του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Είναι αξιοθαύμαστη η ικανότητά μας να φέρνουμε στη δημόσια σφαίρα ζητήματα ως αν να μην είχαν θιγεί ποτέ, παγιδεύοντας ευθύς εξαρχής τον επιδιωκόμενο διάλογο στον μύθο μιας καινοφανούς αποκαθήλωσης. Η Ρένα Λούνα, ο Κώστας Σπαθαράκης και ο Νίκος Μάντης ξεκίνησαν τις προηγούμενες ημέρες να κάνουν φύλλο και φτερό τον Μ. Καραγάτση, σοκάροντας πλήθος πιστούς (έως και φανατικούς) αναγνώστες του ή εξάπτοντας το αρνητικό πνεύμα μιας γενικότερης, σταθερά ετοιμοπόλεμης καχυποψίας. Η Λούνα κατήγγειλε τον σεξισμό και τον μισογυνισμό του Καραγάτση στη Μεγάλη Χίμαιρα, ο Σπαθαράκης και ο Μάντης τού καταλόγισαν, μαζί με τα δύο προηγούμενα, λογοτεχνική ανεπάρκεια και καθυστέρηση σε μια περίοδο κατά την οποία άνθισε -άναψε και κόρωσε για την ακρίβεια- ο μοντερνισμός.
Η θέση την οποία επιφυλάσσει ο Καραγάτσης στη γυναίκα, τόσο στη Μεγάλη Χίμαιρα όσο και σε άλλα μυθιστορήματά του, έχει ελεγχθεί κατά κόρον ήδη από τους κριτικούς της εποχής του και κατ’ επανάληψη σε υστερότερα δημοσιεύματα, που φτάνουν μέχρι και τις ημέρες μας (ενδεικτική βιβλιογραφία παραθέτει η Ελισάβετ Κοτζιά με κείμενό της στις σελίδες που έχει ανοίξει Ο αναγνώστης για τον Καραγάτση, στις ίδιες σελίδες και το κείμενο του Μάντη). Η Μεγάλη Χίμαιρα αποτελεί την ιστορία μιας Γαλλίδας, της Μαρίνας, που ερωτευμένη και παντρεμένη με έναν έλληνα εφοπλιστή έρχεται να εγκατασταθεί σ’ ένα μικρό νησί του Αιγαίου. Η εγκατάσταση, ωστόσο, στην Ελλάδα θα αποδειχθεί μια πολύ σκοτεινή υπόθεση. Το ελληνικό τοπίο θα μαγέψει και ταυτοχρόνως θα εγκλωβίσει την ηρωίδα με δραματικό τρόπο. Η Μαρίνα θα παρασυρθεί από τον αισθησιασμό και το πάθος της, που γρήγορα θα μετατραπούν σε ασήκωτα βαρίδια, οδηγώντας την στην αυτοκαταστροφή. Κι όλα τριγύρω της και μέσα της θα μεταμορφωθούν σε μια τυραννική χίμαιρα. Υπό αυτή την έννοια, δεν ξέρω αν το κυρίαρχο στοιχείο στη Μεγάλη Χίμαιρα, αυτό στο οποίο πρέπει να μείνει στο μάτι μας, είναι ο μισογυνισμός. «Η μοιχεία την οποία διαπράττει η Μαρίνα προδίδει την υπαρξιακή αγωνία της», έχει σημειώσει ο Άρης Μπερλής: «Αδυνατώντας να ενταχθεί στους τοπικούς κώδικες και κυριαρχημένη από τη δύναμη της μοίρας, η Μαρίνα φαντασιώνεται επί ματαίω τον μεγάλο έρωτα, υπενθυμίζοντας μέχρι ένα σημείο τη Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ». Ο Σπαθαράκης δεν αγνοεί τον έλεγχο του Καραγάτση από την κριτική (του καιρού του και την κατοπινή), αναρωτιέται, ωστόσο, βασισμένος σε ένα ρητορικό τρυκ, αν έχουν το δικαίωμα οι σημερινοί αναγνώστες να διαβάζουν ανερυθρίαστα τον σεξισμό, τον βιολογισμό και τον κακοχωνεμένο νιτσεϊσμό του Καραγάτση. Αφήνω στην άκρη το ογκώδες και εξαιρετικά ακανθώδες θέμα του νιτσεϊσμού στην παλαιότερη και τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Εκείνο που καταλαβαίνω ο ίδιος εδώ είναι πως οι αναγνώστες θα αποκτήσουν το δικαίωμα να διαβάζουν Καραγάτση μόνο αν προηγουμένως ντραπούν βαθιά γι’ αυτό – κι αν ομολογήσουν τη συνακόλουθη συντριβή τους. Δεν ξέρω αν μια τέτοια ιδέα περί αναγνωστικών δικαιωμάτων παραπέμπει στη woke culture, στην cancel culture ή σε κάποια άλλη κουλτούρα, κανείς, όμως, δεν μπορεί να θέσει κανόνες για το πότε και το πώς θα οριστεί ηθικά, ιδεολογικά, αισθητικά και πολιτικά το δικαίωμα της ανάγνωσης. Και κανένα επιπροσθέτως δικαίωμα (κι αυτή τη φορά όχι μόνο αναγνωστικό) δεν επιτρέπει να συνδυάσουμε τον βιολογισμό του Καραγάτση με πιθανούς χειρισμούς του από την άκρα δεξιά. Γιατί τότε δεν θα βγάλουμε άκρη με κανέναν και με τίποτε εις το διηνεκές.
Εκ παραλλήλου, ο Σπαθαράκης με τον Μάντη εγκαλούν τον Καραγάτση γιατί προτιμά τους απανωτούς διαλόγους και όχι τον ελεύθερο πλάγιο λόγο της νεωτερικής πεζογραφίας ή γιατί δεν κατάλαβε το παραμικρό από τη λογοτεχνική επανάσταση του Τζόις. Ας κάνουμε, λοιπόν, την παραδοχή ότι η ετικέτα του σεξισμού είναι ο σημερινός ορίζοντας ανάγνωσης του Καραγάτση, ακόμα κι αν παραγνωρίζει τους όρους του μυθιστορηματικού του τοπίου και του ιστορικού του χρόνου. Αλλά το να εγκαλείται ο Καραγάτσης επειδή δεν συμπορεύτηκε με τον μοντερνισμό σαν να μην είχε ακούσει ποτέ γι’ αυτόν ή σαν μη μπορούσε να ανταποκριθεί στις επιταγές του; Ξέρουμε ήδη από τη δοκιμογραφία και την αρθρογραφία του, όπως την έχει σχολιάσει διεξοδικά η Χριστίνα Ντουνιά, πως ο Καραγάτσης πιστεύει στα ρεαλιστικά και στα νατουραλιστικά έργα. Η Ντουνιά έχει δείξει επίσης τη ρήξη του Καραγάτση με τον αλλοτινό του φίλο Νικ. Κάλας, επειδή τον θεωρούσε δέσμιο της αφαιρετικής έκφρασης του μοντερνισμού ενώ ο ίδιος έδινε μάχες υπέρ του ρεαλισμού και των δυνατοτήτων να απεικονίζει με εις βάθος και με ακρίβεια την πραγματικότητα. Ως πεζογράφος άλλωστε, ο ίδιος είναι νατουραλιστής και οπαδός της βιολογίας: ο νατουραλισμός ως ζωώδες, τυφλό ένστικτο, ως μοιραία, δυναστευτική σεξουαλική ορμή, ως διαρκές αλκοόλ και ως μόνιμο ξενύχτι χωρίς την παραμικρή αισθηματική δικαίωση. Προσωπικά αυτός ο νατουραλισμός, που δεν αποκλείεται να λειτουργεί και ως ανάστροφη εξιδανίκευση, με ενοχλεί ιδιαιτέρως και το έχω γράψει για τον Συνταγματάρχη Λίάπκιν, όπως έχω γράψει και για τα άλυτα προβλήματα ισορροπίας τα οποία αντιμετωπίζει ο Καραγάτσης με τη λογοτεχνία του φανταστικού. Η Κοτζιά, πάλι, στο προειρημένο κείμενο, βλέπει την πεζογραφία του Καραγάτση ως δυσάρεστη θεατρική χειρονομία, ως ένα είδος λογοτεχνικού λαϊκισμού. Παρόλα αυτά, πρόκειται πάντοτε για τον συγγραφέα Καραγάτση και όχι για τις ιδεολογικές του σκιές ή για τα λογοτεχνικά του φαντάσματα.
Πέστε μωρέ κάτι τι και για τον κορίτσαρο που χαίρεται με την καρδιά του, στη φωτογραφία με τον Μ.Κ.!!
Alzh