γράφει ο Σπύρος Παύλου
Είναι φυσικό ο αναγνώστης όταν προσέρχεται στον μυθοπλαστικό κόσμο ενός λογοτεχνικού έργου να έχει προσδοκίες για την αποδοχή του κειμένου το οποίο επιλέγει ανάμεσα σε δεκάδες άλλες επιλογές. Προσδοκίες ενθαρρυντικές για την σωστή απόφαση αγοράς του συγκεκριμένου βιβλίου, που αντλούν την καταγωγική τους αφετηρία από το συνολικό έργο του συγγραφέα, την αποδοχή του από την λογοτεχνική κοινότητα, έντυπης ή ηλεκτρονικής, την προφορική άντληση πληροφοριών, το εκδοτικό marketing, κυρίως όμως την αισθητική αντίληψη που έχει διαμορφώσει ως αναγνώστης λογοτεχνικών βιβλίων.
Η διατάραξη των προσδοκιών του, η ανατροπή και αναμόρφωση των αξιολογικών κριτηρίων του έχει δύο κατευθύνσεις. Ή θα αποδειχθεί το βιβλίο ενταγμένο και απόλυτα συντονισμένο στις αναγνωστικές συνιστώσες της αισθητικής διαμόρφωσής του, βάσει των κριτηρίων που έχουν διαμορφωθεί από την αναγνωστική εμπειρία του, ή δεν θα πληρεί τα αξιολογικά του κριτήρια και θα καταβληθεί από αμηχανία και ίσως απογοήτευση.
Αν υπάρχουν κριτήρια σταθερά και αναλλοίωτα του λογοτεχνικού έργου, ως κανόνες αποδοχής της αξίας του έργου, είναι μια συζήτηση που βρίσκεται εκτός κάδρου του κειμένου. Εκείνο που θέλω να διατυπώσω είναι πως τα αξιολογικά κριτήρια, ο αναγνώστης τα διαμορφώνει, μεταλάσσει, αναδιατάσσει, βρίσκεται σε μια διαρκή αμφισβήτηση και αλληλοεπίδραση μαζί τους, εντάσσοντάς τα στην ατομική αντίληψη περί της αξίας του έργου, πέρα από τα κριτήρια αξιολόγησης που ισχύουν, βάσει της λογοτεχνικής θεωρίας, την οποία δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει.
Η αξιολογική κατάταξη ενός λογοτεχνικού έργου όμως δεν γίνεται μόνο μέσω εννοιολογικών κριτηρίων αλλά και από εξωτερικούς παράγοντες, κοινωνικούς και οικονομικούς που καθορίζουν την αναγνωστική αγωγή του αναγνώστη. Εννοώ ότι διαφορετικά θα δεχθεί το ίδιο έργο ο αναγνώστης με σταθερά και αξιοπρεπή οικονομικά κριτήρια και αλλιώς κάποιος που βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση. Η συνείδηση διαμορφώνεται από τις υλικές συνθήκες, και αν αυτό το εντάξουμε στην πρόσληψη της τέχνης έχουμε μια κρίσιμη και καθοριστική οδό για να εξερευνήσουμε και ίσως να ανιχνεύσουμε στοιχεία που θα ενταχθούν στην αντίληψη για την αξία του έργου.
Χαρακτηριστικό της γραφής της κ.Σταθοπούλου στο βιβλίο της Στωμα (εκδ. Μωβ Σκίουρος) είναι η πυκνότητα του αφηγηματικού λόγου. Ίσως αυτό το στοιχείο να λειτουργεί αποτρεπτικά για την άμεση πρόσληψη της μυθοπλαστικής αποδοτικότητας, διότι απαιτεί στην συνεχή, σταθερή προσήλωση και αφοσοίωση του αναγνώστη, λειτουργεί όμως προτρεπτικά στην ένταση του ρυθμού της ιστορίας και την κορύφωση της μυθοπλαστικής εξιστόρησης.
Ο γλωσσικός αντικατοπτρισμός των διηγημάτων της κ.Σταθοπούλου αντανακλά, όπως και κάθε σημαντικό έργο τέχνης, τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, μέσα από την ύφανση ιστοριών που περιέχουν τα στοιχεία εκείνα που βρίσκονται πέραν της πραγματικότητας που βιώνουμε, μέσω της μονότονης επαναληπτικότητας της καθημερινότητας. Είναι ιστορίες που με μεγάλη ευκολία ο αφηγητής βυθίζει το χέρι του στο νερό και τραβώντας το έξω διαπιστώνει πως το χέρι έχει αντικατασταθεί από σκυλίσιο πόδι, μια γυναίκα έχει τριάντα παιδιά, ζωγράφοι δεν διαχωρίζουν το όνειρο από την πραγματικότητα, κλέφτες μολυβιών που υφαρπάζουν μέσω των μολυβιών την ψυχή του άλλου, μοναχές που απορρίπτουν τον κοσμικό έρωτα λόγω του Ουράνιου, υποψήφιοι νεκροί που δεν πεθαίνουν αλλά πεθαίνουν οι νεκρολόγοι τους, χαρακτήρες που απενεργοποιούν τη φωνή τους σαν να βρίσκονται σε λειτουργία πτήσης, βιογραφίες χωρίς βίο, αυτόχειρες που αυτοκτονούν πέφτοντας στον ουρανό, αψηφώντας τον νόμο της βαρύτητας, με τα γνωστά αποτελέσματα και πάνω απ΄όλα το παγκάκι του Πάτερσον όπου αναπαύεται ένας άνθρωπος που πελαγοδρομεί, εισπνέει τον καθαρό αέρα της γαλήνης και της σοφίας του
Βέβαια γνωρίζουμε ότι στη λογοτεχνία όλα μπορούν να συμβούν και είμαστε προετοιμασμένοι διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Παρόλα αυτά ο μυθοπλαστικός κόσμος περιέχει συμβάσεις και όρια ώστε να γίνει αποδεκτός από την πλειοψηφία των αναγνωστών, ακόμη περισσότερο ανεκτός, για να μεταδώσει το βασικό γνώρισμα της αφηγηματικής προσταγής. Να επικοινωνήσει με τους αναγνώστες. Όταν ένας συγγραφέας υπερβεί το συμβατικό και συμβιβαστικό στρώμα της επικοινωνιακής επαφής, θέτοντας νέους αφηγηματικούς τρόπους νοηματικής μετάδοσης, βρίσκεται εκτός των τειχών της κοινής αποδοχής, περιθωριοποιείται και χρειάζεται η αναβάθμιση των κριτηρίων κατανόησης του αφηγηματικού λόγου του.
Οι ιστορίες της κ.Σταθοπούλου νομίζω ότι επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη. Απευθύνονται σ’ένα κοινό που είναι δεκτικό στην ανατροπή των αναγνωρίσιμων κριτηρίων πρόσληψης της λογοτεχνικής πρόθεσης, ικανό να αποδεχθεί απελευθερωτικές πνοές δημιουργικής έμπνευσης.
Ο τρόπος αφήγησης μιας ιστορίας καταδεικνύει την ικανότητα του συγγραφέα να μεταδώσει ένα μυθοπλαστικό γεγονός. Όλα τα αφηγηματικά μέσα που έχει στην φαρέτρα του ο συγγραφέας έχουν ένα σκοπό: Να κάνουν την ιστορία του ενδιαφέρουσα, ικανή να προσελκύσει τον αναγνώστη, ώστε αυτός να βυθιστεί στην εξιστόρηση με τέτοια εγρήγορση και προσήλωση που να προσπερνά την διακοσμητικό στολισμό του κειμένου και να μείνει σταθερά προσηλωμένος στο περιεχόμενο της ιστορίας.
Ο επιλεκτικός χειρισμός της γλώσσας εκ μέρους της κ.Σταθοπούλου, η ευθύτητα και καθαρότητα του ύφους αναδεικνύει κρυμμένες νοητικές δυνάμεις οι οποίες αποκαλύπτονται από τη μυθοπλαστική πραγματικότητα του μη-τόπου, όπου η περιχαρακωμένη γραμματολογικά ύπαρξή της να φαίνεται αληθής, πειστική και βλάστημη απέναντι στην ιερότητα και ασυλία της κοινωνικής αναγνωριστμότητας. Η αναρώτηση της συγγραφέως αν αυτά που συμβαίνουν στις ιστορίες της είναι πραγματικότητα ή όνειρα ελάχιστα μας απασχολεί. Οι μη μυημένοι αναγνώστες της αναποφασιστικότητας του είναι πεισμένοι για την αναληθοφάνεια προσώπων, χώρων και γεγονότων που συμβαίνουν στο λογοτεχνικό κόσμο. Είναι σίγουροι ότι δεν υπάρχουν παραδείγματος χάρη γυναίκες με τριάντα παιδιά. Αυτό δεν σημαίνει ότι σ’έναν κόσμο νοηματοδοτημένος από τη γλώσσα που διαφεύγει της εμπειρικής πραγματικότητας είναι αδύνατον να υπάρξουν και η καταγραφή τους να είναι ελκυστική. Κι αυτό αν δεν συμβεί, αν θεωρήσουμε ότι η φαντασία είναι ο παραγωγός μιας διαφορετικής εκδοχής του κόσμου, το γεγονός που συμβαίνει στο λογοτεχνικό σύμπαν της κ.Σταθοπούλου είναι ένα αυθύπαρκτο γεγονός που δεν αρκεί η γλωσσική του κατασκευή, η υλικότητά του δηλαδή, αλλά η αποδέσμευσή του από τα δεσμά της αφηγηματικής του υποχρέωσης και η μεταφορά του στο νοητικό μέρος , στην πνευματική του αποκέντρωση του εγωκεντρισμού της γραφής.
Οι ενστάσεις , ο ενθουσιασμός, η απογοήτευση είναι συναισθήματα απαραίτητα για μια δημιουργική ανάγνωση. Η ταχύρρυθμη, ενιαία, ισορροπημένη και γραμμική ανάγνωση είναι γνωρίσματα και αποτέλεσμα του αποδυναμωμένου αφηγηματικού λόγου. Η ανοικειότητα του περιεχομένου, το απρόβλεπτο της εξέλιξης, το ανήκουστο και αναπόδεικτο της μυθοπλαστικής πραγματικότητας, που βρίσκει ευτυχή εφαρμογή στα διηγήματα του βιβλίου, είναι σημάδι συγγραφικής επιδεξιότητας, ικανότητας και ευρηματικότητας. Μπορεί να μην είναι εντός της λογοτεχνικής νομιμότητας, αλλά αυτή η ανατρεπτική τους ιδιότητα τα κάνει ξεχωριστά. Αυτά τα στοιχεία αλλησυμπληρούμενα, διαχεόμενα μεταξύ τους δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.
Μαίρη Σταθοπούλου, Στώμα, Μωβ Σκίουρος