Στοιχεία για ένα μυθιστόρημα ιδεών (της Κατερίνας Σχινά)

0
1192

 

της Κατερίνας Σχινά

Τι είναι ο ανθρώπινος βίος; μια συνεχής ταλάντωση ανάμεσα στις ασήμαντες επαναλήψεις που τον αποστεγνώνουν και στις παροδικές, ευλογημένες, ωστόσο, στιγμές που τον προωθούν ασύντακτα, άτακτα, και τον αναζωογονούν, έστω και φευγαλέα. Ένα παροδικό λαμπύρισμα μέσα στη γκρίζα ομοιομορφία, μια αστραπιαία στιγμή καθαρότητας, μια σπίθα, πάνω στην οποία, καθώς πολύ όμορφα αποτυπώνει την υπόσχεσή της ο Βλαντιμίρ Ζανκελεβίτς, «μπορούμε να θεμελιώσουμε μια ηθική». Αυτά τα εύθραυστα, ασυνεχή λαμπυρίσματα παγιδεύει στο ημερολόγιό του ο Δημήτρης Αγγελής, μικρά φωτάκια που αναβοσβήνουν πάνω στο μουντό διάνυσμα των ημερών: κι αυτά δεν είναι πάντα γεγονότα, είναι σκέψεις, βλέμματα, συνειδησιακές εκλάμψεις. Έτσι, δεν ξετυλίγεται εδώ μια κορδέλα από διαδοχικά συμβάντα – κάτι τέτοιο εξάλλου φανερώνει η ίδια τη δομή του βιβλίου, αφού ο Αγγελής δεν ακολουθεί στις εγγραφές του μια συμβατική χρονολογική σειρά, αλλά μεταπηδά από εποχή σε εποχή, συναρθρώνοντας τα αλλοτινά με τα παρόντα και προοικονομώντας, ίσως, τα μελλούμενα. Είναι λες και μέσα από αυτά τα σπαράγματα ο συγγραφέας προσπαθεί να  διακρίνει, στη ροή του χρόνου, το νήμα που συνδέει τις διαδοχικές φάσεις της εξέλιξής του, το αποτύπωμα και τις επιπτώσεις των πρώιμων επιλογών του, την απόληξη των ανησυχιών του. Υπόρρητα, ακόμη και μέσα στην βεβαιότητα κάποιων παρατηρήσεών του, λανθάνει αδιάκοπα το ερώτημα: «ποιος ήμουν;» «ποιος είμαι;» Αλλά δεν πρόκειται εδώ για την αυτοπάθεια μιας έγκλειστης συνείδησης, για τη μοναξιά ενός αναδιπλούμενου εις εαυτόν προσώπου, αλλά για την καταγραφή μιας μεταβατικής πρόθεσης: Δεν γράφω για να αποφορτίσω τη συνείδηση, δεν γράφω από εγωιστική υστεροβουλία, δεν γράφω, έστω, για να νοηματοδοτήσω τον κόσμο μου, αλλά για να επικυρώσω την εξωστρέφεια, να στερεώσω μια χειρονομία προς τον άλλον.

Και θα γίνω πιο συγκεκριμένη, αντλώντας ένα παράδειγμα από το βιβλίο του Δημήτρη Αγγελή. Σάββατο, 7 Ιουνίου 2014 χρονολογείται μια από τις εκτενέστερες εγγραφές του, η οποία μάλιστα έχει τίτλο: «Οδηγίες σ’ ένα νέο ποιητή». Μέσα από 34 επιμέρους συστάσεις/συμβουλές, ο συγγραφέας θέτει το ζήτημα της αυθεντικότητας στη γραφή, υπερασπίζεται τον συγγραφικό μόχθο, υποδεικνύει ήθος, εκθέτει, με δυο λόγια, το ποιητικό του credo, ενώ σε πολλές από τις «οδηγίες» του διαφαίνεται η στάση του, άλλοτε σεβαστική, άλλοτε περιπαικτική, ακόμα και ειρωνική, απέναντι στο συνάφι των ομοτέχνων του. Αλλά οι υποδείξεις αυτές, στην ουσία  απευθύνονται στον ίδιο τον σαραντάχρονο, εκείνη την εποχή, και ήδη πολυγραφότατο συγγραφέα. Υποδυόμενος έναν παροτρυντικό λόγο, αποτεινόμενος σ’ έναν «άλλον», ιδεατό συνομιλητή, ενδεχομένως νεότερό του, απομακρύνει τον κίνδυνο να τον καταπιεί η ναρκισσιστική προσήλωση στην προσωπική του περίπτωση. Η καταληκτήρια μάλιστα οδηγία «Να λογοκρίνεις διαρκώς τη ματαιοδοξία σου», που θυμίζει τον περίφημο στίχο του Έζρα Πάουντ από το Κάντο 81, “Pull down thy vanity ”, «γκρέμισε τη ματαιοδοξία σου», είναι ίσως η εγγραφή που επιχειρεί να αποσείσει κάθε υποψία διδακτισμού, ex cathedra προσλαλιάς, οίησης ή αυτοπάθειας.

Το ερώτημα, βέβαια, που αναδύεται εδώ, είναι τι ωθεί έναν εν ζωή συγγραφέα, μόλις πενήντα ετών, να επιμεληθεί και να εκδώσει μέρος των ημερολογίων του. Θα τολμήσω να πω, με κίνδυνο να αυθαιρετήσω, ότι η ημερολογιογραφία εδώ συνιστά ένα πρόσχημα. Ότι διαβάζω, δηλαδή, αυτές τις εγγραφές σαν ένα μυθιστόρημα ιδεών, που κρατάει από την αυτοβιογραφική πράξη μονάχα το εξωτερικό της περίβλημα. Μια συνεκτική, στο βάθος της, αφήγηση που οργανώνεται γύρω από το θραύσμα, το οποίο από την ίδια του τη φύση προϋποθέτει τη συμπύκνωση, περιφρουρώντας την εγγενή του μυστικότητα. Όχι πως είναι ερμητικός ή απρόσιτα αυτοαναφορικός ο Δημήτρης Αγγελής – αλλά στην μυχιότητα των εγγραφών του υποπτεύεται κανείς κάτι κρυμμένο, ή αν θέλετε κάτι εσαεί διαφεύγον. Γι’ αυτό και το ατομικό είναι φορές που υποχωρεί χάριν μιας διεκδίκησης καθολικότητας. Από τις σελίδες του αναδύεται ο βασανισμός του ποιητή, κάθε ποιητή, απέναντι στην απαίτηση που εγείρει το δημιούργημά του· η αγωνία του εραστή, κάθε εραστή, απέναντι στο ματαιωμένο αντικείμενο της επιθυμίας του, το «νυχτωμένο του δάσος»• η προσπάθεια του στοχαστή, κάθε στοχαστή, να αρθρώσει με ακρίβεια τη σκέψη του, πέρα από τις απισχναντικές, στρεβλωτικές παγίδες της γλώσσας. Ερωτήματα διαστίζουν το βιβλίο, άμεσα ή λοξά διατυπωμένα, που φέρνουν στον νου τον στίχο του Ρενέ Σαρ «κανένα πουλί δεν έχει το κουράγιο να τραγουδά μέσα σε μιαν αγκαθιά από ερωτήσεις» και τον αμφισβητούν, καθώς ο Δημήτρης Αγγελής επιμένει να τραγουδά, εμβολίζοντας τις εγγραφές του με ολιγόστιχα, συνήθως ποιήματα. Διαβάζω, επίσης, το βιβλίο του, σαν ένα εκτενές δοκίμιο πάνω στη σχέση γραφής και ζωής και ταυτόχρονα σαν μια αυτοπροσωπογραφία στην οποία ό,τι συμπεριλαμβάνεται μέσα στο κάδρο της, στο πεδίο δηλαδή της σύνθεσής της, καθώς και η οργάνωσή της προοπτικά, συνιστούν ένα ενδιαφέρον τεκμήριο εποχής, που εκτείνεται σε τρεις και πλέον δεκαετίες. Συναντήσεις, τραπεζώματα, φιλικές συντροφιές, συνομιλίες με πρόσωπα του χώρου (όπως συνηθίζουμε, τόσο άχαρα, να λέμε), κάποιες εικόνες από τον επαγγελματικό βίο, μερικές προσφιλείς στον συγγραφέα μορφές όπως ο Κώστας Τσιρόπουλος που ίσως βάσιμα υποθέτουμε ότι υπήρξε μέντοράς του, στιγμιότυπα διακοπών, ταξιδιών, σχολικών εκδρομών, μετεφηβικών αιθεροβαμόνων περιπλανήσεων, όνειρα και εφιάλτες, συμπτώσεις, θάνατοι, απώλειες. Ένας βίος που δεν έχει τίποτε το εξαιρετικό, πέρα από τον αναστοχασμό πάνω στα συμβάντα του. Ή και έχει: την εγκατάσταση της ποίησης στο επίκεντρο μιας καθημερινότητας που την αρδεύει η θεολογία και μια εντελώς ιδιοσυγκρασιακή, αισθαντική, θρησκευτικότητα, την χρωματίζει η συνομιλία με τις άλλες τέχνες, τη γειώνουν τα παιδιά, η δουλειά, το σπίτι. Και το αγκυροβόλημά της εκεί.

Βεβαίως, όπως έχω γράψει και αλλού, έχοντας διαβάσει και ανθολογήσει εκατοντάδες ημερολογιογράφους, ανάμεσα στον βιογραφικό και τον κειμενικό εαυτό υπάρχει μια απόσταση εγγενής στη διαδικασία της καταγραφής, που εγκαθιστά την υποψία στην καρδιά της αυτοβιογραφικής πράξης, εκεί ακριβώς που το πρώτο πρόσωπο θέλει τον εαυτό του πλήρη και νόμιμο. Την υποψία της κατασκευής. Το παραδέχονται οι ίδιοι οι ημερολογιογράφοι. «Δεν εκφράζω τον εαυτό μου, δημιουργώ τον εαυτό μου», έγραψε η Σούζαν Σόνταγκ. Όμως η αυθιστόρηση αντιτάσσει στην ανυπαρξία ενός ενιαίου και αδιάσπαστου εγώ, τον λόγο περί αυτού του εγώ• και ο λόγος είναι το μόνο μέσο που μετατρέπει τη ρήξη σε συνέχεια. Διαβάζοντας το ημερολόγιο του Δημήτρη Αγγελή σαν μυθιστόρημα, καταργώ την υποψία, ακριβώς επειδή το μυθιστόρημα την έχει από τη φύση του ακυρώσει.

.

Δημήτρης Αγγελής,  Σκίτσα δρόμων και έναστρης νύχτας (εκδ. Πόλις)

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ συγγραφέας και τα εγκλήματα (του Φίλιππου Φιλίππου)
Επόμενο άρθροΑναζητώντας τη χαμένη ονειροπόληση (της Αντιγόνης Κατσαδήμα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ