Το τέλος του κόσμου μετά το τέλος του Πολέμου (της Κυριακής Μπεϊόγλου)

0
492
O Benedict Cumberbatch και η Rebecca Hall στην διασκευή του Parade΄s end από τον Tom Stoppard για το κανάλι ΗΒΟ

 

 

της Κυριακής Μπεϊόγλου

 

Ο Φορντ Μάντοξ Φορντ ή Φορντ Χέφνερ όπως είναι το αληθινό του όνομα καθόρισε την λογοτεχνία του αγγλικού μοντερνισμού. Ποιητής, συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και σημαντική προσωπικότητα των γραμμάτων της εποχής. Στην Ελλάδα όσοι τον γνωρίζουν, είναι κυρίως από το κορυφαίο μυθιστόρημά του «Ο καλός στρατιώτης» (Δελφίνι, μτφρ Ικαρος Μπαμπασάκης).

Γεννήθηκε το 1873 και πέθανε το 1939. Σε όλα του τα βιβλία αναφέρεται στην κατάρρευση ενός συστήματος  βαθιά ριζωμένων αξιών σε σχέση με το καθήκον και την πατρίδα, σε σχέση με το άτομο και την αμφισβητούμενη αυτοδιάθεσή του.

Το «Τέλος της παρέλασης, κάποιοι όχι…» που κυκλοφόρησε από την κλασική σειρά των εκδόσεων Εξάντας-σε μια λεπτοδουλεμένη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά- μάς δίνει συνολικά το χρονικό της ζωής του «τελευταίου Τόρι» Κρίστοφερ Τίτζενς. Τελειώνοντας το βιβλίο συμφώνησα απόλυτα με τον χαρακτηρισμό της μεταφράστριας ότι ο ήρωας  είναι «ένα είδος υπό εξαφάνιση» αφού ο έντιμος Κ. Τίτζενς , μέσα στην σαρωτική ατμόσφαιρα του Α Παγκόσμιου Πολέμου, προσπαθεί το ακατανόητο για εκείνη την εποχή: να τα έχει καλά με την συνείδηση του.

Οι χαρακτήρες που τον περιβάλλουν θα ταίριαζαν σε κάθε κοινωνία. Υπάρχει δίπλα στον κεντρικό  ήρωα Κρίστοφερ Τίτζενς ο φιλόδοξος Σκοτσέζος φίλος του Μακμάστερ. Διαβάστε μια εξαιρετική περιγραφή του μέγα μάστορα της περιγραφής  Φορντ  για τον Μακμάστερ που παράλληλα περιγράφει και την τότε κοινωνική ζωή της Μεγάλης Βρετανίας:

«Απέναντι του καθόταν ο Μακμάστερ• μικρόσωμος, οπαδός των Γουίγκς, με ψαλιδισμένο, μυτερό μαύρο υπογένειο, από εκείνα που συχνά τρέφουν οι μικρόσωμοι άντρες για να ενισχύσουν ένα ήδη διαμορφωμένο στιλ που τους διαφοροποιεί από τους πολλούς, μαύρα ανυπότακτα μαλλιά, με σκληρή τρίχα, που τα έστρωνε με μια σκληρή, μεταλλική βούρτσα, σουβλερή μύτη, δυνατά, ίσια δόντια, λευκό κολλάρο-πεταλούδα λείο σαν πορσελάνη, γραβάτα σε χρώματα μπλε του ατσαλιού με μαύρα στίγματα-για να ταιριάζει με τα μάτια του, όπως γνώριζε πολύ καλά ο Τίτζενς-και χρυσό δαχτυλίδι κάτω από τον κόμπο. […] ο Μακμάστερ κινούνταν σε σαλόνια που με τις μακριές κουρτίνες τους, τα μπλε πορσελάνινα πιάτα τους, τις εντυπωσιακές ταπετσαρίες τους και τους μεγάλους, σιωπηλούς καθρέφτες τους αποτελούσαν το καταφύγιο των μακρυμάλληδων που υπηρετούσαν τις Τέχνες. Φρόντιζε να βρίσκεται όσο πιο κοντά μπορούσε στις προσφιλέστατες κυρίες που οργάνωναν τέτοιες συναθροίσεις και κρατούσε πάντα ζωντανή μια συζήτηση-πάντοτε  ηγεμονικός.»

Η άσωτη σύζυγος του Τίτζενς, η Σύλβια, λειτουργεί στην ιστορία σαν το άτακτο στοιχειό που κατοικεί στα σαλόνια μιας παρηκμασμένης κοινωνίας. «Η Σύλβια Τίτζενς θεωρούσε ότι, έχοντας το προνόμιο να πηγαίνει όπου ήθελε και να έχει όλους τους άντρες στα πόδια της, δεν χρειαζόταν να αλλάξει την έκφραση της ή να της εμφυσήσει τη ζωντάνια που χαρακτήριζε τις πιο κοινές καλλονές των αρχών του εικοστού αιώνα».

Ιερείς, υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, παραμάνες, υπουργοί και άποροι της εποχής παρελαύνουν από τις σελίδες του Φορντ. Ο προοδευτισμός εκφράζεται στο πρόσωπο μιας νεαρής σουφραζέτας, που το ιδεολογικό της  στίγμα θα δώσει στον κεντρικό ήρωα την ανάσα που χρειάζεται όταν ασφυκτιά στα καθορισμένα πλαίσια της ζωής του.

Στο κάδρο μπαίνει κάποια στιγμή και η απαιτητική σύντροφος του Μακμάστερ  Ιντιθ Έθελ Ντούσμιν, αντιπροσωπεύοντας  πολύ επιτυχημένα το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας που προσπαθεί με απληστία και δίχως ηθικούς φραγμούς να αποκτήσει πλούτο και προνόμια. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μυθιστορηματική φιγούρα.

Ο συγγραφέας κερδίζει σελίδα με σελίδα το ενδιαφέρον  περνώντας με αμείωτη αφηγηματική ένταση από την προπολεμική περίοδο έως την δύσκολη ανακωχή που έφερε σαρωτικές αλλαγές. Οι απώλειες ήταν τρομερές για την Βρετανία και την Βρετανική Αυτοκρατορία: 960.000 νεκροί, δύο εκατομμύρια τραυματίες, εκ των οποίων 760.000 για τη Βρετανία, 62.000 για την Αυστραλία, 61.000 για τον Καναδά, 54.000 για την Ινδία. Αλλά οι νοοτροπίες των κοινωνιών στέκονται σε αυτά που ήξεραν και αργούν να αλλάξουν.

Το βιβλίο του Φορντ περιγράφει στοχαστικά και ανάγλυφα την ατμόσφαιρα με έναν σπάνιο ρεαλισμό για την εποχή διατηρώντας ένα προσωπικό λογοτεχνικό ύφος που τον κατέταξε στους πρωτοπόρους του μοντερνισμού. Τελειώνοντας την ανάγνωση του αναρωτήθηκα αν το είχε διαβάσει ο Τόμας Πίντσον όταν έγραφε το αριστούργημα του, «Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας», που περιγράφει με τον πιο ιδιαίτερο τρόπο τις δίνες του Β’Παγκοσμίου Πολέμου. Στο βάθος της ανάγνωσης συνάντησα τους δυο συγγραφείς να συνομιλούν ανταλλάσσοντας σκέψεις και απόγνωση για την αθλιότητα του πολέμου και τις αντιφατικές πράξεις των ανθρώπων..

Νομίζω πως με την έκδοση αυτού του βιβλίου ο  Φορντ Μάντοξ Φορντ βρίσκει επιτέλους την περίοπτη θέση που του αξίζει στις ελληνικές βιβλιοθήκες.

 

info: Ford Madox Ford, Το τέλος της παρέλασης, κάποιοι όχι…, Α΄Μέρος της τετραλογίας, μτφρ. Κατερίνα Σχινά,  Εξάντας

Προηγούμενο άρθροΟι βιβλιοθήκες, τα αρχεία και ο αγρός της Κεραμέως…   (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΛευτέρης Ξανθόπουλος – Για τον Τίτο Πατρίκιο στα 92α γενέθλια του

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ