιρό με τη συλλογή Ο θησαυρός των αηδονιών. Αν οι ηθογράφοι του 19ου αιώνα κατέγραφαν σε ένα περίπου λαογραφικό πλαίσιο τα περιουσιακά στοιχεία μιας κοινότητας που επέπρωτο να αποσυρθεί και να εξαφανιστεί, ο Παπαδημητρακόπουλος, γεννημένος το 1930, κάνει λόγο για την αγροτική Ηλεία της μεσοπολεμικής περιόδου ή για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τον Εμφύλιο, για το επάγγελμα του στρατιωτικού γιατρού και για ποικίλες εκφάνσεις του καθημερινού βίου κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, αποφεύγοντας όπως ο διάολος το λιβάνι τη συγκέντρωση, τη διαφύλαξη και τη διάσωση τεκμηρίων που να εξωραΐζουν και να ωραιοποιούν υπό οιαδήποτε έννοια την περίοδο από την οποία προέρχονται. Οι τόποι και οι χρόνοι του βιβλίου μοιάζει να περιβάλλονται για εμάς σήμερα από μια παραμυθιακή και ονειρική αχλή για να προσγειωθούν αμέσως σχεδόν στο έδαφος μιας κατ’ αναλογίαν και όχι συμβολικής ή αλληγορικής πραγματικότητας ή για να αποκαλύψουν μόνιμα άγχη της ατομικής και της συλλογικής ύπαρξης, ανεξαρτήτως ιστορικού και κοινωνιολογικού προσήμου.
Ο Αιματοβαμμένος μεσημβρινός ή Το δειλινό κοκκίνισμα στη Δύση του Κόρμακ Μακάρθι, σε μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή, Gutenberg, αποτελεί μια ειδολογική μίξη του γουέστερν με το ιστορικό μυθιστόρημα. Ιστορικό μυθιστόρημα επειδή ο αφηγηματικός χρόνος εκκινεί μετά τη λήξη του πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού, ύστερα από την αναμεταξύ τους σύγκρουση για το πού ακριβώς βρίσκονταν τα σύνορα με το Τέξας. Οι ΗΠΑ επέβαλαν μια έκταση που φτάνει δυτικά από το Ρίο Γκράντε μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό. Είναι οι περιοχές στις οποίες κινούνται μεταξύ 1848 και 1849 οι μυθιστορηματικοί ήρωες μαζί με τους χρυσοθήρες και τον ασυγκράτητο τυχοδιωκτισμό τους. Είναι επιπλέον τα χρόνια της συνεργασίας της συμμορίας Γκλάντον με τις μεξικανικές αρχές. Το πλαίσιο αυτό δίνεται χαλαρά στο μυθιστόρημα του Μακάρθι, υποστηρίζοντας, ωστόσο, έστω και έτσι το ιστορικό του πρόσημο. Όσο για το γουέστερν, είναι προτιμότερο να μιλήσουμε για παρωδία γουέστερν ή για αντι-γουέστερν αφού κανένα από τα τυπικά χαρακτηριστικά του γουέστερν (αγώνας για την επιβολή του νόμου, σκληροί πλην τίμιοι άντρες, άτεγκτη θέληση για εγκατάσταση στη γη και φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον) δεν ισχύει στην περίπτωσή του – κανένα από αυτά δεν προλαβαίνει καν να τεθεί προκειμένου να ανατραπεί. Μένει ο μαγικός μυθιστορηματικός κόσμος, που αποσπά τη λαχανιασμένη προσοχή μας χωρίς να υμνήσει αισθητικά το Κακό – θα σπεύσει απλώς να μνημονεύσει τη δαιμονική του παρουσία.
Με τη νουβέλα του Romantica, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, ο Ανδρέας Αποστολίδης βάζει φωτιές σε κάθε πολιτική και λογοτεχνική σοβαροφάνεια. Το βιβλίο είναι παρωδία με τη διπλή έννοια του όρου: από τη μια πλευρά ακουμπά σε έργα και συγγραφείς του παρελθόντος, όπως η μεσοπολεμική Eroica (1930) του Κοσμά Πολίτη και ο μεταπολεμικός Γιάννης Μαρής, παίζοντας τολμηρά με τα μοτίβα, τις καταστάσεις και την ιδεολογία τους ενώ παράλληλα υπονομεύει τις συμβάσεις του αστυνομικού μυθιστορήματος, σε κλίμα το οποίο θυμίζει Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ. Από την άλλη μεριά ο συγγραφέας έχει το θάρρος να διακωμωδήσει την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, των βασανιστηρίων και της σκοτεινής εκτροπής του Ιωαννίδη με ένα καθαρώς απομυθοποιητικό και αντιηρωικό πνεύμα.
Το βιβλίο του Ζουλφί Λιβανελί Στη ράχη της τίγρης, σε μετάφραση από τα τουρκικά της Φραγκώς Καραογλάν, εκδόσεις Πατάκη, είναι ιστορικό μυθιστόρημα, βασισμένο σε εξαντλητική έρευνα και απαλλαγμένο ευθύς εξαρχής από ιδεολογικές στρεβλώσεις και εθνικές, φυλετικές και πολιτισμικές προκαταλήψεις. Ο Λιβανελί στρέφεται στην τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα χρόνια του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ του Β’, ο οποίος, όντας παρανοϊκός με την ασφάλειά του, ζούσε κλεισμένος στα ανάκτορα. Μετά την εξέγερση των Νεότουρκων, ο σουλτάνος έμεινε τελείως απομονωμένος αφού τον εγκατέλειψε ακόμα και η προσωπική του φρουρά. Τη διακυβέρνηση ανέλαβε η επαναστατική επιτροπή «Ένωση και Πρόοδος». Όσο για τον σουλτάνο, εξορίστηκε το 1909 στη Θεσσαλονίκη και παρέμεινε φρουρούμενος στην έπαυλη Αλλατίνη. Από τον εγκλεισμό του σουλτάνου στην Αλλατίνη εκκινεί η αφήγηση του μυθιστορήματος του Λιβανελί, για να ρίξει εν συνεχεία φως, με αλλεπάλληλες αναδρομές, στο σύνολο του βίου του. Ο Λιβανελί μετατρέπει τον γιατρό Ατίφ Χουσεΐν σε σπονδυλική στήλη της αφήγησης. Ο γιατρός υπήρξε πραγματικό πρόσωπο. Και ο Λιβανελί σκιαγραφεί ψηφίδα προς ψηφίδα και την προσωπικότητα του εκθρονισμένου σουλτάνου – πάντοτε μέσα από τη ματιά του γιατρού του. Ορκισμένος Νεότουρκος στην αρχή ο γιατρός, μισεί τον Αμπντούλ Χαμίτ ως σφαγέα λαών και αδίστακτο δικτάτορα. Σιγά-σιγά, όμως, και δια μέσου της καθημερινής τριβής μαζί του, αναδεικνύεται ένα άλλο, ιδιαιτέρως περίπλοκο πρόσωπο, όπως πάντοτε συμβαίνει στην καλή λογοτεχνία.
Σχεδόν καθημερινή κεντρική είδηση, σε εφημερίδες, σε κανάλια και στον ηλεκτρονικό Τύπο: έφηβοι που εκφοβίζονται και προπηλακίζονται στο σχολείο, βίαια, ακόμα και θανατηφόρα περιστατικά, γονείς που ανησυχούν ή και εξοργίζονται. Σε αυτόν τον ρευστό, αγχώδη και κάποτε σκοτεινό κόσμο παραπέμπει το καινούργιο μυθιστόρημα Δικά μας παιδιά, Μεταίχμιο, της Σοφίας Νικολαΐδου η οποία για άλλη μια φορά καταπιάνεται με ένα καυτό ζήτημα του κοινωνικού περίγυρου. Γονείς και παιδιά μπλέκονται στην αφήγηση της Νικολαΐδου σε ένα άγριο και ασυμμάζευτο κουβάρι στο οποίο δεν ανακατεύονται παρόλα αυτά τα αγκάθια των αυστηρών διαχωριστικών γραμμών ούτε οι γονικές προκαταλήψεις με τη συνακόλουθη αγανάκτηση και ηθικολογία. Ναι, οι γονείς ζουν στη σφαίρα της γενιάς τους και δυσκολεύονται να καταλάβουν (αν θα καταλάβουν ποτέ) τις αντιδράσεις και τη γλώσσα των παιδιών (η γλώσσα των παιδιών συνιστά μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του βιβλίου: φυσική και ρεαλιστική, όπως την ακούμε κάθε τόσο τριγύρω μας, αλλά χωρίς εξπρεσιονιστικές διογκώσεις). Και σίγουρα τα παιδιά δυσφορούν με τους γονείς, κλείνουν σαν στρείδια μπροστά τους και γίνονται επιθετικά μαζί τους. Όμως, οι γονείς δεν υπήρξαν ποτέ ακέραιοι και αναμάρτητοι όσο δεν ήταν ακόμη γονείς και δεν παύουν ούτε και τώρα που είναι επιφορτισμένοι με δύστροπα καθήκοντα. Και τα παιδιά μπορεί να αποφεύγουν, όπως ο διάολος το λιβάνι, τη μάνα και τον πατέρα τους, να παίζουν συνέχεια ραπ, λατρεύοντας τους στίχους της (τις μπάρες) και να φορούν ρούχα πνιγμένα στο μαύρο (κυρίως τα κορίτσια), αλλά παραμένουν ανασφαλή και πανικόβλητα, αν όχι και έτοιμα να ζητήσουν ανά πάσα στιγμή μια προστατευτική αγκαλιά.
Η ηρωίδα της Εμμονής της Ανί Ερνό, Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη, ζει μια απομάκρυνση από κάποιον με τον οποίο μολονότι έχουν χωρίσει κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας (σαν να τον έχει βαρεθεί πια, σαν να πλήττει υπέρ το δέον μαζί του). Παρόλα αυτά, αρχίζει να τον επιθυμεί σφοδρά όταν της ανακοινώνει πως έχει προχωρήσει σε καινούργια σχέση. Η ηρωίδα δεν θα συναντήσει ποτέ την ανταγωνίστριά της μια και ο παλαιός εραστής θα αρνηθεί να πει ακόμα και το όνομά της. Η άγνωστη γυναίκα αποκτά, όμως, ημέρα με την ημέρα τεράστιο βάρος στον νου και στη συνείδησή της: τη βλέπει παντού μπροστά της στον δρόμο, βασανίζεται από επίμονες εικασίες για την προσωπικότητα, το επάγγελμα και την εμφάνισή της, σκέφτεται ακατάπαυστα τις σεξουαλικές της κινήσεις με το κορμί του πρώην συντρόφου και φτάνει στο τέλος να τη μισήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Κάθε ταμπού και συμφωνημένος περιορισμός του σύγχρονου πολιτισμού θα πάνε περίπατο μαζί με την οποιαδήποτε αίσθηση αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού – κι ας είναι η πρωταγωνίστρια μια καλλιεργημένη γυναίκα με κοινωνικό κύρος και ευρεία αναγνώριση, κι ας σέρνει μαζί της έναν πολυετή γάμο, τον οποίο και διέλυσε εις τα εξ ων συνετέθη προτού δημιουργήσει τον δεσμό για την απώλεια του οποίου θρηνεί τώρα απαρηγόρητη.
Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης (1733-1793) υπήρξε ξεχωριστός λόγιος και δάσκαλος του 18ου αιώνα και ήταν ένας από τους πρωτοπόρους του ελληνικού διαφωτισμού ως συνομιλητής της ανήσυχης πολιτικά Ευρώπης και ως εισηγητής ριζικών ευρωπαϊκών ιδεών. Η ζωή και ο τρόπος της σκέψης του δεν άρεσαν, βεβαίως, στην Εκκλησία, που δεν δίστασε να τον καταδιώξει και να τον απομονώσει. Σε ένα εύρωστο ιστορικό μυθιστόρημα, όπου η συστηματική συγκέντρωση των τεκμηρίων και η επισταμένη έρευνα των πηγών δεν εμποδίζουν τη μυθοπλαστική φαντασία, η Ελένη Πριοβόλου, Βαθύ το σκοτάδι πριν την αυγή, εκδόσεις Καστανιώτη, ανάγει τον Παμπλέκη σε ήρωα άξιο υψηλής προσοχής. Παρακολουθούμε τον θάνατο του πατέρα του Χριστόδουλου, τις σπουδές του στην Αθωνιάδα σχολή, φυτώριο για τη γέννηση των ιδεών του, καθώς και τις έντονες και πολλαπλών κατευθύνσεων διαμάχες του κατοπινού βίου του. Η συγγραφέας έχει το θάρρος να αποδώσει το σύνολο των περιπετειών του Παμπλέκη σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και το θάρρος της στέφεται με πλήρη επιτυχία. Η Πριοβόλου ξέρει πως το ιστορικό μυθιστόρημα απαιτεί επίμονα αποκτημένη γνώση, ικανή να χωρέσει στο πολιτικό, το ιδεολογικό και το πολιτισμικό πεδίο εντός του οποίου θα εντάξει ο μυθιστοριογράφος τα πρόσωπα και τις καταστάσεις της εποχής του, χωρίς να παραμελεί ποτέ την ανάγκη επικοινωνίας με ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
Έχουμε συνηθίσει, εδώ και αρκετά χρόνια, να παρακολουθούμε στα αστυνομικά μυθιστορήματα του Γιου Νέσμπο αιματηρές οικογενειακές και κοινωνικές συγκρούσεις ή περίπλοκα θρίλερ για τα πρωτεία της εξουσίας, όπου και, αίφνης, η συνομιλία του με τις τραγωδίες του Σαίξπηρ. Με το μυθιστόρημα, ωστόσο, Το νυχτόσπιτο, σε μετάφραση Γρηγόρη Κονδύλη, Μεταίχμιο, ανοίγεται ένας νέος συγγραφικός δρόμος. Δρόμος όπου ο Νέσμπο θα συναντήσει τη Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα, τον Άρχοντα των μυγών του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, τον Φύλακα στη σίκαλη του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ (βλ. και τις εύστοχες παρατηρήσεις του Γρ. Κονδύλη στο εισαγωγικό του σημείωμα), αλλά και τον σκοτεινό κόσμο του Στίβεν Κινγκ, ο οποίος μάλλον δίνει και τον κυρίαρχο τόνο, τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Αν ακολουθήσουμε τη σειρά των επιρροών ή των πηγών τις οποίες δέχεται ή με τις οποίες δουλεύει ο Νέσμπο, θα βρούμε αμέσως τις θεματικές συνδέσεις και τις αλληλουχίες. Πρώτα είναι οι ανατριχιαστικές εκβλαστήσεις: σπίτια που βγάζουν ρίζες, άνθρωποι που μετατρέπονται σε έντομα, ακουστικά τηλεφωνικών θαλάμων που καταβροχθίζουν ανθρώπινα μέλη. Ύστερα έρχονται οι πάντοτε ανήσυχοι έφηβοι, έτοιμοι να επαναστατήσουν ή να αυτοκαταστραφούν, τοποθετημένοι σε μια απροσδιόριστη γεωγραφικά μικρή πόλη των ΗΠΑ (να θυμίσω πως ο Νέσμπο είναι Νορβηγός), που ονομάζεται Μπαλαντάιν και μεγαλώνει τα παιδιά της κατά εξαιρετικά κατά επίφοβο τρόπο, σε μια εποχή η οποία δεν είναι άλλη από τη δεκαετία του 1970.
Σκύλοι που ξαπλώνουν ήσυχα σ’ ένα πατάκι για να κοιτάξουν στα μάτια τον κύριο ή την κυρά τους, σκύλοι που τρελαίνονται αν τύχει και χαθεί η ανθρώπινη συντροφιά τους, σκύλοι που βρίσκουν απρόσμενο καταφύγιο σε μια κάποτε σκληρή καρδιά και σκύλοι που λαβώνονται επειδή σε κάποιους δεν αρέσει η φυλή των αφεντικών τους. Πολλοί σκύλοι (δεκαεπτά τον αριθμό) κυκλοφορούν στις σελίδες της συλλογής διηγημάτων του Κώστα Σωτηρίου. Λακωνίας 8. Δεκαεπτά ιστορίες για σκύλους και όχι μόνο, Θεμέλιο. Ιστορίες σαν κι αυτές μπορεί να ξεκινήσουν από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν οι νεαροί της γενιάς του Σωτηρίου έτρεχαν στα φροντιστήρια για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο και στις εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο, διαλέγοντας αργότερα μια μοναχική ζωή, να συνεχιστούν κατά την εποχή των άγριων στερήσεων της οικονομικής κρίσης, περνώντας κατόπιν και από την περίοδο της διόγκωσης των μεταναστευτικών ρευμάτων και του υγειονομικού εγκλεισμού, και να καταλήξουν στη φάση της πενίας των συντάξεων και της οριστικής αποστράτευσης. Και όλα αυτά όχι με τις χοντρές γραμμές των πολιτικών και των οικονομικών γεγονότων, αλλά με το μικρό, σπασμένο μολυβάκι της αφανούς καθημερινότητας, η οποία τρέφει σταθερά τις παραστάσεις και τις εικόνες του Σωτηρίου. Και θα βρούμε επίσης εδώ τις μελαγχολικές νότες της ερωτικής μοναξιάς, τα βασανιστικά κεντρίσματα ενός ακατάβλητου ίμερου (αυτά σπανιότερα) και τους ελεγειακούς τόνους της ματαίωσης διαφόρων πολιτικών και επαγγελματικών φιλοδοξιών.
Ο βασιλιάς των ξωτικών πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1970 και τιμήθηκε με το βραβείο Goncourt. Το 1996 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Φόλκερ Σλέντορφ, με πρωταγωνιστή τον Τζον Μάλκοβιτς. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα, σε εξαιρετική μετάφραση της Λίζυς Τσιριμώκου (υπενθυμίζω και την παλαιότερη, επίσης καλή μετάφραση της Σαπφώς Διαμαντή όταν το έργο τιτλοφορήθηκε Ο δράκος). Η τωρινή μετάφραση συνοδεύεται από λίαν διαφωτιστικές σημειώσεις συν τη μετάφραση του σπουδαίου επιμέτρου του Philippe de Mones. Πρωταγωνιστής στον Βασιλιά των ξωτικών είναι ένας μεγαλόσωμος ιδιοκτήτης συνεργείου αυτοκινήτων, που πέρασε εφιαλτικά χρόνια στο κολέγιο του Αγίου Χριστοφόρου στην Μποβέ και γλίτωσε από τα μαρτύριά του μόνον όταν το κτίριο καταστράφηκε από φωτιά την ημέρα κατά την οποία ο ίδιος επρόκειτο να υποστεί την ύψιστη τιμωρία των παιδαγωγών του. Ορθολογική ανάλυση, συνθετική ικανότητα και βλέμμα άγρυπνου παρατηρητή: αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του Τιφόζ, που είναι έτοιμος να κάνει το μεγάλο άλμα, όταν λίγο πριν από την άδικη καταδίκη του για τον βιασμό μιας ανήλικης έρχεται η επιστράτευση του 1939 και γι’ άλλη μια φορά ανοίγει διάπλατος μπροστά του ο δρόμος της ελευθερίας. Ο Τιφόζ συλλαμβάνεται αιχμάλωτος πολέμου και μεταφέρεται στην Ανατολική Πρωσία, όπου και θα ανακαλύψει τον πυρήνα του μυστικού νοήματος της αποστολής του: να μαζεύει για λογαριασμό των ναζί ανύποπτους νεαρούς Γερμανούς, που εκπαιδεύονται στον Κάλντενμπορν για να γίνουν τροφή των σοβιετικών στρατευμάτων, τα οποία θα εισβάλουν οσονούπω στη χώρα. Και όταν γνωρίζεται με έναν μικρό Εβραίο, που έχει μόλις ξεφύγει από το Αουσβιτς, ενώνεται για πάντα μαζί του και τον συνοδεύει με απόλυτη αφοσίωση ώς τον κοινό τους θάνατο. Ο ήρωας μπορεί να μαζεύει παιδιά για λογαριασμό των Γερμανών, αλλά βαθμιαία συνειδητοποιεί ότι νιώθει μόνο αποστροφή, τόσο για τα κολασμένα επιστημονικά τους πειράματα όσο και για τις μαζικές φυλεκτικές τους εξοντώσεις. Ο Philippe de Mones έχει δίκιο που επιμένει στην ιδιότητα της μητέρας-τροφού και στη μορφή του Αγίου Χριστόφορου όταν χρεώνεται επ’ ώμου το βάρος του κόσμου. Δράκοι, ωστόσο, στο μυθιστόρημα του Τουρνιέ, φορτωμένοι με το μένος και τον τρόμο της εκκαθαριστικής τους ιδεολογίας, είναι μόνο οι ναζί, που λατρεύουν τη σάρκα ως αντικείμενο τεμαχισμού, αφανισμού και καθολικής απαξίωσης.
Στο θεατρικής υφής πεζό Ο Πέτρος της Μάνης και το φάσμα των φατριών, Άγρα, του Παντελή Μπουκάλα μονολογεί ο Απόστολος Μαυρογένης, συγγενής της Μαντώς Μαυρογένους και ιταλομαθημένος γιατρός, που γνώρισε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη όταν εκλήθη για να φροντίσει τη σύζυγό του. Ο Μαυρογένης ήταν φανατικός αναγνώστης βιβλίων για τον Αγώνα και ο Μπουκάλας βασίζεται σε αυτή την ιδιότητα για να στηρίξει δραματουργικά τον πρωταγωνιστή του. Πρωταγωνιστής ο οποίος θα επωμιστεί και τον λόγο του Πετρόμπεη, ερανισμένο από απομνημονεύματα της εποχής. Στοιχεία αντλημένα από τη νεότερη ιστοριογραφική έρευνα, σε συνδυασμό με δεδομένα παρμένα από την ιστορία και την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, διασπείρονται στον διπλό μονόλογο του Μαυρογένη και του Πετρόμπεη, ανασκαλεύοντας τη σύγκρουση του τελευταίου με τον Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε να προσφέρει πολιτικό πλαίσιο στους τοπικούς ηγέτες με αποτέλεσμα τη δολοφονία του από τον Γιώργη Μαυρομιχάλη, γιο του φυλακισμένου Πετρόμπεη, και τον Κωνσταντή, αδελφό του, στο Ναύπλιο τον Σεπτέμβριο του 1931.
Εύλογα ο συγγραφέας αποφεύγει να δραματοποιήσει τον ίδιο τον Πετρόμπεη, αποφεύγοντας έτσι και μια πιθανή απολογία του. Ο διπλός μονόλογος επιζητεί να φωτίσει μια δολοφονία που σίγουρα επηρέασε την πορεία του νεογέννητου ελληνικού κράτους (βλ. και το εκτενές επίμετρο). Κι επειδή ο Μπουκάλας γράφει λογοτεχνία, αντί να πάρει θέση για τη διαμάχη του Πετρόμπεη με τον Καποδίστρια, θα θέσει ερωτήματα τα οποία αναδεικνύουν την πολύπλοκη υπόθεσή της, ακόμη υπό διερεύνηση μεταξύ των σύγχρονων ιστοριογράφων.