Θαύματα της φύσης (διήγημα της Νικολέτας Γιάλλουρου)

0
181

Ένα παραμύθι από την Νικολέτα Γιάλλουρου 

Στο δάσος μας το μαγικό περιπλανιούνται νεράιδες και ξωτικά ανάμεσα σε τριανταφυλλιές και θάμνους.Είμαστε εκεί που κανείς δεν μπορεί να μας βρεί.Τις νύχτες στήνουμε χορούς και μουσική,ανάμεσα στους λόφους με φωτιές που τις ανάβουμε με μια μας εκπνοή.Οι πυγολαμπίδες μας κρατάνε συντροφιά για να γυρίσουμε στα δέντρα μας.Τα πρωινά ξυπνάμε από τα γλυκά κελαηδίσματα των πουλιών.Άνθρωπος ποτέ δεν πάτησε το πόδι του στα μέρη μας γιατί όσοι προσπάθησαν να μας βρουν δεν είχαν αρκετά αγνή ψυχή.Μια μέρα όμως ένα χαμένο αγόρι που είχε ζωηρή μάτια και σπίθα στην καρδιά,χάθηκε και ο δρόμος του τον έβγαλε εδώ.Στήσαμε γιορτές και του κάναμε αγκαλιές ο πρώτος αγνός μας  επισκέπτης,σκεφτόμασταν.

Ήταν καλός μαζί μας και τα πρωινά πια ξυπνούσα με τρελή χαρά γιατί πηγαίναμε μαζί βόλτες στο ποτάμι,πετούσαμε πετραδάκια και τρώγαμε φρέσκους καρπούς από τα δέντρα μας.”Θα βουτήξεις;”τον ρώτησα.”Μόνο αν βουτήξουμε μαζι”.Περάσαμε ώρες ατελείωτες εκείνη την μέρα κολυμπώντας στο ποτάμι των αστεριών.Τα βραδιά τα περνούσα  να του δείχνω τα κρυφά μονοπάτια.Τα μονοπάτια της καρδιάς μου τα είχε ήδη βρεί δεν χρειάστηκε οδηγό.Αυριο θα σε πάω στο πιο μυστηριώδες και πιο σημαντικό μονοπάτι που οδηγεί στο λιβάδι με τα χρυσάνθεμα που μας δίνουν χρυσόσκονη,η όποια μας βοηθάει να βρίσκουμε το δρόμο μας όσο μακριά κι αν πάμε.Ναι αυτή ήταν αλήθεια αυτή η χρυσόσκονη ήταν που μας βοηθούσε να μην χαθούμε ποτέ.Ξύπνια απ’ το χάραμα με λαχτάρα στην ψυχή τον πήρα απ’το χέρι και αρχίσαμε το βάδισμα προς την κορυφή του βουνού.Καναμε αρκετές στάσεις για να πιούμε νερό και να φάμε βατόμουρα που μας συνόδευαν στο δρόμο. Ωστόσο παρατήρησα μερικές διψασμένες παπαρούνες οπότε τους έδωσα γλυκό νερό να πιουν,για να με ευχαριστήσουν μυστικά μικρά ήθελαν να μου πουν αλλά δεν είχα χρόνο για χάσιμο.Το μόνο πού άκουσα πριν φύγω μακριά τους ήταν μία λέξη”μην”.Βαδίσαμε αρκετά και είχα κουραστεί για αυτό και το αγόρι μού τραγουδούσε τραγούδια λατρείας για να με ξεκουράσει και στις πλάτες του γλυκά με είχε ανεβάσει.

Ο ζεστός μας ήλιος βυθίστηκε στη θάλασσα για να ξεκουραστεί και τώρα συνοδός μας το φεγγάρι που λάμπει ονειρικά.Σιγά σιγά έβλεπα τη λάμψη από τα χρυσάνθεμα,φτάσαμε.Όλα ήταν τόσο φωτεινά,πιο φωτεινά κι από χίλιες πυγολαμπίδες μαζί.Ξαφνικα τον έχασα από το χέρι μου.Αρχισα να φτερουγίζω πανικόβλητη ανάμεσα στα άνθη.Μεχρι που τον βρήκα,αλλά έμοιαζε διαφορετικός οι ώμοι του είχαν πάρει ανάστημα και στο χέρι του κρατούσε κάτι που έλαμπε αλλά δεν έμοιαζε με αγνό.Με μια του κίνηση έκοψε δέκα χρυσάνθεμα μετά ακόμα πέντε και έκοβε και έκοβε δεν άφησε κανένα στο πέρασμα του.Ετρεξα προς το μέρος του για να τον σταματήσω δεν ήμουν σίγουρη αν είχε καταλάβει τι κακό μας κάνει.Με έσπρωξε με όλοι του την δύναμη,έπεσα και χτύπησα πάνω σε ένα πετραδάκι.

Οταν ξύπνησα όλα τα χρυσάνθεμα είχαν χαθεί.Άκουγα μόνο αβοήθητες φωνές,τις φωνές των ξωτικών που έψαχνε το ένα το άλλο καί τό μίζερο σφύριγμα των νεράιδων.Πυκνή ομίχλη με σκέπασε σαν πέπλο και δεν έβλεπα ούτε τα χεράκια μου,άρχισα να χτυπάω το κεφάλι.Χτυπουσα και χτυπούσα μα λόγο να βρω δεν μπορούσα.Μας πήρανε το δάσος μας.Δεν μπορούσα να το βρω φωνάζουμε και κλαίμε όλοι μαζί μα ο ένας τον άλλον δεν μπορεί να βρεί.Τα χέρια μου πια ακουμπούσαν μια γυμνή ξερή γη λες και τίποτα δεν είχε ποτέ φυτρώσει εκεί.Αυτή είναι η αδιέξοδος της ζωής…τώρα πια δεν μπορώ ουτε να φτερουγίσω αφού η ομίχλη η κακιά με έχει πάρει αγκαλιά.Στον κόσμο το χλωμό και τον ψυχρό,τώρα θάνατο πρέπει να βρω. Κλείνοντας τα μάτια ακούω το αγόρι να μου ψιθυρίζει πως με αγαπά,και πως ότι κι αν έκανε δεν φταίει αυτός αλλά πως στον κόσμο του,ο χρυσός είναι κάτι περισσότερο από μαγικός.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΓια τον Γιώργο Μπλάνα (Δευτέρα 17/3, Θέατρο “Εν Αθήναις”, 8.30μμ)
Επόμενο άρθροΗ “Λάμια” της Δήμητρας Κωτούλα (γράφει η Βαρβάρα Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ