της Νίνας Ράπη (*)
Η διαδικασία της γραφής μπορεί να είναι εκστατική, εφιαλτική, απλώς σκληρή δουλειά ή σκέτη υπεκφυγή. ΄Οτι μορφή και να πάρει όμως είναι στενά συνδεδεμένη με το πως βιώνεις την ίδια σου την ύπαρξη. Όταν παραλύεις και δεν μπορείς να γράψεις ούτε λέξη, π.χ., νιώθεις ότι δεν έχεις λόγο ύπαρξης. Και όταν η εσωτερική ορμή για έκφραση/επικοινωνία/υπέρβαση/σύνθεση υπερνικά την απάθεια/στασιμότητα/διάλυση είναι σαν θεική επιβεβαίωση. Γράφω άρα υπάρχω. Τόσο ακραία. Εδώ ενώ αναφέρομαι στη δική μου γραφή, θα μετακινούμαι μεταξύ του Εμείς, Εσύ, Εγώ. Αυτό εν μέρει επειδή έτσι νιώθω όταν γράφω, εν μέρει σαν έκφραση των πολλαπλών θέσεων που καταλαμβάνω σαν συγγραφέας και εν μέρει σαν κάτι που νιώθω ότι μοιράζομαι με συγγραφείς εν γένει.
Ένα συνεχές εκκρεμές η γραφή λοιπόν, ανάμεσα στη στάση και την κίνηση, ανάμεσα στο τίποτα και τα πάντα, την ηδονή και την οδύνη. Αυτό συχνά με κάνει να αναρωτιέμαι: γιατί το υφίσταμαι όλο αυτό;
Υπάρχουν στιγμές που βιώνεις μια απώλεια, μια προδοσία, μια βάρβαρη αδικία και γίνεσαι κομμάτια. Ο μόνος τρόπος για να ανταπεξέλθεις είναι να γράψεις. Τέχνη μέσω προσωπικής κάθαρσης είναι μια οδός που έχουν ακολουθήσει πολλοί θεατρικοί συγγραφείς όπως π.χ. Eugene O’Neil (Long Day into the Night), Strindberg (Father) Sarah Kane (4.48 psychosis). Αρχικά ξεσπάς στο ημερολόγιο σου. Σύντομα όμως η ανάγκη να επικοινωνήσεις υπερβαίνει την ανάγκη έκφρασης. Αυτό που σε καίει τώρα είναι η τέχνη του πράγματος, η δομή του, το ύφος του. Το στυλ της γραφής δεν είναι βέβαια κάτι επιφανειακό αλλά κάτι το οποίο υλοποιείς μέσα από “οδυνηρή μελέτη, είναι ένα απόσταγμα σκέψης και πρακτικής και ουσιαστικά μια ηθική απόφαση” όπως έγραψε ο Χάουαρντ Μπάρκερ (A Style and its Origins).
Ένα πολύ προσωπικό θεατρικό προκύπτει από αυτή τη διαδικασία. Τα δικά μου πιο προσωπικά έργα είναι τα: Angelstate και Splinters. Η γραφή του Angelstate ήταν μια μακρόχρονη και οδυνηρή διαδικασία, αυτή τού Splinters σκέτη απόλαυση. ‘Ισως επειδή γράφτηκε με τη μέθοδο της συνειρμικής γραφής όπου παίρνεις μια φράση, μια εικόνα, ένα ήχο και γράφεις ελεύθερα, παραβλέποντας τη λογική. Θέλεις να βυθιστείς στο υποσυνείδητο και το συλλογικό ασυνείδητο, να φανταστείς το αδύνατο. Συχνά, το υλικό που προκύπτει είναι εξιταριστικό. Φυσικά χρειάζεται επιμέλεια, δομή.
Άλλοτε, η γραφή είναι συνέπεια μιας αίσθησης διάσπασης εαυτού. Μπορεί να είσαι θηλυκού, αρσενικού ή τρανσ-τζέντερ γένους· κουήρ, ομό, αμφί ή στρέητ σεξουαλικότητας· Ελληνικής, Αγγλικής ή Νιγηριανής εθνικότητας· εργατικής ή μεσαίας τάξης. Οι πολιτικές σου πεποιθήσεις μπορεί να είναι αναρχικές, σοσιαλιστικές, φιλελεύθερες. Μπορεί να μιλάς τη γλώσσα τής πλειονότητας ή τη γλώσσα μιας υποτιμημένης μειονότητας. Και επιπλέον έχεις τους εσωτερικούς σου δαίμονες. Χαμός. Χρειάζεσαι μια πυξίδα. Τι κάνεις; Γράφεις!
Όταν βιώνεις την πραγματικότητα σαν outsider, βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά. Ίσως νιώθεις σε κατάσταση πολιορκίας ή θέλεις να καταπολεμήσεις αδικίες, προκαταλήψεις, αποκλεισμούς. Ίσως νιώθεις δέσμιος των πολλαπλών ταυτοτήτων σου. Προκύπτουν πολλά ερωτήματα π.χ. μπορείς να γράψεις έξω από τις ταυτότητες σου; Σε τι περιορισμούς και λογοκρισία υφίστασαι; Νιώθεις το δικαίωμα να γράψεις ελεύθερα, να χρησιμοποιήσεις τη γλώσσα σαν το πολιτιστικό όπλο που είναι; Και αν ναι, ποια γλώσσα χρησιμοποιείς; Ποιες οι συνέπειες των επιλογών σου στην πρόσληψη του έργου σου;
Τι είδους αισθητική δημιουργείς; Γυναικεία, αντρική, λευκή, μαύρη; εργατικής τάξης ή μπουρζί; στρέητ ή κουήρ; Ή απλώς ατομική; Από τι ακριβώς συνίσταται αυτό; Πιστεύω ότι διαμορφωνόμαστε από πολλαπλές και συγκρουόμενες discourses, αφηγήσεις και κοινωνικό-πολιτικές θέσεις. Και μόνο στο κομβικό σημείο τους υπάρχει η δυνατότητα ελευθερίας και μοναδικής συγγραφικής φωνής.
Η δική μου δουλειά, έχει παρατηρηθεί από κριτικούς, χαρακτηρίζεται από υπαρξιακά, queer, gender-aware, cross-border στοιχεία. Επιπλέον, όταν γράφω στα αγγλικά ή για αγγλικές πραγματικότητες, η αισθητική μου τείνει να είναι στυλιζαρισμένη, ειρωνική, απόμακρη. Όταν γράφω στα ελληνικά ή για ελληνικές πραγματικότητες τείνει προς τον ρεαλισμό ή μεταρεαλισμό. Τώρα όμως που έχω επιστρέψει στην Ελλάδα, τα δύο αυτά στυλ τείνουν να γίνουν ένα. Για παράδειγμα στο Splinters. ΄Ισως αυτό υποδεικνύει ότι η γλώσσα δεν επηρεάζει μόνο την προφορικότητα μας αλλά και τον τρόπο σκέψης, την θεώρηση της πραγματικότητας, ακόμη και τα όρια της φαντασίας. Τα αγγλικά προσφέρονται για οικονομία λόγου, ακρίβεια, ρυθμό. Η ελληνική γλώσσα απελευθερώνει, σε μένα τουλάχιστον, βαθιά συναισθηματικότητα, μια αίσθηση ελευθερίας και πολιτική εγρήγορση.
Και συνυπάρχουν στη γραφή μου, δημιουργώντας ένα υβρίδιο.
Μέσα από τη γραφή, αναζητώ λύσεις σε ερωτήματα που με καίνε: γιατί οι άνθρωποι τυραννούν ο ένας τον άλλο; Γιατί χειρίζονται/ελέγχουν/εξαπατούν ο ένας τον άλλο; Φτάνει η αγάπη; Είναι εφικτή η εγγύτητα; Είναι η σεξουαλική επιθυμία πιο καθοριστική από την αίσθηση εαυτού; Γιατί παραμένουμε σε παγίδες όταν μπορούμε να ξεφύγουμε; Είναι η ελευθερία μια αυταπάτη; Είναι η δικαιοσύνη μια ουτοπία;
Αυτές οι ερωτήσεις είναι στο μεταίχμιο τού προσωπικού και τού πολιτικού. Δεν διαχωρίζω τα δύο. Για μένα καμμία πολιτική κατάσταση δεν έχει νόημα εάν δεν καθρεφτίζεται στον εσωτερικό μου κόσμο. Στα έργα μου π.χ. Reasons to Hide, Kiss the Shadow και Wild Beats εξερευνώ, σε κάποιο επίπεδο, τον εγκλεισμό, τον έλεγχο, την επιτήρηση από τη μια και την αντίσταση, αγάπη, ελευθερία από την άλλη, δύο αντίπαλα τρίπτυχα που αλληλο-καθρεφτίζονται, εσωτερικά και εξωτερικά.
Σαν συγγραφείς, θέλουμε οι ιδέες μας να γίνουν μέρος της συλλογικής συνείδησης, όπως το τοποθέτησε ο James Baldwin, να προκαλέσουμε μια κάποια συνειδησιακή μετακίνηση.Ο ισχυρισμός ότι η τέχνη και οι πολιτικές ιδέες δεν συμβαδίζουν είναι μια καθαρά πολιτική τοποθέτηση, όπως έγραψε ο Orwell.
Άλλωστε, υπάρχουν συνοριο-φύλακες σε κάθε καλλιτεχνικό και πολιτιστικό πεδίο. Gate keepers fiercely guarding the insiders from the outsiders. Με πολιτικά κίνητρα χωρίς να τα ονομάζουν πολιτικά. Έμμεσα λογοκρίνοντας, χωρίς να το λένε λογοκρισία. Διαφυλάσσουν την εξουσία τους επιθετικά με δοκιμασμένες μεθόδους όπως: άρνηση της ύπαρξης τού ‘αντιπάλου δέους’, δηλαδή της διαφορετικότητας, με κάθε δυνατό μέσο. Αν επιμένει να υπάρχει αυτή η συγγραφή, διαστρευλώνεται ή αφομοιώνεται σε σημείο ουδετεροποίησης. Αν αντιστέκεται στην ομοιογένεια, υποβαθμίζεται σαν μη-οτιδήποτε κυριαρχεί. Αν ακόμη αναπνέει, κατηγοριοποιείται απορρηπτικά. Παρόμοιες μέθοδοι έχουν χρησιμοποιηθεί ιστορικά εναντίον γυναικών συγγραφέων όπως έγραψε η Joanna Russ (How to Suppress Women‘s Writing). Ισχύουν βέβαια για οποιονδήποτε Άλλο.
Μια γνωστή μέθοδος υποτίμησης πολιτικών έργων είναι να χαρακτηριστούν ας ‘μη τέχνη’, όπως έγινε με τα τελευταία έργα του Πίντερ. Θα αναφέρω ενδεικτικά συγγραφείς που έχουν παράγει πολιτικά έργα που είναι αναμφισβήτητα τέχνη: Ibsen, Pinter, Caryl Chuchill, Loula Anagnostaki, Sarah Kane, Deborah Tucker-Green, Susan Lori-Parks, Coetzee, Sartre, Simon de Beauvoir, Camus. Φυσικά, η συγγραφή αντιστέκεται: “Η γραφή είναι η δυνατότητα αλλαγής, ο χώρος όπου ανατρεπτικές σκέψεις μπορούν να προκύψουν, η ιδανική συνθήκη μεταποίησης κοινωνικών και πολιτιστικών δομών”(Helen Cixous, Utopias).
Κλείνοντας. Γιατί γράφω; Γράφω για να υπάρχω, να δημιουργώ, να νιώθω ηδονή και να διαχειρίζομαι την οδύνη, να εξερευνώ, να επικοινωνώ, να ανήκω, να αναζητώ μια συνειδησιακή αλλαγή έστω μικρή, να ανακαλύπτω, να φαντάζομαι το αδύνατο και να μοιράζομαι όλο αυτό με σας!
(c) Lettrétage / Diablog Vision e. V., Essay written by Nina Rapi for SYN_ENERGY BERLIN_ATHENS
(*) Η Νίνα Ράπη είναι θεατρική συγγραφέας. Γράφει σε δύο γλώσσες : ελληνικά και αγγλικά. Το κείμενο της αυτό είναι η ομιλία της στο ελληνο-γερμανικό συμπόσιο Syn_Energy