γράφει ο Μιχ. Γ. Μπακογιάννης [1]
Στο ερώτημα γιατί έχουν αξία η καταγραφή και η μελέτη ενός περιοδικού, μια χαρακτηριστική απάντηση έχει δώσει ο Μανόλης Αναγνωστάκης:
Το βιβλίο είναι μια αυστηρά προσωπική υπόθεση. Το περιοδικό διαμορφώνει μια κοινότητα, είναι ένα κατάλυμα ανοιχτό για φίλους και για εχθρούς ακόμα, είναι μια διαδικασία εν διηνεκή πορεία που μαζί με τον κίνδυνο και τη γοητεία του ταξιδιού, έχει και το προνόμιο κάποιας «δύναμης», κάποιας προσφοράς που ξεπερνά τις δυνατότητες της ιδιωτικής εμβέλειας. Ανεξάρτητα λοιπόν από τις φιλοδοξίες και τις κενοδοξίες της προβολής και της επιβολής ακόμα, πίσω από την ανάγκη της έκδοσης ενός περιοδικού συντελείται μια ενσυνείδητη πράξη επικοινωνίας, μια διαδικασία κοινωνικής εντέλει συμπεριφοράς που όσο οι γύρω συνθήκες είναι ασφυκτικότερες τόσο γίνεται πιο επιτακτική η δίψα πραγματοποίησής της.[2]
Ας κρατήσουμε τη φράση του Αναγνωστάκη «ενσυνείδητη πράξη επικοινωνίας» και ας προσθέσουμε μία ακόμα παράμετρο, που δείχνει γιατί έχει σημασία η μελέτη των λογοτεχνικών περιοδικών. Σήμερα αναγνωρίζουμε ότι η έκδοση ενός περιοδικού αποτελεί την απόπειρα και την επιθυμία μιας συλλογικής ταυτότητας να διαμορφώσει την υποκειμενικότητά της. Κατά τον Γάλλο ιστορικό Pierre Nora, τα περιοδικά αποτελούν δημόσιους «τόπους μνήμης», τρόπους δηλαδή με τους οποίους μια γενιά κατασκευάζει τη φυσιογνωμία της, αναγνωρίζει γεγονότα ως ορόσημα και δημιουργεί τις δικές της νησίδες μνήμης.[3] Επομένως, η μελέτη ενός περιοδικού είναι ένα προνομιακό πεδίο για να δούμε με ποιον τρόπο μια κοινότητα πνευματικών ανθρώπων διαλέγεται με τον εαυτό της και με τις αισθητικές και πολιτισμικές τάσεις της εποχής της, να δούμε εάν παραμένει ευθυγραμμισμένη με αυτές ή εάν λοξοδρομεί, εάν δηλαδή αποκλίνει από τον κυρίαρχο λόγο, καθώς και εάν επηρεάζει με τις επιλογές της τη διαμόρφωση ενεργητικών αναγνωστικών συνειδήσεων.
Τα ερωτήματα αυτά αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα, όταν η έκδοση ενός περιοδικού γίνεται σε περιόδους διαμόρφωσης ή μετάβασης, όπως είναι οι πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, οπότε και οργανώνονται οι πολιτικοί, κοινωνικοί και πνευματικοί θεσμοί της χώρας και επιχειρείται η ανασύσταση της εθνικής ταυτότητας. Υπό αυτήν την έννοια, η έρευνα και η μελέτη που εκπόνησε η Έφη Πέτκου στο πλαίσιο της συμμετοχής της κατά τα έτη 2007-2011 στο ερευνητικό πρόγραμμα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας «Η υποδοχή της ξένης λογοτεχνίας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα μέσα από τα περιοδικά (1831-1900)» είναι πολύ σημαντικές, καθώς μας δείχνουν με ποιους τρόπους και με ποιους όρους η ελληνική διανόηση της εποχής θέλησε να αυτοπροσδιοριστεί, συνομιλώντας επιλεκτικά με την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παραγωγή, και με αυτήν της συγχρονίας της και με αυτήν του παρελθόντος.
Στην έκδοση με τίτλο Όψεις του μεταφραστικού τοπίου σε ελληνικά περιοδικά του 19ου αιώνα, η Πέτκου συγκεντρώνει δημοσιευμένες εργασίες της στο διάστημα 2008-2020. Με γνώμονα εσωτερικά κριτήρια, δομεί το υλικό της σε τέσσερις ενότητες, με κοινό, βέβαια, άξονα τις δημοσιευμένες λογοτεχνικές μεταφράσεις. Οι δύο πρώτες ενότητες είναι εστιασμένες στη σχετική ύλη που δημοσιεύτηκε στα αθηναϊκά περιοδικά Παρθενών (1871–1873, 1878–1880) και Παρνασσός (1877–1895). Στην τρίτη ενότητα γίνεται λόγος για την έντονη δραστηριότητα ως εκδότη και μεταφραστή του «πατέρα» της ελληνικής δημοσιογραφίας Βλάση Γαβριηλίδη (1848–1920). Επίσης, σε αυτήν την ενότητα αποδελτιώνονται όλες οι λογοτεχνικές μεταφράσεις που δημοσιεύτηκαν σε δύο έντυπα που εξέδιδε ο Γαβριηλίδης, την πολιτική και σατιρική εφημερίδα Μη χάνεσαι (1880–1883) και το περιοδικό Ακρόπολις φιλολογική (1888–1889). Η τέταρτη ενότητα περιλαμβάνει τη μεταφραστική εργασία του λιγότερο γνωστού Κωνσταντίνου Ι. Πρασσά (1866–1941), το έργο του οποίου η Πέτκου ανασύρει από την αφάνεια, χάρη στη φιλέρευνη διάθεση, στην παρατηρητικότητα και στην αφοσίωσή της στην αξία που έχουν οι λεπτομέρειες κατά την έρευνα.
Βεβαίως, ένα τέτοιο πλέγμα καταγραφών και αποδελτιώσεων σαν αυτών που περιέχονται στο βιβλίο έχει πίσω του εκτεταμένο μόχθο. Η Πέτκου αφιέρωσε πολλές ώρες πρωτογενούς έρευνας, για να εντοπίσει και να καταγράψει με τα λιγότερα σφάλματα το υλικό και να το αποτυπώσει με τρόπο που να εξυπηρετεί τις χρηστικές ανάγκες του αναγνώστη. Ακολούθησε το δεύτερο στάδιο της δουλειάς της, επίπονο και απαιτητικό και αυτό, που πήρε τη μορφή συνοδευτικών μελετών, με τις οποίες υλοποιείται η μετάβαση από την παράθεση του υλικού στη σύνθεση και στην εξαγωγή συμπερασμάτων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το υλικό που επί χρόνια συγκέντρωνε επιμελώς η Πέτκου αποτελεί έναν καθρέφτη δραστηριοτήτων ανθρώπων και ομάδων που μπορεί να λειτουργήσει για τον σημερινό μελετητή ως ένα φαντασμαγορικό καλειδοσκόπιο του τέλους του 19ου αι. Μέσα από αυτό μπορούμε να δούμε, για παράδειγμα, ζητήματα μεταφρασεολογίας, τις επιλογές από τις ξένες γραμματείες, τις κύριες και ενδιάμεσες γλώσσες, τις πηγές, τα έντυπα και τις εκδόσεις από τις οποίες αντλούνται τα πρωτότυπα λογοτεχνικά κείμενα. Πέρα από αυτήν τη χαρτογράφηση, ωστόσο, και χάρη στα μελετήματα της Πέτκου, μπορούμε να δούμε και κάτι άλλο: ότι το εγχείρημα της συγκρότησης αυτού του πολιτισμικού-λογοτεχνικού κεφαλαίου δεν είχε ως αποκλειστικούς σκοπούς την εξοικείωση, τον συντονισμό με το ξένο γραμματειακό σύστημα και την ένταξη του αντίστοιχου εγχώριου στον ευρύτερο ευρωπαϊκό κανόνα. Και τούτο γιατί υπερτερούσε πολλές φορές η πρόθεση μιας ομάδας να παρέμβει διαμορφωτικά και συντεταγμένα στο ελλαδικό λογοτεχνικό πεδίο και να δηλώσει το δικό της αποτύπωμα, χωρίς κατ’ ανάγκην αυτό να είναι συνεκτικό.
Θα αναφερθούμε παραδειγματικά στην περίπτωση του περιοδικού Παρνασσός. Το περιοδικό αυτό ποικίλης ύλης εκδιδόταν από τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», ο ρόλος και η σημασία του οποίου έχουν μεν τονιστεί, αλλά δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. Υπεύθυνη για την ύλη ήταν η Συντακτική Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν, κατά καιρούς, σημαίνουσες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο Εμμανουήλ Ροΐδης και ο Επαμεινώνδας Εμπειρίκος, αλλά την εποπτεία είχε σταθερά ο Πρόεδρος κάθε φορά του Συλλόγου.
Με βάση τα πορίσματα της έρευνας της Πέτκου, στο περιοδικό δημοσιεύτηκαν συνολικά 116 μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων, κάποιες από τις οποίες εκδόθηκαν αργότερα, αυτοτελώς. Στους πενήντα ένα συνεργάτες-μεταφραστές συμπεριλαμβάνονται μερικά σημαντικά ονόματα, ωστόσο μόλις τέσσερα είναι ονόματα γυναικών. Μια άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση της Πέτκου είναι ότι η εκτενής παρουσία μεταφρασμένης ποιητικής ύλης αποδίδεται στο υψηλό μορφωτικό επίπεδο του κοινού και των μελών του Συλλόγου και στην προτεραιότητα που διαχρονικά έδινε η Συντακτική Επιτροπή στη μετάφραση της ποίησης έναντι της μετάφρασης ξένων μυθιστορημάτων.
Προκειμένου να αποδώσει και μικροσκοπικά τη μεταφρασμένη λογοτεχνική ύλη στον Παρνασσό, η Πέτκου κατατέμνει το υλικό της σε επτά ενότητες, με κριτήριο τη γλώσσα του πρωτότυπου κειμένου. Έτσι, συντάσσει πολύ κατατοπιστικά σημειώματα για τα μεταφρασμένα κείμενα από τη γαλλική, την αγγλόφωνη, την ιταλική, τη ρωσική και τη γερμανόφωνη λογοτεχνική γραμματεία, ενώ οι δύο τελευταίες ενότητες αφορούν τις μεταφράσεις από άλλες γλώσσες και όσες έμειναν για τους ερευνητές του μέλλοντος — έμειναν δηλαδή αταύτιστες.
Όπως γράφει η Πέτκου, «το μεταφραστικό έργο του περιοδικού Παρνασσός υπαγορεύεται καταρχήν από το ανανεωτικό έργο που αναλαμβάνει ο Φιλολογικός Σύλλογος “Παρνασσός”» (σ. 161). Πώς υλοποιείται, όμως, ο σχεδιασμός αυτός με βάση τις επιλογές έργων της ξένης λογοτεχνίας; Ποια σημασία τελικά αποδίδεται από τους ανθρώπους του «Παρνασσού» στην έννοια της ανανέωσης; Νομίζουμε ότι αυτά τα δύο ερωτήματα είναι αρκετά σημαντικά, γιατί έτσι μπορούμε να αποτιμήσουμε τη συνεισφορά του περιοδικού αυτού ως «τόπου μνήμης», ως τρόπου με τον οποίο δομείται η υποκειμενικότητα μιας συλλογικότητας αλλά και ως ψηφίδας που συλλειτουργεί με άλλες μέσα στο ευρύτερο πολιτισμικό πεδίο της εποχής. Προς αυτήν την κατεύθυνση, τα ευρήματα που φέρνει στο φως η Πέτκου είναι πολύ βοηθητικά.
Εάν κανείς προσέξει τις επιλογές των λογοτεχνικών έργων που μεταφράζονται από τους συνεργάτες του Παρνασσού, θα διαπιστώσει ότι η βασική δεξαμενή των κειμένων προέρχεται από την αποκαλούμενη καταξιωμένη ξένη γραμματεία ή αλλιώς από την περιοχή του λογοτεχνικού κανόνα, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν από την έκδοση του περιοδικού, με έργα λογοτεχνών όπως ο Δάντης, ο Γκέτε, ο Ουγκό, ο Δουμάς, ο Αμπού, ο Κοπέ και ο Σέξπιρ. Μια δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με τη θεματογραφία της μεταφρασμένης λογοτεχνικής ύλης: οι επιλογές του Παρνασσού απηχούν ήδη διαμορφωμένες πλευρές της ρομαντικής και ρομαντικογενούς (ή μεταρομαντικής) θεματογραφίας και ποιητικής, με τις οποίες ενισχύονται και δεν υπονομεύονται σημαντικές για την κοινωνική συνοχή αξίες, όπως είναι οι οικογενειακοί δεσμοί και ο πατριωτισμός. Επίσης, οι όψεις του ευρωπαϊκού ρομαντισμού που επιλέγονται υπηρετούν τη στροφή προς το ιστορικό παρελθόν και την ανασύστασή του και λειτουργούν για το αναγνωστικό κοινό του Παρνασσού ως διαμεσολαβημένες απόπειρες για τη γνώση του παρελθόντος και για τη συγκρότηση της συλλογικής ιστορικής μνήμης. Μια τρίτη σκέψη αφορά όχι το τι επιλέγεται να μεταφραστεί αλλά το τι δεν επιλέγεται. Για παράδειγμα, οι συντελεστές της έκδοσης δεν προκρίνουν την προβολή και την οικείωση του κοινού με τα γαλλικά «εύπεπτα», όπως τα αποκαλεί η Πέτκου, πεζογραφήματα που γνώριζαν, ωστόσο, τότε μεγάλη άνθιση στη γαλλική λογοτεχνική παραγωγή. Αλλά δεν προκρίνουν και το φανέρωμα της νεωτερικότητας στη γαλλική ποίηση, όπως γινόταν με το έργο για παράδειγμα του Ρεμπό. Επίσης, μολονότι, όπως ορθά σημειώνει η Πέτκου, το ευρύτερο περιβάλλον είναι μεταβατικό, καθώς από τον όψιμο ρομαντισμό περνούμε στον ρεαλισμό και στις πρώτες τροπικότητες της νεωτερικότητας, ο Παρνασσός δεν επιλέγει να καταστεί ένας παλμογράφος αυτής της κινητικότητας αλλά ένας πολλαπλασιαστής τής ακόμα παρούσας αντίληψης για τον ηθικοπλαστικό χαρακτήρα της λογοτεχνίας, για την ωφέλεια και τη διδαχή και λιγότερο για την τέρψη. Έδειχνε, όπως και άλλα έντυπα της εποχής, περισσότερο διστακτικός να διαμορφώσει την κοινωνική συνείδηση και πιο προσανατολισμένος στην καλλιέργεια της εθνοκεντρικής συνείδησης του κοινού του.[4]

Σε μια περίοδο κατά την οποία στην Ευρώπη άλλαζε (εάν δεν είχε ήδη αλλάξει) το λογοτεχνικό παράδειγμα, είτε με τη Νανά του Ζολά είτε με τα ποιήματα της ανανεωμένης παράδοσης και του συμβολισμού, πολύ περισσότερο με την ανάδυση της νεωτερικότητας, ο Παρνασσός δημοσίευσε μεταφρασμένη λογοτεχνική ύλη όχι τόσο για να γνωρίσει στο κοινό του προϊόντα της τότε σύγχρονης λογοτεχνίας όσο για να επιτελέσει και με αυτόν τον τρόπο έναν ρόλο παρεμβατικό και διαμορφωτικό στο εγχώριο λογοτεχνικό πεδίο. Έτσι, συντέλεσε στην καλλιέργεια μιας ταυτότητας εδραιωμένης στη βάση διατήρησης της συλλογικής επαναστατικής μνήμης, καθώς και στην ηθική αγωγή του κοινού, το οποίο ας μην ξεχνούμε ότι ήταν αποκλειστικά λόγιο.
Χάρη στην εργασία της Πέτκου, μπορούμε σήμερα να πούμε ότι το εύρος και η έκταση της ανανέωσης που επιδιώκονταν με την έκδοση του Παρνασσού ήταν τελικά περιορισμένα, γιατί η σύνδεσή του με τους σκοπούς του Συλλόγου και η θέση του αναγνωστικού του κοινού στο πολιτικό, κοινωνικό και διανοητικό πεδίο επηρέασε καταλυτικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εγχειρήματος της ανανέωσης. Με τις μεταφραστικές επιλογές του, το περιοδικό συντονίστηκε σε πολύ μικρό βαθμό με τις εξελίξεις και δεν έγινε καλός και συστηματικός αγωγός τους.
Αλλά για να επιστρέψουμε στη συνολικότερη εργασία της Πέτκου, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το βιβλίο της είναι πολλαπλά χρήσιμο για διάφορα πεδία των Ανθρωπιστικών Σπουδών, όπως είναι η Φιλολογία, η Γενική και Συγκριτική Γραμματολογία, η Κοινωνιολογία της λογοτεχνίας και οι μεταφραστικές σπουδές. Αλλά είναι χρήσιμο και ενδιαφέρον και για τον άδολο εραστή του παρελθόντος, για εκείνον που, μαζί και με πολλές άλλες μελέτες και εργασίες που έχουν εκδοθεί τα τελευταία περίπου δεκαπέντε με είκοσι χρόνια, θα ήθελε, με ξεναγό την Πέτκου, να διατρέξει μέσα από το υλικό και τη συνθετική ματιά της ένα μέρος από την κίνηση των πολιτισμικών ιδεών και πρακτικών της μεταβατικής εκείνης εποχής και να διακρίνει τους αναβαθμούς που διαμόρφωσαν στην πορεία του χρόνου ένα είδος ταυτότητας μιας κοινωνίας· μιας ταυτότητας που ήταν πολύ συχνά ρευστή και που πάντως επρόκειτο πολλά χρόνια αργότερα, το 1922, να δοκιμαστεί συθέμελα.
[1]. Το κείμενο είναι επεξεργασμένη μορφή της παρουσίασης της έκδοσης που έγινε στη Θεσσαλονίκη (4.4.2025).
[2]. Μανόλης Αναγνωστάκης, «Τα περιοδικά και η εποχή: ένας δίαυλος επικοινωνίας», εφ. Η Αυγή (1.12.1983).
[3]. Pierre Nora, «La génération», στον συλλογικό τόμο Les lieux des mémoires. III. Les France. 1. Confits et partages, Διευθυντής έκδοσης Pierre Nora, Παρίσι, Gallimard, 1992, σ. 931–971. Για μια συνοπτική έκθεση των απόψεών του βλ. Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, Η έννοια της «γενιάς» στην περιοδολόγηση της ιστορίας, της ιστορίας της λογοτεχνίας και της ιστορίας της τέχνης, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (σειρά: Ιστορία και Κοινωνία), 2019, σ. 192–199· ειδικά για τις γενιές ως «τόπους μνήμης» βλ. σ. 196–197.
[4]. Βλ. όσα σημειώνει ο Αλέξης Πολίτης στο μελέτημά του «Η μετάφραση της Κορίννας στα 1835. Η ώρα της πεζογραφίας» στον συλλογικό τόμο Από τον Λέανδρο στον Λουκή Λάρα, Επιμέλεια Νάσος Βαγενάς, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009, σ. 205–225 (ειδικά σ. 217–218).