γράφει ο Νίκος Χρυσός (*)
Σκεφτείτε κάποιον που βαφτίζει τα σκυλιά του με ονόματα αστέρων του διεθνούς αθλητισμού· τους σκύλους του, Μέσι ή Πελέ και τις σκύλες του, Κομανέτσι ή Ναβρατίλοβα. Η συνήθειά του αυτή αποκαλύπτει δύο τουλάχιστον στοιχεία για τον χαρακτήρα του: είναι φιλόζωος και φίλαθλος. Τι γίνεται όμως με κάποιον άλλο που ονοματίζει τα σκυλιά του με ονόματα μάλλον τυχαία στο πρώτο άκουσμά τους, η Ντόνα ας πούμε και η Μάρα, ή ο Άντε, ο Κούμπο και η Το, ονόματα που μαζί σχηματίζουν το όνομα ενός αστέρα των σπορ· του Μαραντόνα και του Αντετοκούμπο στην προκειμένη περίπτωση. Αναδεικνύονται τότε μερικά πρόσθετα στοιχεία για την προσωπικότητά του δεύτερου αυτού φιλόζωου: ευρηματικότητα, φαντασία, ίσως μια υπόρρητη πίστη στο συλλογικό. Συνδυασμένη η ιδιοτροπία του αυτή με μια μοναδική ικανότητά να θυμάται στοιχεία της ποδοσφαιρικής ιστορίας με αξιοθαύμαστη λεπτομέρεια, «ποδοσφαιριστές, προπονητές, διαιτητές, νίκες, ήττες, γκολ, ημερομηνίες, μεταγραφές, αποχωρήσεις, τραυματισμούς, κίτρινες κάρτες, κόκκινες κάρτες, τα πάντα», όπως εξομολογείτε ο ίδιος ο Βασιλάκης ο Κιντής, μυθιστορηματικός χαρακτήρας του Θα πέσει η νύχτα, νέα πολύτιμα στοιχεία αποκαλύπτονται. Εξάλλου, όπως μαθαίνουμε διαβάζοντας το βιβλίο, του Κιντή του αρέσει να επιδεικνύει αυτή τη θαυμαστή ικανότητα του, όχι με δασκαλίστικη έπαρση, αλλά εν είδει παιχνιδιού, ίσως γιατί η δεξιότητα του αυτή αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς του ή με άλλα λόγια της ύπαρξής του. Σταδιακά, ο ήρωας παύει να είναι χάρτινος, αποκτά υπόσταση κι εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μας ολοζώντανος. Τέτοιοι, ολοζώντανοι άνθρωποι, με τις ιδιοτροπίες, τις αδυναμίες, τις προσδοκίες και τις ενοχές τους, τα πάθη και τις εμμονές, τις αγωνίες και τους φόβους τους, άνθρωποι που διψούν, πεινούν, φθονούν, ερωτεύονται, απελπίζονται, προδίδουν, είναι οι χαρακτήρες που πάσχουν και δρουν στο μυθοπλαστικό σύμπαν αυτού του βιβλίου.
Η ιστορία του Βασιλάκη, που μας εισαγάγει στο νέο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, παρότι φαίνεται να εκκρεμεί στα επόμενα κεφάλαια, αποδεικνύεται στοιχείο κλειδί στην εξέλιξη του μυθιστορήματος. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο αγαθός αυτός γίγαντας διατυπώνει, μέσα στην αφέλειά του, σκέψεις που αποτελούν βασικές προβληματικές του βιβλίου, την ανθρώπινη ανάγκη για τρυφερότητα, την απέχθειά για την αχρείαστη βία, την απόφαση του για άδολη αγάπη. Παρότι «διέθετε δύναμη και παλικαριά τριών, τεσσάρων γεροδεμένων αντρών […] δεν ήθελε να τον φοβούνται, να τον αγαπάνε ήθελε, όπως προσπαθούσε να τους αγαπάει κι αυτός ότι καζούρα κι αν του έκαναν από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Και έπειτα, δεν το έβρισκε σωστό ένας άνθρωπος να κάνει κακό σε άλλον άνθρωπο μόνο και μόνο γιατί μπορούσε να το κάνει», εξομολογείται ο ίδιος. Η λέξη κλειδί εδώ είναι το ρήμα «προσπαθούσε». Ο ήρωας δεν επιδίδεται σε μια ανέξοδη κι εύκολη αγάπη προς αλλήλους, αλλά μοχθεί να φανεί συνεπής σε έναν ηθικό κώδικα που δεν του είχε επιβληθεί έξωθεν αλλά αποτελεί τη δική του δύσκολη επιλογή. Τέτοιες δύσκολες επιλογές, όχι απλώς επιδιώξεις συνέπειας απέναντι σε μια ηθική στάση, αλλά εκφράσεις μιας αγωνιώδους αναζήτησης της βαθύτερης ουσίας και σημασίας της ύπαρξης, αποτελούν τον κεντρικό κορμό του βιβλίου.
Την ίδια απέχθεια, πάντως, προς την αχρείαστη βία επιδεικνύει κι ένας άλλος κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, ο Πέτρος, κι όμως την πρώτη φορά που τον συναντάμε στις σελίδες του βιβλίου καταχερίζει μια νεαρή ακτιβίστρια, πράξη που στις μέρες μας δεν επιδέχεται κανένα ελαφρυντικό. Ο Τζαμιώτης δεν γράφει μπροσούρα ή μανιφέστο, δεν ηθικολογεί ούτε καταδικάζει· οξυδερκής παρατηρητής όσων μας περιβάλλουν και στιβαρός στοχαστής, γνωρίζει πως αντιφάσεις σαν κι αυτή αποτελούν πραγματικό θησαυρό για τη μελέτη του ψυχισμού των ηρώων. Οι ήρωες του δεν είναι χάρτινοι, είναι σάρκινοι, στις φλέβες τους κυλά θερμό αίμα κι επομένως ακόμα και οι αγαθότεροι εξ αυτών δεν είναι αναμάρτητοι ή αλάθητοι. Το επεισόδιο έχει βέβαια και μια άλλη λειτουργία. Υπενθυμίζει πως ούτε η πολιτική ορθότητα ούτε κανένα άλλο κανονιστικό δόγμα δεν δικαιούται να καθορίζει τα πλαίσια της καλλιτεχνικής έκφρασης· μάλιστα η εξέλιξη του επεισοδίου καταδεικνύει την αδυναμία κάθε δογματικής σκέψης να αντιληφθεί τις πολύπλοκες και πολυσήμαντες διεργασίες που συντελούνται στα ανθρώπινα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Λευτέρης Διαμαντόπουλος, εργατικός, καλλιεργημένος, φιλότεχνος, προοδευτικός, δίκαιος με τους συνεργάτες και τους υφισταμένους του, στοργικός με τα μέλη της οικογένειάς του, κι από την άλλη εκ θέσεως εγωιστής και εξουσιαστικός, ένας Θεσσαλός μεγιστάνας, γόνος μιας ισχυρής οικογένειας της Λάρισας. Η ιστορία του αποτελεί την κεντρική υδάτινη αρτηρία που διασταυρούμενη με δεκάδες άλλους χείμαρρους, παραπόταμους και ρυάκια, ζωές που άλλοτε συνδέονται με τη δική του κι άλλοτε πάλι μοιάζουν ασύνδετες και ασύμβατες μαζί της, συνθέτουν το πλατύ και ορμητικό ποτάμι που είναι το πολυπρόσωπο και δαιδαλώδες αυτό μυθιστόρημα. Η μεταφορά αυτή, το «μυθιστόρημα – ποταμός», δεν είναι αυθαίρετη· υποβάλλεται στον αναγνώστη κατά την εξέλιξη του δράματος εξυπηρετώντας ένα είδος λανθάνουσας προοικονομίας.
Ο θεσσαλικός κάμπος, η Λάρισα, γενέθλια πόλη του συγγραφέα, το μεταλλείο των Σκουριών και τα γύρω χωριά, η πλατεία Βικτωρίας, τα Εξάρχεια, το Κολωνάκι, χωριά και κωμοπόλεις της Μεσσηνίας, είναι μερικά μόνο από τα πεδία δράσης του μυθιστορήματος. Κι ακόμα τα Τίρανα, τα βουνά της Αλβανίας, το ύψωμα 731, ένα σημαντικό σχεδόν αυτόνομο κεφάλαιο του βιβλίου που κερδίζει ωστόσο σε ένταση και σημασία ενταγμένο στη μεγάλη αυτή μυθιστορηματική τοιχογραφία. Μια επιχείρηση ανεύρεσης των σορών δυο από τους χιλιάδες άταφους νεκρούς Έλληνες στρατιώτες του ελληνοϊταλικού πολέμου δίνει την αφορμή στον συγγραφέα να γράψει μερικές εξαιρετικές σελίδες για τη μνήμη, την ευθύνη, το θάνατο και τη ζωή εκθέτοντας τον Νίκο, κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου, σε μια στενή γειτνίαση με τη φρίκη του πολέμου.
«Το ξημέρωμα της έβδομης μέρας, τον βρήκε άυπνο, να κοιτάζει από το μπαλκόνι του δωματίου του, τα απέναντι βουνά. Κάποια πουλιά που δεν αναγνώριζε, είχαν βαλθεί εκεί κοντά με τα ζωηρά φτερουγίσματα και τα τιτιβίσματα τους να αποδείξουν πως το νόημα της ζωής είναι η ίδια η ζωή».
Το άπιαστο αυτό κι απατηλό που είναι η ζωή συλλαμβάνει μέσα στις σελίδες του βιβλίου του ο Τζαμιώτης.
Αν μου ζητούσαν να περιγράψω με δύο μόνο λόγια το μυθιστόρημα Θα πέσει η νύχτα, θα έλεγα πως είναι το καθολικό ελληνικό μυθιστόρημα, ή έστω το πιο καθολικό ελληνικό μυθιστόρημα που έχω, εγώ τουλάχιστον, διαβάσει τα τελευταία πολλά πολλά χρόνια. Όλα υπάρχουν στις σελίδες του, πλούτος και εξουσία, διαφθορά, εκμετάλλευση, πορνεία, εγκληματικότητα, φόνος, όλος ο ζόφος της συλλογικής πραγματικότητας, κι από την άλλη, τέχνη και δημιουργία, έρωτας, τρυφερότητα, αλληλεγγύη, συγχώρεση. Το βιβλίο είναι ένα αυτόνομο σύμπαν, μια λογοτεχνική φαντασμαγορία, μια τοιχογραφία ηρώων, περιστατικών και επεισοδίων που ανασυνθέτουν και απεικονίζουν με ακριβείς γραμμές και ζωηρότατα χρώματα την ανθρώπινη κωμωδία της σύγχρονης Ελλάδας, ένας μαγικός καθρέφτης που φωτίζει την πραγματικότητα. Επιλέγω τον όρο «κωμωδία», όχι τυχαία, αλλά παραπέμποντας στο μπαλζακικό παλίμψηστο, αφού η κοινωνική τοιχογραφία που συνθέτει ο Τζαμιώτης μοιραία φέρνει στο νου τη «φυσική ιστορία της κοινωνίας», όπως απεικονίζεται στο έργο του Γάλλου συγγραφέα. Όμοια με τον Μπαλζάκ, ο Τζαμιώτης δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία αλλά διερευνά τις κοινωνικές ομάδες και τις δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ τους επιχειρώντας να αναπαραστήσει όχι μια εκδοχή της πραγματικότητας αλλά τη βαθύτερη ουσία αυτού που μας περιβάλλει, πλέκει δηλαδή έναν ιστό μυθοπλαστικών περιστατικών και επεισοδίων για να ανασυνθέσει την ανθρώπινη περιπέτεια στην πιο αιχμηρή γυμνότητά της.
Θα έλεγα πως με το Θα πέσει η νύχτα ο συγγραφέας συμπληρώνει μια άτυπη τριλογία που ξεκινά με την Εφεύρεση της σκιάς, το 2008, και συνεχίζεται με το Η Πόλη και η σιωπή, το 2013, μια τριλογία που καταγράφει την ανθρώπινη κωμωδία της Ελλάδας των τελευταίων εξήντα χρόνων. Το πανόραμα αυτό συμπληρώνουν Το πέρασμα, Η Άννα και οι αρσενικοί και το Ίσως την επόμενη φορά ενώ το σύνολο κοσμεί ως γλυκόπικρο ιντερμέδιο το συναρπαστικό Σε ποιον ανήκει η κόλαση, το οποίο δεν περιορίζεται βέβαια στην τελευταία εξηντακονταετία, διευρύνοντας το πεδίο αναφοράς του στην ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων 200 χρόνων, διερευνώντας ωστόσο τις επιπτώσεις και τις συνάφειες των αφηγούμενων επεισοδίων με τη σύγχρονη ζωή.
Παρά την επαναλαμβανόμενη αναφορά μου στον Μπαλζάκ, ο προσεκτικός αναγνώστης εύκολα θα αντιληφθεί πως η βαθύτερη μυθοπλαστική ρίζα του Τζαμιώτη δεν αρδεύεται από το έργο του Γάλλου ομότεχνού του, αλλά από τα έργα των Ελλήνων τραγικών· οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες του φέρουν τα ελαφρυντικά και τα βαρίδια τους, τις ενοχές και τις επιθυμίες τους, δεν υπάρχουν προσχηματικά καλοί ή κακοί ήρωες, ουδείς αμαρτωλός κι ουδείς αναμάρτητος – οι αποφάσεις και οι επιλογές τους καθορίζουν την πλοκή και τις τύχες τους· τα μυστικά και αόρατα νήματα που συνδέουν τις ζωές τους, όταν αποκαλύπτονται, γίνονται οι θρυαλλίδες των εξελίξεων. Στην αρχιτεκτονική των ηρώων πάντως ανιχνεύω τη στοργική ματιά του συγγραφέα, την επιθυμία του να κατανοήσει τα βαθύτερα κίνητρά τους, να αντιληφθεί τις κοινωνικές συνθήκες που τους διαμόρφωσαν, να διερευνήσει τις αλληλεπιδράσεις τους. Ίσως γι’ αυτό «δεν στέκεται μόνο στα μεγάλα γεγονότα αλλά εστιάζει κυρίως στις μικρές ιστορίες τόσων και τόσων συνηθισμένων ανθρώπων μέσα από τις οποίες μιλά για τις μεγάλες υποθέσεις», διαπιστώνοντας ότι οι τραγωδίες και τα δράματα του ανθρώπινου βίου δεν οφείλονται αποκλειστικά σε πολιτικές σκευωρίες αλλά συχνά «κρύβουν από πίσω ανομολόγητες ιστορίες εκδίκησης, προδοσίας, φθόνου, απληστίας, μικρότητας, ανεκπλήρωτου έρωτα, ή καθαρής κακίας». Παραφράζω εδώ ένα απόσπασμα του βιβλίου, όχι από τεμπελιά να αναζητήσω τις δικές μου λέξεις αλλά δοκιμάζοντας να επικυρώσω τον ολιστικό χαρακτήρα του και την πρόθεση του συγγραφέα να διατυπώσει απαντήσεις και κυρίως να θέσει ερωτήματα για κάθε πτυχή της σύγχρονης ζωής.
Επανερχόμενος στο θέμα της άτυπης τριλογίας, θυμίζω ότι καμιά καταγωγική σχέση, τουλάχιστον με την πρώτη ματιά, δεν ανιχνεύεται μεταξύ των τριών κεντρικών ηρώων της, του φιλόδοξου και απολιτίκ Ισίδωρου Γεωργίου της Εφεύρεσης, του αμετανόητα δίκαιου Αργύρη Τρίκορφου της Πόλης και του θεσσαλού μεγιστάνα Λευτέρη Διαμαντόπουλου, απόδειξη κι αυτό της θαυμαστής συνθετικής ικανότητας του συγγραφέα. Ο Τζανμιώτης δεν γράφει για να αυτοβιογραφηθεί ή έστω για να μεγεθύνει την ύπαρξή του. Αντίθετα διαμοιράζεται σε ένα πλέγμα ετερόκλητων ηρώων και την ίδια στιγμή απειρίζεται κι εξαφανίζεται, εξαφανίζεται δηλαδή διερυνόμενος.
Παρασυρμένος από τους χαρακτήρες και την πλοκή του βιβλίου, αμελώ τόση ώρα να μιλήσω για εκείνο που τα συναρτά και τα αποτελεί, για τη γλώσσα. Δίχως αυτή την πλούσια και φροντισμένη γλώσσα τίποτα δεν θα ήταν δυνατόν. Σκεφτόμουν, ενώ διάβαζα το βιβλίο, μια φράση του Κούντερα από το μυθιστόρημα Αθανασία:
«Στις μέρες μας» γράφει ο Κούντερα, «ρίχνονται πάνω σε κάθε τι το οποίο έγινε δυνατό να γραφτεί, για να το μεταμορφώσουν σε ταινία, σε τηλεοπτική ιστορία ή σε κινούμενα σχέδια. […] Οποιοσδήποτε είναι ακόμα αρκετά τρελός για να γράφει σήμερα μυθιστορήματα, πρέπει αν θέλει να τα προστατέψει, να τα γράφει με τέτοιον τρόπο που να μην μπορούν να τα προσαρμόσουν, μ’ άλλα λόγια να μην μπορούν να τα διηγηθούν».
Το βιβλίο του Τζαμιώτη, παρότι σίγουρα θα προκαλέσει το ενδιαφέρον κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών και σκηνοθετών, για την συναρπαστική πλοκή, τους ολοζώντανους χαρακτήρες, το σασπένς, τις ανατροπές, τις εναλλαγές τοπίων και τόπων, στην πραγματικότητα δεν μπορεί να «μεταφερθεί». Γιατί η ουσία του είναι βαθιά κρυμμένη στις λέξεις και κάθε μεταφορά του δεν θα είναι παρά μια αφαίρεση. Δεν αρνούμαι πως ένας χαρισματικός σκηνοθέτης θα μπορούσε να φτιάξει μια εξαιρετική ταινία βασισμένος σε τέτοια «πρώτη ύλη», η ουσία όμως του βιβλίου θα έμενε απροσπέλαστη. Βλέπετε, ο Τζαμιώτης, χωρίς ακραίους πειραματισμούς, χωρίς εξόφθαλμες μορφοπλαστικές καινοτομίες, αποφεύγοντας κάθε «εύκολη» λύση, φτιάχνει έναν κόσμο ανεπανάληπτο, στην ακρίβεια του, τη διαύγειά του, το ύψος, το πλάτος και το βάθος του.
Συνειδητοποιώ πως αν κάποιος ήθελε, έστω με λέξεις, να διηγηθεί αυτό το βιβλίο δεν θα του αρκούσαν πέντε, δέκα ή δεκαπέντε σελίδες, θα χρειαζόταν 717 σελίδες – ούτε μία λιγότερη.
Η Άζια, πρωτότοκη κόρη του Διαμαντόπουλου, σε ένα ορεινό χωριό της Μακεδονίας γνωρίζει ένα νεαρό αυτοδίδακτο ζωγράφο. Η αντίδρασή της όταν πρωτοβλέπει τα έργα του καταγράφεται στις σελίδες του βιβλίου:
«Δεν ήταν τα θέματα αυτά καθ’ αυτά που την εντυπωσίασαν, αλίμονο, ως και τετριμμένα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς∙ ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνονταν τη συνεπήρε, και έπειτα τη συγκλόνισε ακόμη περισσότερο, εκείνο το αποφασιστικό, σχεδόν ολοκληρωτικό σχέδιο του, που φώναζε πως παρότι δεν γνωρίζει δισταγμό από την στιγμή που το κάρβουνο ζουπιόταν στο χαρτί μέχρι την απόσυρση του, διέθετε την ακρίβεια καλοκουρδισμένου εργαλείου που παρά την ορμητικότητα του καταφέρνει να περιλάβει κάθε κρίσιμη λεπτομέρεια του θέματος χωρίς να υποκύπτει στιγμή στην τυραννία της περιγραφικότητας. Έπρεπε να είσαι τυφλός ή ηλίθιος για να προσπεράσεις αυτή την λεπτοφυή και συνάμα βάρβαρη μες στη σιγουριά της ικανότητα απόδοσης όσων ο κοινός νους συνήθως παραβλέπει ή υπονομεύει. Αλλά αυτός δεν ήταν συνηθισμένος, καθόλου συνηθισμένος για την ακρίβεια, και το αποδείκνυε ζωγραφίζοντας τον κόσμο, τον δικό του κόσμο εν προκειμένω, με την ανιδιοτέλεια, το δέος και την αθωότητα, ενός σοφού αρχάνθρωπου που κάθεται στο έμπα της σπηλιάς του και φτιάχνει ιστορίες παρατηρώντας τον έναστρο θόλο πάνω από το κεφάλι του μια νύχτα με ξαστεριά δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν. Τώρα καταλάβαινε τι εννοούσε νωρίτερα όταν της έλεγε πως ζωγραφίζει τους άγιους και τα πνεύματα που ζουν στο δάσος. Κι αυτός πνεύμα του δάσους ήταν».
Με τις ίδιες ακριβώς λέξεις θα μπορούσα να περιγράψω την εντύπωση που προκαλεί η ανάγνωση του βιβλίου.
Στο κτήμα των Διαμαντόπουλων υπάρχει ένα ιδιωτικό εκκλησάκι αγιογραφημένο από έναν σπουδαίο καλλιτέχνη κατά παραγγελία βέβαια του ηγήτορα της φαμίλιας, του Λευτέρη. «[…] οι τοίχοι του ναού καλύπτονταν από ένα και μόνο ενιαίο πανόραμα με τους αγίους όλους σε ρόλους αγροτών, κτηνοτρόφων και ανθρώπων του μόχθου. […] [Ο Λευτέρης] θυμόταν ακόμη, όταν [ο καλλιτέχνης] είχε πια τελειώσει κι επέτρεψε να δουν το έργο του, τη συγκίνηση που ένιωσε κοιτώντας τις απέριττες μορφές από ώχρα που είχε δημιουργήσει με τα πινέλα του». Μια τέτοια λεπταίσθητη τοιχογραφία φιλοτέχνησε κι ο Τζαμιώτης με την πέννα και το πληκτρολόγιό του, μόνο που στο δικό του έργο δεν έχουν θέση μονάχα οι αγαθοί αλλά και οι δαίμονες, ή μάλλον άνθρωποι που η ατελής φύση τους, οι συνθήκες, οι επιλογές, τα πάθη και οι αδυναμίες, τους κάνουν να αμφιταλαντεύονται διαρκώς ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.
Καθώς το βιβλίο πλησιάζει στο τέλος του, τον αναγνώστη καταλαμβάνει μια βαθύτατη συγκίνηση, μια σχεδόν θρησκευτική εμπειρία. Προτού με κατηγορήσετε για υπερβολή ή για ακροβατισμούς θυμηθείτε τη φράση του Ερνέστο Σάμπατο: «Δεν είμαι θρήσκος», γράφει ο Αργεντίνος συγγραφέας, «ωστόσο πιστεύω πως το να είσαι θρήσκος δεν σημαίνει μόνο να αναζητείς τον Θεό, αλλά και να αντιμετωπίζεις τον πόνο της ύπαρξης». Το υπαρξιακό αυτό άλγος, ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων, βρίσκεται στον πυρήνα του βιβλίου του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη.
(*) Ο Νίκος Χρυσός είναι συγγραφέας. Το κείμενο αυτό διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει, 7.5.2025.


























